Κατέβηκε τα σκαλιά βιαστικά, κουτρουβαλώντας δεξιά κι αριστερά επειδή δεν μπορούσε να δει. Της είχαν δέσει τα μάτια και της είχαν βάλει μια κουκούλα στο κεφάλι πριν τη βγάλουν από το δωμάτιο. Εκείνο το άθλιο κελί, το «σπίτι» της τις τελευταίες έξι μέρες, από τότε που την απήγαγαν. Μιλιά δεν είχε βγάλει, της είχε κοπεί η φωνή από το σοκ της φρικτής κατάστασης που βίωνε. Η καημένη… Ήταν απελπισμένη και αηδιασμένη από την αρρωστημένη ανθρώπινη φύση που γνώρισε όλο αυτό το διάστημα. Συστηματικοί βιασμοί, καψίματα με τσιγάρο και αρκετά μικρά ηλεκτροσόκ ήταν η καθημερινότητά της από τότε που την έκλεψαν από τη ζωή της.

Πριν μια βδομάδα

   Ήταν ένα ήρεμο απόγευμα και η Μαργκό μαγείρευε στην κουζίνα. Είχε γυρίσει στο όμορφο σπίτι της, δίπλα στη λίμνη και ετοίμαζε το βραδινό για τον Έρικ και τα κορίτσια τους. Η μικρότερη από τις δύο κόρες της, η Λούπε, πηγαίνει στην τρίτη δημοτικού ενώ η μεγάλη, η Χέλγκα, ξεκίνησε το λύκειο. Ο άντρας της ήταν αρχιτέκτονας και μετά τη δουλειά θα έπαιρνε τη Λούπε από το μπαλέτο ενώ η μεγάλη της κόρη θα γυρνούσε κλασσικά με το λεωφορείο μόλις τελείωνε την προπόνηση με την γυναικεία ομάδα πόλο της πόλης. Η ίδια είχε περάσει μια δύσκολη μέρα στο δικαστήριο, όπου προσπάθησε -και κατάφερε- να αθωώσει έναν μετανάστη από την Αμερική, ο οποίος κατηγορούνταν για το βιασμό μιας ανήλικης μαθήτριας του δημοτικού. Αλλά όπως κατάφερε να αποδείξει η ίδια και η ομάδα της, ο πατέρας της μικρής ήταν τελικά ο βιαστής και προσπάθησε να τα φορτώσει όλα στον Αμερικάνο τον οποίο φιλοξενούσε κιόλας!

   «Μπρρρρ..! Ανατριχιάζω και μόνο που σκέφτομαι τι πέρασε το κακόμοιρο το κορίτσι. Ο ανώμαλος! Μια σφαίρα στο κεφάλι θέλει, ούτε κελιά ούτε τίποτα!», σκέφτηκε φωναχτά καθώς έπινε λίγο από το αγαπημένο της κρασί. Πάντοτε λευκό ξηρό, παγωμένο τόσο όσο και η φύση έξω από το σπίτι της. Ο χειμώνας στη Νορβηγία δεν είναι μια απλή υπόθεση. Αν είσαι ξένος σου φαίνεται απίθανο να μπορεί κανείς να επιβιώσει σε τέτοιες πολικές θερμοκρασίες. Ή χωρίς το ζεστό φως του ήλιου που είναι πάντοτε απών από τις βόρειες χώρες. Παράλληλα με το κρασί έκοβε λίγα κολοκύθια και πατάτες για τη σαλάτα ενώ σε ένα μπολ είχε βάλει το κρέας μαριναρισμένο με πορτοκάλι και ακτινίδιο, τα οποία είχε στύψει και ανακατέψει με λάδι, σκόρδο και κόκκινο πιπέρι καυτερό. Θα μαγείρευε πάπια στο φούρνο με λαχανικά ενώ είχε ψήσει από νωρίς λίγα ψωμάκια που είχε πλάσει σε σχήμα καρδιάς, όπως ακριβώς άρεσαν στον Έρικ.

