ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ

Μετά από ταξίδι περίπου τριών με τεσσάρων εβδομάδων, το πλοίο έφτασε στο λιμάνι του ιαγουάρου, το μεγαλύτερο λιμάνι της Δύσης. Πήρε το όνομά του από τους πολεμιστές-ιαγουάρους, την αφρόκρεμα του στρατού των Αζτέκων, την κυρίαρχη φυλή της Δύσης. Αυτοί οι φοβεροί πολεμιστές, έφεραν στους ώμους τους δέρμα ιαγουάρου που είχαν σκοτώσει μόνοι τους ως σύμβολο ανδρείας και ήταν γόνοι των πιο πλούσιων οικογενειών του βασίλειου. Ο Ουίλλιαμ, ο Βέβηλος και η Αγαθή ξεκίνησαν για την πρωτεύουσα των Αζτέκων, το Αζτλάν, εκεί που θα έμεναν για τρία βράδια σε ένα ”κέντρο φιλοξενίας”. Τι ήταν αυτό; Ένας αχανής αχυρώνας, με τρία πατώματα τα οποία ήταν χωρισμένα σε δωμάτια, ο Θεός να τα πει έτσι γιατί εγώ δεν τολμώ. Το κρεβάτι ήταν φτιαγμένο από φύλλα μπανανιάς και άχυρο ενώ δεν υπήρχε ούτε λουτρό ούτε αποχωρητήριο. Όποιος είχε ανάγκη απλά… πήγαινε στην αγκαλιά της μητέρας φύσης, πάντοτε με μιά πιστόλα ή ένα μαχαίρι συντροφιά για προστασία από τα θηρία του δάσους. Καμία σχέση με αυτά που είχαν συνηθίσει οι τρείς φίλοι από την Αγγλία, κάτι που τους απογοήτευσε και τους τρείς.

Ο Ουίλλιαμ και τα δύο αδέρφια περπατούσαν στα σοκάκια του Αζτλάν, συνομιλώντας σε μία Κοινή Γλώσσα με τους ντόπιους έμπορους. Τη Γλώσσα αυτή είχαν δημιουργήσει οι μεγάλες αυτοκρατορίες της Εποχής, για την ευκολότερη επικοινωνία των εμπόρων, των ναυτικών και των στρατιωτών, δηλαδή τους μοναδικούς ταξιδιώτες των θαλασσών και των ηπείρων. Ήταν ένα κράμα λατινικών, ελληνικών, ναουάτλ(γλώσσα των Αζτέκων) και αιγυπτιακών και διδάσκονταν μόνο στις σχολές εμπορίου και ναυτιλίας αλλά και στον στρατό, μόνο σε αξιωματικούς. Ο Ουίλλιαμ επειδή ήταν πάμπλουτος είχε πρόσβαση στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και κάθε φορά που ταξίδευε στην Αίγυπτο, περνούσε ατέλειωτες ώρες μελετώντας θρησκευτικά και φιλοσοφικά βιβλία. Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια του η ”Βίβλος της Γλώσσας” και εκεί διάβασε και έμαθε την Κοινή Γλώσσα των λαών.

Οι τρείς φίλοι θαμπώθηκαν από τα πολύχρωμα κτίρια των Αζτέκων, τους τεράστιους ναούς αλλά και τα εξωτικά ζώα που πουλούνταν στην αγορά. Πτηνά, αιλουροειδή αλλά και κάθε λογής ερπετά ήταν διαθέσιμα για τους επίδοξους αγοραστές αλλά και μία μοναδική ποικιλία από εξωτικά φρούτα, ξηρούς καρπούς και μπαχαρικά. Ξάφνου ακούγεται ένας τρομερός ήχος, σαν ποδοβολητό ελεφάντων από κάπου μακριά και όλοι οι άνθρωποι, ξένοι και ντόπιοι, άρχισαν να πηγαίνουν προς έναν πανύψηλο ναό που αχνοφαίνονταν στον ορίζοντα. Όσο πλησίαζαν, ο ήχος δυνάμωνε και δυνάμωνε μέχρι που έγινε τόσο εκκωφαντικός που κάλυπτε τις κραυγές και τα μοιρολόγια των γυναικών. Ο Ουίλλιαμ γνώριζε από τα βιβλία για τις ανθρωποθυσίες των Αζτέκων και γενικότερα των λαών της Δύσης αλλά πίστευε οτι ήταν υπερβολές των ιστορικών. Είχε την άποψη οτι οι ιερείς έχουν την τάση να τρομάζουν τους ανθρώπους, για να μπορούν να ελέγξουν τον αγράμματο λαό και την τσέπη του.

Δυστυχώς για τον νεαρό Άγγλο οι φήμες ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Κάθε χρόνο περίπου δέκα με είκοσι χιλιάδες άνθρωποι θυσιάζονταν στις τελετές αυτές, γιατί οι ιερείς πίστευαν οτι μόνο με τις ανθρωποθυσίες θα μπορούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν ο κόσμος και το ανθρώπινο είδος. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Κομμένα κεφάλια πετάγονταν από την κορυφή του ναού και από πίσω ακολουθούσε το άψυχο σώμα του άτυχου σκλάβου. Οι Αγαθή έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά της, μη μπορώντας να αντέξει τη σκληρότητα της τελετουργίας, την ίδια στιγμή που ο Βέβηλος πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε, συνεπαρμένος από τον ”Ανθισμένο Θάνατο”, όνομα που είχαν δώσει οι ντόπιοι στην τελετή. Ο Ουίλλιαμ ανατρίχιασε, ένιωσε τα σωθικά του να ανακατεύονται και παραλίγο να ξερνούσε αν δεν τον έπιανε από το χέρι η Αγαθή και δεν τον πήγαινε μακριά από το μακάβριο θέαμα.

Κανένας Θεός δεν αξίζει το θάνατο των ανθρώπων του”, είπε ο νεαρός Άγγλος και συνέχισε: ”Όσο μεγάλος και τρανός είναι ο πολιτισμός των Αζτέκων άλλο τόσο πρωτόγονος και βίαιος είναι, επομένως δεν έχει μείνει τίποτε για μας εδώ πέρα”. Και με αυτά τα λόγια ο Ουίλλιαμ, ο Βέβηλος και η Αγαθή ξεκίνησαν για το λιμάνι του ιαγουάρου για να μπαρκάρουν για άλλους προορισμούς.

ΤΕΛΟΣ Β’ ΜΕΡΟΥΣ

ΖΕΥΣ