”Φουρτουνιασμένη η θάλασσα, διαβολεμένος ο αγέρας αλλά εκείνος ο φάρος στέκεται εκεί, αγέρωχος να κοιτάζει με απάθεια τα στοιχειά της φύσης”, σκέφτηκε ο Ουίλλιαμ. Άραγε να ‘ναι έτσι και η ελπίδα, η ειρήνη και η αγάπη για τους ανθρώπους, σταθερές στις θνητές ζωές τους, να τους δείχνουν τον δρόμο για την αθανασία μέσα από την αρετή; Υπάρχει άραγε άνθρωπος που θα αποτινάξει από πάνω του την αχαλίνωτη επιθυμία για δόξα και επιβολή, για να ζήσει με αλληλεγγύη και δικαιοσύνη; ”Θα ταξιδέψω σε όλη τη Γη και θα μάθω την αλήθεια”, είπε στον εαυτό του ο Ουίλλιαμ.
Φτάνοντας στο λιμάνι, ο νεαρός Άγγλος συνάντησε δύο άτομα, έναν άνδρα και μια γυναίκα. Ήταν ο Βέβηλος και η Αγαθή, αδέρφια και παιδιά του Οξύθυμου και της Ηρεμίας. Οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί σε επιδρομή των Υπερβόρειων και από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους, παλεύουν για να ζήσουν. Ο Βέβηλος, αναλαμβάνοντας το ρόλο του προστάτη της Αγαθής, τρύπωνε σε φούρνους και μαγειρεία για να κλέψει λίγο φαγητό και συχνά πυκνά έμπλεκε σε καυγάδες. Μια φορά μάλιστα, όταν παραλίγο να τον τσακώσει ο φούρναρης, τον κάρφωσε με ένα κομμάτι γυαλί στο μάτι και από τότε ζει παράνομος και κυνηγημένος. Μεγαλώνοντας πέρναγε όλη του τη ζωή στα καπηλειά και στους οίκους ανοχής και έγινε γνωστός στην πιάτσα για δύο πράγματα. ”Βαρύ χέρι” για τις γυναίκες και ”κοφτερό λεπίδι” για όλους τους υπόλοιπους.
Από τη μεριά της η Αγαθή ήταν η προσωποποίηση της καλοσύνης, όμορφη και ευγενική, πάλευε με την κοινωνική ανισότητα και τη φτώχεια για να επιβιώσει. Δούλευε ως λαντζιέρα στη βασιλική κουζίνα των Ισχυρών και αν έβρισκε καθόλου χρόνο για τον εαυτό της, προτιμούσε το διάβασμα από τον ύπνο. Δεν συμφωνούσε με τον… βρώμικο βίο του αδερφού της αλλά ήξερε οτι του χρωστούσε την ίδια της τη ζωή. Για το λόγο αυτό, όταν ο Βέβηλος χρειάζοταν κατά καιρούς κάπου να κρυφτεί, τον έβαζε στο δωμάτιό της ή στο αποθηκάκι της βασιλικής κουζίνας. Η ειρωνεία είναι οτι συνήθως ο Βέβηλος απέφευγε τους στρατιώτες της βασιλικής φρουράς, κρυμμένος μέσα στο ίδιο το παλάτι από την ταπεινή Αγαθή. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο, αυτός μαύρο και εκείνη άσπρο, αυτός ο σατανάς και αυτή όλοι οι άγγελοι μαζί.
Οι τρείς φίλοι, λοιπόν, αφού πρώτα πλήρωσαν τα ναύλα για το ταξίδι τους, πήγαν σε έναν από τους κουλουράδες του λιμανιού και αγόρασαν φαγητό, ζεστά κουλούρια με σουσάμι ή με ζάχαρη. Η αναχώρησή τους ήταν προγραμματισμένη για το επόμενο πρωί, με ένα εμπορικό πλοίο του οποίου ο καπετάνιος χρωστούσε χάρη στον Ουίλλιαμ. Ο λόγος ήταν ένα σεβαστό ποσό που είχε πληρώσει κάποτε ο νεαρός Άγγλος για να βγάλει από τη φυλακή τον καπετάνιο. Βλέπετε, ο Ουίλλιαμ ήταν άνθρωπος της περιπέτειας και συχνά πυκνά ακολουθούσε τον έμπορο στα ταξίδια του, οπότε είχαν αναπτύξει μία ιδιαίτερη φιλία. Ο έμπορος με την τσέπη του νεαρού και ο Ουίλλιαμ με τα ”δωρεάν” ταξίδια του ανά τον κόσμο.
Το καράβι ξεκίνησε για τη Δύση, εκεί που δέσποζε μια ατέλειωτη χώρα, με πανύψηλα βουνά, τροπικά δάση και σπουδαίους πολιτισμούς. Οι φήμες έκαναν λόγο και για ένα πολύ μεγάλο και μακρύ ποτάμι, που διέσχιζε σχεδόν όλη την ήπειρο και έδινε ζωή στην πλάση. Στη Χώρα της Δύσης υπήρχε κάθε λογής ζώο, από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό, γεμάτα με υπέροχα χρώματα αλλά και επικίνδυνες δυνατότητες. Μεγάλα μυτερά δόντια, σουβλερά νύχια, τοξικό δηλητήριο ήταν μόνο λίγα από τα… όπλα των σαρκοφάγων ζώων που κατοικούσαν στα πυκνά δάση της Δύσης. Όσον αφορά τη χλωρίδα της Χώρας; Ακόμα μέχρι και σήμερα παραμένει άγνωστος ο αριθμός των διαφορετικών φυτών που βρίσκονται εκεί, πραγματικά ένας παράδεισος για τους φυσιολάτρες και τους βιολόγους.
ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ
ΖΕΥΣ