   Ο άντρας της είχε ερωτευτεί αυτά τα ψωμάκια από την πρώτη στιγμή που τα έφτιαξε η Μαργκό. Μάλιστα η ίδια του έλεγε με παράπονο ότι αγαπούσε περισσότερο τη μαγειρική της από την ίδια και πάντοτε ο Έρικ την… παρηγορούσε με ένα γλυκό φιλί στο στόμα. Τον αγαπάει πολύ τον άντρα της, λάτρευε τα σγουρά, κόκκινα μαλλιά του και το υπέροχο χαμόγελό του. Ο ίδιος αθλούνταν συστηματικά παίζοντας ποδόσφαιρο τα σαββατοκύριακα με την ομάδα της πόλης ενώ του άρεσαν οι πεζοπορίες σε άγνωστα μέρη της περιοχής, σε δάση και βουνά όπου και κατασκήνωνε το βράδυ με τα κορίτσια του. Έτσι τις αποκαλούσε και τις τρεις. Τα κορίτσια του… Ήταν τόσο ευτυχισμένος όταν κράτησε για πρώτη φορά στα χέρια του τη Χέλγκα. «Σαν άγγελος είναι Μαργκό. Το πιο όμορφο μωρό του κόσμου», έλεγε στη γυναίκα του μετά την πρώτη της γέννα. Ακριβώς τα ίδια λόγια είχε πει λίγα χρόνια αργότερα όταν γεννήθηκε η Λούπε. «Και δίδυμες να ήταν όλο και κάτι διαφορετικό θα έβρισκες να πεις! Αμάν αυτή η πρωτοτυπία σου!» τον πείραζε τότε η Μαργκό με δάκρυα στα μάτια, συγκινημένη και καταβεβλημένη από την υπερπροσπάθεια του τοκετού. Τι υπέροχες μέρες..!

Τώρα

   Ένας άγνωστος την έπιασε βίαια από το αριστερό της μπράτσο και την οδήγησε σε έναν μακρύ διάδρομο. Το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν η ανάσα της, που τώρα είχε γίνει γρήγορη και κοφτή από τον φόβο και ο ήχος από τα παπούτσια του τύπου που την τραβολόγαγε. Περπάτησαν για λίγη ώρα χωρίς να μιλάει κανείς ενώ από το βάθος ακούγονταν κάτι σαν μουσική ανακατεμένη με ανθρώπινες φωνές, συντονισμένες σαν να έψελναν κάτι. Και ο ήχος από την ψαλμωδία -όπως αποδείχτηκε τελικά- ολοένα και δυνάμωνε όσο πλησίαζαν στο τέλος του διαδρόμου. Ξαφνικά σταμάτησαν! Ο άντρας που ήταν μαζί της προσχώρησε λίγο πιο μπροστά και χτύπησε μια πόρτα η οποία πρέπει να ήταν σιδερένια, τουλάχιστον έτσι της φάνηκε από τον ήχο που άκουσε. Το αργό και βασανιστικό σύρσιμο της σκουριασμένης πόρτας όταν αυτή άνοιξε, έκανε τη Μαργκό να ανατριχιάσει και να σκεφτεί άσχημα πράγματα. Ένιωθε ότι ήταν αιχμάλωτη σε μεσαιωνικό μπουντρούμι και ότι την οδηγούσαν στην εκτέλεσή της. Στο τέλος του μαρτυρίου της…  

Πριν μια βδομάδα

   Μόλις ετοίμασε την πάπια την έβαλε στη γάστρα μαζί με ολόκληρα κρεμμύδια και καρότα, έριξε νερό μέχρι τη μέση και την σκέπασε με το καπάκι. Ρύθμισε τον φούρνο στους 175 βαθμούς και την άφησε να ψηθεί για τουλάχιστον δυόμιση ώρες. Ήταν η σπεσιαλιτέ της και ήθελε να γιορτάσει τη… νίκη της στο δικαστήριο με την οικογένειά της. Τους τελευταίους έξι μήνες είχε πέσει με τα μούτρα στην υπόθεση του βιασμού της ανήλικης και ένιωσε να απομακρύνεται τόσο από τον Έρικ όσο και από τις κόρες της. Σήμερα λοιπόν θα διόρθωνε τα πράγματα με αυτό το δείπνο-έκπληξη. Μάλιστα, είχε αγοράσει και ένα ακριβό, κόκκινο ημίγλυκο κρασί που λάτρευε ο άντρας της και το είχε αφήσει μαζί με δυο ποτήρια στη σοφίτα, δίπλα στο μικρό τζάκι. Σκόπευε να αναθερμάνει, με τρόπο που μόνο μια γυναίκα ξέρει, τη σχέση της με τον Έρικ και ήθελε όλα να είναι τόσο ιδανικά που έπιανε τον εαυτό της να είναι λιγάκι αγχωμένη. Γέλασε, ήπιε άλλο λίγο από το κρασί της και πήγε στο σαλόνι με το μεγάλο τζάκι για να «ζωντανέψει» τη φωτιά και να ετοιμάσει το τραπέζι για το φαγητό.

