Ένα ήρεμο πρωινό του Δεκέμβρη σε μία κωμόπολη της δυτικής Ελλάδας, την Ανατολή, ο Πασχάλης απολάμβανε τον καφέ του στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα, σηκωνόταν στις έξι και μισή, έριχνε κρύο νερό στα μούτρα του και έπλενε τα δόντια του. Πήγαινε στην κουζίνα, έβαζε νερό στο μπρίκι και έφτιαχνε τον ελληνικό του, έψηνε δυο τοστ με βραστή γαλοπούλα και τυρί με χαμηλά λιπαρά και έβγαινε στο μπαλκόνι. Βλέπεις ο γιατρός του είχε πει να ρίξει λιγάκι τη χοληστερίνη του για να μην έχει μεγαλύτερα προβλήματα στο μέλλον.
Ο Πασχάλης ήταν καλοφαγάς, λάτρευε το αρνί κοκκινιστό με χοντρά μακαρόνια και ήταν σχεδόν… αδερφικός φίλος με το κόκκινο κρασί. Ημίγλυκο πάντοτε, κρύο από το ψυγείο και δώστου ενάμιση λίτρο την ημέρα. Από τους δυνατούς πότες της Ανατολής, χαμογελαστός και ευδιάθετος, πάντα είχε μια καλή κουβέντα για όλους και σκύλος στη δουλειά του. Ήταν μισός ψαράς, μισός κυνηγός, μισός λαδέμπορας, μισός ψάλτης στην εκκλησία. Το «μισός» σημαίνει ότι έκανε από όλα αλλά κανένα δεν ήταν η κανονική του δουλειά ενώ ήταν βασικό και αναντικατάστατο μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Ανατολής. Κοινώς, ο Πασχάλης ήταν ένας άνθρωπος που τον ήξεραν όλοι, τον χρειαζόντουσαν και τον αγαπούσαν. Όλοι εκτός από έναν…
Ο Ρίκος ο Μαύρος από τη μεριά του ήταν το άκρως αντίθετο. Απότομος, εγωιστής και απόλυτος στις απόψεις του, ήταν ένας άνθρωπος που δεν ήθελες να συναντήσεις μπροστά σου. Ξύπναγε και κοιμόταν με μια χριστοπαναγία στο στόμα και έκρινε τους πάντες και τα πάντα σαν να ήταν ο ίδιος ο Θεός, δεν θεωρούσε κανέναν άνθρωπο άξιο σαν την αφεντιά του και γενικότερα δεν είχε πολλές παρτίδες με τους ντόπιους της Ανατολής. Ζούσε φτωχικά, δεν είχε γυναίκα και παιδιά, -όπως και ο Πασχάλης- ενώ το σπίτι του ήταν μια ξύλινη παράγκα, με νάιλον αντί για τζάμια στα παράθυρα και ένα ψωριάρικο και άγριο κοπρόσκυλο να κοιμάται μπροστά στην πόρτα και να ενοχλεί κάθε κακόμοιρο που έκανε το λάθος να περάσει από κει.
Τον Ρίκο τον φώναζαν «Μαύρο» για το χρώμα του δέρματός του. Ήταν ψαράς και τον είχε φάει η λιμνοθάλασσα όλα αυτά τα χρόνια και ο ήλιος τον είχε… μαυρίσει λιγάκι. Θύμιζε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη με το παχύ και μακρύ μουστάκι του, το ψιλόλιγνο σκαρί του και το ηλιοκαμένο του δέρμα ενώ έμοιαζε με τον ήρωα της επανάστασης και στο… στόμα. «Είστε άχρηστοι και ανίδεοι όλοι σας», είχε πει στο τελευταίο δημοτικό συμβούλιο που έγινε στην Ανατολή και αυτοί του οι χαρακτηρισμοί ήταν οι πιο κόσμιοι που είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Από εκείνο το συμβούλιο και μετά ο Ρίκος εξαφανίστηκε από την κωμόπολη. Ο Μανώλης ο πολυλογάς είπε ότι τον είδε να βγαίνει από το σπίτι του με ένα μπόγο στην πλάτη, μπήκε στην σαπιογαΐτα του και έφυγε το χάραμα. Φυσικά από αυτά που λέει ο συμπαθής Μανώλης κράτα τα μισά γιατί έχει μια τάση να τα «φουσκώνει» και να βάζει τη δική του… πινελιά.
