Ο ήλιος βγήκε και πάλι περήφανος από το δώμα του και φώτισε με ζωή την πλάση. Εκείνος περπάτησε μέχρι τον κήπο του κρατώντας στο χέρι του έναν κρίνο και τον κοίταζε σκεπτικός. Τον απασχολούσε εδώ και καιρό η σκέψη ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να πει την πραγματική αλήθεια σε όλους τους ανθρώπους. Έπρεπε να το κάνει, βλέπεις είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ξεκίνησε αυτό το «παραμύθι». Όμως πριν φτάσει στο σημείο να αποκαλύψει την πλεκτάνη ήθελε να μιλήσει πρώτα με τους… ενδιαφερόμενους και έτσι έκανε το κάλεσμα.

   Το μεγάλο, μαρμάρινο, στρογγυλό τραπέζι ήταν έτοιμο, στρωμένο με χρυσό φως από τον ήλιο και πάνω του είχε κάθε λογής φρούτα και πεντακάθαρο νερό. Οι θρόνοι ήταν στολισμένοι ανάλογα με τον κάθε καλεσμένο που θα καθόταν και υπήρχε και ένας μεγάλος, μαύρος καναπές, φτιαγμένος από κόκκαλα και φωτιά. «Νομίζω ότι δεν θα έχουμε πρόβλημα με τους αντιδραστικούς», είπε ο οικοδεσπότης τελειώνοντας την επιθεώρηση του χώρου. «Είναι η ώρα να υποδεχτούμε τους καλεσμένους μας» και λέγοντας αυτά τα λόγια, χτύπησε τα χέρια του και αμέσως άνοιξαν επτά πύλες, γιγάντιες και χρυσαφένιες.

   Πρώτος μπήκε μέσα ο Δίας, ο ανώτερος από όλους τους κυρίαρχους θεούς της παλιάς εποχής. Ήταν βαρύς και είχε παχύνει, καμία σχέση με την δόξα του παρελθόντος αλλά ποτέ δεν αποχωρίζονταν τον κεραυνό του από το χέρι. Περπάτησε μέχρι τον θρόνο του, παίρνοντας από το τραπέζι λίγη αμβροσία που ήταν διαθέσιμη αποκλειστικά για τον ίδιο και τον αδερφό του. Ο Άδης λοιπόν, ήταν ο επόμενος που μπήκε στον κήπο. Σκυφτός, στηριζόμενος σε μια μαγκούρα και βρώμικος, περπάτησε αργά αργά και χωρίς να μιλήσει σε κανέναν πήγε και κάθισε στον μαύρο καναπέ. «Ακόμα να έρθουν οι υπόλοιποι;» ρώτησε ο παλιός θεός των νεκρών με μια φωνή βραχνιασμένη και βαριά.

   Η τρίτη πύλη άνοιξε. «Ορίστε ανυπόμονε γέροντα ήρθα και εγώ» είπε ένας -μάλλον- ξανθός άντρας μπαίνοντας στον κήπο. Ήταν ο Θωρ, ο δεύτερος σημαντικότερος θεός των βόρειων λαών και στο χέρι του κρατούσε το αγαπημένο του Μγιόλνιρ, το μαγικό σφυρί που τον έκανε ανίκητο. Ο νεαρός άντρας είχε αδυνατίσει πολύ σε σύγκριση με τον ένδοξο παρελθόν και είχε χάσει τη δυναμική που τον διέκρινε. Επόμενος που μπήκε στον χώρο ήταν ο Όντιν, ο αρχηγός θεός των βόρειων και πατέρας του Θωρ. Μαζί του είχε και ένα κοράκι καθισμένο στον ώμο του και προχωρώντας αργά προς τον θρόνο του είπε στους υπόλοιπους «Αυτή τη συνάντηση φίλοι μου δεν την είχα προβλέψει ποτέ. Είναι κάτι που δεν ήταν προαποφασισμένο να γίνει και δεν μπόρεσα να το δω ούτε στα αστέρια ούτε στα ταξίδια μου εις τους αιώνες της ανθρώπινης ύπαρξης».

