«Αριστειδάκηηηη… Αριστειδάκηηηη…», φώναξε η μαντάμ Κοκό στον μικρότερο γιο της οικογένειας Αλεξάνδρου. Ο πιτσιρίκος για μία ακόμα φορά είχε τρυπώσει στη σοφίτα και χανόταν με τις ώρες στα αγαπημένα του βιβλία. Η κακομοίρα η Κοκό, η οικονόμος του σπιτιού. Πάντοτε της έβγαζε το λάδι ο Αριστειδάκης με το να χάνεται στα πιο περίεργα και απόμερα σημεία της έπαυλης. «Αριστείδη τσακίσου κάτω αυτή τη στιγμή!», ακούστηκε μια δεύτερη φωνή, αυτή τη φορά αντρικής φύσεως. Ήταν η φωνή του πατέρα του, του κυρίου Αλεξάνδρου του μεγάλου εφοπλιστή. Σε λιγότερο από τρία δευτερόλεπτα ο μικρός Αριστείδης με δυο σάλτα κατέβηκε από τη σοφίτα και παρουσιάστηκε με σκυμμένο κεφάλι μπροστά στον πατέρα του. Ένα χαστούκι και τιμωρία στο υπόγειο ήταν κάθε φορά τα «δώρα» του κυρίου.

   Από την άλλη η μάνα του η κυρία Ντορέτα Αλεξάνδρου – Ράινερ, μια ελληνογερμανίδα μουσικός, ήταν πολύ αυστηρή με όλα της τα παιδιά εκτός από τον μικρό Αριστειδάκη τον οποίο υπεραγαπούσε και δεν του χαλούσε κανένα του χατίρι. Του αγόραζε συνεχώς βιβλία γιατί η ίδια συμφωνούσε -αν και ζάμπλουτη- ότι «η γνώση είναι δύναμη και όσο περισσότερη τόσο το καλύτερο».  Ο μικρός λάτρευε τις ιστορίες φαντασίας, διάβαζε κάθε λογής μυθιστόρημα που έπεφτε στα χέρια του αλλά είχε εμμονή με το μύθο του Κόμη Δράκουλα. Ήξερε τα πάντα σχετικά με τον πιο διάσημο βρικόλακα στην ιστορία της ανθρωπότητας, είχε μάθει απ’ έξω και ανακατωτά την περιοχή γύρω από το χωριό Μπραν, εκεί που βρίσκεται το κάστρο του Βλαντ του Παλουκωτή. Το δωμάτιό του γεμάτο αφίσες από ταινίες με θέμα τη ζωή του Δράκουλα ενώ ο ίδιος ο Αριστειδάκης κάθε Απόκριες ντυνόταν -τι άλλο;- σαν τον αγαπημένο του μυθικό ήρωα.

   Η οικογένεια Αλεξάνδρου είχε συνολικά τρία παιδιά. Ο μικρότερος γιος ήταν ο Αριστειδάκης, ο μεσαίος ο Δημήτρης και ο μεγαλύτερος ο Πάρης. Τα δυο μεγαλύτερα παιδιά ήταν αυτό που λέμε «το μήλο κάτω από τη μηλιά» αφού ήταν αυστηρά σαν τον πατέρα τους, ντυνόντουσαν στην… τρίχα και σπούδαζαν και οι δύο οικονομικά. Ο ένας ήταν στο τέταρτο έτος και ο άλλος στο πρώτο και προοριζόταν και οι δυο για διάδοχοι στην «αυτοκρατορία» του πατέρα τους. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια δεν είχαν καμία επαφή με τον Αριστείδη και του συμπεριφερόντουσαν λες και ήταν παιδί άλλης οικογένειας, κατώτερης κοινωνικά και οικονομικά. Έτσι ο μικρός στην ουσία μεγάλωσε σαν μοναχογιός με την αγάπη της μητέρας του και την ψυχρότητα του πατέρα του. Η μαντάμ Κοκό ήταν σαν μια πιο… νορμάλ εκδοχή της μάνας του και λειτουργούσε σαν ισορροπιστής για τον Αριστείδη ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα. Ήταν σαν μια δασκάλα που είχε ντυθεί οικονόμος και είχε σαν αποστολή της να «ετοιμάσει» τον Αριστείδη για τη σκληρή κοινωνία που θα τον υποδεχόταν όταν θα ενηλικιωνόταν.         

