ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ Δ’ ΜΕΡΟΣ

   Τέσσερις μήνες βολόδερναν στη θάλασσα. Πέρασαν καταιγίδες, επιθέσεις πειρατών και είδαν με τα μάτια τους θαλάσσια τέρατα να τους καταδιώκουν. Η πρώτη τους ανακούφιση ήρθε όταν βρέθηκαν ξανά στις ακτές της Αφρικής, εκεί που σταμάτησαν για ανεφοδιασμό καθώς είχαν στερέψει τόσο το νερό όσο και η τροφή. Συνέχισαν πιο ανατολικά στη Μεσόγειο Θάλασσα και μετά από δύο βδομάδες έφτασαν σε έναν τόπο μαγικό. Ήταν μια χώρα παραδεισένια με πολλά πολλά νησιά, με γαλήνια και καταγάλανα νερά να αποτελούν τα φυσικά της σύνορα. Ήταν ο τόπος που γνωρίστηκαν για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια οι τρείς μας φίλοι. Φτάνοντας στο αρχαίο εμπορικό λιμάνι του Πειραιά, δίπλα από το πολεμικό, είδαν πλήθος κόσμου να τους υποδέχεται με τραγούδια και χορούς, με άφθονο κρασί να τους περιμένει για το καλωσόρισμα και την τσίκνα από τα ψητά να σκεπάζει την ατμόσφαιρα. ”Φτάσαμε στον πολιτισμό… Φτάσαμε στη Χώρα των Θεών… Φτάσαμε επιτέλους στην Ελλάδα!!”, είπε ο Ουίλλιαμ χαμογελαστός βλέποντας το λιμάνι.

   Στην υπέροχη αυτή χώρα οι τρείς μας φίλοι, όπως αναφέραμε και νωρίτερα, είχαν πρωτογνωριστεί όταν ήταν ακόμα μικρά παιδιά. Ο Ουίλλιαμ ταξίδευε με τους γονείς του για να γνωρίσουν και να θαυμάσουν την ελληνική γη και τον πολιτισμό των ”Κληρονόμων της Γαίας”, όπως του άρεσε να αποκαλεί τους Έλληνες. Ο Βέβηλος και η Αγαθή γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα Μέγαρα, λίγο έξω από την Αθήνα, από γονείς αγρότες και έτυχε να γνωρίσουν τον Ουίλλιαμ στο Μεγάλο Παζάρι των Αθηνών. Ο νεαρός Άγγλος ήξερε από μικρός την ελληνική γλώσσα καθώς ήταν φιλομαθής και έτσι μπορούσε να επικοινωνεί με τα δύο αδέρφια, ταίριαξαν τα χνώτα τους και έγιναν γρήγορα πολύ καλοί φίλοι. Τα πράγματα όμως στην Ελλάδα έγιναν δύσκολα για τους γονείς του Βέβηλου και της Αγαθής και έτσι μια μέρα, αφού πρώτα μάζεψαν το βιός τους και πούλησαν τα ζωντανά τους, αναχώρησαν για την Αγγλία στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Βλέπετε η Ελλάδα αποτελούσε μήλον της έριδος για τις μεγάλες αυτοκρατορίες της Ασίας και δέχονταν συχνά επιθέσεις από τους βάρβαρους της Ανατολής. Αλλά σε καιρούς ειρήνης ακόμα και οι ίδιοι οι Έλληνες χωρίζονταν σε δύο στρατόπεδα υπό την αιγίδα της Σπάρτης και της Αθήνας και τσακώνονταν σε έναν ”αιώνιο” πόλεμο δίχως νόημα κανένα. Αυτές οι καταστάσεις οδήγησαν τον Οξύθυμο και την Ηρεμία να πάρουν τα παιδιά τους και να μεταναστεύσουν μακριά σε ξένη γη, με ένα παράπονο και έναν καημό να τους ακολουθούν μέχρι το θάνατό τους.

