Σηκώθηκες, πλύθηκες, ντύθηκες, έφυγες για τη δουλειά. Πρωινό δεν πήρες. Ούτε που θυμάσαι πότε έφαγες πρωινό τελευταία φορά. Η ρουτίνα σου άλλωστε δεν έχει χώρο για φαγητό. Δουλειά, λεφτά, υποχρεώσεις. Δέκα ώρες στη δουλειά. Τυχερός σήμερα, σκέφτεσαι. Συνήθως κάθεσαι δώδεκα με δεκατρείς. Οπότε προλαβαίνεις να φας και κάτι πριν γυρίσεις σπίτι. Σπίτι δεν τρως πια. Στο σπίτι θα… φας γκρίνια, με πολλή γκρίνια από πάνω και για επιδόρπιο λίγη από γκρίνια. Μία είναι τα δικά σου, μία της γκόμενάς σου ή της γυναίκας σου. Κι αν έχεις παιδιά; Πάρε να ‘χεις και από κει, πάρε γκρίνια από τους φίλους σου για τις δικές τους ρουτίνες, πάρε γκρίνια από τους γονείς σου για τα δικά τους προβλήματα. Σύνταξη, φάρμακα, μέση, χέρια, πόδια. Κέρδισες φίλε μου. Έκανες και πάλι φουλ της γκρίνιας και το έπαθλο ξέρεις πολύ καλά τι είναι. Πονοκέφαλος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, μηδέν αυτοπεποίθηση. Μπράβο σου.
Έφτασε η μέρα που περίμενες. Απλά δεν ήθελες να το πιστέψεις. Σε φωνάζει το αφεντικό και σου δίνει τα παπούτσια στο χέρι. Περικοπές ακούς αλλά το μυαλό σου είναι αλλού. Έχεις μείνει στο ‘’δυστυχώς πρέπει να…’’. Δεν σε νοιάζει τίποτε άλλο. Αυτή η ατάκα συνοδεύει κακά μαντάτα οπότε ξέρεις τη συνέχεια. Μαζεύεις τα πράγματά σου και σκέφτεσαι. Ναι ρε φίλε, μπορείς ακόμα και σκέφτεσαι. Όχι δουλειά, όχι λεφτά αλλά μόνο υποχρεώσεις. Υποχρεώσεις που διογκώθηκαν. Χωρίς δουλειά και μισθό γιγαντώθηκαν. Τι θα γίνουν τα τόσα στόματα; Το δικό σου; Μπλόκαρες. Εντελώς όμως. Δεν ακούς πια τη λογική σου. Έρχεται και μια σκέψη που δεν υπήρχε στο… μενού από πριν. Είχες ακούσει γι’ αυτήν αλλά την ειρωνευόσουν. Έλα μωρέ, έλεγες. Εγώ τέτοια πράγματα; Τι είμαι, κανένας τρελός;
Και να που είσαι τώρα. Έχεις παρκάρει στην άκρη του δρόμου. Μπροστά σου το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Μέχρι όμως να φτάσεις εκεί υπάρχει κενό, πέτρες και άσχημος θάνατος. Ένας γκρεμός. Σίγουρα δεν σε οδήγησε η λογική σου εκεί. Ούτε πήγες για τσιγάρο. Το έκοψες όταν έγινες πατέρας. Το ‘χες υποσχεθεί στον εαυτό σου. Να ζήσεις πολλά χρόνια. Για να χαρείς τα παιδιά σου. Να τα δεις να μεγαλώνουν. Να κάνουν οικογένεια. Σαν και σένα. Να ζήσουν τη δική τους ρουτίνα. Ανατρίχιασες. Να ζήσουν όπως εγώ; Που είμαι στην άκρη του δρόμου; Μπροστά στον γκρεμό; Ούτε στον εχθρό μου τέτοια ευχή. Κοιτάζεις τα αμάξια που περνούν. Ούτε που τους νοιάζει τι θα κάνεις. Όταν αύριο-μεθαύριο θα είσαι χωμένος με κάτι άλλες ειδήσεις. Θα σε δουν σαν στιγμιότυπο στην τηλεόραση. Ακόμα χειρότερα σαν τελευταία είδηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με μία ανανέωση της σελίδας πάει, σβήστηκες. Και θα πουν, μωρέ χθες πέρασα από κει με το αμάξι. Άστο φίλε. Δεν νοιάζεται κανείς.
Πλησιάζεις στον γκρεμό. Προσπαθείς να μαζέψεις κουράγιο. Που να το βρεις; Δεν έχεις κάποιον να σε σπρώξει. Να σε βοηθήσει να… τελειώνεις. Όπως όταν ήσουν μικρός. Τότε που δεν έφτανες να κόψεις το πορτοκάλι. Και ο παππούς σου σε έσπρωξε ψηλά να το πιάσεις. Σε βοήθησε. Τώρα όμως κανείς. Εσύ και ο γκρινιάρης εαυτός σου. Βλάκα. Ούτε να πεθάνεις δεν μπορείς μόνος σου. Γιατί; Είχες παρέα όταν γεννήθηκες; Μοναχοπαίδι είσαι. Μόνος σου ήρθες και μόνος σου θα φύγεις. Πάρτο επιτέλους απόφαση! Κατάλαβέ το. Πάρε λίγη φόρα. Τουλάχιστον να μην βλέπεις τον γκρεμό. Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Σαν τον άνεμο. Σαν ένα πουλί. Χωρίς φτερά. Χωρίς λογική. Και το κάνεις! Πας πίσω, φυσάς και ξεφυσάς. Εστιάζεις στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που τώρα έχει σκοτεινιάσει. Μα πόση ώρα πέρασε; Τι διάολο κάνω εδώ; Το κινητό μου; Γιατί δεν με πήρε κανείς; Κοιτάς το κινητό και βλέπεις δέκα αναπάντητες. Εννιά από τη γυναίκα σου και μία από τον κολλητό σου. Δεν άκουσες τίποτα. Ή έτσι λες στον εαυτό σου. Για να μην νιώσεις ένοχος. Κι ας σε τρώνε οι ενοχές. Γι’ αυτό που αποφάσισες να κάνεις.
Αυτοχαστουκίζεσαι για να ξυπνήσεις. Έλα ρε! Τώρα είναι η στιγμή! Ξεκινάς. Τρέχεις λίγο χαλαρά στην αρχή. Και όλο και πιο γρήγορα. Και πλησιάζεις. Η θάλασσα απομακρύνεται και εμφανίζεται το κενό. Λίγα μέτρα ακόμα. Τρία… δύο… ένα… Γλιστράς από το φρενάρισμα. Έχει λίγα χαλίκια πριν την άκρη του γκρεμού. Πέφτεις κάτω και μένεις εκεί. Ουρλιάζεις σαν λύκος που τον καίνε ζωντανό. Σκούζεις μέχρι να κλείσει η φωνή σου. Τα χέρια σου έγιναν σφυριά και τα βάζουν με το χώμα. Τα μάτια σου κατακόκκινα. Κλαις με λυγμούς. Κλαις σαν παιδί. Σαν να είσαι μικρός και σου έριξαν το παγωτό από το χέρι. Ωραία χρόνια. Και αυτό σε ξαφνιάζει. Μετά από ώρα σκέφτηκες κάτι ευχάριστο. Την παιδική σου ηλικία. Τα όνειρα. Τα γέλια, τα παιχνίδια, τις χαρές. Ανέμελος, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς ανάγκη για λεφτά. Τσάμπα καλοπέραση, τσάμπα ύπνος, τσάμπα φαγητό. Τότε που σε αγαπούσαν χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα. Τότε που η αγκαλιά της μάνα σου σε χώραγε μέσα της. Τότε που ο πατέρας σου ήταν ο θεός σου. Καλός ή κακός, δεν έχει σημασία, ήταν σαν θεός.
Και μένεις εκεί να κοιτάζεις το κενό. Και έρχονται στο μυαλό και πάλι οι σκέψεις, οι αμφιβολίες. Γιατί δεν πηδάς; Τι έχεις να χάσεις; Τη ζωή σου; Τι να την κάνεις μωρέ τέτοια που είναι; Πήδα μωρέ βλάκα! Πήδα να τελειώνεις! Μια κι έξω. Μέσα σε μια στιγμή κι όλα τα προβλήματά σου τελειώνουν οριστικά. Άντε πήδα! Μην φοβάσαι, δεν θα νιώσεις τίποτα.
Μην το κάνεις. Έχεις λόγο να ζήσεις. Πρώτα πρώτα για τη ζωή σου. Μία είναι μωρέ, γιατί να την πετάξεις. Και τα παιδιά σου; Η γυναίκα σου; Οι γονείς σου που θα πεθάνουν μαζί σου; Γι’ αυτό σου λέω. Μην το κάνεις φίλε μου. Δεν αξίζει. Όσο αναπνέεις να το ξέρεις, μπορείς να κάνεις τα πάντα.
Μην τον ακούς μωρέ. Χέστης είναι και στα λέει. Πήδα! Πήδα ρε βλάκα! Μην είσαι κότα. Έτσι μια ζωή. Στη δουλειά σου κότα. Με το αφεντικό σου κότα. Με την διαχειρίστρια της πολυκατοικίας κότα. Κότα με τον φίλο σου που σου χρωστάει δανεικά κι αγύριστα. Κότα με τη γυναίκα σου όταν στα χώνει. Πήδα μωρέ κότα.
Ένα πράγμα θα σου πω. Θυμάσαι πως ένιωσες όταν γεννήθηκε ο γιός σου; Τη χαρά που ένιωσες όταν σου έκανε έκπληξη η μάνα σου στο στρατό στο επισκεπτήριο; Το χαμόγελο της γυναίκας σου που το αγάπησες από την πρώτη στιγμή που το είδες; Θυμάσαι όταν σου είπε μπράβο ο πατέρας σου και ένιωσες σαν να πετάς στον ουρανό; Θυμήσου. Ζήσε.
Κάθεσαι στην άκρη του γκρεμού και χαμογελάς. Ποιος ξέρει; Είναι του τρελού αυτό το χαμόγελο; Ή μήπως των αναμνήσεων; Και τελικά τι απόφαση θα πάρεις; Τα ζύγισες, τα σκέφτηκες. Μίλησες με το λογικό και το παράλογο. Τι θα κάνεις τελικά; Λέγε ρε βλάκα…
ΖΕΥΣ