Ο επόμενος προορισμός του πλοίου μας ήταν και αυτός που προβλημάτισε τον Ουίλλιαμ για το αν θα έπρεπε να ταξιδέψει εκεί ή να προχωρήσει για τον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού του. Σίγουρα ο Βέβηλος και η Αγαθή δεν ήθελαν ούτε να ακούνε το όνομα της χώρας που σε περίπου, δύο μήνες, θα τους… φιλοξενούσε. ”Παγωμένη Κόλαση”, ”Βασίλειο των Νεκρών” και ”Μαύρος Στεναγμός” ήταν λίγα από τα ονόματα που είχαν δοθεί στη φοβερή και τρομερή Χώρα Των Υπερβόρειων. Ήταν η φυλή που είχε δολοφονήσει τους γονείς των δύο αδερφών κάποτε στην Αγγλία. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των βόρειων θαλασσών και των χωρών της κεντρικής Ευρώπης.
Η περιέργεια του Ουίλλιαμ ήταν πολύ μεγάλη, ήθελε να δει από κοντά αυτούς τους ”δαίμονες”. Ο καπετάνιος πάντως τον προειδοποίησε οτι αν καταφέρουν να πλησιάσουν σε κάποια απόκρημνη ακτή, θα τους περιμένει να γυρίσουν μόνο μία μέρα. Τόνισε στον νεαρό Άγγλο οτι και μόνο που ταξιδεύει σε αυτές τις θάλασσες θα έπρεπε να είναι τρελός και ελαφρόμυαλος. Ολόκληροι στόλοι πολεμικών πλοίων απέφευγαν αυτόν τον τόπο, πόσο μάλλον ένα μικρό εμπορικό, με μια γυναίκα, είκοσι πέντε ναύτες και τρείς, άπειρους στη μάχη, άντρες. Αλλά ο Ουίλλιαμ είχε μουλαρώσει, εξηγούσε στους φίλους του και στο πλήρωμα του πλοίου τη σημασία της παρατήρησης και της εξερεύνησης, τονίζοντας οτι: ”Πρέπει να μιλήσω έστω και με έναν από δαύτους. Πως θα μάθεις αυτά που θες αν δεν ρωτήσεις αυτόν που μπορεί να σου δώσει την απάντηση;”. Και με αυτά τα λόγια, κάθισε σε μια γωνιά κοντά στην πρύμνη του πλοίου και κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο της παγωμένης θάλασσας, χάθηκε στις σκέψεις του.
”ΣΚΑΣΤΕ ΟΛΟΙ!!”, φώναξε άγρια ο καπετάνιος και με λιγότερο δυνατή φωνή συνέχισε: ”Κατεβάστε τα πανιά και πιάστε τα κουπιά. Από εδώ και πέρα δεν πρέπει να ακουστεί ούτε ψίθυρος, φτάσαμε στην ”Καταβόθρα”, το θαλάσσιο νεκροταφείο του Βορρά”. Άλλωστε τόσες φήμες είχαν ακουστεί για αυτή τη γωνιά της Γης, έναν τόπο κρύο και μελαγχολικό που τόσοι και τόσοι άντρες είχαν βρει τον θάνατο από τα θηρία του νερού και από τις θαλάσσιες περιπόλους των Υπερβόρειων. ”Σε μία μέρα θα είμαστε στην ”Παγωμένη Κόλαση” και από εκεί και πέρα μόνο η τύχη και οι θεοί μπορούν να μας γλιτώσουν”, είπε ο καπετάνιος και γυρνώντας προς τον Ουίλλιαμ, συνέχισε: ”Δεν πρόκειται να διακινδυνέψω περισσότερο ούτε τους άντρες μου ούτε το πλοίο, για αυτό το λόγο μόλις πλησιάσουμε τη στεριά θα ρίξω άγκυρα και εσύ με τους φίλους σου θα πάρετε μια βάρκα και θα πάτε μόνοι σας εκεί πέρα. Ελπίζω ο θεός που πιστεύεις φίλε μου να πιστεύει και αυτός σε σένα”.
Πράγματι την επόμενη νύχτα ξεφύτρωσε στον ορίζοντα μία μεγάλη μαύρη ήπειρος. Στην αρχή, όλοι νόμιζαν οτι η μαυρίλα είχε να κάνει με το γεγονός οτι ήταν βράδυ και επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι αλλά όσο πλησίαζαν προς την στεριά, η φρίκη φώλιασε στις καρδιές τους. Καπνοί έβγαιναν από το έδαφος, τα δέντρα ήταν όλα καμένα και σε κάθε ένα τους κλαρί βρίσκονταν κρεμασμένοι, απανθρακωμένοι άνθρωποι. Το θέαμα ήταν φριχτό, η ίδια η Κόλαση έμοιαζε με παιδική χαρά μπροστά σε αυτήν την εικόνα. Και από το βάθος του δάσους ακούγονταν ψαλμωδίες. Ανατριχιαστικές γυναικείες φωνές, έψελναν σε μια άγνωστη γλώσσα την ώρα που ένα τύμπανο σκέπαζε τον θόρυβο του αέρα, με έναν -μάλλον- πολεμικό σκοπό. Οι τρείς φίλοι μάζεψαν όσο κουράγιο είχαν και μπαίνοντας στη βάρκα ξεκίνησαν για τη στεριά. Αν και οι δύο άντρες δεν ήθελαν να την πάρουν μαζί τους, η Αγαθή επέμεινε και πήδηξε πρώτη στη βάρκα κοροϊδεύοντάς τους, οτι καθυστερούσαν να φύγουν επειδή φοβόντουσαν. Ο Βέβηλος μάσησε κάτι βρισιές και ακολούθησε την αδερφή του την ώρα που ο Ουίλλιαμ χαμογέλασε, σκεπτόμενος τη σημασία να έχει κανείς καλούς και υποστηρικτικούς φίλους σε δύσκολες καταστάσεις.
