Πετάχτηκε ταραγμένος από το κρεβάτι του, πήρε την καραμπίνα στο χέρι και βγήκε έξω από το σπίτι. Τον είχαν ξυπνήσει τα πρόβατά του με τη φασαρία που έκαναν.  Προχώρησε γρήγορα προς τον στάβλο και άνοιξε την πόρτα. Κοντοστάθηκε και φώναξε με δυνατή φωνή: «Είναι κανείς εδώ; Πρόσεξε κερατά γιατί έχω μαζί μου την καραμπίνα», αλλά δεν πήρε απάντηση. Μπήκε μέσα και είδε ότι τα πρόβατα ήταν αναστατωμένα και στοιβαγμένα όλα τους στη μία μεριά του στάβλου. Σήκωσε το όπλο του και προχώρησε προς την απέναντι μεριά. Είδε αίμα! Ήταν τόσο πολύ σαν να είχαν σφάξει πέντε πρόβατα μαζί και να τα είχαν αφήσει εκεί να αδειάσουν απ’ όλο τους το αίμα. Κάτι είδε να κινείται μέσα στα σκοτάδια και έριξε μία προς τα εκεί με την καραμπίνα του. Τζίφος! Το μόνο που κατάφερε ήταν να τρομάξει τόσο πολύ τα πρόβατα που έτρεξαν κατά πάνω του και τον έριξαν κάτω. Χτύπησε -πάλι!- στη μέση του και πονούσε αρκετά αλλά για καλή του τύχη κατάφερε να κρατήσει το όπλο.

   Άκουσε ένα γρύλισμα από πίσω του και έμεινε παγωμένος να προετοιμάζει την καραμπίνα για την επόμενη βολή. Του φάνηκε ότι άκουσε βήματα, ανθρώπινα βήματα μάλλον και γούρλωσε τα μάτια του! «Αδύνατον!» σκέφτηκε μέσα στην ταραχή του και με μια αστραπιαία κίνηση σηκώθηκε και γύρισε με το όπλο του προς τον απειλητικό ήχο. Τίποτα πάλι! Είδε με την άκρη του ματιού του μια φιγούρα στο πατάρι του αχυρώνα, πρώτα να τρέχει σαν τον άνεμο προς το παράθυρο και μετά να πηδάει έξω από το κτίριο. Ο ίδιος ακολούθησε το πλάσμα όσο πιο γρήγορα μπορούσε αλλά το μόνο που πρόλαβε να δει βγαίνοντας έξω από τον αχυρώνα ήταν οι πατημασιές του «δολοφόνου» των προβάτων. Ξεκινούσαν από εκεί που προσγειώθηκε και συνέχιζαν μέχρι το δάσος, εκατό πενήντα μέτρα από το φράκτη του αγροκτήματος. Τις ακολούθησε μέχρι τα σύνορα του «Σκοτεινού Δάσους» αλλά σταμάτησε απότομα γιατί ήξερε μέχρι που μπορούσε να πάει, ειδικά τώρα που ήταν άγρια μεσάνυχτα.

   Περπάτησε μέσα στο κρύο και το χιόνι βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που οι πρόγονοί του είχαν επιλέξει αυτή τη μεριά του κόσμου για να φτιάξουν το σπιτικό τους. Ένα τεράστιο, τριώροφο σπίτι με έναν μεγάλο αχυρώνα που τον είχε διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να βάλει μέσα πρόβατα, ενώ του ανήκαν και κάμποσα στρέμματα καλλιεργήσιμη γη. Ο ίδιος έμενε μόνος του εκεί πέρα, άλλωστε ποια θα παντρευόταν κάποιον που ζούσε δίπλα από το «Σκοτεινό Δάσος». Τόσες και τόσες φήμες υπήρχαν γι’ αυτό το μέρος, όλες τους γεμάτες υπερβολή αλλά για κάποιους ντόπιους υπήρχε μια δόση αλήθειας σε αυτές τις ιστορίες. Μπήκε και πάλι μέσα στον αχυρώνα και άναψε τη λάμπα που κρεμόταν σε ένα από τα δοκάρια του κτιρίου. Πήγε στη μεριά με το αίμα και άρχισε να μετράει τα κουφάρια από τα ξεσκισμένα πρόβατα. Δυστυχώς για τον ίδιο δεν ήταν πέντε τα ζωντανά που είχε χάσει αλλά έντεκα και μάλιστα το ένα ήταν θηλυκό και σε λίγο καιρό θα γεννούσε. Έβγαλε μια κραυγή που θα τρόμαζε ακόμα και τους λύκους του βουνού και μετά κάθισε κάτω κουρασμένος και απογοητευμένος. Κοίταζε και ξανακοίταζε την κάννη της καραμπίνας του κάνοντας παράλληλα αλλοπρόσαλλες σκέψεις, ήθελε με κάποιο τρόπο να σταματήσει αυτό το μαρτύριο που δεν έλεγε να τελειώσει. Απ’ όσο θυμόταν τον εαυτό του συνέβαινε πάντοτε το ίδιο πράγμα. Μια φορά κάθε μήνα, κάτι έμπαινε στον αχυρώνα του και έσφαζε τα πρόβατά του. Κάθε φορά το ίδιο σκηνικό, εκείνος με ένα όπλο στο χέρι και ο «φονιάς» εξαφανισμένος στο «Σκοτεινό Δάσος».           