   Επόμενος καλεσμένος ένας… φίλος από τα παλιά. «Πολύ καιρό έχω να έρθω εδώ πέρα. Μου αρέσουν οι αλλαγές που έκανες στον χώρο πατέρα. Αν και η πιο σημαντική ήταν όταν με έδιωξες από δω» είπε χαιρέκακα ο Σατανάς. Ψηλός και αδύνατος όπως πάντα, με μάτια φλεγόμενα και ένα χαμόγελο γεμάτο μυτερά δόντια. Πήρε ένα μήλο από το τραπέζι, κοιτάζοντας με νόημα στα μάτια τον οικοδεσπότη και κάθισε δίπλα στον Άδη στον μαύρο καναπέ. «Πως γέρασες έτσι εσύ μωρέ; Εσείς οι Έλληνες θεοί δεν είστε αθάνατοι;», είπε στον αρχαίο άρχοντα του Κάτω Κόσμου και πήρε την πληρωμένη απάντηση. «Νεαρέ εγώ ένα πράγμα θα σου πω. Εσύ εξορίστηκες στην Κόλαση γιατί ήσουν διαφορετικός, όπως λες. Εγώ όμως υποχρεώθηκα να κυβερνήσω τους νεκρούς όταν έγινε η μοιρασιά των βασιλείων της Γης. Εσύ είσαι εξόριστος, εγώ είμαι βασιλιάς» και γελώντας έφαγε λίγη από την αμβροσία που κρατούσε στο χέρι του.

   Η έκτη πύλη άνοιξε και από μέσα της εμφανίστηκε μια γυναίκα. Το εκπληκτικό με αυτήν ήταν ότι δεν είχε σταθερή μορφή αλλά άλλαζε ανάλογα σε ποιον από τους υπόλοιπους μιλούσε. Στον Δία εμφανιζόταν σαν θεά Αθηνά, στον Σατανά σαν την Παναγία ενώ στον Όντιν σαν Βαλκυρία. Ήταν ψηλή και αδύνατη, είχε κάτασπρο, αψεγάδιαστο δέρμα και κρατούσε στο χέρι της ένα περιστέρι. «Κύριοι εγώ ήρθα σε αυτή τη συνάντηση μόνο και μόνο για να δείξω σε όλους ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν περίοπτη θέση σε όλα τα σημαντικά ζητήματα του κόσμου μας», είπε σε όλους και κάθισε στο θρόνο της, απολαμβάνοντας σε ένα χρυσό ποτήρι λίγο νέκταρ όπως είχε συνηθίσει στα αρχαία χρόνια.

   «Είμαστε όλοι εδώ;», ρώτησε ο οικοδεσπότης χαμογελώντας. «Όχι αγαπητέ πατέρα. Ο εκλεκτός σου γιος συνεχίζει να έρχεται καθυστερημένος στα σημαντικά γεγονότα του κόσμου», είπε με μίσος ο Σατανάς και συνέχισε: «Από όλους εμάς είναι ο πιο νέος και κατά την άποψή μου θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ και να μας σερβίρει τα ποτά μας» και γέλασε τόσο δυνατά που για λίγο μέχρι και ο ίδιος ο ήλιος τρεμόπαιξε τη λάμψη του. Και ξαφνικά άνοιξε και η έβδομη πύλη και από μέσα της βγήκε ένας νέος, όμορφος άντρας με μακρύ μαλλί και γένια, ο οποίος αφού τους χαιρέτησε όλους με ευγένεια στη συνέχεια απευθύνθηκε στον Σατανά. «Αδερφέ μου αν και δεν με σέβεσαι καθόλου εγώ θα σου δείξω την αγάπη μου κάνοντάς σου τούτο το ταπεινό δώρο.»  και αφού τον πλησίασε, του πρόσφερε ένα ποτήρι με νερό από το τραπέζι. «Τι να το κάνω αυτό; Να πλύνω τα χέρια μου πριν φάω;», είπε ξεκαρδισμένος ο Διάβολος και ο Ιησούς του απάντησε: «Για κοίταξε καλύτερα το ποτό σου» και κουνώντας τα δάχτυλά του έκανε το νερό κρασί, για να πάρει… πληρωμένη απάντηση από τον Σατανά. «Περσινά, ξινά, σταφύλια αδερφέ. Όλο τα ίδια κόλπα κάνεις αλλά εδώ δεν περνάνε αυτά. Εμείς δεν είμαστε τίποτα θνητοί, χαζοί για να μας θαμπώσεις με τα ταχυδακτυλουργικά σου» και λέγοντας αυτά τα λόγια ρούφηξε με λαιμαργία το κρασί του.

