Κάθισε στο παγκάκι που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του, δίπλα από την ανατολική γέφυρα και έβγαλε τον καπνό από την τσέπη του. Έπιασε με τα χέρια του ένα χαρτάκι και το δίπλωσε ελαφρώς ενώ πήρε στα χείλη του και ένα φιλτράκι. Έβαλε λίγο καπνό και έστριψε ένα τσιγάρο, σκέτο αλφάδι, καλύτερα και από εργοστασιακό. Κράτησε στα χέρια του τον αγαπημένο του αναπτήρα. Ήταν δώρο από την Ναυσικά, την γυναίκα του και του το είχε πάρει όταν έκλεισαν δέκα χρόνια παντρεμένοι. Τραγική ειρωνεία…

   Κοίταξε για λίγο τον -με δερμάτινο κάλυμμα- αναπτήρα, χαζεύοντας τα δύο γράμματα που ήταν σχεδιασμένα πάνω του. «Ν + Π», που σήμαινε «Ναυσικά + Πάτροκλος», το όνομά του και της γυναίκας του. Αναστέναξε βαθιά, περίλυπος και ρούφηξε μια μακρόσυρτη τζούρα από το τσιγάρο του. «Άτιμη ζωή! Γαμώ τα βάσανά μου!», μονολογούσε σαν τον τρελό και πριν καν το καταλάβει είχε ξεκινήσει να στρίβει το επόμενο τσιγάρο. Το έφτιαξε, το έβαλε πάνω από το αυτί του και έβγαλε από την τσέπη του παλτού του μια χάρτινη, καφέ σακούλα. Ήταν ήδη ψιλομεθυσμένος…

   Έβαλε μέσα στη σακούλα το χέρι του, ξεκούμπωσε ένα καπάκι από κάποιο μπουκάλι και το έφερε κοντά στα χείλη του. «Στην υγειά του κορόιδου! Βίβα συμπάσχοντες βλάκες και συμπάσχοντες ηλίθιοι», είπε σιγανά, σηκώνοντας ψηλά το πιοτό και άρχισε να γελάει σαν χαζός. Μόλις σταμάτησε το γέλιο, άλλαξε το… τροπάριο και ξεκίνησε το κλάμα. «Γιατί μωρή; Αρχόντισσα δεν σ’ είχα; Όλα τα είχες, τίποτα δεν σου έλλειψε», άρχισε να κατηγορεί τον αέρα και να μιλάει σε αόρατους ανθρώπους. Ρούφηξε κι άλλο από το πιοτό του και τώρα πια ήταν σε κατάσταση «αλλού πατάει το πόδι μου και άλλου είναι το παπούτσι». Κοινώς, είχε γίνει σκνίπα…

   Με αρκετή δυσκολία έφτιαξε ένα τρίτο τσιγάρο, καθώς εκτός από το τρέκλισμα από το πιόμα είχε σκοτεινιάσει κιόλας και στο παγκάκι που καθόταν δεν υπήρχε κοντά κάποιο φως. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε επιλέξει τυχαία εκείνο το σημείο, ήθελε να βλέπει πολύ καλά το σπίτι του αλλά να μην μπορεί να τον πάρει είδηση κανείς. Τουλάχιστον κανένας σε μεγαλύτερη απόσταση των πέντε μέτρων από το παγκάκι που είχε διαλέξει να κάτσει. Άναψε το τσιγάρο του και πήρε στα χέρια του το κινητό του. Μπήκε μέσα στις φωτογραφίες και άρχισε να αλλάζει τη μία πίσω από την άλλη αγγίζοντας με το δάχτυλό του την οθόνη. «Αχάριστη! Βρωμιάρα! Γιατί; Γιατί; Γιατιιιιιιι;;!», φώναξε στιγμιαία βλέποντας τη φωτογραφία των καλοκαιρινών τους διακοπών. Μόλις πριν από τρεις μήνες…

   Είχαν πάει το καλοκαίρι στη Σαμοθράκη και για ακόμα μία χρονιά προτίμησαν της σκηνή τους από κάποιο ξενοδοχείο. Πέρασαν υπέροχα, είχαν κλείσει τα κινητά τους για να μην τους ενοχλήσει κανείς, ούτως ή άλλως παιδιά δεν είχαν οπότε δεν είχαν και τέτοιες έγνοιες. Όλη μέρα μπάνιο και σεξ, σεξ χωρίς σταματημό λες και γνωρίστηκαν εκεί στο νησί. Πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα που να «μαυρίζει» είτε τις σκέψεις είτε τις καρδιές. Η Ναυσικά δεν είχε δώσει κανένα δικαίωμα στον άντρα της για να πιστεύει ότι τον απατά, ούτε είχε κάνει ποτέ κάποιο παράπονο. Άλλωστε στο θέμα των παιδιών αυτή ήταν που είχε το πρόβλημα αλλά ο Πάτροκλος την στήριξε και της συμπαραστάθηκε σε αυτό το πρώτο σοκ όταν βγήκαν από τον γυναικολόγο. Όταν ήταν ακόμα νιόπαντροι…  

