Ήταν βράδυ της Ανάστασης, έχουμε κανονίσει να φάμε στο σπίτι εγώ, η μάνα μου και μα φίλη της. Πριν από αυτό η κοπέλα πήγε πρώτα από το σπίτι της για να αφήσει το «Άγιο Φως» και μετά ήρθε για το τραπέζι. Τελειώνουμε, σηκωνόμαστε από τις καρέκλες και η μάνα μου πήγε με το αυτοκίνητο τη φίλη της στο σπίτι. Μετά από δύο λεπτά χτυπάει το κινητό, το σηκώνω και ακούω τη μάνα: «Της ανοίξανε το σπίτι και την κλέψανε» και χωρίς πολλά πολλά πήρα το μηχανάκι και πήγα και εγώ εκεί.
Η κοπέλα ήταν σε κατάσταση ψιλο-υστερίας, πραγματικά της το είχαν ρημάξει το σπίτι. Κάποιος μικρόσωμος μπήκε από ένα πολύ μικρό άνοιγμα από την κουζίνα και άνοιξε την πόρτα για να μπουν και οι υπόλοιποι και να γίνει το ριφιφί. Η αστυνομία ήρθε με μια μικρή καθυστέρηση, ως συνήθως, ένα περιπολικό με δύο άτομα. Η γυναίκα φώναζε για τη ρημάδα την τύχη της και τα έβαλε με τους γύφτους, άλλωστε ήταν μια περίοδο που κάθε μέρα είχαμε μίνιμουμ δυο κλεμμένα σπίτια. Η εκπληκτική αντίδραση του ενός από τους δύο αστυνομικούς ήταν η εξής: «Κυρία μου αν είναι να φωνάζετε έτσι τότε εμείς να φύγουμε από δω». Ο άνθρωπος ο οποίος περιμένεις να έρθει και να σου πει δυο κουβέντες να σε ηρεμήσει λίγο από αυτό που έπαθες, αντί να κάνει αυτό σου λέει «ή κάτσε καλά ή έφυγα».
Η ιστορία έληξε με τον κλασσικό τρόπο. Κατάθεση το βράδυ, την άλλη μέρα να έρθει η σήμανση για δακτυλικά αποτυπώματα και στο τέλος πάει, ξεχάστηκε και αυτό.
Πάμε σε άλλο περιστατικό. Έχουν έρθει από την Αθήνα δυο φίλοι για να καθίσουν λίγες μέρες στο Αιτωλικό. Καθόμαστε σε ένα σπίτι μέσα στο νησί και κάποια στιγμή, μετά τα μεσάνυχτα, τα δυο παιδιά ήθελαν παγωτό και ξεκίνησαν με τα πόδια να πάνε στον φούρνο έξω στον σταθμό. Άργησαν να γυρίσουν, πέρασαν πάνω από δύο ώρες από τότε που έφυγαν και δεν σήκωναν ούτε τα τηλέφωνά τους, Τι είχε γίνει…
Το ίδιο βράδυ είχαν μπει στο σπίτι μιας γριάς προς την παιδική χαρά, δυο κλεφτρόνια-πρεζόνια (έτσι ξεχωρίζουμε τους κλέφτες στο Αιτωλικό, γύφτοι από τη μία και πρεζόνια από την άλλη) και την είχαν κλέψει και αυτήν. Η γριά είπε στην αστυνομία οτι δεν μπόρεσε να δει καλά τα πρόσωπά τους γιατί φορούσαν κουκούλες αλλά ήταν σίγουρη ότι ήταν δύο οι κλέφτες. Οι αστυνομικοί λοιπόν έκαναν την περιπολία τους και πάνω στα ανατολικά γεφύρια βρήκαν δύο ξένες φάτσες, με κουκούλες και χέρια στις τσέπες, να πηγαίνουν προς τα έξω.
«Ποιοι είστε εσείς;», «Εμείς είμαστε από Αθήνα και πάμε να πάρουμε παγωτό έξω», «Ταυτότητες έχετε;», «Όχι γιατί αφήσαμε τα πορτοφόλια μας στο σπίτι», «Ελάτε όπως είστε και οι δύο μέσα για αναγνώριση».