   Πήγε πρώτα στο πικ απ και διάλεξε έναν από τους αγαπημένους της δίσκους -και έναν από τους κορυφαίους παγκοσμίως- το «Abbey Road» από τους «Beatles» και τον έβαλε να παίζει. Άρχισε να χοροπηδάει σαν πιτσιρίκι με τα τραγούδια του ΜακΚάρτνεϊ και των υπόλοιπων «σκαθαριών» και χρησιμοποίησε τη χτένα της σαν μικρόφωνο. Όσο πλησίαζε η ώρα να έρθει ο Έρικ και τα κορίτσια τόσο πιο χαρούμενη ήταν και το απολάμβανε. Ήθελε αυτό το βράδυ να το θυμούνται όλοι τους, να γίνει μια γλυκιά οικογενειακή ανάμνηση για το υπόλοιπο της ζωής τους. Σαν μια ωραία φωτογραφία που βγάζεις με τους δικούς σου ανθρώπους και όταν την κοιτάζεις θυμάσαι ακριβώς πως ένιωθες την ώρα που την τραβήξατε. Τίποτε δεν μπορούσε να της χαλάσει τη μέρα ούτε καν αυτό το ρημαδοτηλέφωνο που εδώ και λίγα λεπτά δεν έλεγε να σταματήσει. Στην αρχή δεν το άκουσε γιατί είχε βάλει τέρμα τη μουσική αλλά σε κάποια στιγμή που άλλαξε τραγούδι τότε το πήρε χαμπάρι. Κοίταξε την μικρή, ορθογώνια οθόνη αλλά ο αριθμός που είδε ήταν άγνωστος και με τον Έρικ είχαν κάνει μια άτυπη συμφωνία όταν παντρεύτηκαν, ότι δεν θα σηκώνουν το τηλέφωνο σε άγνωστα νούμερα και δεν θα ανοίγουν μέιλ από λογαριασμούς που δεν γνώριζαν. Παράξενη συμφωνία αλλά δεν παύει να ισχύει. Μα το τηλέφωνο δεν σταμάτησε να χτυπάει…