   Τα χρόνια πέρασαν και ο Αριστείδης μεγάλωσε, τελείωσε το λύκειο και πήρε και το πτυχίο του σαν βιολιστής από το Ωδείο. Η μουσική και πιο συγκεκριμένα η κλασσική μουσική, ήταν για τον Δάκη (έτσι του άρεσε να τον φωνάζουν πια) κάτι λιγότερο συναρπαστικό από τα μυθιστορήματα. Τη λάτρευε γιατί του θύμιζε τις ταινίες με τον Κόμη Δράκουλα και τις μουσικές που συνήθως τις «ντύνουν» αλλά και για έναν άλλο λόγο. Το βιολί ανήκει στα όργανα που χρησιμοποιούν στην παραδοσιακή τους μουσική οι Ρουμάνοι οπότε και αυτό ήταν ένα έξτρα κίνητρο για τον Δάκη ώστε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο έγχορδο. Αυτός δεν ήθελε να πάει στο πανεπιστήμιο και κοντραρίστηκε άσχημα με τον πατέρα του γι’ αυτό ενώ και η μάνα του αυτή τη φορά δεν του συμπαραστάθηκε. Οι βρισιές πήραν κι έδωσαν και στο τέλος ο πατήρ Αλεξάνδρου έδιωξε τον Δάκη από το σπίτι και τον αποκλήρωσε. Ο νεαρός πήρε το βιολί του και ξεκίνησε να τριγυρίζει σαν νομάς από περιοχή σε περιοχή και να βγάζει τα προς το ζην παίζοντας μουσική σε πανηγύρια. Ο Δάκης άρχισε να βάζει στην άκρη όσα χρήματα μπορούσε ώστε κάποια μέρα να κάνει επιτέλους το ταξίδι που τόσο επιθυμούσε, να πάει στη Ρουμανία και στο κάστρο του Κόμη Δράκουλα.

   Πέντε χρόνια κράτησε η περιπέτεια του νεαρού άντρα με τη μουσική. Είχε πια βρει μόνιμη δουλειά σε ένα κέντρο διασκέδασης στη Θεσσαλονίκη και έβγαζε σε ένα μήνα περισσότερα απ’ όσα έβγαλε τον ένα χρόνο που γύρναγε στα πανηγύρια. Ο κουμπαράς του γέμιζε διαρκώς και έφτασε επιτέλους η μέρα που κράτησε στα χέρια του τα εισιτήρια για Ρουμανία. «Σε δέκα μέρες έρχομαι!», φώναζε ο Δάκης κρατώντας στα χέρια του ένα τουριστικό οδηγό για τη Ρουμανία και τα αξιοθέατά της. Το επόμενο διάστημα και μέχρι να φύγει, άρχισε να ψωνίζει πράγματα που θα του χρειαζόντουσαν για να προστατευτεί από τον κρύο καιρό της χώρας του Δράκουλα. Πήρε ένα μαύρο, χοντρό μπουφάν με επένδυση γεμάτη πούπουλα χήνας, πραγματικός… φούρνος για τον ελληνικό καιρό. Αγόρασε ένα ζευγάρι καφέ, χοντροκομμένες και ανθεκτικές μπότες ενώ δεν παρέλειψε να πάρει και ένα σκούφο αλλά και ένα μακρύ, βαμβακερό άσπρο κασκόλ. «Γάντια και κάλτσες ξέχασα!», φώναξε ο Δάκης καθώς έφτιαχνε τη βαλίτσα του τη μέρα του ταξιδιού. Το ψιλοσκέφτηκε αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να του χαλάσει τη διάθεση. Ας έφτανε με το καλό στο Βουκουρέστι και θα ψώνιζε από κει ότι άλλο χρειαζόταν.