Και με τα πολλά, μπουζουριάζουν τα δύο παιδιά στο περιπολικό και αντί να τα πάνε όντως στο τμήμα για να βρουν τα στοιχεία τους, έκαναν το αμίμητο!! Τους πήγαν στην γριά και την ρώτησαν αν αυτοί οι δύο είναι εκείνοι που την έκλεψαν. Και σε αυτό το σημείο παγώνω τον χρόνο.
Αν η γριά πει «ναι», εσείς που διαβάζετε τώρα, έχετε καταλάβει τι… μανίκι θα περάσουν οι δύο φιλοξενούμενοι φίλοι μου; Χωρίς κανένα στοιχείο, δίχως λόγο και αφορμή που τραγουδάει και η Νατάσα η Θεοδωρίδου, οι δύο φιλοξενούμενοι θα έτρεχαν στα δικαστήρια και το μόνο που θα θυμόντουσαν από την επίσκεψή τους στο Αιτωλικό είναι ότι συμμετείχαν σε παρωδία επεισόδιο του CSI που γυρίστηκε κατά λάθος εκείνο το βράδυ στη λιμνοθάλασσα.
Ευτυχώς που η γριά είχε μεγαλύτερη αντίληψη από τους αστυνομικούς και τους είπε το αυτονόητο, ότι δεν είχε ξαναδεί αυτά τα παιδιά και ότι δεν την είχαν κλέψει εκείνοι. Αντιλαμβάνεστε την αστυνομική δουλειά που έγινε;
Ένοχοι: Δύο με κουκούλες
Πάνω στα ανατολικά γεφύρια: Δύο με κουκούλες
Αποτέλεσμα: Να συλληφθούν επειγόντως δύο άτομα με κουκούλες και αν το θύμα τα αναγνωρίσει ως κλέφτες τότε καθαρίσαμε.
Μην πάμε μακριά θα μείνω και σε προσωπικά παραδείγματα. Εμένα με έκλεψαν τον Νοέμβρη του 15’. Τα πήραν όλα για όλα! Γύρισα βράδυ από τη δουλειά, βρήκα εξώπορτα ανοιχτή, πόρτα σπιτιού ανοιχτή, η τηλεόραση έλειπε, το λάπτοπ το ίδιο, το playstation έφυγε κι αυτό, μου πήραν μια κιθάρα και ένα αρμόνιο αλλά αυτά τα δύο ήταν και τα μοναδικά που βρήκα και πήρα πίσω(για αυτό το περιστατικό θα τα πούμε την άλλη βδομάδα)και μεταξύ άλλων μου άδειασαν και την κατάψυξη και πήραν ότι φαγώσιμο υπήρχε μέσα. Πάει στο καλό αυτό, τρως ένα σοκ στην αρχή όταν πρωτοβλέπεις αυτόν τον αχταρμά αλλά μετά το… καταπίνεις και προχωράς.
Πήγα, έκανα κατάθεση κανονικά, έκανα και μήνυση και αυτό ήταν. Δεν έγινε απολύτως τίποτα. Το επόμενο πρωί της κλοπής, ήρθε ο καραφλός τύπος με τα γυαλιά από τη Σήμανση για να πάρει δακτυλικά αποτυπώματα, έκανε το σπίτι μου περισσότερο μπουρδέλο από ότι το είχαν κάνει ήδη οι γυφταίοι. Κάποια στιγμή που συζητάμε μου λέει: «Αυτό το στυλ κλοπής το βλέπω συχνά τον τελευταίο καιρό. Λογικά σε έκλεψαν οι τάδε» και μου ανέφερε ένα γνωστό όνομα γύφτων στην περιοχή Αιτωλικού και Μεσολογγίου αλλά μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Του λέω εγώ «Ρε φίλε αν αυτή τη στιγμή σε πάρω και πάμε μαζί στον διοικητή στο Μεσολόγγι, θα τα πεις αυτά που μου λες εμένα;» και μου απάντησε: «Αν είχα στοιχεία ναι αλλά δεν έχω κάτι χειροπιαστό απλά το συμπεραίνω κι από άλλες υποθέσεις που έχουμε τον τελευταίο καιρό». Του ξαναλέω: «Ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο να λες σε κάποιον που τον έκλεψαν ποιος μπορεί να είναι ο κλέφτης;» Καμία απάντηση. Γενικότερα το βασικό πρόβλημα της αστυνομίας στο Αιτωλικό εκτός από την έλλειψη προσωπικού είναι και η παντελής έλλειψη επαγγελματισμού και παιδείας. Τραγική αντιμετώπιση των καταστάσεων, τουλάχιστον σε όσες έχω προσωπική άποψη.
