Το ταξίδι αυτή τη φορά ήταν μακρύ και επίπονο, μέσα από καταιγίδες και μανιασμένες θάλασσες, λες και οι θεοί είχαν θυμώσει με τους τρείς φίλους. Από τη Δύση μέχρι τις ακτές της εξωτικής Αφρικής, το πλοίο χρειάστηκε τρείς μήνες, αφού το μεγαλύτερο διάστημα του ταξιδιού ο καιρός ήταν αγριεμένος και τα πανιά του καραβιού κατεβασμένα. Οι ναύτες κωπηλατούσαν για μερόνυχτα, για να μπορέσουν να ξεφύγουν από την κακοκαιρία ενώ μέχρι και ο Ουίλλιαμ με τον Βέβηλο έπιασαν τα κουπιά γιατί άπαντες ήταν εξουθενωμένοι και κάθε βοήθεια ήταν ευπρόσδεκτη. Μετά από ενενήντα μέρες η θάλασσα γαλήνεψε και στον ορίζοντα φάνηκε η ”Μαύρη Ήπειρος”, η πατρίδα των χουρμάδων, της ”χρυσής θάλασσας”, όπως ονομαζόταν η έρημος, των άγριων θηρίων της σαβάνας και των Νομάδων, ανθρώπων της ερήμου που μετακινούνταν από μέρος σε μέρος χωρίς τελειωμό. Οι φήμες ήθελαν τους Νομάδες να είναι σοφοί, ευγενικοί και φιλόξενοι και ο Ουίλλιαμ ήθελε να τους γνωρίσει από κοντά.
Αυτό που δεν ήξερε ο νεαρός Άγγλος ήταν οτι στην Αφρική κυριαρχούσε το έθνος τον Ζουλού. Φοβεροί πολεμιστές που απεχθάνονταν τους λευκούς καθώς τους θεωρούσαν καταραμένους και οτι οι θεοί δεν τους ”χρωμάτισαν” σωστά για να τους ξεχωρίζουν οι υπόλοιποι άνθρωποι. Αλλά είπαμε, ο Ουίλλιαμ ήθελε να γνωρίσει τους Νομάδες όχι τους Ζουλού και μαζί με τον Βέβηλο και την Αγαθή ξεκίνησαν να βρουν τους ”Χρυσούς Βασιλιάδες”, όνομα που είχαν δώσει οι ντόπιοι στο νομαδικό λαό εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης που είχαν με την έρημο. Πέρασαν τρία μερόνυχτα και οι τρείς φίλοι δεν είχαν συναντήσει ούτε μια ψυχή. Ούτε ζώο, ούτε άνθρωπο, κανένα ίχνος ζωής, πουθενά νερό, πουθενά δέντρο. Όλα είχαν ερημώσει και τα είχε εξαφανίσει η άμμος. Απογοητευμένος ο Ουίλλιαμ, το τρίτο βράδυ της αναζήτησης, ζήτησε από τους φίλους του να κατασκηνώσουν για το υπόλοιπο της νύχτας και το αμέσως επόμενο πρωί να επιστρέψουν στις ακτές για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο Βέβηλος πήγε να βρει κλαριά και ξερά χορτάρια για τη φωτιά που ήθελε να ανάψει η Αγαθή, για να προστατευτούν το βράδυ από τα θηρία και για να ψήσουν λίγα φρούτα που τους είχαν μείνει για φαγητό.
Ξαφνικά μέσα στη γαλήνη της νύχτας ακούστηκαν φωνές και αλαλαγμοί που ολοένα και δυνάμωναν. Ο ουρανός ήταν σκοτεινιασμένος και έτσι οι τρείς φίλοι δεν μπορούσαν να δουν πολύ μακριά παρά μόνο λίγα μέτρα από εκεί που είχαν κατασκηνώσει. Ο Βέβηλος έπιασε την πιστόλα του, την ίδια ώρα που ο Ουίλλιαμ έβγαλε από το θηκάρι τη μαχαίρα και μπήκαν μπροστά από την Αγαθή για να την προστατέψουν από τον άγνωστο κίνδυνο που πλησίαζε. Σε ελάχιστο χρόνο η παρέα μας είχε περικυκλωθεί από πολλούς Ζουλού πολεμιστές, με βαμμένα τα πρόσωπά τους, με τόξα και ακόντια και κάτι πελώριες ασπίδες. Αρχηγός τους ήταν ο Ντινγκάνε, ο σφετεριστής και προδότης του αδερφού του, Σάκα, τον οποίο δολοφόνησε με την βοήθεια του Μλανγκάνα του υποτακτικού, που στη συνέχεια αποκεφάλισε μαζί με όλους τους ακόλουθους του Σάκα. Απάνθρωπος και πολεμοχαρής, ο άρχοντας των Ζουλού, πλησίασε τους τρείς φίλους και το πεινασμένο βλέμμα του έπεσε πάνω στην Αγαθή.