   Τα δύο αδέρφια και ο Ουίλλιαμ κατέβηκαν από το καράβι και άρχισαν να περπατάνε γύρω από το εμπορικό λιμάνι του Πειραιά, παρατηρώντας τους ανθρώπους και την κίνηση του λιμανιού. Η αλήθεια είναι οτι ο κύριος όγκος της ”φασαρίας” γινόταν στο πολεμικό λιμάνι. Αραδιασμένες ατέλειωτες σειρές από κορμούς δέντρων ο ένας δίπλα στον άλλο, άνθρωποι να πηγαίνουν πάνω κάτω κρατώντας εργαλεία και κουβάδες με διάφορα υλικά μέσα και πολλοί στρατιώτες να περιπολούν και να επιβλέπουν τις εργασίες. ”Τι συμβαίνει ρε πατριώτη;;”, ρώτησε ο Βέβηλος έναν οπλίτη που βρέθηκε στο δρόμο του αλλά εκείνος δεν του έδωσε σημασία και συνέχισε την πορεία του. ”Λέω καλύτερα να πάμε προς την Αθήνα, να περπατήσουμε προς την Ακρόπολη που έχω πεθυμήσει να τη δω και θα βρούμε εκεί κάποιον να μας πει τι συμβαίνει στο λιμάνι”, είπε η Αγαθή και οι τρείς φίλοι τράβηξαν για το ”Θαύμα των Θαυμάτων”, το Ναό της θεάς προστάτιδας της Αθήνας, της θεάς Αθηνάς. Καθώς προχωρούσαν πότε πότε σταματούσαν και έπαιρναν μέρος σε κάποια από τις ατελείωτες συζητήσεις που λάτρευαν να κάνουν οι Αθηναίοι. Σε μία από αυτές άκουσαν κάποιον να λέει: ”Αυτή τη στιγμή που μιλάμε βρίσκονται και οι δύο κάτω από την Ακρόπολη και ετοιμάζονται να βγάλουν λόγο στο πλήθος. Πάμε να δούμε τι θα μας πούνε πάλι”. Οι δύο άντρες που θα μιλούσαν στον λαό ήταν ο ”πατέρας της δημοκρατίας”, ο Περικλής και ο άλλος ήταν ο γιος του περίφημου Αθηναίου στρατηγού Μιλτιάδη, ο Κίμων.

   ”…και μόνο από το δρόμο της αρετής και της σοφίας θα μπορέσουμε να επικρατήσουμε αυτών των βάρβαρων των Σπαρτιατών. Η φλογερή μας σκέψη και το πάθος μας για δημοκρατία είναι εξόχως δυνατότερα από το δόρυ και την πολεμική φύση των νότιων γειτόνων μας” και με αυτά τα λόγια ο Περικλής σώπασε και το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και επευφημίες για τον άρχοντα των Αθηνών. Ο Ουίλλιαμ κοιτούσε με θαυμασμό αυτόν τον υπέροχο ρήτορα, τον άξιο στρατηγό, τον δίκαιο ηγέτη. Ένιωσε μέσα του οτι ο Περικλής και η Αθήνα του ίσως να είναι αυτό που έψαχνε τόσο καιρό που ταξίδευε στη θάλασσα. Κάτι όμως που άκουσε από έναν οπαδό του Κίμωνος τον έκανε και πάλι σκεπτικό και βάρυνε την ψυχή του. ”Το λιοντάρι της δημοκρατίας πρέπει να θανατωθεί. Δεν γίνεται να συζητήσουμε με τη Σπάρτη. Μόνο από πόλεμο καταλαβαίνουν αυτοί οι βάρβαροι και μόνο ο Κίμων, ο άξιος γιος του μεγάλου Μιλτιάδη, μπορεί να μας οδηγήσει στη νίκη”, ήταν τα λόγια που τάραξαν τον Ουίλλιαμ. ”Μα είναι δυνατόν να θέλουν να σκοτώσουν τον Περικλή;;”, σκέφτηκε ο νεαρός Άγγλος και ρώτησε τον Βέβηλο και την Αγαθή να μάθει την άποψή τους. ”Η πολιτική φίλε μου είναι όπως τα σοκάκια του Λονδίνου. Σκοτεινή και γεμάτη αρρωστημένες σκέψεις. Δολοφόνοι και πρώην τύραννοι εμφανίζονται ως σωτήρες του άμοιρου λαουτζίκου. Μιλούν για δημοκρατία αλλά κυβερνούν σαν μονάρχες. Έχουνε σύμβουλους υποτακτικούς, συγγενείς και λοιπούς παρατρεχάμενους να τους υποκλίνονται και να τους χαϊδεύουν τα αυτιά. Η διαφθορά και η διαπλοκή γέννησαν την πολιτική”, ήταν τα λόγια του Βέβηλου. Από την άλλη η Αγαθή δεν απάντησε στον Ουίλλιαμ, μονάχα συνέχισε να περπατάει σκεπτική και προβληματισμένη όπως ο δυτικός φίλος της. Φάνηκε πάντως να συμφωνεί με τον αδερφό της καθώς εκείνος μιλούσε, κουνώντας πότε πότε καταφατικά το κεφάλι της.

