Ο Αλέξιος κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά που οδηγούσαν στο παλιό λιμάνι. Αριστερά, το μεγάλο μουσείο φάνταζε μέσα στη νύχτα σαν οχυρό, ακριβώς σαν αυτό που είχε δει πέρυσι το καλοκαίρι σε ένα χωριό, λίγο έξω από την Αλεξάνδρεια. Εκεί που μαζί με τον πατέρα του έπλευσαν αρχές Ιούλη, με ένα μικρό εμπορικό πλοίο και γύρισαν το φθινόπωρο γεμάτοι με εξωτικά φρούτα, ρούχα και υφάσματα μεταξωτά, για να πουλήσουν στο μεγάλο παζάρι της Αθήνας.
Φτάνοντας στο λιμάνι ο Αλέξιος είδε μέσα στο σκοτάδι ένα φως, μια φωτιά που έκαιγε σε κάτι μακρύ και λεπτό. Πλησίασε, αργά αργά προσέχοντας μην κάνει καθόλου θόρυβο και κρύφτηκε πίσω από μία στοίβα από καραβόπανα. Αυτά ήταν τρύπια και ταλαιπωρημένα από το μένος του ανέμου τον καιρό που στόλιζαν το κατάρτι κάποιου εμπορικού πλοίου. Ο νεαρός ψαράς, κοίταξε μέσα από τις τρύπες και ανακουφισμένος φώναξε δυνατά: ”Καλά μωρέ Νικόδημε, εσύ είσαι που γυρνάς σαν τον κλέφτη με τη δάδα μέσα στην μαύρη πίσσα;”.
”Δεν ήξερα να κάτσω να φάω τα μούτρα μου από τις πέτρες και τα παλιόξυλα που είναι πεταμένα τριγύρω” αποκρίθηκε ο Νικόδημος. ”Έφερες νερό, γιατί μπορεί να μας πάρει το ξημέρωμα σήμερα, έχει βαθύ σκοτάδι εκεί έξω και δεν μας βλέπω να κάνουμε τη δουλειά μας”, είπε δείχνοντας το πέλαγος. ”Δεν πιστεύω να φοβάσαι ξαφνικά το σκοτάδι; Όσο για το νερό μην ανησυχείς, μία κανάτα θα μας φτάσει”. Αλλά ο Αλέξιος ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά ακόμα δεν ήξερε τι…
Οι νεαροί ψαράδες βγήκαν στο πέλαγος με όρεξη για τραγούδι. Μουρμούριζαν ένα παλιό πολεμικό άσμα των Σπαρτιατών, οι οποίοι το τραγουδούσαν πριν από τις ναυμαχίες με τους Αθηναίους στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ξαφνικά κι ενώ δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από το παλιό λιμανάκι, ένιωσαν ένα φοβερό χτύπημα στο πίσω μέρος της βάρκας. Απορρημένοι πήγαν βιαστικά να δουν τι είναι και με το που έφτασαν στο σημείο ένιωσαν το ίδιο, φοβερό χτύπημα στην μπροστινή μεριά. Ο Αλέξιος, έντρομος, φώναξε στον Νικόδημο: ”Δεν έπρεπε να έρθουμε σήμερα. Δεν βλέπουμε ούτε τη μύτη μας. Ούτε που ξέρουμε τι είναι αυτό που χτυπάει τη βάρκα”. Ο Νικόδημος προσπαθούσε με τη δάδα στο χέρι να δει μέσα στο χάος της νύχτας τη σκοτεινή θάλασσα.
Ξάφνου, ένα φως ξεπρόβαλλε από την κάτω μεριά της βάρκας. Στην αρχή ήταν αχνό αλλά όσο πλησίαζε δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Το νερό γύρω από το μικρό βαρκάκι άρχισε να αφρίζει και να αφρίζει, σαν το καυτό λάδι όταν η πατάτα πέσει μέσα στο τηγάνι. Τότε λοιπόν, ήταν που ο Αλέξιος κάθισε καταμεσής της βάρκας και ξέσπασε σε λυγμούς. ”Γιατί κλαίς φίλε μου αδερφικέ” είπε ο Νικόδημος κοιτάζοντας τον έντρομο ψαρά. ”Όλα καλά θα πάνε, στο τέλος θα τα καταφέρουμε και θα γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας”, αλλά ο Αλέξιος δεν σταμάτησε το κλάμα του.
”Κλαίω γιατί εδώ θα γίνει ο τάφος μας, έρχεται ο χαμός μας” απάντησε μετά από λίγο ο Αλέξιος. Ο φίλος του τον κοίταξε κατάχλωμος. ”Ο θεός μας εκδικείται για το κακό που κάναμε τότε στη λίμνη, δεν έπρεπε να πνιγεί ο Αρίσταρχος”, είπε ο Αλέξιος και συνέχισε: ”Εμείς φταίμε για το θάνατο του φίλου μας γιατί ενώ έπρεπε να τον προσέχουμε ως μικρότερο, εμείς ήπιαμε άφθονο κρασί και από την παραζάλη χάσαμε το ένα κουπί. Όταν λοιπόν σηκώθηκε κύμα και μας παρέσυρε στα ανοιχτά και έπρεπε να κολυμπήσουμε στην ακτή, κάποιος από τους δυο μας είχε την υποχρέωση να πάρει στις πλάτες του τον Αρίσταρχο. Αλλά εμείς τσακωθήκαμε άσχημα για αυτό καθώς επειδή ήμασταν πιωμένοι δεν θέλαμε να κινδυνέψουμε να πνιγούμε υπό το βάρος του μικρού. Έτσι αποφασίσαμε να αφήσουμε τον Αρίσταρχο να πνιγεί και αυτό ήταν το θανάσιμο αμάρτημα που καλούμαστε να πληρώσουμε τώρα αδερφέ μου”, είπε ο Αλέξιος και σιώπησε.
Ξαφνικά η λάμψη κάτω από τη βάρκα έγινε εκτυφλωτική, οι ουρανοί υπό τις διαταγές του Δία άνοιξαν στα δύο και άρχισε μια καταιγίδα που όμοιά της είχαν καιρό να δούνε οι άνθρωποι. Ο Ποσειδώνας με την πυρωμένη του τρίαινα, ξεπρόβαλλε μέσα από τη βάρκα σκίζοντάς την στη μέση και σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό κοιτάζοντας τους δύο ψαράδες. ”Όσοι αδίκησαν στα νερά μου, αδικία θα λάβουν και θα εξαφανιστούν” είπε με μία βροντερή φωνή και με τρομακτική ταχύτητα βυθίστηκε στο πέλαγος παίρνοντας με την ορμή του, τους δύο νεαρούς ψαράδες στον πάτο της θάλασσας. Μόνο ένα κουπί και ένα κανάτι έμειναν να πλέουν στα αγριεμένα νερά για να θυμιζουν την τραγική ιστορία των δύο φίλων ψαράδων, του Αλέξιου και του Νικόδημου.
ΖΕΥΣ
(το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι εντελώς τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα).
Η θεά Νέμεσις