   Αλλά το περίεργο σε όλη αυτήν την κατάσταση ήταν άλλο. Ο «δολοφόνος» όταν έβρισκε λίγα πρόβατα στον αχυρώνα δεν σκότωνε περισσότερα από δύο το πολύ, σαν να διάλεγε κάθε φορά τι να κάνει. Γι’ αυτό και ο Ντράκο, ο «καταραμένος αγρότης» όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, προσπαθούσε κάθε φορά να πιάσει τον… εισβολέα για να δει τι ήταν αυτό που αντιμετώπιζε. Ήξερε ότι δεν ήταν λύκος γιατί οι λύκοι δεν ανεβαίνουν όροφο ούτε πηδάνε από παράθυρα. Επίσης ήθελε να μάθει για ποιο λόγο ξέσκιζε τα πρόβατα χωρίς να τα φάει και γιατί είχε επιλέξει το δικό του αγρόκτημα για τη βρωμοδουλειά του. Μπορεί το δικό του σπίτι να ήταν πιο κοντά στο «Σκοτεινό Δάσος» αλλά το επόμενο δεν απείχε περισσότερο από ένα χιλιόμετρο από κει και είχε, όχι μόνο πρόβατα αλλά και κατσίκια και αγελάδες. Αυτό που τον θύμωνε ακόμα πιο πολύ με την γκαντεμιά του ήταν ότι δεν είχε μείνει ζωντανός κανένας από την οικογένειά του για να ρωτήσει και να μάθει γι’ αυτό το παράξενο… αλισβερίσι με το πλάσμα ή τα πλάσματα του «Σκοτεινού Δάσους». Είχε σκεφτεί να βάλει παγίδες στον αχυρώνα αλλά επειδή δεν γνώριζε το πότε θα εμφανιζόταν ο «φονιάς» και επειδή φοβόταν μην κάνει κακό κατά λάθος στα ίδια του τα πρόβατα, δεν το επιχείρησε ποτέ και το είχε βγάλει από το μυαλό του. Η άλλη του επιλογή ήταν να κοιμηθεί για έναν ολόκληρο μήνα στον αχυρώνα και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να παγιδέψει τον εισβολέα, αλλά αυτό ήταν αδύνατον καθώς θα άφηνε απροστάτευτο το σπίτι του από τους ληστές και τους ενοχλητικούς του χωριού.

   Αυτοί οι συγχωριανοί του Ντράκο του είχαν κάνει τη ζωή κόλαση. Μερικά βράδια του μήνα πήγαιναν έξω από το σπίτι του και του πέταγαν πέτρες και ξύλα στα τζάμια και τον ενοχλούσαν. Οι ντόπιοι ήθελαν να τον διώξουν από το χωριό και δεν ήθελαν να κάνουν ούτε εμπόριο με τον κακόμοιρο αγρότη. Κάποτε είχε και σκυλιά για να προστατεύουν τα ζωντανά και την περιουσία του αλλά δεν τα κράτησε για πολύ. Για την ακρίβεια, δεν τον άφησαν να τα κρατήσει και αυτό γιατί ένα πρωί που βγήκε από το σπίτι του και πήγε να τα ταΐσει, βρήκε το ένα κρεμασμένο σε ένα δέντρο δίπλα από τη μάντρα και το άλλο είχε πεθάνει από δηλητηρίαση καθώς το είδε να κείτεται νεκρό με αφρούς στο στόμα. Όταν ήταν πιο μικρός μάλιστα, ήταν σχεδόν σίγουρος ότι αυτό που συνέβαινε με τα πρόβατα ήταν δουλειά κάποιου συγχωριανού του και όχι τίποτα μυθικά πλάσματα που βγαίνουν από το «Σκοτεινό Δάσος». Αλλά με τον καιρό κατάλαβε ότι αυτό που αντιμετώπιζε δεν ήταν άνθρωπος και σήμερα το βράδυ το επιβεβαίωσε. Σίγουρα δεν ήταν λύκος γιατί περπατούσε στα δύο πόδια αλλά δεν γινόταν να είναι άνθρωπος γιατί θα τα είχε σπάσει όταν πήδηξε από το παράθυρο του αχυρώνα. Κάτι άλλο περίεργο συνέβαινε και πήρε επιτέλους την απόφαση να μάθει τι ήταν αυτό που τον ταλαιπωρούσε τόσα χρόνια. Θα πήγαινε στο «Σκοτεινό Δάσος» και θα έψαχνε στοιχεία για τον «δολοφόνο» των προβάτων του. Ούτως ή άλλως παιδιά δεν είχε, ούτε γυναίκα για να αφήσει πίσω μόνη και αβοήθητη οπότε θα το ρίσκαρε και θα πήγαινε στο δάσος.  