   «Άπαντες παρόντες όπως βλέπω», είπε ο Θεός, ο οικοδεσπότης της συνάντησης. «Οπότε δεν βλέπω τον λόγο για να μην αρχίσουμε τη συζήτησή μας. Θέλει κανείς από σας να πάρει τον λόγο;» και λέγοντας αυτά τα λόγια κάθισε στον θρόνο του και περίμενε. Πρώτος από όλους μίλησε ο Δίας. «Φίλοι μου νομίζω ότι η εποχή των θεών και της λατρείας των ανθρώπων έχει τελειώσει. Οι θνητοί δεν μας φοβούνται ούτε και μας θυμούνται ποτέ παρά μόνο σε περιπτώσεις που έχουν ανάγκη. Παλιά στο όνομα των θεών γινόντουσαν γλέντια, τελετές, θυσίες με ζώα και αθλητικοί αγώνες. Σήμερα όλοι έχουν στραμμένο το βλέμμα προς τα κάτω, κοιτάζουν ένα πράγμα που κρατάνε στα χέρια τους και συνέχεια το αγγίζουν με τα δάχτυλά τους. Αυτό το παλιόπραμα βγάζει φως και ήχους με τρόπο μαγικό και πολλές φορές οι άνθρωποι το βάζουν στο αυτί τους και μιλάνε. Φωνάζουν, κλαίνε, γελάνε μαζί με αυτό, τι να πω, σαν να τους έχει κάνει μάγια» και γυρνώντας προς τον Θεό συνέχισε:

«Εσύ φταις για όλα! Τη δική μας εποχή, οι άνθρωποι είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε πολλούς θεούς, ανάλογα με την κουλτούρα και την προτίμηση του καθένα. Άσε που ο κάθε λαός πίστευε στο δικό του παραμύθι. Όταν όμως εμφανίστηκες εσύ και ο γιός σου, θέλατε να τους πάρετε όλους υπό την εξουσία σας. Να πιστεύουν μόνο σε σας, συκοφαντήσατε εμάς, τους παλιούς ότι ήμασταν ψεύτικοι και βάλατε τους θνητούς να διαλύσουν τους ναούς μας. Δώσατε πάτημα στους ανθρώπους να μη μας φοβούνται και όποτε εμφανίζεται κάτι καινούργιο να το ασπάζονται και να το πιστεύουν» και πριν προλάβει να συνεχίσει ο Δίας, του έκανε νεύμα ο Ιησούς για να πάρει τον λόγο: «Αγαπητέ πατέρα της αρχαίας εποχής, δεν έχω σκοπό να έρθω σε σύγκρουση μαζί σου γιατί σε σέβομαι και πάνω από όλα θαυμάζω όλα αυτά που κάνατε εσείς οι παλιοί για τους θνητούς. Ήσασταν μια πυξίδα ήθους για τους ανθρώπους και όσο αυστηροί έπρεπε για τις σκανταλιές τους.