   «Δεν θα μου χαλάσεις εσύ τη διάθεση. Θα δεις τι θα κάνω χωρίς να παραβιάσω τη συμφωνία με τον άντρα μου!» είπε κοιτάζοντας το τηλέφωνο λες και ήταν κανονικός άνθρωπος. Ήταν λίγο ζαλισμένη από το κρασί αλλά όχι μεθυσμένη, μόνο λιγάκι παραπάνω ευδιάθετη από το κανονικό, αν υπάρχει κανονικό και μέτρο στη χαρά και τις ευτυχισμένες στιγμές. Η Μαργκό λοιπόν πήρε το τηλέφωνο στα χέρια της και κάλεσε αυτή τον… επίμονο αριθμό. Στο μυαλό της είχε πλάσει την ιδέα ότι αν έπαιρνε αυτή τηλέφωνο το άγνωστο νούμερο τότε δεν θα υπήρχε θέμα με τον Έρικ. Μέσα στη ζαλάδα της είχε πείσει τον εαυτό της ότι έκανε το σωστό αλλά πολύ περισσότερο την είχε τρελάνει η περιέργεια να δει ποιος στο διάολο ήταν αυτός που επέμενε τόσο πολύ. Μετά από τρείς χτύπους ο άγνωστος αριθμός απάντησε και στην απέναντι γραμμή ακούστηκε μια αλλόκοτη, αντρική φωνή σαν κάποιον να μιλάει από μακριά και μέσα από ασύρματο. «Είμαι έξω από το σπίτι σου και περιμένω. Περιμένω τον Έρικ και τη Λούπε να φτάσουν πρώτοι. Μετά θα περιμένω τη Χέλγκα. Πιο μετά θα περιμένω εσένα. Θα τους σφάξω όλους και θα τους κόψ….» αλλά πριν ακούσει όλη τη φρικιαστική πρόταση, η Μαργκό έκλεισε το τηλέφωνο. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την ταραχή, άρχισε να κλαίει από την ένταση και έτρεξε γρήγορα να κοιτάξει στα παράθυρα. Άναψε τους εξωτερικούς προβολείς του σπιτιού που φώτιζαν μέχρι τη λίμνη αλλά δεν πρόσεξε κάτι το περίεργο. Τσέκαρε πόρτες και παραθυρόφυλλα για να δει αν είναι όλα κλειδωμένα και ευτυχώς έτσι τα βρήκε ενώ στιγμιαία σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στον Έρικ αλλά οι ενοχές για το… ατόπημά της απομάκρυναν κατευθείαν τη σκέψη. Ούτε ήθελε να πάρει την αστυνομία γιατί δεν ήξερε αν πρόκειται για φάρσα ή απειλητικό τηλεφώνημα. Κόλλησε τελείως…

Τώρα            

   Ο άγνωστος την έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο και αμέσως η ψαλμωδία που είχε ακούσει νωρίτερα, τώρα γινόταν εκκωφαντική. Μυρωδιά θυμιατού είχε σκεπάσει την ατμόσφαιρα και παρά την κουκούλα τα ρουθούνια της γέμισαν από δαύτη. Ένιωθε σαν να έμπαινε σε εκκλησία ή σε κάποιο χώρο που τελούνταν κάποιο τελετουργικό, κάποια μυστικιστική παράσταση. Άρχισε να τρέμει από τον φόβο της, τα γόνατά της λύγισαν και έχασε για λίγο την ισορροπία της. Ο άγνωστος την άρπαξε και πάλι από το αριστερό της μπράτσο και την σήκωσε ενώ με μια απότομη κίνηση της έβγαλε την κουκούλα. Ένα ξαφνικό αεράκι της δρόσισε το πρόσωπο και προς στιγμήν πίστεψε ότι την είχαν βγάλει και πάλι έξω από το κτίριο. Αλλά αμέσως μόλις ο ξένος της έλυσε τα μάτια τότε μόνο κατάλαβε ότι τα πράγματα όδευαν προς το τέλος τους. Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν κάτι που η ίδια είχε δει μόνο σε ταινίες, γεμάτες υπερβολές και φανταστικές ιστορίες. Μόνο που αυτή δεν ήταν ηθοποιός και η ιστορία της ήταν πέρα για πέρα αληθινή.     

Πριν μια βδομάδα

   Ξαφνικά άκουσε ένα παράθυρο να σπάει! Ο ήχος ήρθε από τον πρώτο όροφο και το βλέμμα της Μαργκό έπεσε κατευθείαν στη σκάλα. Περίμενε κάποιον να κατέβει από πάνω, ίσως με ένα μαχαίρι στο χέρι, το μυαλό της δεν λειτουργούσε εκείνη τη στιγμή. Έτρεξε γρήγορα στην κουζίνα και άρπαξε τον μπαλτά για τα κρέατα, ένιωθε… καλύτερα με ένα μεγάλο «όπλο» στα χέρια της. Είχε τρελαθεί από το φόβο της, δεν ήξερε τι να κάνει, πήγε μέχρι την άκρη της σκάλας και φώναξε αδύναμα: «Είναι… είναι κανείς εκεί πάνω; Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία και από λεπτό σε λεπτό θα είναι εδώ!», πρόσθεσε και την ψεύτικη απειλή στο τέλος.