Με τον καιρό ο Ρίκος ξεχάστηκε από τον κόσμο της Ανατολής και κανείς δεν τον αναζητούσε πια. Οι Αρχές για να πούμε και την αλήθεια, δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την περίπτωσή του και αρκέστηκαν στις «πληροφορίες» του Μανώλη λέγοντας στον κόσμο ότι μάλλον ο Μαύρος ήθελε να μείνει εντελώς μόνος του. «Ρε παιδιά από το σπίτι του πήγε κανείς;», ρώτησε κάποια μέρα ο συμπαθής παπά-Ράνιος τους αστυνομικούς και όλοι μαζί τράβηξαν για την παράγκα του Ρίκου που βρισκόταν στην άλλη άκρη της κωμόπολης. Φτάνοντας εκεί παρατήρησαν ότι έλειπε το σκυλί αν και ο Μανώλης δεν είχε πει τίποτα για το αν το πήρε μαζί του ο Ρίκος. «Παράξενο», είπε ο παπά-Ράνιος, «ποτέ του δεν έχει πάρει μαζί του τον κοπρίτη, ούτε στο ψάρεμα ούτε πουθενά» συνέχισε ο πάτερ κοιτάζοντας τους αστυνομικούς. Ο διοικητής με τον παπά έκατσαν λίγο πιο πίσω την ώρα που ο άλλος αστυνομικός άνοιγε την πόρτα της παράγκας. «Τι στο διάολο έκανε εδώ μέσα ο Μαύρος:», είπε ο διοικητής μπαίνοντας μέσα στο άθλιο κατάλυμα και ο παπά-Ράνιος τον ακολούθησε.
Παντού στο σπίτι του Ρίκου υπήρχε λίγδα και κουβάδες με αποφάγια για το σκυλί. Αλλού υπήρχαν υπολείμματα ψαριών και σαπισμένα εντόσθια ενώ στην οροφή ήταν ένα τσιγκέλι γεμάτο αίματα. «Εδώ βάζει τα μεγάλα ψάρια για να ξεματώσουν», σχολίασε ο παπάς και προχώρησε προς το δωμάτιο της παράγκας. Ένα ξεχαρβαλωμένο στρώμα πεταμένο χάμω και κάτι μικρά κεριά ήταν όλο κι όλο το θέαμα της… κρεβατοκάμαρας. «Σωπάτε ρε παιδιά! Ήξερε γράμματα ο σκατόβλαχος ο Ρίκος;», είπε γελώντας ο διοικητής και ο παπά- Ράνιος δείχνοντας ξαφνικό ενδιαφέρον, έσκυψε και πήρε στα χέρια του το βιβλίο που έγινε αφορμή για το πικρόχολο σχόλιο του αστυνόμου. «Μα αυτό είναι ημερολόγιο! Όχι μόνο ήξερε γράμματα κυρ αστυνόμε μου ο… σκατόβλαχος που λες, Θεέ μου σχώρα με, αλλά κρατούσε κανονικό ημερολόγιο που από ότι βλέπω σταματάει στη μέρα που έφυγε ο Ρίκος από δω», είπε ο πάτερ και αποχώρησε από το δωμάτιο με το βιβλίο του Μαύρου στο χέρι.
Την ίδια περίοδο που εξαφανίστηκε ο Ρίκος, ο Πασχάλης άρχισε να γίνεται ακόμα πιο ενεργός με τα κοινά της Ανατολής. Έκανε προτάσεις στο δημοτικό συμβούλιο για την αναβάθμιση του τόπου, δώρισε στην εκκλησία μια σπάνια εικόνα της Παναγίας που ανήκε στην οικογένειά του και γενικότερα βρισκόταν παντού, όπου υπήρχε ανάγκη για βοήθεια. Μάλιστα έχτισε και ένα υπόγειο στο σπίτι του για να φτιάξει, όπως έλεγε, το εργαστήριό του στο οποίο κανείς δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει ο Πασχάλης. Δεν είναι ότι ήταν και επιστήμονας, ένας απλός ανθρωπάκος ήταν που είχε πολλά ενδιαφέροντα. Το μόνο περίεργο με τον αγαπητό Ανατολίτη ήταν ότι το τελευταίο διάστημα είχε σταματήσει το κυνήγι και πήγαινε για ψάρεμα ακόμα πιο εντατικά. Ψάρια όμως δεν έπιανε ποτέ και η δικαιολογία που έλεγε γι’ αυτό, πάντοτε γελώντας, ήταν ότι: «Καμιά γυναίκα δεν με αγάπησε εμένα! Ούτε η θάλασσα δεν με θέλει!».