Αλλά εγώ και ο πατέρας μου δεν διαλύσαμε κανένα κόσμο. Το μόνο που κάναμε ήταν να θυμίσουμε στους πιστούς ότι μας έχουν ανάγκη για να μπορέσουν να πορευτούν ορθά στο σύντομο πέρασμά τους από αυτή τη ζωή. Μιλήσαμε για αγάπη, αλληλεγγύη και ισότητα…» και κάπου εκεί πετάχτηκε από το θρόνο του ο Θωρ τρελαμένος και μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν γύρω, γεμάτα θυμό και κεραυνούς. «Έλεος με αυτό το κόλλημα για την αγάπη και την αλληλεγγύη. Οι άνθρωποι έχουν αποδείξει επανειλημμένως ότι είναι βίαια όντα, κάποιες φορές κάνουν και πράξεις αξιομνημόνευτες αλλά συνήθως τους αρέσει να πολεμάνε, να αδικούν και να κυριαρχούν ο ένας στη ζωή του άλλου. Εσύ και ο πατέρας σου εμφανιστήκατε ξαφνικά και ζητήσατε από τους θνητούς να αλλάξουν τη φύση τους. Εσείς τους είπατε «αγαπάτε αλλήλους» και μάλιστα αυτά τα λόγια ειπώθηκαν σε μια περιοχή της Γης που είναι συνώνυμη του πόλεμου και της καταστροφής. Πουλήσατε τρέλα κύριοι και τώρα το πληρώνουμε όλοι μας» και με αυτά τα λόγια ο Θωρ πήρε μια τεράστια κούπα με κρασί και την άδειασε μονομιάς.        

   «Εμένα φίλοι μου πάντοτε το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μην στερέψει ο Κάτω Κόσμος από ένοικους. Πάνω από όλα ο καθείς και η δουλειά του για να μπορέσει να υπάρξει ισορροπία στο σύμπαν», είπε χαμογελώντας ο Άδης και συνέχισε: «Κάποτε ένας θνητός προσπάθησε να ανατρέψει την κατάσταση βρίσκοντας τον τρόπο να κάνει τους ανθρώπους αθάνατους. Ασκληπιό τον έλεγαν και η τιμωρία του ήταν να θανατωθεί από τον κεραυνό του αδερφού μου. Και ένας άλλος που προσπάθησε να χαλάσει την ισορροπία, αλλά για προσωπικό του όφελος, ήταν ο Σίσυφος. Αυτός πέθανε αλλά κατάφερε και μας κορόιδεψε όλους για να ξαναγυρίσει στους ζωντανούς. Αυτός λοιπόν για τιμωρία ρίχτηκε στα Τάρταρα και έσπρωχνε ένα βράχο σε μια απότομη πλαγιά. Μόλις έφτανε στην κορυφή, ο βράχος έπεφτε και πάλι πίσω και ο Σίσυφος συνέχιζε την αιώνια προσπάθειά του να ανεβάσει τον βράχο». Όλοι τους κοιτάχτηκαν σιωπηλά. Ήταν μια δίκαιη τιμωρία και η θεϊκή παρέμβαση σε αυτά τα ζητήματα ήταν αναγκαία. Ο Δίας ήταν αυτός που είχε τιμωρήσει τους δύο άντρες και πολλούς θνητούς ακόμα που κρίθηκαν επικίνδυνοι για την ισορροπία. Έστω κι αν πολλοί θανατώθηκαν από… καπρίτσιο των αθάνατων συνήθως οι τιμωρίες των θεών αφορούσαν το ήθος και τη λογική. Τιμωρούσαν δηλαδή τα ακριβώς αντίθετα, τους ανήθικους και τους τρελούς. 