   Το ταξίδι δεν είχε απρόοπτα και μετά από τρεις ώρες περίπου ο Δάκης πάτησε για πρώτη φορά στη ζωή του σε ρουμάνικο έδαφος. Ο κρύος αέρας τον έκανε να ανατριχιάσει και έχωσε τα χέρια του πιο βαθιά στις τσέπες του μπουφάν. Χαμογέλασε κοιτάζοντας προς τη Δύση, εκεί που βρισκόταν το χωριό Μπραν στην περιοχή του Μπρασόβ και εκεί που δέσποζε το κάστρο Μπραν, η φημισμένη οικία του Κόμη Δράκουλα. Έτσι τουλάχιστον έγραφε ο τουριστικός οδηγός αλλά ο Δάκης είπαμε και παραπάνω ότι ήταν τεράστιος φαν του διάσημου βρικόλακα και γνώριζε ότι το πραγματικό «σπίτι» του Δράκουλα ήταν το Κάστρο Ποενάρι στην περιοχή Αρέφου, βορειοδυτικά από το Βουκουρέστι. Είχε κανονίσει να περάσει το βράδυ σε ένα πανδοχείο της πρωτεύουσας και την επόμενη μέρα θα έπαιρνε το λεωφορείο για το Μπραν. Ο Δάκης βόλταρε στους γραφικούς δρόμους της πανέμορφης μεγαλούπολης της Ρουμανίας και καθώς ένιωσε να εμπνέεται από την όλη ατμόσφαιρα, έκατσε δίπλα από τον Δούναβη και ξεκίνησε να παίζει με το βιολί του ένα σκοπό μελαγχολικό, γνώριμο στους Ρουμάνους καθώς ανήκε στα παραδοσιακά τραγούδια τους.

   Το επόμενο πρωί ο Δάκης σηκώθηκε από το κρεβάτι του πανδοχείου ξεκούραστος και ορεξάτος, ντύθηκε στα γρήγορα και φόρτωσε τον κόκκινο σάκο του στην πλάτη, ξεκινώντας για το σταθμό των λεωφορείων. Πήρε το εισιτήριό του το οποίο κοίταζε ξανά και ξανά μη μπορώντας να πιστέψει ότι το πολύ σε πέντε με έξι ώρες θα ήταν εκεί που όλα ξεκίνησαν. Εκεί που «χτίστηκε» ο μύθος του Βλαντ του Παλουκωτή, πάντοτε με τη βοήθεια του Άγγλου συγγραφέα Μπραμ Στόκερ, του ανθρώπου που εμπνεύστηκε από την απόκοσμη φύση της Βλαχίας και έγραψε το μυθιστόρημα τρόμου «Δράκουλας». Στη σκέψη όλων αυτών ο Δάκης ανατρίχιασε και ένα χαμόγελο ικανοποίησης εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Επιτέλους θα κάνω αυτό που ονειρευόμουν! Σε μία μέρα από τώρα θα ανέβω στο κάστρο!», έλεγε από μέσα του πανευτυχής καθώς θαύμαζε το τοπίο έξω από το παράθυρο. Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα, τα έλατα φάνταζαν σαν πράσινοι γίγαντες που ξεπηδούσαν από την κάτασπρη γη, τα βουνά έκρυβαν κάμποσο από το φως του ήλιου κάνοντας την ατμόσφαιρα λιγάκι απόκοσμη, σχεδόν μυστικιστική. Ο Δάκης χαιρόταν τόσο πολύ που για μια στιγμή σκέφτηκε να βγάλει από τη θήκη το βιολί του και να ξεκινήσει να παίζει, αλλά συνήλθε γρήγορα από ένα τράνταγμα του λεωφορείου το οποίο έπεσε σε μια λακκούβα και επανήλθε στην πραγματικότητα.

   Φτάνοντας στο Μπραν το απόγευμα, είχε ήδη νυχτώσει και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ο Δάκης δεν είχε κλείσει κάποιο δωμάτιο και με το που κατέβηκε από το λεωφορείο μπήκε στο πρώτο μαγαζί που βρήκε μπροστά του. Ήθελε να ρωτήσει για το αν θα είναι αύριο ανοιχτός ο δρόμος για το κάστρο και επίσης να βρει ένα μέρος για να περάσει το βράδυ. Μπαίνοντας μέσα σε εκείνη την παλιοταβέρνα της κακιάς ώρας, ο Δάκης άρχισε να ξεροβήχει από την καπνίλα που είχε γεμίσει το δωμάτιο. Μέσα, στα τραπέζια της… τρώγλης, καθόντουσαν δυο γερόντια στη μία μεριά και ένας μεσήλικας, μοναχός του δίπλα από το παράθυρο. Όλοι τους κάπνιζαν σαν φουγάρα, στριφτό τσιγάρο με καπνό εισαγωγής και έπιναν σε κάτι ξύλινες κούπες ζεστή μπύρα. Μέσα από την κουζίνα ακουγόταν μια γυναικεία φωνή να τραγουδάει κάτι στα ρουμάνικα. «Γειά… Γειά σας!», είπε διστακτικά με σπαστά αγγλικά ο Δάκης αλλά απάντηση δεν πήρε από κανέναν. Μονάχα ένιωσε τα περίεργα βλέμματα των τριών άγνωστων, οι οποίοι σταμάτησαν ταυτόχρονα οτιδήποτε έκαναν και τον παρατήρησαν. Ξαφνικά μέσα από ένα χώρο που έμοιαζε με κουζίνα, βγήκε μια χοντρή γριά, με ρούχα γεμάτα λίγδα και αίματα από κάτι που -μάλλον- καθάριζε για φαγητό. Στο πρόσωπό της, είχε στο δεξί μάγουλο μια τεράστια κρεατοελιά και τα χέρια της ήταν γεμάτα μικροεγκαύματα και κοψίματα, σημάδια της πολυετούς ενασχόλησής της με την κουζίνα.