   Συνέχισε στο επόμενο τσιγάρο και ρούφηξε όσο πιοτό του είχε απομείνει. Πέταξε σαν ρεμάλι τη χάρτινη σακούλα με το μπουκάλι μακριά, δίπλα στο επόμενο παγκάκι. Ένα σκυλί έτρεξε γρήγορα και «σκάλισε» με τη μουσούδα του τη σακούλα μήπως βρει κανένα απομεινάρι για να φάει αλλά από το πέσιμο της ουράς του καταλάβαινες την απογοήτευσή του. Κάπνισε με μανία, οι παλμοί του άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα, είχε γίνει κατακόκκινος από το μεθύσι και το θυμό. «Θα τη σκοτώσω! Ναι αυτό θα κάνω! Τέλος!» είπε ο Πάτροκλος και έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Έβγαλε ένα περίστροφο, έναν ασημένιο «διάβολο» με εξάρι γεμιστήρα, τον οποίο είχε αγοράσει πριν από μία μέρα στο κέντρο από έναν Πολωνό μετανάστη. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει…

   Πέρασε λίγη ώρα χωρίς να κάνει τίποτα, είχε βυθιστεί σε σκοτεινές σκέψεις σίγουρα επηρεασμένος από το μεθύσι του. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε στο βάθος του δρόμου και πλησίασε προς το μέρος του. Φτάνοντας έξω από το γκαράζ του σπιτιού του, το ξένο αυτοκίνητο έστριψε και πάρκαρε ακριβώς στη θέση που έβαζε ο ίδιος το δικό του αμάξι. Ο Πάτροκλος έφριξε από το κακό του! «Αυτός είναι ο αλητάμπουρας, το κωλόπαιδο που μου ‘φαγε τη γυναίκα!» ούρλιαξε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του και αυτομάτως το δεξί του χέρι άρπαξε το όπλο. Ο ξένος βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού. Έφτασε έξω από την πόρτα, χτύπησε το κουδούνι και μετά από πολύ λίγο μια όμορφη γυναίκα, φορώντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα, άνοιξε την πόρτα και υποδέχτηκε με ένα φιλί τον ξένο και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι. Αυτό ήταν…

   Ο Πάτροκλος περίμενε λίγη ώρα ακόμα. Μάζευε όσο κουράγιο του είχε απομείνει γιατί ο ίδιος ήξερε ότι δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δεν του άρεσαν ούτε τα όπλα ούτε οι σκοτωμοί, γενικότερα ήταν ήρεμος και δεν έμπλεκε σε καυγάδες ούτε καν με την Ναυσικά. Αλλά αυτή τη φορά ένιωθε πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η προδοσία της γυναίκας του τον πλήγωσε τόσο που του διέλυσε το μυαλό και τον έκανε να σκέφτεται μόνο μαυρίλα και θάνατο. Θα τους σκότωνε και τους δυο και μετά θα έβλεπε τι θα κάνει. Μπορεί να αυτοκτονούσε, μπορεί και όχι, λεφτά είχε να φάνε και οι κότες, εργοστασιάρχης είναι ο άνθρωπος και το μεγαλύτερο κομμάτι της περιουσίας του το είχε μεταφέρει σε τρίτο λογαριασμό άλλου ονόματος στο εξωτερικό. Αυτό έκανε τις τελευταίες εβδομάδες και γι’ αυτό αργούσε να πάει στο σπίτι. Και για να μην είναι πολλές ώρες με τη Ναυσικά, γιατί όποτε την έβλεπε του ερχόταν να ξεράσει. Τη σιχάθηκε εντελώς…

   Πήρε βαθιά ανάσα και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ανέβηκε τα σκαλιά, έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του και τα έβαλε στην πόρτα. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι και οι δύο θα ήταν στην κρεβατοκάμαρα, εκεί που τους είχε δει τόσες και τόσες φορές μέσα από μία από τις κρυφές κάμερες που είχε βάλει στο σπίτι. Από τότε που υποπτεύθηκε για πρώτη φορά τη Ναυσικά ήθελε να είναι σίγουρος εκατό τις εκατό για την ενοχή της οπότε γέμισε το σπίτι με μικροσκοπικές κάμερες και από αυτά που είδε πείστηκε εντελώς. Συνήθως τους παρακολουθούσε να βρίσκονται στην κρεβατοκάμαρα και να κάνουν παθιασμένο έρωτα λες και ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Αυτό ήταν που τον πείραξε περισσότερο από όλα, όταν τους είδε για πρώτη φορά για μια στιγμή ένιωσε ότι η Ναυσικά ταίριαζε καλύτερα με τον άλλο. Αλλά γρήγορα ξανακυριεύθηκε από το σκοτάδι…

   Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σπίτι. Προχώρησε αργά, προσέχοντας μην κάνει καθόλου θόρυβο και πήγε στην κουζίνα. Είχε δει από το παγκάκι ακόμα τα φώτα της κρεβατοκάμαρας να ανάβουν και όλα τα υπόλοιπα να είναι κλειστά. Αυτό που του έκανε εντύπωση μέσα στην τρέλα του ήταν ότι δεν άκουγε κανένα απολύτως ήχο. Ούτε βογκητά παθιασμένων εραστών, ούτε γέλια, ούτε φωνές, ούτε άχνα! «Περίεργο», σκέφτηκε και προχώρησε προς τη σκάλα που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα πιάνοντας στα χέρια του το περίστροφο. Και εκεί που έκανε να ανέβει πάνω, το βλέμμα του έπεσε σε ένα φως που ήταν αναμμένο στο μικρό γραφειάκι, δίπλα από το σαλόνι. Άρχισε να κατευθύνεται προς τα εκεί, ανήσυχος πλέον γιατί το σχέδιό του είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. Φτάνοντας στο χώρο με το φως, ο Πάτροκλος είδε πάνω στο γραφείο ένα κομμάτι χαρτί, κάτι σαν συμβόλαιο από κάποια εταιρεία. Πλησίασε, το σήκωσε πάνω και το διάβασε γουρλώνοντας τα μάτια του. «Δεν είναι… δεν είναι δυνατόν», πρόλαβε να ψελλίσει πριν νιώσει ένα κάψιμο στην πλάτη του και δει το πουκάμισό του να κοκκινίζει από το αίμα. Λιποθύμησε…

   Νιώθοντας έναν οξύ πόνο στο στήθος του ο Πάτροκλος μετά βίας άνοιξε τα μάτια του. Απέναντί του ήταν η Ναυσικά και ο νέος της εραστής, ο οποίος κρατούσε ένα πιστόλι στο χέρι. Το μάτι του Πάτροκλου έπεσε στον σιγαστήρα που είχε βάλει ο ξένος στο όπλο και το μυαλό του άρχισε να σκέφτεται να βρει μια λογική εξήγηση. «Το… το είχατε σχεδιάσει όλο αυτό… Έτσι δεν είναι;», είπε με αδύναμη φωνή. «Εσύ το προκάλεσες αυτό Πάτροκλε. Από τη στιγμή που σχεδίαζες να με σκοτώσεις δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Να είσαι σίγουρος ότι αν απλά χωρίζαμε θα γινόμασταν πολύ καλοί φίλοι. Αλλά όχι τώρα», του είπε η Ναυσικά με φωνή σταθερή και ήρεμη. Ο άγνωστος άντρας πήγε δίπλα από τον Πάτροκλο και σήκωσε το όπλο του. «Γιατί το κάνεις αυτό; Μην είσαι χαζή, μπορείς να βγάλεις πολύ περισσότερα λεφτά από αυτά που θα πάρεις αν με σκοτώσεις. Θα σου δώσω τη μισή μου περιουσία αν με αφήσεις να ζήσω», είπε σχεδόν παρακαλετά ο Πάτροκλος.

   «Για πόσο χαζή με περνάς άραγε; Νομίζεις ότι με νοιάζει να γίνω εκατομμυριούχα; Αν ήταν έτσι θα έμενα μαζί σου και θα πέρναγα ζωή και κότα. Αλλά εγώ ήθελα να ζήσω και όχι να είμαι η συνοδευτική του κυρίου λεφτά» είπε η Ναυσικά και συνέχισε: «Γι’ αυτό μετά τις διακοπές σε έπεισα να κάνεις ασφάλεια ζωής. Και μάλιστα σε έβαλα να υπογράψεις την ακριβότερη ασφάλεια και εσύ, πόσο βλάκας, το έκανες. Ήξερα ότι με είχες υποπτευθεί για τη σχέση μου με τον Ντίνο και οτι χθες αγόρασες περίστροφο στο κέντρο. Ο Ντίνος σε παρακολουθεί από τότε που έβαλες τις κάμερες στο σπίτι. Και αφού σε έβαλα να υπογράψεις την ασφάλεια, μόνο τότε αρχίσαμε να ερχόμαστε στο σπίτι για να μπορείς να μας δεις και να πειστείς εντελώς. Μωρό μου έπαιξες και έχασες! Αντίο αγάπη μου!» είπε περιπαικτικά η Ναυσικά και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Ντίνος της χαμογέλασε, πάτησε τη σκανδάλη και άφησε το πτώμα του Πάτροκλου να πέσει στο πάτωμα.

(Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