   Κάθισε στη βεράντα του σπιτιού του ξεκίνησε να ακονίζει τη μαχαίρα του. Τη χρειαζόταν λεία και κοφτερή για να ανοίξει δρόμο στο πυκνό και απάτητο από ανθρώπους δάσος. Σκεφτόταν τι θα μπορούσε να συναντήσει εκεί πέρα, τι μπορεί να ήταν αυτό που σκότωνε τα πρόβατά του. Και θύμωνε όλο και περισσότερο, θύμωνε για την καταραμένη ζωή που του έλαχε, θύμωνε που ήταν μόνος κι έρμος στο αγρόκτημα, θύμωνε με τους ενοχλητικούς συγχωριανούς του. Όλα του έφταιγαν πια! Νευρίασε και μπήκε μέσα στο σπίτι, πήρε στα χέρια του την καραμπίνα και άρχισε να τη γυαλίζει με μανία. Κοίταξε ταραγμένος να βρει τα κουτιά με τις σφαίρες, ήθελε να τις μετρήσει να ξέρει ακριβώς πόσα πυρομαχικά θα είχε κοντά του. Πήγε στο αποθηκάκι του σπιτιού, άφησε την καραμπίνα απέξω και μπήκε μέσα ανοίγοντας το φως που κρεμόνταν από το ταβάνι. Είχε δέκα κουτιά ανέπαφα, όλα τους συλλεκτικά από μια παλιά συνεργασία της Winchester με την αυτοκινητοβιομηχανία Rover, κάθε ένα από τα οποία είχε από εκατό φυσίγγια. Είχε τέσσερις καφέ, δερμάτινες φυσιγγιοθήκες των σαράντα πέντε θέσεων και ένα κάλυμμα κοντακίου με άλλες έξι θέσεις για τα φυσίγγια. Ούτως ή άλλως θα έπαιρνε και έναν σάκο μαζί του για να πάρει κι άλλα κουτιά με σφαίρες αλλά και σπίρτα και προσάναμμα για να ανάψει φωτιά, αν χρειαστεί να περάσει τη νύχτα στο «Σκοτεινό Δάσος».        

   Το επόμενο πρωί σηκώθηκε ορεξάτος, έκανε ένα ωραιότατο, ζεστό μπανάκι και ξυρίστηκε λες και θα πήγαινε σε κανένα ραντεβού. Έφτιαξε μια μεγάλη και πεντανόστιμη ομελέτα με μπέικον και πράσο και έστυψε ολόφρεσκο χυμό πορτοκάλι. Πήρε μαζί του δύο παγούρια με νερό για τη… βόλτα που ετοιμαζόταν να κάνει και φρούτα για φαγητό. Ζώστηκε με τις τέσσερις φυσιγγιοθήκες και ετοίμασε την καραμπίνα του, έβαλε στη θήκη της ζώνης του τη μαχαίρα και κλειδαμπάρωσε το σπίτι. «Ποιος ξέρει τελικά πόσο θα λείψω;», σκέφτηκε καθώς έκλεινε την πόρτα του σπιτιού του. Στη βεράντα τον περίμεναν μία μεγάλη σακούλα με κομμάτια κρέας από τα σφαγιασμένα του πρόβατα και ένας κλειστός, σιδερένιος κουβάς γεμάτος μέχρι πάνω. Αφού σιγουρεύτηκε ότι τα πρόβατα είχαν φαγητό και νερό για τρεις μέρες, κλείδωσε και τον αχυρώνα και ξεκίνησε για το «Σκοτεινό Δάσος». Έφτασε στην άκρη του φράκτη, έβγαλε τα πράγματά του από την έξω μεριά και πήδηξε από πάνω. Πήρε στο ένα του χέρι τη σακούλα και στο άλλο τον κουβά ενώ είχε περάσει χιαστί στον κορμό του την καραμπίνα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε προς το δάσος. «Και τώρα οι δυο μας», είπε από μέσα του για να πάρει κουράγιο και μετά από λίγο περπάτημα μπήκε στον καταραμένο τόπο.