   Το τηλέφωνο! Μέσα στην ταραχή της το είχε ξεχάσει τελείως. Ήξερε ότι έπρεπε να πάρει την αστυνομία και -γιατί όχι;- τον Έρικ! Αχ ο άντρας της… Πόσο ήθελε να είναι μαζί του τώρα… Να την πάρει αγκαλιά και να τις ψιθυρίσει γλυκά στο αυτί ότι όλα αυτά είναι μια καλοστημένη φάρσα, να γελάσουν μαζί και να περάσουν ένα υπέροχο βράδυ με τις κόρες τους. Το τηλέφωνο λοιπόν! Το τηλέφωνο χτυπάει πάλι! Η Μαργκό με διστακτικά βήματα και με το βλέμμα της πάντα στη σκάλα άρχισε να προχωράει προς το σαλόνι. Με το που πλησίασε τα σκαλιά άρχισε να τρέχει προς το τηλέφωνο, παραλίγο να πέσει πάνω στον καλόγερο με τα ρούχα.

   Κοίταξε την οθόνη και πάγωσε εντελώς! Ήταν πάλι ο άγνωστος αριθμός στον οποίο είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα. «Τι θέλεις από μένα;; Τι σου έχω κάνει;;» φώναξε σαν μανιακή απαντώντας την κλήση. «Πάλι ψέματα λες Μαργκό; Εσείς οι δικηγόροι το συνηθίζετε αυτό. Ξέρεις πως τιμωρούσαν κάποτε τους ψεύτες; Τους έκοβαν τη γλώσσα με στομωμένο μαχαίρι για να τιμωρηθούν διπλά. Αυτό θες να πάθεις;» της είπε περιπαικτικά η άγνωστη φωνή. «Τι θες από μένα; Άσε με ήσυχη σε παρακαλώ…» απάντησε με λυγμούς εκείνη αλλά απάντηση δεν πήρε. Το τηλέφωνο έκλεισε και η Μαργκό πληκτρολόγησε τον αριθμό του Έρικ όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Ναι; Μαργκό εσύ είσαι;» ακούστηκε από την άλλη γραμμή και πριν προλάβει να του απαντήσει, ένα χέρι την έπιασε από τον λαιμό και ένα άλλο με ένα πανί στο χέρι της έκλεισε τη μύτη και το στόμα. Το τηλέφωνο της έπεσε και ο Έρικ έμεινε να φωνάζει μόνος του: «Μαργκό;; Μαργκό!!!». Τα πάντα σκοτείνιασαν και όταν άνοιξε πάλι τα μάτια της βρισκόταν αλυσοδεμένη σε ένα κελί, χωρίς παράθυρο, χωρίς φως, χωρίς ελπίδα.

Τώρα   

   Μόλις αντίκρυσε το απόκοσμο θέαμα η Μαργκό, φιμωμένη όπως ήταν, άρχισε να μουγκρίζει από τρόμο. Προσπάθησε να βγει από το δωμάτιο όμως ο πελώριος, μαύρος, άντρας που την μετέφερε από το κελί της, καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια του μπροστά από την έξοδο. Την κοίταζε με μάτια άψυχα, κενά, χωρίς καθόλου συναισθήματα και της έκανε νόημα με το χέρι του να σιωπήσει. Εκείνη θύμωσε, έτρεξε κατά πάνω του αλλά χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε χάμω, στο κρύο, πέτρινο πάτωμα του δωματίου. Ο άγνωστος τη σήκωσε πάνω και την οδήγησε βίαια στον βωμό.

Έξι μασκοφορεμένες μορφές, ντυμένες με βυσσινί μανδύες και στολισμένες με χρυσά στεφάνια στο κεφάλι, ήταν όρθιες, παραταγμένες μπροστά από ένα πέτρινο τραπέζι, φτιαγμένο ειδικά για θυσίες και τελετές. Όλοι τους πρέπει να ήταν άντρες, έτσι της φάνηκε από την ένταση της ψαλμωδίας που άκουγε εδώ και τόση ώρα. Ο ένας φορούσε μάσκα αλόγου, ο άλλος ταύρου, ο τρίτος αλεπούς, ο τέταρτος λύκου, ο πέμπτος φιδιού και ο έκτος τράγου. Είχε κατατρομάξει, τα πόδια της δεν την άκουγαν, ήταν σχεδόν σαν παράλυτη από τη μέση και κάτω. Λιποθύμησε…