   Σηκώθηκε αργά αργά ο Όντιν από τον θρόνο του και πήγε στο τραπέζι με το φαγητό. Πήρε στο χέρι του λίγους καρπούς για να ταΐσει το κοράκι του και κοιτάζοντας τους υπόλοιπους θεούς είπε με φωνή ήρεμη και γεμάτη σοφία: «Φτιάξαμε ένα παραμύθι και το δώσαμε στους θνητούς. Τους είπαμε να μας τιμούν και να μας δοξάζουν, να ζουν όπως εμείς και να μας μιμούνται για να μπορέσουν να γίνουν σαν εμάς. Σταθήκαμε οδηγοί στις μικρές ζωές τους για να μπορέσουν να μεγαλουργήσουν και να μας εκπλήξουν με τα έργα τους. Μερικοί άνθρωποι όντως ήταν πιο άξιοι από τους υπόλοιπους και κατάλαβαν ότι δεν χρειάζεσαι τους θεούς για να κάνεις σπουδαία πράγματα στη ζωή σου. Αν οι άνθρωποι πιστέψουν στις δυνατότητές τους και στην δύναμη που έχει η ψυχή τους τότε θα καταφέρουν να μας ξεπεράσουν. Όχι στα παραμύθια, στην πραγματικότητα. Εμείς υπάρχουμε και θα υπάρχουμε για λίγο καιρό ακόμη. Οι θνητοί σιγά σιγά γίνονται αχόρταγοι, θέλουν όλον τον κόσμο δικό τους χωρίς να νοιάζονται για το καλό του. Δεν μετράνε γι’ αυτούς οι θρησκείες παρά μόνο σε μερικές περιπτώσεις της ζωής τους. Έφτιαξαν οι ίδιοι νόμους και δεν τους σέβονται. Οι άνθρωποι δεν σέβονται αυτά που δημιουργούν οπότε καλοί μου φίλοι πείτε μου. Πως είναι δυνατόν να περιμένετε από τους θνητούς να συνεχίσουν να μας τιμούν και να μας φοβούνται;» και προχωρώντας στηριζόμενος στη μαγκούρα του, ο αρχηγός θεός των βόρειων λαών πήγε και κάθισε στον θρόνο του.   

   «Ωραία τα είπατε. Φλυαρήσατε και σπαταλήσατε το φαγητό και το ποτό που σας φίλεψε ο πατέρας μου άσκοπα. Ακούστε με τώρα και μάθετε την αλήθεια για τους αγαπημένους σας ανθρώπους» και γελώντας με την ψυχή του ο Σατανάς πήδηξε πάνω στο τραπέζι με τα φρούτα και άρχισε να μιλά στους υπόλοιπους θεούς, ξεχωριστά στον καθένα. «Εσύ ξεμωραμένε πρώην βασιλιά της Κόλασης. Η μοναδική σωστή δουλειά που έκανες στο βασίλειό μου ήταν αυτή που… δεν έκανες! Αν δεν κάνω λάθος τις τιμωρίες στον Τάρταρο τις καθόριζε συνήθως ο Δίας έτσι δεν είναι; Οπότε αν δεν μπορείς να κάνεις ο ίδιος την σημαντικότερη δουλειά που έχεις να κάνεις τότε τι περιμένεις από τους θνητούς να σε τιμούν και να σε φοβούνται. Έλα από τα λημέρια μου και θα δεις τι θα πεις πόνος και μαρτύριο» είπε ο Σατανάς στον Άδη και συνέχισε με τον Ιησού:

 «Εσένα στα έχω πει τόσες και τόσες φορές. Θυσιάστηκες τσάμπα και βερεσέ γι’ αυτή την άτιμη φάρα που λέγετε άνθρωπος. Όλοι λένε ότι σε αγαπούν και ότι πιστεύουν σε σένα αλλά ξέρεις και εσύ ο ίδιος ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οι άνθρωποι είναι γεννημένοι να κάνουν λάθη και αμαρτίες, μεγάλες και μικρές, πράξεις που δεν χωρούν συγχώρεση. Και αυτό είναι η ίδια τους η φύση. Αν και ανήκω στους θεούς της Νέας Εποχής δεν παύει να συμφωνώ σε πάρα πολλά με αυτά που έκαναν οι παλιότεροι. Η μόνη περίπτωση να κρατήσουμε τους θνητούς υπό την κυριαρχία μας είναι να μας φοβούνται. Ο φόβος έρχεται με τον πόνο και το μαρτύριο. Έρχεται με την απώλεια, με την αδικία. Οι άνθρωποι έχουν φτάσει να φοβούνται περισσότερο ο ένας τον άλλο παρά εμάς. Βλέπω περισσότερη αμαρτία στη Γη παρά στην Κόλαση, μην σας πω ότι σκέφτομαι σοβαρά να αλλάξω βασίλειο και να… ανέβω όροφο» και κάνοντας μια υπόκλιση στους υπόλοιπους ο Σατανάς πήδηξε από το τραπέζι και κουλουριάστηκε στον καναπέ.   