   Ο αέρας ήταν πυκνός, ίσα ίσα που μπορούσε να αναπνεύσει ο Ντράκο. Τα δέντρα ήταν αγκαλιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ήταν τόσα πολλά που έκρυβαν τελείως τον ουρανό. Το φως του ήλιου είχε πολλά χρόνια να αγγίξει το έδαφος του «Σκοτεινού Δάσους» και τίποτα δεν φύτρωνε εκεί πέρα. Ούτε θάμνοι, ούτε μουριές, ούτε μανιτάρια, ούτε λουλούδια. Όλα ήταν νεκρά όπως ακριβώς και η πανίδα του δάσους. Ούτε πουλί ακούγονταν να κελαηδάει, ούτε κάποιος σκίουρος στα δέντρα, ούτε ελάφια, ούτε κουνέλια. Τίποτα απολύτως λες και όλα τα ζώα έφυγαν από εκεί πέρα ή ακόμα χειρότερα είχαν φαγωθεί όλα τους από τον «επισκέπτη» του αγροκτήματος. Αυτόν τον καταραμένο που είχε κάνει κόλαση τη ζωή του Ντράκο και της οικογένειάς του όλα αυτά τα χρόνια. Ξαφνικά ο αγρότης έφτασε σε ένα σημείο που υπήρχε ένας μεγάλος βράχος στη μία μεριά, απέναντι υπήρχε ένας κομμένος κορμός δέντρου και λίγο πιο πέρα ήταν ένα τεράστιο δέντρο, σαν γιγαντιαία ελιά, με μια τεράστια κουφάλα που ακόμα και ο ίδιος ο Ντράκο μπορούσε να μπει όρθιος εκεί μέσα. Ξαφνικά ο νεαρός αγρότης ένιωσε σαν κάποιος ή κάτι να τον παρακολουθεί. Άφησε με αργές κινήσεις τον κουβά και τη σακούλα στο έδαφος και πήρε στα χέρια του την καραμπίνα. Την όπλισε και άρχισε να κοιτάζει ερευνητικά τον τόπο γύρω του. Καμία κίνηση, τίποτα απολύτως…

   Σκέφτηκε στιγμιαία να φτιάξει μια γρήγορη παγίδα για να δελεάσει τον «φονιά» και χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να τοποθετεί τα κομμάτια κρέας πάνω στον βράχο αλλά και στην κουφάλα του δέντρου. Άνοιξε τον κουβά και για λίγο του ήρθε να ξεράσει από τη δυσοσμία. Είχε κρατήσει λίγο αίμα από τα σκοτωμένα πρόβατα και με αυτό «ράντισε» τα σημεία που άφησε το κρέας αλλά και τον κομμένο κορμό. Ύστερα κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και περίμενε με την καραμπίνα ανά χείρας. Ένας ξαφνικός άνεμος άρχισε να φυσάει, η ατμόσφαιρα έγινε πολύ περίεργη, καθόλου φυσιολογική σαν να συνέβαινε κάτι παράξενο στο «Σκοτεινό Δάσος». Ο Ντράκο ένιωσε τα μάτια του να βαραίνουν και αμέσως έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει. Νόμιζε ότι άκουσε κάτι να σέρνεται πίσω από το δέντρο με την κουφάλα και σημάδεψε με το όπλο του προς τα εκεί. Ξαφνικά ένα μικρό, άσπρο κουνέλι εμφανίστηκε στον χώρο και αφού πέρασε από τον κορμό με το αίμα, κοίταξε τον Ντράκο κατάματα και εξαφανίστηκε και πάλι μέσα στο δάσος. Ο νεαρός αγρότης κατάλαβε ότι το ζώο που μόλις αντίκρυσε δεν ήταν φυσιολογικό, αφού ήταν το πρώτο που συνάντησε από την ώρα που μπήκε εκεί μέσα. Άρχισε να πηγαίνει προς τη μεριά που έφυγε το κουνέλι, κόβοντας με τη μαχαίρα του την πυκνή βλάστηση που υπήρχε για να ανοίξει δρόμο. Προχώρησε σε ευθεία και μετά από λίγο προς μεγάλη του έκπληξη ξαναβρέθηκε στο ξέφωτο με το βράχο, την κουφάλα και τον κορμό. Έτρεξε γρήγορα στο σημείο που είχε ξεκινήσει να ακολουθάει το κουνέλι και έμεινε κοκκαλωμένος! Όλος ο δρόμος που είχε ανοίξει με τη μαχαίρα του ως δια μαγείας είχε ξαναγεμίσει με πυκνή βλάστηση.