   «Παρακαλώ θα μπορούσατε να μου δώσετε μερικές πληροφορίες», είπε με περισσότερη αυτοπεποίθηση αυτή τη φορά ο Δάκης και περίμενε τη γριά να του απαντήσει. «Καλώς το παλικάρι! Κάθισε νεαρέ μου! Τι θες να σε φιλέψω;» τον ρώτησε με ένα απαίσιο χαμόγελο η γερόντισσα και μια σειρά από περίεργα δόντια ξεπετάχτηκαν μέσα από το στόμα της. Τα δε αγγλικά της ήταν χειρότερα και από του Αριστείδη οπότε ο νεαρός Έλληνας ένιωσε ακόμα πιο σίγουρος για τον εαυτό του. «Φχαριστώ πολύ! Μια ζεστή σούπα θα ήταν ότι έπρεπε! Και αν μπορείτε να μου πείτε που να μείνω για σήμερα το βράδυ. Αύριο θα πάω στο κάστρο και μετά θα γυρίσω στο Βουκουρέστι», της απάντησε χαμογελαστός ο Δάκης. Η γριά χωρίς καθυστέρηση έφυγε και μπήκε στην κουζίνα και μετά από πολύ λίγο επέστρεψε με μια πήλινη γαβάθα, η οποία κόχλαζε και μαζί έφερε και μπόλικο ζυμωτό ψωμί. Το πιάτο είχε μέσα πιπεριές, κολοκύθια, πατάτες και κρεμμύδι ενώ ήταν «πνιγμένο» στο πιπέρι και στην καυτερή πάπρικα. Ότι πρέπει για να αντέξει κανείς το πολικό ψύχος που επικρατούσε έξω από το ταβερνάκι. Μάλιστα δίπλα από τη σούπα, η γερόντισσα ακούμπησε και μία ξύλινη καράφα με κάτι μέσα το οποίο έμοιαζε με κρασί. «Δεν… δεν είναι ανάγκη. Δεν πίνω αλκοόλ», είπε με ευγένεια ο Δάκης αλλά η γριά ήταν ανένδοτη. «Είναι δώρο φιλοξενίας και θα με προσβάλλεις αν δεν το πιείς νεαρέ», του είπε κάπως αυστηρά αλλά πάντοτε με εκείνο το παμπόνηρο χαμόγελο στο πρόσωπό της.

   Ο Δάκης άδειασε με λαιμαργία το φαγητό του και καθώς τεντώθηκε λιγάκι πίσω στην καρέκλα του, έβγαλε από τη θήκη το βιολί του και ξεκίνησε να παίζει σιγανά έναν θλιβερό σκοπό. Οι τρεις τύποι που ήταν ακόμα μέσα στην ταβέρνα, εντυπωσιάστηκαν από τη μουσική του νεαρού και μαζεύτηκαν γύρω του, στο διπλανό τραπέζι. Ο Δάκης έπαιξε με πάθος και δεξιοτεχνία και μόλις τέλειωσε, τσούγκρισε το πιοτό του με τους υπόλοιπους και μετά από μία ώρα είχαν γίνει όλοι τους στουπί απ’ το μεθύσι. Έλεγαν ανέκδοτες ιστορίες και γελούσαν, ο Δάκης στα ελληνοεγγλέζικα και οι υπόλοιποι ένας Θεός ξέρει σε ποια γλώσσα. Ξαφνικά η γριά -που κατά τη διάρκεια του γλεντιού είχε συστηθεί στον νεαρό ως Μπράνια-, σηκώθηκε από την καρέκλα της και έφερε μια κούπα χάλκινη γεμάτη με ένα λευκό υγρό και την έδωσε στον Δάκη. «Πιες αυτό και θα κοιμηθείς σαν πουλάκι. Δεν θα έχεις πονοκέφαλο το πρωί» και ταυτόχρονα οι τρεις άντρες σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, έβγαλαν τα καπέλα τους σαν σε κηδεία και βγήκαν έξω από το ταβερνάκι. Ο Δάκης άδειασε μονομιάς την κούπα που τους προσφέρθηκε και σωριάστηκε λιπόθυμος στο πάτωμα.