Ο παπά-Ράνιος κάθισε μπροστά στο τζάκι του σαλονιού του, σε μια μεγάλη κατακόκκινη πολυθρόνα και απολάμβανε το βραδινό του κονιακάκι. Ήταν λιγάκι μεθυσμένος αλλά όπως συνήθιζε να λέει στο ποίμνιό του: «Η αμαρτία είναι για τον άνθρωπο και η τελειότητα για τον Θεό. Μοιάζει κανένας από μας για Θεός και δεν το ξέρω;». Είχε στα χέρια του το βιβλίο του Ρίκου του Μαύρου και το ξεφύλλιζε. Ξαφνικά σταμάτησε! Γούρλωσε τα μάτια του και παραλίγο να του πέσει το ποτήρι με το κονιάκ από το χέρι. «Μέγας είσαι Κύριε», είπε σταυροκοπούμενος και συνέχισε: «Αυτό κι αν είναι αποκάλυψη! Αν γράφει έστω και την παραμικρή αλήθεια ο Ρίκος εδώ μέσα τότε θα γίνει μεγάλο σκάνδαλο στην Ανατολή». Και αποτελειώνοντας το ποτό του πήγε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί και από αύριο θα έψαχνε να βρει την αλήθεια. Έπρεπε να κάνει μια επίσκεψη που δεν την είχε στο πρόγραμμά του και έψαχνε μια καλή δικαιολογία για να πει αλλά δεν άντεξε και αποκοιμήθηκε.
Το επόμενο πρωί ο παπά-Ράνιος πήρε ένα ακριβό μπουκάλι κονιάκ και ζεστά κουλουράκια από τον φούρνο και περπάτησε μέχρι το σπίτι του Πασχάλη. Είχε καιρό να πάει και ήθελε να του ευλογήσει το σπίτι και το υπόγειο που ήταν καινούργια προσθήκη. Ήταν πολύ πρωί, γύρω στις εφτά παρά τέταρτο αλλά ο παπάς ήξερε ότι ο Πασχάλης ήταν ξύπνιος εκείνη την ώρα και έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι του σπιτιού του. «Καλημέρα φίλε μου καλέ! Ήρθα για να σου δώσω αυτά τα κουλουράκια για τον καφέ σου και ένα καλό μπουκάλι κονιάκ για να το βάλεις στο μπαρ του σπιτιού», είπε ο παπά-Ράνιος και συνέχισε: «Επίσης είπα, αν δεν σε πειράζει φυσικά, να σου ευλογήσω το σπίτι και το νέο σου υπόγειο». Ο Πασχάλης σηκώθηκε ατάραχος από την καρέκλα του και έκανε νεύμα στον παπά να τον ακολουθήσει μέσα στο σπίτι. «Κακώς μου τα έφερες τα κουλουράκια παππούλη. Αφού το ξέρεις ότι είμαι σε αυστηρή δίαιτα για τη χοληστερίνη. Πάντως σε ευχαριστώ για όλα και περισσότερο φυσικά για την επίσκεψή σου. Καιρό έχω να σε δω στο σπίτι μου», είπε στον ιερέα καθώς του έβαζε ένα ποτήρι με καφέ και έβγαζε ένα πιατάκι για να βάλει λίγα από τα κουλουράκια.