   Ο Θεός προχώρησε σκυθρωπός προς την άκρη και κοίταξε κάτω στη Γη. «Αλίμονο! Αφήσαμε αυτό το υπέροχο δημιούργημα να το διαλύσει ο άνθρωπος. Φτιάξαμε τόσα και τόσα ζώα, βουνά, θάλασσες, ουρανούς και γη αλλά αυτός που τα διέλυσε όλα ήταν και το αγαπημένο μας κατασκεύασμα. Και αυτό γιατί εμείς οι ίδιοι πρώτοι κάναμε λάθος. Ο εγωισμός μας κυριάρχησε και μας τύφλωσε. Δημιουργήσαμε ένα πλάσμα τόσο τέλειο και συνάμα τόσο εύθραυστο και ευάλωτο. Και ο λόγος είναι ότι θέλαμε να φτιάξουμε τους συνεχιστές μας και γι’ αυτό το λόγο φτιάξαμε τους ανθρώπους σαν εμάς. Πείσαμε τους θνητούς ότι μοιάζουν με μας και ότι μπορούν να γίνουν όπως εμείς. Δυνατοί, δοξασμένοι, αθάνατοι. Αλλά δεν υπολογίσαμε την ίδια τους τη φύση και όλη μας η προσπάθεια, τόσους και τόσους αιώνες, δείχνει να πηγαίνει χαμένη. Έφτασε η ώρα της πλήρης απομόνωσης για μας. Οι άνθρωποι θα μείνουν μόνοι τους να συνεχίσουν να καταστρέφουν και να κυριαρχούν. Θα συνεχίσουν μέχρι να μην μείνει τίποτα όρθιο, μέχρι να μην μπορούν ούτε οι ίδιοι να ζήσουν τις ζωές τους. Μόνοι τους θα τιμωρηθούν, χωρίς καμία παρέμβαση από εμάς. Έφτασε η ώρα που οι άνθρωποι θα βλέπουν και θα ακουμπάνε τους θεούς τους. Τους θεούς που οι ίδιοι κατασκεύασαν και που τους ονόμασαν «Υπολογιστές». Αυτοί καθορίζουν από εδώ και πέρα τη μοίρα της ανθρωπότητας.

Τα πάντα λειτουργούν μέσα από αυτούς. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να μετράνε με το μυαλό τους ή να γράφουν με τα χέρια τους. Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από μικρές κατασκευές που δημιούργησαν οι θνητοί για να εξυπηρετήσουν τις ορέξεις τους. Το μόνο που μπορεί κάποια στιγμή να σώσει την ανθρωπότητα είναι ένα. Ο χρόνος. Οι άνθρωποι βιάζονται να ζήσουν, να κάνουν τα πάντα γρήγορα και βιαστικά για να… προλάβουν το τέλος της ζωής τους. Αυτή τους η ματαιοδοξία ίσως τελικά κάποια στιγμή να τους σώσει. Τουλάχιστον αυτούς που θα το καταλάβουν πρώτοι, ότι η ζωή είναι μία και είναι τώρα. Δεν υπάρχουν πραγματικές δεύτερες ευκαιρίες. Όχι με τον χρόνο» και τελειώνοντας ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του Θεού. Κάθισε στον θρόνο του και έκανε νεύμα στην Παναγία να σηκωθεί.