Φτάνοντας στη στεριά, ένιωσαν τη ζέστη κάτω από τα πόδια τους εξαιτίας της καμένης γης. Οι τρείς φίλοι δεν τολμούσαν να σηκώσουν το βλέμμα τους από το έδαφος και προχωρούσαν σε ευθεία, ο ένας πίσω από τον άλλο, με τον Βέβηλο να προηγείται και τον Ουίλλιαμ να ακολουθεί τελευταίος. Είχαν βάλει την Αγαθή στη μέση νομίζοντας οτι με αυτόν τον τρόπο θα την προστάτευαν, σε περίπτωση που κάποιος ή κάτι τους ριχνόταν αλλά ήξεραν οτι ήταν στο έλεος των θεών. Ξαφνικά βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο. Η εικόνα που αντίκρυσαν ήταν απόκοσμη, τρομακτική. Περίπου διακόσιες γυναίκες, όλες τους ντυμένες στα λευκά, είχαν περικυκλώσει έναν άνθρωπο και τραγουδούσαν με φωνές αλλόκοτες σαν να ήταν δαιμονισμένες. Στα χέρια τους κρατούσαν από ένα δοχείο, γεμάτο με κάποιο υγρό και πίσω τους στο βάθος του ξέφωτου ήταν δύο άντρες που χτυπούσαν με μανία τα τύμπανα και προκαλούσαν την έκσταση των γυναικών. Σε μια στιγμή όλα σταμάτησαν, καμιά φωνή δεν τραγουδούσε, κανένας δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο. Οι γυναίκες έκαναν χώρο για να περάσει κάποιος ανάμεσά τους, κάποια άλλη γυναίκα ντυμένη σε διαφορετικά χρώματα. Ο Βέβηλος έσφιξε το χέρι του από οργή την ώρα που η Αγαθή δάκρυσε. ”Αυτή είναι” ψέλλισαν και οι δύο στον Ουίλλιαμ, ”αυτή είναι η Λάφιτα”.
Ο νεαρός Άγγλος γούρλωσε τα μάτια του. Είχε ακούσει ιστορίες για τη ”βασίλισσα των καταραμένων”, για την άγρια ομορφιά της και τις αιματηρές ιεροτελεστίες της. Έλεγαν οτι οι νεκροί από φόβο για τη Λάφιτα, δεν την άφηναν να πεθάνει και οτι η ηλικία της ήταν κάπου χαμένη ανάμεσα στον χρόνο των ανθρώπων και τον καιρό των Αθάνατων. Αυτή η Λάφιτα, αυτή ήταν που διέταξε τη σφαγή στο χωριό του Βέβηλου και της Αγαθής. Με τα ίδια της τα χέρια σκότωσε τον Οξύθυμο, τον πατέρα τους και έκαψε ζωντανή τη μάνα τους. Και τώρα η ”κόρη του Θεριστή” βρέθηκε πάλι στο διάβα τους. Αφού προχώρησε ανάμεσα στις κολασμένες γυναίκες, γονάτισε. Μία μία και οι διακόσιες πλησίαζαν τη Λάφιτα και με αρμονικές κινήσεις έχυναν το υγρό από το δοχείο που κρατούσε η καθεμιά τους πάνω της. Ο Ουίλλιαμ κατάχλομος ψιθύρισε: ”Μα αυτό… Μα αυτό είναι… είναι αίμα!”. Κατακόκκινη σαν τη φωτιά, με το αίμα να στάζει από τα ίδια της τα μάτια, η Λάφιτα σηκώθηκε και πήρε στα χέρια της ένα δρεπάνι. Προχώρησε με αργές κινήσεις, σαν σε τελετή, και έφτασε πάνω από τον κακόμοιρο άντρα. Σήκωσε το δρεπάνι ψηλά και με μια απόκοσμη κραυγή το κατέβασε.
”Ως εδώ! Πάμε να φύγουμε αμέσως, δεν υπάρχει… δεν υπάρχει κανένας καλός Θεός σε τούτο τον καταραμένο τόπο”, είπε στους φίλους του ο Ουίλλιαμ και χωρίς χρονοτριβή, αηδιασμένοι από το θέαμα που μόλις είχαν παρακολουθήσει, πήραν γοργά το δρόμο της επιστροφής για τη βάρκα. Τράβηξαν γρήγορα κουπί για το πλοίο και χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν κάθισαν σε μια γωνιά ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο καπετάνιος έδωσε τις απαραίτητες εντολές και το καράβι ξεκίνησε για τον ύστατο προορισμό του, αφήνοντας πίσω του τον φόβο και τον τρόμο που προκαλούσε το ”Βασίλειο των Νεκρών”.
ΤΕΛΟΣ Δ’ ΜΕΡΟΥΣ
ΖΕΥΣ