   Οι τρείς φίλοι βρήκαν κατάλυμα το βράδυ στο κέντρο της Αθήνας. Καμία σχέση με τα αντίστοιχα ”κέντρα φιλοξενίας” που είχαν βρει στην πόλη των Αζτέκων, το Αζτλάν . Κανονικά κρεβάτια, ζεστό φαγητό και… ανθρώπινης φύσεως αποχωρητήρια ήταν αυτό που συνάντησαν και το χάρηκαν με την καρδιά τους. Μετά από τόσο καιρό στη θάλασσα ήθελαν πια να ξεκουραστούν και να γεμίσουν τις κοιλιές τους. Η Ελλάδα ήταν όντως ο παράδεισος που περίμεναν να συναντήσουν αλλά υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα που μύριζε… κακό. Ξαφνικά, μέσα στην άγρια νύχτα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά έξω από το κατάλυμα. ”ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ!!” ακούστηκε μια φωνή. ”ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ”, φώναξαν περισσότεροι άνθρωποι και ένα μοιρολόι σκέπασε τις φωνές τους. Οι γυναίκες έσκουζαν και τράβαγαν τα μαλλιά τους γιατί ήξεραν, το ένιωθαν στα σωθικά τους. Με τον Περικλή νεκρό ο Κίμων θα έπαιρνε την εξουσία στα χέρια του και θα έκανε πόλεμο με τη Σπάρτη. Το αποτέλεσμα αυτής του της απόφασης θα ήταν χιλιάδες νέοι να μετακομίσουν από τον επίγειο παράδεισο της Ελλάδας, στην πύρινη κόλαση του Άδη και στην ψυχρή αγκαλιά της Περσεφόνης. Οι μάνες έκλαιγαν για τους γιούς τους και οι γυναίκες ξέσκιζαν τα ρούχα τους για τους άντρες που θα χάνονταν στη μάχη. Η ”χρυσή εποχή” μόλις είχε δύσει και αυτή που ανέτειλε εκείνο το πρωί στην Αθήνα, ήταν η ώρα του μεγάλου Πολέμου Των Ομοαίματων.

   ”Φίλοι μου καλοί κι αγαπημένοι. Νιώθω την ανάγκη να σας πω οτι είμαι απογοητευμένος. Είμαι όντως πολύ λυπημένος και σας το λέω μετά από ώριμη σκέψη και ασφαλή, πλέον, συμπεράσματα. Γυρίσαμε μαζί όλον τον κόσμο, όπου υπήρχε μεγάλος πολιτισμός, είδαμε κοινωνίες ανεπτυγμένες, γευτήκαμε τους καρπούς της επικοινωνίας με ανθρώπους άλλης κουλτούρας. Θαυμάσαμε τους Αζτέκους για τους μεγάλους τους Ναούς και την υπέροχη Γη της Δύσης που κατάφεραν να δαμάσουν. Γνωρίσαμε, έστω και κατά τύχη, τους ”Άρχοντες της Ερήμου” τους Νομάδες, ολόκληρες πόλεις από ανθρώπους και καμήλες να ταξιδεύουν στις απέραντες ”χρυσές θάλασσες” της Αφρικής. Μαρτυρήσαμε με τα ίδια μας τα μάτια τη σκληρότητα και την αιμοδιψή φύση των Υπερβόρειων, νιώσαμε αυτή τη… σκοτεινή μαγεία που εξέπεμπε η αύρα της Λάφιτα παρακολουθώντας το μακάβριο τελετουργικό. Αλλά αυτό που ξεδιάλυνε εντελώς τις σκέψεις μου σχετικά με την ανθρώπινη φύση ήταν το ταξίδι μας στην Ελλάδα. Μια χώρα που τα έχει όλα, ο ουρανός της είναι χάλκινος από το υπέρλαμπρο φως του ήλιου, η θάλασσές της γαλαζοπράσινες και… μπουχτισμένες από ζωή και οι άνθρωποί της χαμογελαστοί. Κι όμως φίλοι μου, τη στιγμή που εμφανίστηκε ένας άνθρωπος κατάλληλος για να αλλάξει όλο τον κόσμο προς το καλύτερο, η ανθρώπινη διχόνοια και η ζήλεια έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους και στέρησαν από τους Αθηναίους τον πιο άξιο ανάμεσά τους.