   Και εκεί που έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει το δάσος τότε ήταν που άκουσε μια βαριά, τρομακτική φωνή από κάπου πίσω του. «Ποιος τολμά να μπαίνει στο σπίτι μου; Ποιος είναι αυτός που δεν σέβεται την εκεχειρία;» και με μια γρήγορη κίνηση ο Ντράκο γύρισε προς τη φωνή και έριξε τρεις με την καραμπίνα του. Δεν είδε τίποτε άλλο εκτός από μία πεταλούδα που πήγε και κάθισε στον κομμένο κορμό. Ξαφνικά ένα λευκό φως τύλιξε το φτερωτό έντομο και μπροστά στα έντρομα μάτια του αγρότη, η πεταλούδα μεταμορφώθηκε σε έναν μεγάλο και τριχωτό άντρα. Ο Ντράκο έπεσε στο έδαφος! «Τι… τι μάγια είναι αυτά;» πρόλαβε να ψελλίσει πριν ο θηριώδης άντρας τον αρπάξει από τον λαιμό. «Καταραμένε Ρουλιέσκι πρόδωσες τη συμφωνία!» του φώναξε και η φωνή του ακούστηκε σαν βρυχηθμός. «Εγώ, ο Μπόνταρκ ο πολυμορφικός, εγώ είμαι ο κυρίαρχος του Σκοτεινού Δάσους και ότι βρίσκεται εδώ μέσα μου ανήκει. Όπως μου ανήκεις τώρα κι εσύ αγρότη». Και λέγοντας αυτά τα λόγια σήκωσε τον Ντράκο ψηλά στον αέρα και τον έσκασε με δύναμη στον βράχο. Ο κακόμοιρος ο φτωχό Ρουλιέσκι είχε μείνει ακίνητος, δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα πόδια του ούτε τίποτα, η ζημιά που έπαθε από το χτύπημα ήταν ανεπανόρθωτη. Και τότε ήταν που ο αγρότης θυμήθηκε τις ιστορίες. Όταν ήταν μικρός και ζούσε ακόμα η γιαγιά του, μερικά βράδια του χειμώνα καθόντουσαν δίπλα στο τζάκι και του έλεγε ιστορίες για τέρατα που αλλάζουν μορφές και για μια παλιά συμφωνία των ανθρώπων με το πλάσμα του «Σκοτεινού Δάσους». «Να θυμάσαι Ντράκο μου, μην μπεις ποτέ εκεί μέσα γιατί δεν θα ξαναβγείς και θα χαθείς για πάντα», ήταν η συμβουλή της βάβας του στις ερωτήσεις του μικρού. «Και μη σε νοιάζει αν λείπουν μερικά ζώα κάπου κάπου. Έτσι τα συμφώνησαν οι πρόγονοί μας και έτσι συνεχίζουμε κι εμείς. Αυτή είναι η εκεχειρία» και από τότε δεν ξαναμίλησαν ποτέ γι’ αυτό το θέμα.

   Ο Μπόνταρκ άρχισε να μονολογεί κάτι σε μια δική του, ακαταλαβίστικη γλώσσα. Ξαφνικά ένα φως τον τύλιξε και μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι. Ένα τεράστιο, μαύρο λιοντάρι με ανοιχτόχρωμη χαίτη, ένα ζώο τόσο τρομακτικό όσο και υπέροχο. Ο Ντράκο το παρακολούθησε αβοήθητος να τον πλησιάζει. Το τέρας άρχισε να μυρίζει τον κακόμοιρο αγρότη και να γλύφει το αίμα από τις πληγές του. Σε μια στιγμή έφτασε στο κεφάλι του και συναντήθηκαν τα βλέμματά τους. Ο Ντράκο ίσα που μπόρεσε να πει: «Μην… μην το κάνεις. Συγνώμη…» αλλά το λιοντάρι δεν άκουσε τα λόγια του αγρότη. Έβγαλε έναν τρομερό βρυχηθμό και άνοιξε το στόμα του για να καταβροχθίσει τον τελευταίο των Ρουλιέσκι, τον τελευταίο γιο της καταραμένης οικογένειας.

(Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