Ένας έβδομος μασκοφορεμένος άντρας μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα στιλέτο στο χέρι. Φορούσε μάσκα δαίμονα και περπατώντας αργά, έφτασε δίπλα στον βωμό, πάνω από την αναίσθητη Μαργκό. «Ξύπνα καταραμένη!» της είπε με φωνή καθαρή και βαριά και την… τσίμπησε με το στιλέτο στο μάγουλο. Εκείνη φανερά καταβεβλημένη από τον φόβο και την ταλαιπωρία από τα βασανιστήρια της τελευταίας εβδομάδας, άνοιξε με κόπο τα μάτια της και τον κοίταξε. «Δες τώρα τον δήμιό σου» και λέγοντας αυτά τα λόγια έβγαλε από πάνω του τη μάσκα του δαίμονα και αποκαλύφθηκε στην άτυχη γυναίκα. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια της, άρχισε να κλαίει μουρμουρίζοντας παράλληλα καθώς ήταν ακόμα φιμωμένη.

Ο έβδομος άντρας την πλησίασε, της έβγαλε το πανί που την είχαν φιμώσει και της είπε: «Αγαπημένη μου Μαργκό θα έπρεπε να ξέρεις σαν δικηγόρος που είσαι ότι σε μερικές περιπτώσεις δεν υπάρχει σωστό και λάθος, δίκαιο και άδικο. Στην περίπτωση τη δική μου έκανες σωστά τη δουλειά σου αλλά έμπλεξες με τους λάθος ανθρώπους. Ο νεαρός Αμερικάνος που αθώωσες θα ήταν η τέλεια θυσία, κανείς δεν θα τον αναζητούσε τέτοιο χαμένο κορμί που ήταν. Αλλά όχι εσύ, εσύ ήθελες να κάνεις τη δουλειά σου…» και πριν συνεχίσει η τρομοκρατημένη και αλυσοδεμένη γυναίκα του φώναξε: «Έχω δυο κόρες!! Σε παρακαλώ μην το κάνεις!! Σας παρακαλώ όλους, αν έχετε παιδιά μην το κάνετε!! Δεν το ξερα… δεν ήξερα τι θέλετε με τον ξένο! Σας παρακαλώ μη…» αλλά κανείς δεν φάνηκε να συγκινείται.

«Μαργκό από δω να σου γνωρίσω τον διοικητή της αστυνομίας, τον κύριο δήμαρχο, τον αγαπητό μας εισαγγελέα, τον κύριο δικαστή που γνώρισες και στην υπόθεσή μας, τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου και τον επίσκοπο της πόλης μας» και κάθε ένας που άκουγε την ιδιότητά του, έβγαζε τη μάσκα του και έπαιρνε ένα μεγάλο, μαύρο κερί στα χέρια του και το άναβε. Ο έβδομος άντρας πλησίασε τη Μαργκό και σήκωσε ψηλά το στιλέτο.

Η ίδια κοιτούσε τη λεπίδα και για μια στιγμή ο νους της ταξίδεψε σε εκείνο το απόγευμα, μια βδομάδα νωρίτερα. Τότε που καθάριζε τα λαχανικά που θα συνόδευαν την πάπια στο φούρνο για το βραδινό δείπνο. Τότε που μέσα στην αγωνία και τον φόβο άρπαξε τον μπαλτά από την κουζίνα για να προστατευθεί από τον εισβολέα στο σπίτι της. Ξαναγύρισε στο τώρα. Η λεπίδα κατέβηκε… κατέβηκε… μέχρι που η Μαργκό δεν μπορούσε πια να την δει αλλά μόνο την ένιωσε να μπήγεται στα σωθικά της. Η ζεστασιά του φρέσκου αίματος την γέμισε για λίγο μέχρι που το βαθύ σκοτάδι την τύλιξε και την πήρε μαζί του.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα που αναφέρονται στην ιστορία είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