Αφού πέρασαν λίγη ώρα στο μπαλκόνι, οι δύο άντρες μπήκαν μέσα στο σπίτι και ο παπά-Ράνιος άρχισε να ευλογεί τον χώρο. Μόλις τελείωσαν και ενώ ο Πασχάλης πήγε προς την πόρτα του σπιτιού ο παπάς του είπε: «Στο υπόγειο δεν θα πάμε;» και παρατήρησε τον οικοδεσπότη να προχωράει σκυθρωπός προς τα σκαλιά που οδηγούσαν στο νέο δωμάτιο κάτω από το σπίτι. Πρώτος μπήκε μέσα ο Πασχάλης, ο οποίος άναψε το φως. Ο χώρος ήταν απλός, δεν είχε πολλά έπιπλα εκτός από ένα ανοξείδωτο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου, μια αφίσα με την ποδοσφαιρική ομάδα της Ανατολής πίσω από την πόρτα και μια κορνίζα με τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου στη φωτογραφία, κρεμασμένη σε έναν καλόγερο για ρούχα. Σε μία μεριά στον τοίχο, φώτιζαν δυο φωτιστικά-σποτάκια τρία ράφια με κάτι χνουδωτά αντικείμενα πάνω. «Τι είναι αυτά Πασχάλη;», ρώτησε ο παπάς με ήρεμη φωνή. «Ενθύμια από το κυνήγι πάτερ μου. Να με συγχωράει η αφεντιά σου για αυτό το… κουσούρι μου αλλά πάντοτε κρατάω μια «ανάμνηση» από τα θηράματά μου», απάντησε με ένα νευρικό χαμόγελο ο Πασχάλης.
Ο παπά-Ράνιος πλησίασε και παρατήρησε ότι τα χνουδωτά αντικείμενα δεν ήταν τίποτε άλλο από πόδια σκυλιών. Πάνω από πενήντα, κάθε χρώματος και μεγέθους αλλά ο παπάς ήταν σίγουρος ότι αυτά που κοίταζε ήταν σκυλίσια άκρα. Κράτησε και πάλι την ψυχραιμία του και είπε στον οικοδεσπότη του: «Φίλε μου δεν έχω ιδέα από θηράματα και τέτοια πράγματα. Να φανταστείς ότι εμένα μου φαίνονται ότι όλα ανήκουν στο ίδιο είδος ζώου! Αστείο δεν είναι;». «Ε, άμα δεν έχει συνηθίσει το μάτι σου τέτοιες εικόνες είναι λογικό να μπερδευτείς. Να αυτό εδώ το πόδι είναι από λύκο ενώ αυτό εδώ πέρα είναι από αλεπού. Κατάλαβες τη διαφορά παπά μου;», του απάντησε ο Πασχάλης και ο παπά-Ράνιος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Και εκεί που ετοιμάστηκαν να φύγουν από το υπόγειο, όπως κοίταξε ο ιερέας τα ράφια με τα «ενθύμια», το μάτι του έπεσε σε ένα σκυλίσιο πόδι με πεσμένο τρίχωμα από την ψώρα. Γούρλωσε στιγμιαία τα μάτια του αλλά συνήλθε γρήγορα για να μην τον καταλάβει ο Πασχάλης και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες που οδηγούσαν στην κουζίνα του σπιτιού.
«Τελικά δεν το ευλόγησες το υπόγειο παπά μου», είπε με πονηρό τόνο στη φωνή του ο Πασχάλης καθώς συνόδευε τον ιερέα στην εξώπορτα. «Κάτι θυμήθηκα παιδί μου και επειδή το μυαλό μου έχει ασθενήσει από τα χρόνια -και το κονιάκ-, για να μην το ξεχάσω πρέπει να πάω και να το σημειώσω αμέσως», απάντησε ο παπά-Ράνιος δαγκώνοντας τα χείλη του από αμηχανία αφού δεν κατάφερε να βρει μια πιο έξυπνη δικαιολογία. Ο παπάς σχεδόν έτρεξε μέχρι το σπίτι του και ξεκίνησε και πάλι να ξεφυλλίζει το βιβλίο του Ρίκου. «Κι όμως είναι αλήθεια! Ο Μαύρος λέει την αλήθεια στο ημερολόγιο! Ο Πασχάλης είναι δυστυχώς σκάρτος και υποκριτής. Μπορεί να είναι και επικίνδυνος για τους κατοίκους της Ανατολής. Πρέπει να μιλήσω στην αστυνομία αμέσως» και λέγοντας αυτά τα λόγια ο παπάς πήγε προς το μικρό σαλονάκι του σπιτιού για να πάρει το τηλέφωνο στα χέρια του. Ξαφνικά ένιωσε ένα βαρύ πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω του και λιποθύμησε.