   «Όπως καταλάβατε εγώ θα είμαι αυτή που θα ολοκληρώσει αυτήν τη συνάντηση. Μετά τη σημερινή μέρα εμείς δεν θα υπάρχουμε. Θα σταματήσει το αιώνιο ταξίδι μας εδώ. Οι άνθρωποι απέδειξαν με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο ότι δεν μας χρειάζονται παρά μόνο για προσωπικό τους όφελος. Είτε τότε, στην αρχαία εποχή είτε σήμερα. Άλλωστε οι ίδιες οι νέες θρησκείες ήταν αυτές που έκαναν… απάνθρωπη της σχέση του πιστού με τον Θεό. Ο λόγος είναι η απαξίωση της γυναίκας στην θρησκεία. Μπορεί να με τιμούν ως τη μάνα του Ιησού αλλά εκτός από αυτό τίποτε άλλο δεν δίνει αξία σε μένα. Η θρησκεία σας μιλάει για τριαδικό θεό και πουθενά δεν υπάρχει γυναικεία ύπαρξη. Τουλάχιστον οι αρχαίες θρησκείες έδιναν χώρο στις θηλυκές θεότητες για να μεγαλουργήσουν. Ήμασταν γυναίκες τον κυρίαρχων θεών, μητέρες του ίδιου του σύμπαντος σε κάποιες περιπτώσεις, πάντοτε οι θεότητες της γονιμότητας και της καταστροφής ήταν θηλυκού γένους. Δημιουργία και τέλος. Ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να δημιουργήσει από το μηδέν είναι η γυναίκα. Πάντοτε με τη βοήθεια του αρσενικού αλλά η στιγμή της δημιουργίας ανήκει στη γυναίκα.

Και μόνο μια γυναίκα μπορεί να φέρει την απόλυτη καταστροφή ακόμα και στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Αν οι γυναίκες σταματήσουν να γεννούν τότε το είδος των θνητών θα εξαλειφθεί πριν ακόμα έρθει η πραγματική του ώρα. Η νέα θρησκεία τη γυναίκα την έχει παραγκωνίσει και ιδού τα αποτελέσματα. Κάνατε τους άντρες ιερείς και αγίους και διαλύθηκαν οι ισορροπίες της κοινωνίας. Αντί να μοιράζονται τα δύο φύλα, το ένα κοιτάζει να κυριαρχήσει απέναντι στο άλλο. Και μόλις οι γυναίκες καταφέρουν τελικά να επικρατήσουν, τότε όλα θα γίνουν αλλιώς. Δεν γνωρίζω αν θα γίνουν όλα καλύτερα αλλά σίγουρα θα αλλάξουν πολλά. Απλά εμείς δεν θα είμαστε εδώ για να παρέμβουμε ούτε καν για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη. Αντίο σας φίλοι και συνοδοιπόροι» και λέγοντας αυτά η Παναγία/Αθηνά/Βαλκυρία εξαφανίστηκε και άφησε πίσω της ένα άσπρο τριαντάφυλλο.

   Οι υπόλοιποι σηκώθηκαν από τους θρόνους τους, πήραν από ένα ποτήρι κρασί και πλησίασαν προς την άκρη. Κοίταξαν τη Γη, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ήπιαν στην υγειά της αποχώρησή τους. «Καλή τύχη καταραμένοι θνητοί» ξεστόμισαν και αποχώρησαν για άλλους γαλαξίες. Μόνο ο Σατανάς έμεινε μόνος του να κοιτάζει τον πλανήτη των Γήινων. Χαμογέλασε… «Να δούμε τώρα τι θα κάνω μαζί σας, τώρα που οι άλλοι έφυγαν από το παιχνίδι. Μαζί ως το τέλος καταραμένοι!» και ξεσπώντας σε γέλια πέταξε καβάλα με το μαύρο, φτερωτό του άλογο προς τη Γη αλλά αυτή τη φορά δεν θα πήγαινε στα έγκατα αυτής αλλά θα έμενε με τους θνητούς για να διαλύσουν όλοι μαζί ότι απέμεινε από την πλάση των προηγούμενων.

ΖΕΥΣ