   Ξύπνησε αλαφιασμένος μπροστά σε ένα τζάκι. Είχε ιδρώσει μέχρι το βρακί του από τη ζέστη που είχε ο χώρος και προσπάθησε να κουνηθεί αλλά μάταια. Ήταν σαν να είχε παραλύσει το κορμί του, μπορούσε να μιλήσει, να κουνήσει το κεφάλι του αλλά τίποτε άλλο. Ούτε χέρια, ούτε πόδια ούτε τίποτα. Άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα και να κλαίει με λυγμούς, δεν ήξερε που ήταν ούτε τι του συνέβαινε και είχε τρομοκρατηθεί. Ξάφνου μια ξύλινη πόρτα άνοιξε αργά, κάνοντας τον χαρακτηριστικό θόρυβο αφού οι μεντεσέδες της είχαν σκουριάσει από την υγρασία και τον καιρό και πίσω από την πόρτα στεκόταν η Μπράνια. «Είπες ότι ήθελες να δεις το κάστρο, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε η γριά και τον πλησίασε. «Εδώ είμαστε στο δωμάτιο με το μικρό τζάκι. Εδώ σύχναζε απομονωμένος ο πατέρας μου και έγραφε επιστολές. Πολύ του άρεσε η μοναξιά του», συνέχισε η γερόντισσα. Ο Δάκης άρχισε να παρακολουθεί τον χώρο. Ήταν ένα μικρό, πέτρινο δωμάτιο, με ένα τζάκι στη μία μεριά, ένα μικρό παράθυρο ίσα ίσα για να μπαίνει λίγο φως τις πρωινές ώρες και ένα ξύλινο τραπέζι. Η γριά προχώρησε μέχρι που έφτασε μπροστά από τον έντρομο νεαρό. «Είσαι θαυμαστής του πατέρα μου νομίζω», είπε η Μπράνια και πλησίασε προς το τζάκι. Ο νεαρός παρατήρησε ένα κάδρο που ήταν κρεμασμένο από πάνω του. Εκεί απεικονιζόταν μια οικογένεια.             

   Ο Δάκης γούρλωσε τα μάτια του! Ήταν το οικογενειακό πορτραίτο της οικογένειας του Βλαντ του Παλουκωτή, του περιβόητου Κόμη Δράκουλα. Στην εικόνα ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα μαζί με τρία κορίτσια. Η μία από τις μικρές δεσποινίδες είχε μια χαρακτηριστική κρεατοελιά στο δεξί της μάγουλο. «Δεν… δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό το πράγμα!» φώναξε φρικαρισμένος ο άτυχος νεαρός. Όλα του τα όνειρα για βαμπίρ και κάστρα και απόκοσμους τόπους, όλα αυτά λοιπόν έγιναν μια απτή πραγματικότητα και ο Δάκης δεν μπορούσε να την αντέξει. Παρακάλεσε τη γριά να τον αφήσει να φύγει αλλά εκείνη τον είχε ήδη πλησιάσει από πίσω. Του έβγαλε το κασκόλ, παραμέρισε τον γιακά από το μπουφάν του νεαρού και χαμογέλασε. Για μια στιγμή ο Δάκης έσκουξε αλλά οι κραυγές του πνίγηκαν καθώς η Μπράνια έμπηξε τα δόντια της στον λαιμό του, αδειάζοντάς τον από το ζωοφόρο αίμα που κύλαγε στις φλέβες του.

(Η παραπάνω ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