Και σε αυτό το σημείο θέλω να σας ζητήσω ακόμα μία μεγάλη χάρη. Μην με ακολουθήσετε πίσω στην Αγγλία, μείνετε εδώ στην υπέροχη πατρίδα σας ή τουλάχιστον ελάτε με άλλο καράβι. Θέλω στο ταξίδι της επιστροφής να κάτσω σε μια γωνιά, να πιω και να κλάψω με την ψυχή μου. Να κλάψω για το τέλος της αισιοδοξίας, για την επικράτηση της πρωτόγονης φύσης του ανθρώπου, για την εξαθλίωση του δίποδου κυρίαρχου ζώου της Γης. Θέλω να θρηνήσω για το θάνατο της ανθρωπιάς και για την ήττα της αρετής από την κακία”, διάβασε με λυγμούς η Αγαθή κρατώντας το σημείωμα. Ένα σημείωμα που είχε αφήσει στο μαξιλάρι της ο Ουίλλιαμ όταν αυτή κοιμόταν και που είχε ως αποδέκτες την ίδια και τον Βέβηλο. ”Ο Ουίλλιαμ έφυγε αδερφή μου και χώνεψέ το τώρα που είναι νωρίς. Δεν μας θέλει πια δίπλα του και για αυτό μπάρκαρε μόνος του. Τόσο καιρό περάσαμε μαζί αλλά τελικά ο φίλος σου προτίμησε τη μοναξιά του από την παρέα μας”, είπε γεμάτος ένταση και εκνευρισμό ο Βέβηλος.

”’Οχι αδερφέ μου!! Δεν είναι έτσι τα πράγματα… Ο Ουίλλιαμ είναι ένας άντρας με ευαισθησίες, βλέπει τα πάντα με μια πιο ρομαντική ματιά από των υπόλοιπων ανθρώπων. Πιστεύει στο μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής και για αυτό το λόγο απογοητεύτηκε τόσο πολύ από αυτά που ζήσαμε. Μην τον κακολογείς, είμαστε φίλοι πολλά χρόνια τώρα και έχουμε περάσει μαζί ένα κάρο λαχτάρες και ζηλευτές περιπέτειες. Του χρωστάμε την υπομονή και την κατανόησή μας σε αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής του. Ας του δώσουμε λίγο χρόνο, ο χρόνος είναι γιατρός”, είπε η Αγαθή και ένα… ”μοναλιζικό” χαμόγελο αποκαλύφθηκε στα χείλη της.

Ο Ουίλλιαμ στο καράβι

   ”Σκέφτηκα πολύ πριν ξεκινήσω να γράψω το συμπέρασμά μου. Έκλεισα τα μάτια μου και ξαναέζησα το ταξίδι, τους ανθρώπους, τις όμορφες χώρες τους. Είδα τόσα υπέροχα πράγματα, κολύμπησα σε καταρράκτες και ωκεανούς, περπάτησα ατέλειωτα χιλιόμετρα στην έρημο. Στον Βορρά, εκεί είναι αλήθεια, όντως άφησα ένα κομμάτι του ρομαντισμού που με διακατέχει. Εκεί άρχισα να βλέπω πιο κυνικά τις ανθρώπινες πράξεις, προσπάθησα να αποκωδικοποιήσω τη βαρβαρότητα και την κακία που κρύβουν μέσα τους. Τελευταία επισκέφτηκα την Ελλάδα… Αχ, αυτή η Ελλάδα… Γιατί πάντοτε σε αυτή τη χώρα, πράγματα τόσο απλά και καθημερινά, πρέπει να γίνονται πολύπλοκα;; Ένας άνθρωπος, που χωρίς να έχει απολύτως καμία τέτοια -υλική- ανάγκη, αποφασίζει να βελτιώσει τις ζωές των υπόλοιπων συνανθρώπων του. Και δολοφονήθηκε για αυτόν ακριβώς το λόγο. Επειδή ήταν διαφορετικός από τους υπόλοιπους ”άρχοντες”, κρίθηκε από τη μειοψηφία ως άτολμος και κόπηκε άδοξα και άδικα το νήμα της ζωής του.