Δυστυχώς για τον Ουίλλιαμ, οι Ζουλού δεν γνώριζαν την Κοινή Γλώσσα και έτσι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους και να προσπαθήσει να τους πείσει να τους αφήσουν ήσυχους. Σε αντάλλαγμα, θα τους έδινε ένα πουγκί γεμάτο με καπνό που έφερε από τη Δύση και άλλο ένα με χρυσάφι και ρουμπίνια. Τους τα έδειξε αλλά εκείνοι, άγριοι καθώς ήταν, νόμιζαν οτι ο καπνός ήταν φαγητό και άρχισαν να μασουλάνε με λαιμαργία. Φυσικά δεν τους άρεσε καθόλου αυτό που έτρωγαν και άρχισαν να φωνάζουν και να σημαδεύουν με τα ακόντιά τους τον νεαρό Άγγλο. Και αλήθεια, θα τους σκότωναν επί τόπου και τους τρείς αν δεν εμφανίζονταν ξαφνικά οι Νομάδες. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, πάνω σε στολισμένες καμήλες, άλλες με δύο και άλλες με μία καμπούρα. Όλοι ήταν οπλισμένοι με κυρτά σπαθιά και ελαφριά τόξα ενώ υπήρχαν και καμιά διακοσαριά ψηλοί και γυμνασμένοι άντρες, με μακριά ακόντια και μικρές, στρογγυλές ασπίδες. Αυτοί ήταν οι πασίγνωστοι Νταμάρι, οι πιο ξακουστοί πολεμιστές της Αφρικής μετά τους ίδιους τους Ζουλού. Περικύκλωσαν την κατασκήνωση και μπροστά από αυτό το ατέλειωτο καραβάνι εμφανίστηκε ο Τζαχάρ, ο άρχοντας της ”χρυσής θάλασσας”.
Οι Νομάδες επειδή ήταν λαός διαβασμένος και σοφός, γνώριζαν την Κοινή Γλώσσα και έτσι ο Ουίλλιαμ εξήγησε στον Τζαχάρ τον σκοπό του ταξιδιού του και ζήτησε την προστασία του μέχρι να επιστρέψει μαζί με τους φίλους του στην ακτή. Ο βασιλιάς των Νομάδων δέχτηκε να βοηθήσει τους ξένους και ζήτησε από τον Ντινγκάνε να τους αφήσει ήσυχους. Σε αντάλλαγμα θα του έδινε για νύφη την κόρη του και δεκαπέντε καμήλες φορτωμένες με κάθε λογής καλούδια. Ο Βέβηλος που ήταν ασεβής και απείθαρχος, όταν κατάλαβε τι γινόταν θύμωσε και άρχισε να φωνάζει στον αρχηγό τον Ζουλού βρισιές που δεν πρέπει να ξανακουστούν σε αυτόν τον κόσμο. Ο Ουίλλιαμ σκέπασε με το χέρι του το στόμα του φίλου του, ζήτησε συγνώμη από τον Τζαχάρ για την προσβολή αυτή και έκανε μια υπόκλιση στον Ντινγκάνε, μήπως καταφέρει και γλιτώσει το κεφάλι του Βέβηλου. Και εκεί που όλα φαινόταν να ηρεμούν, ξαφνικά ένας Νταμάρι με μια αστραπιαία κίνηση πέταξε το ακόντιό του και τρύπησε το λαιμό του αρχηγού των Ζουλού και τον έριξε νεκρό στο έδαφος. Ο Τζαχάρ τότε φώναξε: ”ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΛΙΤΙΣΤΟΥΣ, ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΥΠΑΝΘΡΩΠΟΥΣ” και άπαντες οι Νομάδες τράβηξαν τα σπαθιά τους και ρίχτηκαν στον εχθρό.
Η εικόνα μετά τη μάχη ήταν βγαλμένη από την ίδια την κόλαση. Διαμελισμένα κορμιά εδώ και κει, κεφάλια καρφωμένα σε πάσσαλους, μπηγμένους στην έρημο, εύκολο δείπνο για τα όρνεα και τα άγρια ζώα. Άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και όσοι προσπάθησαν να ξεφύγουν, κυνηγήθηκαν και εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό. Ο Ουίλλιαμ έφριξε, ένιωσε προδομένος από τον Τζαχάρ όχι για τον εαυτό του αλλά για τους Ζουλού. Όταν κάποιος δίνει τον λόγο του οφείλει να τον τηρήσει, όποιος κι αν είναι απέναντί του. ”Σιγά μην έδινα την κόρη μου σε αυτό το τέρας. Θάνατος τους πρέπει όπως και στα άγρια θηρία της σαβάνας, είναι ίδιοι και χειρότεροι από αυτά”, είπε ο άρχοντας των Νομάδων στους τρείς φίλους. Ο Βέβηλος συμφώνησε με τον Τζαχάρ αλλά είπαμε, ο αδερφός της Αγαθής ήταν παράδειγμα προς αποφυγήν. Ο νεαρός Άγγλος δεν έκρυψε την απογοήτευσή του, πίστευε οτι οι Νομάδες ήταν λαός πολιτισμένος και ειρηνικός αλλά τελικά έκανε λάθος. Μπορεί να σώθηκαν από τους Ζουλού αλλά στην καρδιά του Ουίλλιαμ είχαν προδοθεί θανάσιμα από τον Τζαχάρ και δεν ήθελε να τους βλέπει στα μάτια του. Η Αγαθή με τον ευαίσθητο Άγγλο προχώρησαν μπροστά από το καραβάνι, την ώρα που ο Βέβηλος μπεκρόπινε με τους Νταμάρι λίγο πιο πίσω τους. Σε δυο μέρες έφτασαν στις ακτές της Αφρικής όπου τους περίμενε το πλοίο και ξεκίνησαν για νέες περιπέτειες, στην αναζήτηση του Ουίλλιαμ για δίκαιους και αγνούς ανθρώπους.
ΤΕΛΟΣ Γ’ ΜΕΡΟΥΣ
ΖΕΥΣ