Ζαλισμένος ο παπά-Ράνιος, άνοιξε με κόπο τα μάτια του και προσπάθησε να κουνηθεί αλλά ήταν αδύνατον. Ήταν δεμένος στην πολυθρόνα του σπιτιού του, στο σαλόνι μπροστά από το τζάκι, με ένα χοντρό σκοινί, μάλλον κλεμμένο από κάποιο σκάφος. Απέναντί του, όρθιος, ήταν ο Πασχάλης ο οποίος κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο του Ρίκου. «Ώστε φτάσαμε ως εδώ πάτερ», είπε χαμογελαστός, κάθισε σε μια καρέκλα και συνέχισε: «Ξέρεις δεν ήμουν πάντοτε έτσι. Όταν ήμουν μικρός θυμάμαι είχα βρει ένα κουταβάκι χτυπημένο και το πήρα στο σπίτι για να το γιατρέψω και να το μεγαλώσω. Όμως ο πατέρας μου, σκληρός και χοντροκομμένος όπως ήταν, όταν είδε το κουτάβι θύμωσε τόσο πολύ, με πλάκωσε στο ξύλο μέχρι να μην μπορώ να δω από το ένα μου μάτι και μετά έσφαξε το κακόμοιρο το ζωντανό με μια φαλτσέτα. Από τότε όποτε βλέπω σκυλιά το μόνο που θέλω να κάνω είναι τα πνίγω και μετά να τους κόβω το ένα πόδι, όπως σου είπα και στο σπίτι, για ενθύμιο». Ήπιε ένα ποτήρι ημίγλυκο κρασί και σηκώθηκε, παραπατώντας λίγο από τη μέθη.
«Παιδί μου δεν είναι αργά για να μετανοήσεις και να λυτρωθείς. Μπορώ να σε βοηθήσω, όλοι μας εδώ στην Ανατολή σε αγαπάμε και σε θέλουμε κοντά μας. Μόνο ένα πράγμα θέλω να μου πεις. Έχεις καμία σχέση με την εξαφάνιση του Ρίκου;», είπε ο παπάς κοιτάζοντας ανήσυχα τον Πασχάλη. «Ο σκατόβλαχος φταίει που φτάσαμε εδώ. Με παρακολουθούσε και κράταγε θυμάμαι κάτι σημειώσεις. Αυτό εδώ το βιβλίο» και έδειξε στον ιερέα το ημερολόγιο του Μαύρου. «Αλλά αυτό που με πείραξε περισσότερο από όλα είναι οι προσβολές που ξεστόμισε προς όλους μας στο δημοτικό συμβούλιο. Δεν έχει βρεθεί ούτε ένας άνθρωπος να μιλήσει άσχημα για μένα και θα με πει αυτός ο βρωμιάρης, ο τιποτένιος ο ψαράς, ανίδεο και άχρηστο. Τώρα όμως δεν έχει κάτι άλλο να πει. Πήγε να ζήσει με τα ψάρια του και εκεί θα παραμείνει για πάντα!» και οργισμένος άρπαξε το μπουκάλι με το κρασί και ήπιε με λαιμαργία.