Αυτό το τελευταίο περιστατικό με τον Περικλή ήταν εκείνο που μου ξεκαθάρισε τα πάντα στο μυαλό μου. Εκεί συνειδητοποίησα οτι τελικά η ανθρώπινη φύση είναι διαβολική!! Ναι, διαβολική!! Ίσως βαρύ για να το ξεστομίσεις, ακόμα και να το γράψεις αλλά αυτή είναι  η δική μου κατάληξη. Οι άνθρωποι έφτιαξαν τους θεούς από ανάγκη. Αρχικά για να εξηγήσουν κάποια πράγματα που συνέβαιναν γύρω τους, από φυσικά φαινόμενα μέχρι βαριές αρρώστιες. Στην πορεία κατάλαβαν οτι έφτιαξαν τους θεούς από ψυχική ανάγκη, μια αχαλίνωτη ανησυχία να εξηγήσουν και να πείσουν τους εαυτούς τους οτι υπάρχει συνέχεια όταν πεθάνεις! Μην φοβάσαι, θα ξαναζήσεις, εγωιστή άνθρωπε!! Πάντα να κερδίσουμε λίγο περισσότερο, ακόμα και τη στιγμή που τελειώνουν όλα για μας.

Και μέσα σε αυτήν τους την ανάγκη να εξηγήσουν την ίδια την ανθρώπινη φύση τους, έφτιαξαν το καλό και το κακό και τα θεοποίησαν. Πάντοτε αντίπαλοι, πάντοτε απέναντι, είσαι ή με το ένα ή με το άλλο. Ωραίο το τέχνασμα με το δίλλημα ε;; Ή αυτός ή εγώ, ή με το Θεό ή με τον Διάβολο. Διάλεξε ΜΟΝΟ μέσα από αυτές τις δύο επιλογές. Πήγαινε κόντρα στην ελεύθερη φύση σου, αγιοποίησε τα προτερήματα του ανθρώπου και δαιμονοποίησε τις αδυναμίες του. Προσπάθησε να… εκλογικέψεις το ανήκουστο και να θεοποιήσεις το άφταστο. Γιατί άραγε να μην μπορώ να γίνω ίδιος με κάτι που εγώ ο ίδιος δημιούργησα; Γιατί η απάντηση είναι κρυμμένη στον ίδιο τον άνθρωπο. Ένα ζώο τόσο ξεχωριστό, που έφτασε σε σημείο να ζει κόντρα στη φύση του. Γιατί απορρίπτεις τη ”διαβολική” πλευρά που έχεις; Γιατί δεν την δέχεσαι, γιατί δεν την αντιμετωπίζεις; Πως είναι δυνατόν να δέχεσαι την ”αγγελική” αλλά δεν έχεις ουδεμία σχέση με αυτή τη μορφή; Αλήθεια υπάρχει έστω και ένας από σας εκεί έξω που να πιστεύει οτι μοιάζει στο ήθος, στην καθαρότητα της ψυχής που έχει ένα ”ον” όπως είναι ένας άγγελος; Το ξέρω, η αλήθεια πονάει πολύ…

”Ora Pro Nobis Lucifer”… ”Προσευχήσου Για Μας Εωσφόρε”… Προσευχήσου για μας γιατί κανένας δεν είναι πια κοντά σου. Όλοι σου πήγαν κόντρα και έμεινες μόνος σου στην ψεύτικη κόλαση που σου έφτιαξαν για σπίτι. Σε είπαν δαίμονα αυτοί που σφάζουν τα αδέρφια τους και τα παιδιά τους. Σε εξόρισαν από τη συνείδησή τους αυτοί που πουλάνε ανθρώπινες ψυχές για το προσωπικό τους συμφέρον. Το ψέμα έγινε σημαία σου και σε στιγμάτισε από τους κατασκευαστές των ψεύτικων ονείρων και υποσχέσεων.

Δεν έχουμε καμία ελπίδα για κατανόηση. Τυφλωθήκαμε πια, τα αυτιά μας κουφάθηκαν. Αντί να εξελιχτούμε όπως όλα τα υπόλοιπα ζώα, εμείς γίναμε χειρότεροι από πριν. Το κρίμα στον λαιμό μας…”.

ΤΕΛΟΣ

Η κόλαση είναι άδεια και όλοι οι διάβολοι είναι εδώ ”, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

ΖΕΥΣ

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Ορισμένα από τα πρόσωπα είναι πραγματικά αλλά η ιστορία είναι πέρα για πέρα φανταστική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα)