Digital clock on a bedside table numbers countdown from 6.29 to 6.30. Male finger pressing the button to turn off the alarm.

Έξι και είκοσι εννέα το πρωί

Προλαβαίνει το ξυπνητήρι ακριβώς δέκα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει και το κλείνει. Δεν του αρέσει ο ήχος που βγάζει, τον στρεσάρει και τον υποχρεώνει να πίνει περισσότερους καφέδες μέσα στη μέρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τον «πεθαίνει» το στομάχι του και να πρέπει να χαπακώνεται, μια κατάσταση που τον αποσπούσε και δεν του επέτρεπε να κάνει τη δουλειά του όπως ήθελε. Με ακρίβεια και απόλυτο επαγγελματισμό. Ήταν ο καλύτερος και έπαιρνε ένα σκασμό λεφτά γι’ αυτό. Βάζει τη φόρμα του και τα αθλητικά του παπούτσια και κατεβαίνει στο πάρκο για πρωινό τρέξιμο. Ένα τεταρτάκι είναι όσο πρέπει για να προλάβει να γυρίσει, να κλείσει το θερμοσίφωνα που έχει ήδη ανάψει και να κάνει μπάνιο.

Επτά και τέταρτο το πρωί

Ντυμένος με καφέ μπότες, ένα τζινάκι ξεφτισμένο και μαύρο, μακρύ παλτό, παίρνει στα χέρια του τη βαλίτσα και βγαίνει από το σπίτι. Βάζει την αποσκευή στην καρότσα του ασημένιου αγροτικού του και τη δένει καλά καλά για να μην κουνηθεί καθόλου. Μπήκε πρώτα στη θέση του συνοδηγού και έλεγξε τα πράγματα που είχε στο ντουλαπάκι και αφού σιγουρεύτηκε ότι όλα είναι στη θέση τους, βγήκε από το αμάξι, πήρε στο στόμα του ένα τσιγάρο και το άναψε. Ύστερα πήδηξε στη θέση του οδηγού και έφυγε για την πόλη. Σε καμιά ώρα θα ήταν στον προορισμό του.

Οκτώ και μισή το πρωί

Άρχισε να βλέπει την πόλη στον ορίζοντα. Τεράστια καθώς ήταν, όσο αυτός πλησίαζε, ξεκίνησε να πιάνει όλο το τοπίο μέχρι που τα κτίριά της έκρυψαν τον ίδιο τον ουρανό. Το ασημένιο αγροτικό σταμάτησε στο πάρκινγκ έξω από ένα εστιατόριο από εκείνα που σερβίρουν καφέ και πρωινό. Πήρε κάτι από το ντουλαπάκι και βγήκε από το αμάξι και μπήκε μέσα στο μαγαζί. Παρατήρησε τον κόσμο που καθόταν μέσα, στα δεξιά όλοι τους και δίπλα στα παράθυρα του καταστήματος. Μία γυναίκα ντυμένη στην τρίχα με ένα μπλουτούθ στο αυτί να μιλάει ασταμάτητα και με ένταση, πιο πίσω ένας αφροαμερικάνος μεγάλος σε ηλικία ο οποίος έπινε μια μεγάλη κούπα κατάμαυρο καφέ, από αυτή την αηδία που σερβίρουν εδώ πέρα. Στο μπαρ ένας ηλικιωμένος διάβαζε την εφημερίδα του και έπινε χαμομήλι με δύο κουλουράκια κανέλας για συνοδευτικό στο πιατάκι και από πίσω από το μπαρ ήταν μια σερβιτόρα, μάλλον φοιτήτρια. Ήταν νέα και όμορφη μαυρομάλλα, με σγουρά μαλλιά και φόραγε κάτι μεγάλους κρίκους στα αυτιά της ενώ μάσαγε χαρακτηριστικά μια τσίχλα τη στιγμή που έπαιζε με το στυλό για τις παραγγελίες.

   Προχώρησε και κάθισε σε ένα τραπέζι για δύο άτομα. Η κοπέλα τον πλησίασε και τον σέρβιρε χωρίς να τον ρωτήσει ένα ποτήρι μαύρο καφέ, σκέτο χωρίς ζάχαρη ούτε γάλα. Κλασική κίνηση για να χρεώσει τον πελάτη που έπιασε το τραπέζι. Έβγαλε το μπλοκάκι από την τσέπη της ποδιάς της και τον ρώτησε τι θα ήθελε για φαγητό. Εκείνος ζήτησε μια ομελέτα με κατεψυγμένο ορτύκι, μπέικον και τσένταρ. Λάτρευε το φαΐ κι ας μην του φαινόταν έτσι γυμνασμένος που ήταν. Έβγαλε ένα τσιγάρο και κάπνισε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Όσο μπορούσε να δει δηλαδή γιατί τα τζάμια είχαν θολώσει από την υγρασία. Τελείωσε το τσιγάρο και αφού ρούφηξε από τον καφέ κοίταξε το ρολόι του. Ωραία, είχε ακόμα πολύ χρόνο.

Δέκα και μισή το πρωί

Τελείωσε το πρωινό του και αφού πέρασε μια βόλτα από την τουαλέτα για το απαραίτητο «χοντρό» της μέρας, βγήκε από το κατάστημα και μπήκε στο αυτοκίνητο. Έβαλε το πορτοφόλι και πάλι στο ντουλαπάκι και άναψε τη μηχανή. Διάλεξε έναν ροκ σταθμό στο ραδιόφωνο και έβαλε δυνατά τη μουσική την ώρα που ξεκίνησε το αμάξι με ένα… μάγκικο σπινιάρισμα και βγήκε και πάλι στο δρόμο. Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και πήγε μέχρι την ακτή. Πάντοτε πήγαινε να «καθαρίσει» το μυαλό του στη θάλασσα πριν από μια δουλειά. Κατέβηκε από το αμάξι και πήγε μέχρι τους κυματοθραύστες στην άκρη της παραλίας. Έκατσε σε ένα βράχο και έμεινε σιωπηλός να κοιτάζει το απέραντο γαλάζιο.

   Χαμογέλασε. Θυμήθηκε όταν ήταν μικρός πόσο ωραία πέρναγε στη θάλασσα με τα αδέρφια του και τη μάνα. Ο πατέρας, μετανάστης από ανατολική Ευρώπη, είχε σκοτωθεί στο Βιετνάμ από αμερικάνικη νάρκη. Τα ίδια τους τα όπλα του στέρησαν τον αγαπημένο του γονιό όπως έλεγε κάποτε στον ιερέα την τελευταία φορά που πήγε να εξομολογηθεί. Και μια μέρα που γυρνούσαν από το μπάνιο η μάνα του έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και τράκαρε άσχημα με ένα αγροτικό. Όλοι εκτός από αυτόν πέθαναν επιτόπου. Ο ίδιος έμεινε στο νοσοκομείο για ένα μήνα διασωληνωμένος και -για κακή του τύχη- τα κατάφερε και έζησε.

   Κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήθελε να σκέφτεται, δεν ήθελε να αισθάνεται πράγματα, έπρεπε να είναι ψυχρός και ακριβής όπως κάθε άλλη φορά. «Ο στόχος πάντοτε ο ίδιος, τα πρόσωπα αλλάζουν. Δεν σε νοιάζει το παρελθόν κανενός, ούτε οικογένειες ούτε τίποτα» συνήθιζε να λέει στον εαυτό του σαν σινιάλο για να σηκωθεί και να φύγει. Πλησίαζε η ώρα για να κάνει τη δουλειά του.

Δώδεκα το μεσημέρι  

Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε και πάλι για την πόλη. Αυτή τη φορά θα πήγαινε προς το κέντρο, κοντά στην τράπεζα δίπλα από την «Πλατεία των Ρόδων», ένα μέρος όπου κάθε Αγίου Βαλεντίνου μαζεύονται ερωτευμένοι και δίνουν ο ένας στον άλλο από ένα λουλούδι. Πάρκαρε κοντά στο περίπτερο της πλατείας και άναψε τα αλάρμ. Κατέβηκε και πήγε μέχρι την τράπεζα, μπήκε μέσα και προχώρησε προς το ΑΤΜ. Έβγαλε την κάρτα του και τράβηξε εκατό δολάρια ενώ ταυτοχρόνως είχε το βλέμμα του στραμμένο στο γραφείο του διευθυντή. Ήταν ακόμη εκεί, λογικό φυσικά αφού θα έφευγε μετά τις τρεισήμισι. Πήρε τα λεφτά και τα έβαλε στο πορτοφόλι του την ώρα που έβγαινε από το κτίριο. Πήγε προς το περίπτερο, αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα για να μην ξεμείνει και μπήκε στο ασημένιο αγροτικό. Έκανε τον γύρο του τετραγώνου και μπήκε σε ένα υπόγειο πάρκινγκ μιας μεγάλης πολυκατοικίας. Πάρκαρε κοντά στην πόρτα που οδηγούσε στις σκάλες του κτιρίου και βγήκε από το αμάξι.

   Κοίταξε ερευνητικά τον χώρο γύρω του και πήρε τη βαλίτσα από την καρότσα. Ξεκίνησε να ανεβαίνει τις σκάλες γρήγορα, χωρίς να σταματήσει ούτε για μία ανάσα. Στον τριακοστό όροφο σταμάτησε και μελέτησε ξανά τον χώρο γύρω του. Ήταν η τρίτη φορά που πήγαινε εκεί αυτή τη βδομάδα, προετοίμαζε τον εαυτό του για τα πάντα, ήταν τόσο μα τόσο σχολαστικός με τη δουλειά του. Λες και είχε γεννηθεί για να κάνει αυτό το πράγμα. Τσέκαρε στιγμιαία τον βομβητή του για να δει αν είχε κάποιο μήνυμα αλλά δεν υπήρχε κάτι στην οθόνη. Ανέβηκε και τα τελευταία σκαλιά και βγήκε στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Κλειδαμπάρωσε την πόρτα ώστε να μην βγει κανένας άλλος εκεί πάνω και έκατσε στον ίσκιο.

Δύο και μισή το μεσημέρι

Το ρολόι του χεριού του έκανε τον χαρακτηριστικό θόρυβο. Είχε μείνει περίπου μια ώρα ακόμη για να γίνει η δουλειά. Πλησίασε την άκρη της ταράτσας και κοίταξε κάτω. Οι άνθρωποι σαν μυρμηγκάκια πήγαιναν κι έρχονταν με τα πόδια, με αυτοκίνητα, τραμ, λεωφορεία. Όλοι τους παραδομένοι στις ανούσιες ζωές τους, περιμένοντας μια τυχερή στιγμή για να αλλάξουν το μέλλον τους. Όλοι τους ανήξεροι για τον κύριο πάνω στην ταράτσα. Κανείς δεν τον βλέπει αλλά αυτός παρακολουθεί τα πάντα με προσοχή. Είναι παρατηρητικός και προσέχει κάθε σημείο έξω από την τράπεζα. Πήγε πάνω από τη βαλίτσα του και την ξεκλείδωσε. Του κόστισε μια περιουσία η ρουφιάνα αλλά άξιζε τον κόπο. Ήταν μαύρη με πολύ σκληρό περίβλημα και μέσα είχε παντού «μαξιλαράκια» για να προστατεύει το πολύ σημαντικό περιεχόμενο. Την άνοιξε και από μέσα έβγαλε ένα βελούδινο πανί και το έστρωσε κάτω. Είχε χρώμα βαθύ μπλε και κάθε φορά που το ακουμπούσε ένιωθε μια… ανυπομονησία για τη συνέχεια. Λες και το έκανε για πρώτη του φορά, σαν ένας έφηβος πριν από το παρθενικό -σεξουαλικό- ταξίδι του που αρχίζει στην πληρωμένη αγκαλιά της κυρίας στο κρεβάτι.  

   Σκούπισε για λίγο τον ιδρώτα από το μέτωπό του γιατί ο ήλιος έκαιγε πολύ εκείνη την ώρα. Πρέπει να πλησίαζε τρεις το μεσημέρι, κοίταξε το ρολόι του και πάλι για σιγουριά. Είχε ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι που ένιωθε για πρώτη φορά και δεν ήξερε πως να το ερμηνεύσει. Έδιωξε τις όποιες σκοτούρες είχε και ξεκίνησε να βγάζει ευλαβικά, σαν σε τελετουργία το… καμάρι του. Πρώτα η κάννη και δίπλα της ακούμπησε το κοντάκιο. Στα δεξιά άφησε τον γεμιστήρα έτοιμο με δέκα σφαίρες των 7,62 χιλιοστών και αριστερά τη διόπτρα. Τελευταίο έβγαλε τον μηχανισμό σκανδάλης και τη λαβή του όπλου και άρχισε να ενώνει τα μέρη. Σε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα το SSG 3000, το γερμανοελβετικό τουφέκι ελεύθερου σκοπευτή, ήταν έτοιμο και στημένο στη γωνία της ταράτσας και ο ίδιος είχε ξαπλώσει μπρούμητα από πίσω του και άρχισε να κοιτάζει μέσα από τη διόπτρα. Εξέτασε καλά το χώρο έξω από την τράπεζα, έστρεψε το βλέμμα του μέχρι την απέναντι πολυκατοικία και παρακολούθησε το παράθυρα. Κανένας κοντά στα τζάμια, κανένας έξω στα μπαλκόνια. Κοίταξε και πάλι το ρολόι.

Τρεις και μισή το μεσημέρι       

Αφού πήρε τις απαραίτητες ανάσες για να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στη δουλειά του, έκλεισε το ένα μάτι και σημάδεψε καλά. Το όπλο ήταν στραμμένο προς τη μοναδική είσοδο της τράπεζας, από την οποία από στιγμή σε στιγμή έπρεπε να βγει ο διευθυντής. Αυτός ο παχύσαρκος, διεφθαρμένος, πενηντάρης έπρεπε να βγει από τη μέση, αυτό ζήτησε ο πελάτης και γι’ αυτό το λόγο πλήρωσε σαράντα χιλιάρικα προκαταβολή. Δεν τον ένοιαζε ο λόγος, δεν ήταν ούτε δικαστής ούτε αστυνομικός αλλά ένας από τους καλύτερους επαγγελματίες εκτελεστές που υπήρχαν στην πιάτσα. Γι’ αυτό και οι υπηρεσίες του ήταν του υψηλότερου επιπέδου ενώ ο μισθός του αποτελούσε τροχοπέδη για τους επιπόλαιους και απρόσεκτους νεόπλουτους που ήθελαν να… σπάσουν πλάκα με το θάνατο.

   Ξαφνικά η πόρτα της τράπεζας άνοιξε και ο στόχος βγήκε από το κτίριο. Τον σημάδεψε στο κεφάλι και πήρε βαθιά ανάσα. Πέρασε το δάχτυλο πάνω από τη σκανδάλη και άρχιζε να την πιέζει ελαφρά. Ξαφνικά ο στόχος σταμάτησε, για καλή του τύχη, πίσω από μια από τις χοντρές κολώνες της εισόδου της τράπεζας. Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό του και έστειλε ένα μήνυμα. Ο σκοπευτής ένιωσε τη δόνηση από τον βομβητή του τον οποίο είχε βάλει στο αθόρυβο επειδή βρισκόταν στη δουλειά. Χωρίς να χάσει τον στόχο, ο οποίος τώρα μιλούσε στο τηλέφωνο, έπιασε τη συσκευή από την τσέπη του και την έφερε μπροστά του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο στόχο και αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν θα τον έχανε, τότε μόνο κοίταξε τον βομβητή και έμεινε… κάγκελο! Είδε στην οθόνη το εξής: «ΝΕΟΣ ΣΤΟΧΟΣ: ΑΛΙΟΣΑ ΝΟΥΡΜΑΤΟΒ. ΑΞΙΑ: 150.000 ΕΥΡΩ». Το όνομά του!

   Με την άκρη του ματιού του είδε κάτι να αστράφτει στιγμιαία από κάπου μακριά, στα κτίρια πέρα από την πλατεία. Κοίταξε αλαφιασμένος μέσα από τη διόπτρα του όπλου του για να βρει τι ήταν αυτό που είδε αλλά ήταν τόσο ταραγμένος που δεν μπορούσε να εστιάσει πουθενά. Ξαφνικά πάγωσε! Στο απέναντι κτίριο, στην ταράτσα φυσικά, ήταν ένας άντρας με σκούρα ρούχα σαν κι αυτόν, πεσμένος πίσω από ένα όπλο. Ήταν ένας εκτελεστής που πληρώθηκε για να τον σκοτώσει. Κάποιος του έπαιξε ένα θανάσιμο παιχνίδι και τον κέρδισε. Πριν καν αγγίξει τη σκανδάλη, πρόλαβε να ακούσει έναν πυροβολισμό και μετά σκοτείνιασε ο κόσμος και πίσω έμεινε ένα άψυχο κορμί στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, δίπλα σε ένα τουφέκι και ένα ματωμένο βομβητή.   

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες της ιστορίας είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