Ο παπά-Ράνιος γούρλωσε τα μάτια του! «Τι… τι πήγε και έκανες παιδί μου; Είναι δυνατόν εσύ, ο σεβαστικός, ο καλός, ο χαμογελαστός με όλους, να έφτασες στο σημείο να αφαιρέσεις μια ανθρώπινη ζωή;». «Ναι! Ναι τον σκότωσα και το φχαριστήθηκε η ψυχή μου παππούλη! Με είχε κουράσει να με παρακολουθεί και να με προσβάλλει συνεχώς. Ξέρεις ότι ο Ρίκος ήταν ο μοναδικός που ήξερε τι πραγματικά έκανα. Πολλές φορές συναντηθήκαμε τα άγρια μεσάνυχτα, αυτός με τη γαΐτα και εγώ με το ποδήλατο, όταν εγώ περνούσα από τις γειτονιές και μοίραζα τις φόλες στους κοπρίτες που μολύνουν τους δρόμους της Ανατολής μας. Και όσα δεν δηλητηρίαζα, τα παγίδευα και τα έπιανα, τα έφερνα στο σπίτι μου και τα έσφαζα όπως ακριβώς είχε κάνει ο άχρηστος ο πατέρας μου. Τα πόδια τους τα έκοβα και τα κρατούσα για να κάνω πιο πιστευτό το παραμύθι με το κυνήγι. Ούτε που ξέρω πως πυροβολούν, ποτέ μου δεν έχω ασχοληθεί με αυτό το πράγμα», ομολόγησε ο Πασχάλης και έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του παλτού του ένα ξύλινο αντικείμενο. Τα κράτησε στα χέρια του και έπαιζε μ’ αυτό ενώ κάποια στιγμή χαμογέλασε, πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε με κρασί και ρουφώντας λίγο συνέχισε να λέει στον παπά:
«Οπότε μετά από εκείνο το καταραμένο συμβούλιο και τις προσβολές του Ρίκου, εγώ επειδή παρεξηγήθηκα πήγα να του ζητήσω το λόγο στο σπίτι του αργά το βράδυ. Εκείνο το κοπρόσκυλο, εκείνος ο ψωριάρης ο σκύλος που είχε στην πόρτα του ο Μαύρος, μου γαύγισε άγρια και έκανε να μου επιτεθεί αλλά ο Ρίκος με ένα σφύριγμα τον ηρέμησε. Απαίτησα να μου ζητήσει συγνώμη για την προσβολή αλλά εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Μου γύρισε την πλάτη γελώντας και πήγε να μπει στο σπίτι. Εγώ τρελάθηκα εντελώς! Έχασα το μυαλό μου έτσι, σε μια στιγμή! Αμέσως θυμήθηκα πως γελούσε ο πατέρας μου τότε που σκότωσε το κουταβάκι και με πόση ωμότητα πέταξε το άψυχο κορμάκι του στη λιμνοθάλασσα» και λέγοντας αυτά ο Πασχάλης άρχισε να τρέμει από θυμό!
«Τον έσφαξα τον κερατά! Μ’ ακούς παπά; Τον έσφαξα τον καταραμένο τον βλαχοψαρά και μετά πλήρωσα έναν σκατόγυφτο από τον καταυλισμό για να πάει στο σπίτι του και να πετάξει το πτώμα μακριά, στο βάθος της λιμνοθάλασσας» και γέλασε τόσο κακιασμένα που ο κακομοίρης ο παπά-Ράνιος ανατρίχιασε. «Παιδί μου πως τα κατάφερες έτσι; Ας με συγχωρέσει ο Θεός αλλά Πασχάλη ποιος ζήτησε από τα σκατά να κάνουν τη δουλειά του βόθρου; Ποιος σου ζήτησε να σκοτώσεις όλα αυτά τα ζωντανά; Πως τόλμησες να αφαιρέσεις μια ανθρώπινη ζωή, έτσι επειδή απλά σε πρόσβαλλε; Σε παρακαλώ πολύ, λύσε με και πάμε μαζί στην αστυνομία να παραδοθείς. Προλαβαίνεις ακόμα να μετανοήσεις και να σώσεις την ψυχή σου από την αιώνια καταδίκη», είπε ο ιερέας κάνοντας την ύστατη προσπάθειά του να… λογικέψει τον τρελό. Ο Πασχάλης δεν άκουσε τίποτα. Είχε ήδη σηκωθεί από τη θέση του και είχε πάει πίσω από τον παπά-Ράνιο. Ξαναέβγαλε από την εσωτερική τσέπη του παλτού του το μικρό αντικείμενο και γελώντας είπε στον παπά: «Αυτή εδώ η φαλτσέτα παππούλη άνηκε στον πατέρα μου. Με αυτή εδώ έσφαξε το κουτάβι. Δεν υπάρχει χώρος για μετάνοια, δεν υπάρχει χρόνος για αλλαγές. Εγώ είμαι ο Πασχάλης που όλοι αγαπούν στην Ανατολή και έτσι θα παραμείνουν τα πράγματα είτε αρέσει σε σένα και στον Θεό σου είτε όχι» και με μια απότομη κίνηση το σαλόνι στο σπίτι του παπά-Ράνιου ποτίστηκε από την αμαρτία και την παράνοια σε πορφυρό φόντο.
(Η ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες σε αυτή είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα}
ΖΕΥΣ