Τα ίδια και όταν έκλεψαν το σπίτι του πατέρα μου. Πρώτο λάθος της αστυνομίας ήταν η καθυστέρηση. Περίμενα, στον Θεό σας, πάνω από μισή ώρα από τη στιγμή που έγινε το τηλεφώνημα για την κλοπή. Και όταν ξαναπήρα έξαλλος το τμήμα και μου λέει ο αστυνομικός: «Άμεση δράση παρακαλώ» και του λέω «Ρε φίλε με έχουν κλέψει και περιμένω ένα μισάωρο και περιπολικό δεν βλέπω. Είστε ή δεν είστε άμεση δράση;» και έκλεισα το τηλέφωνο.
Έρχεται με τα πολλά το περιπολικό, «Που είστε μωρέ παιδιά τόση ώρα», «Κάναμε λάθος σπίτι και πήγαμε σε εκείνο που είχε γίνει η κλοπή τον Νοέμβριο»…
Καταλάβατε τι έγινε; Η αστυνομία ξαναπήγε στο σπίτι μου πίσω από το γήπεδο και όχι σε αυτό του πατέρα μου, αριστερά μετά τον Κοστάφτη. Τραγικό; Έχει και συνέχεια. Ανεβαίνουν πάνω οι αστυνομικοί, ο ένας με αλεξίσφαιρο γιλέκο της ΟΠΚΕ και ένα ημιαυτόματο ανά χείρας, λες και θα πετύχαινε τον κλέφτη να τον περιμένει μέσα στο σπίτι. Κοιτάξαμε τον χώρο και μας ρωτάει ο ένας αστυνομικός: «Θα έρθετε στο τμήμα να κάνετε μήνυση;» και ρωτάω εγώ: «Αν κάνουμε μήνυση θα καταφέρουμε τίποτα;». Μου απαντάει το θηρίο: «Όχι απλά καλό θα ήταν να κάνετε γιατί σε μερικές περιπτώσεις, όταν μαζευτούν δέκα μηνύσεις τότε ασχολείται ο εισαγγελέας και βάζει φυλακή κανέναν από δαύτους». Μηδέν από μηδέν μας κάνει μηδέν!!
Και για να πούμε και τα καλά της αστυνομίας. Τον καιρό που υπήρχε ο αποκλεισμός λόγω πανδημίας και κυκλοφορούσαμε άπαντες με ένα χαρτί στο χέρι, εμένα προσωπικά με σταμάτησαν τρεις φορές. Πρέπει να είμαι ο μοναδικός που χρησιμοποιεί το κράνος του σε μια περιοχή που το 99% όσων οδηγούν μηχανάκι -εκτός των ντελίβερι και αυτό όχι σε όλες τις περιπτώσεις- δεν το χρησιμοποιεί καθόλου. Την Τρίτη φορά που με σταμάτησαν ήταν νύχτα και όπως έκανα να βγάλω τα χαρτιά από την τσέπη μου, έπεσε ένα τάλιρο από το πορτοφόλι μου. Ο αστυνομικός, μου είπε χαρακτηριστικά «Σας έπεσε κάτι κύριε» και μου φώτισε με το φακό το τάλιρο για να το μαζέψω.
Δεν θέλω να είμαι κακός ούτε προκατειλημμένος με την αστυνομία αλλά ρε παιδιά, σε πέντε χρόνια έχω τόσα πολλά παράπονα από τις αρχές που είναι ντροπή τους να θυμάμαι μόνο ένα καλό από δαύτους και αυτό το μικρότερο δυνατό. Δεν θέλω να επηρεάσω κανέναν, ούτε να διαμορφώσω άποψη και γνώμη απλά θεωρώ ότι καλύτερο να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας, τις προσωπικές και όχι ξένες. Η ενημέρωση των πολιτών για την πόλη τους και τις αρχές της γίνεται μόνο μέσα από τον διάλογο και τις συζητήσεις των ίδιων των ανθρώπων που είναι η καρδιά και οι πνεύμονες της πόλης τους.
Μιχάλης Βελτσίστας