Όλος ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί έξω από τον μεγαλοπρεπή ναό και άκουγε δακρυσμένος τον τελευταίο λόγο του αυτοκράτορα. Κληρικοί, στρατιώτες και απλοί πολίτες, όλοι τους αγκαλιασμένοι να κρέμονται από τα χείλη του άρχοντά τους. Ο λόγος του πύρινος, άξιος γιος των Ελλήνων και των Ρωμαίων, έκανε τις καρδιές όλων να ανάψουν με τη φλόγα της αυταπάρνησης και της μάχης μέχρις εσχάτων για την πίστη, την ελευθερία, την πατρίδα και την οικογένεια. Ο Ρωμανός Δαμασκηνός ήταν κι αυτός εκεί, ακουμπώντας σε ένα τοίχο να παρακολουθεί με θαυμασμό το παλικάρι από το Μυστρά και να σκέφτεται πόσο δύσκολο θα πρέπει να είναι για τον αυτοκράτορα να προσπαθεί να ανεβάσει το ηθικό ενός λαού που είναι πια καταδικασμένος. Οι Οθωμανοί θα έπαιρναν την Πόλη, αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα της δίμηνης πολιορκίας.
«…Λοιπόν αδέρφια και συμπολεμιστές μου, να είστε όλοι έτοιμοι το πρωί. Με τη δύναμη που μας δίνει ο Θεός και τη βοήθεια της Αγίας Τριάδας, στην οποία στηρίζουμε όλες μας τις ελπίδες, ας κάνουμε τους εχθρούς μας να φύγουν νικημένοι από την πόλη μας» και με τα λόγια αυτά ο αυτοκράτορας σώπασε και ο λαός ξέσπασε σε χειροκροτήματα και κραυγές φανατισμένες για μάχη μέχρι το τέλος. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος μπήκε στην Αγιά Σοφιά και προσευχήθηκε για τελευταία φορά, ζητώντας συγχώρεση από το Θεό και από όσους ήταν εκεί γύρω του. Προετοιμάστηκε σαν καλός και άξιος χριστιανός στρατιώτης για την τελευταία μάχη που θα δώσει, τη μάχη για να κρατήσει στη ζωή τη σάρκα αλλά και την ψυχή του. Η ύστατη σύγκρουση των άπιστων του Σουλτάνου και των ορθό0οξων χριστιανών του Βυζαντίου. Η τελική αναμέτρηση του Αλλάχ και του Θεού του Ιησού Χριστού.
Το επόμενο πρωί δεν άργησε να έρθει και ο Ρωμανός βρίσκονταν ήδη στην πρώτη γραμμή της μάχης στο πλευρό του Μέγα Δούκα, Λουκά Νοταρά. Σκοπός τους ήταν να κρατήσουν όσο πιο πολύ μπορούσαν το σημείο και να υπερασπιστούν με κάθε τρόπο τη βόρεια πλευρά της πόλης, πίσω ακριβώς από την Κερκόπορτα. Η μάχη ήταν σκληρή, ο Ρωμανός ήταν πραγματικά σα λυσσασμένο λιοντάρι που διέλυε τα πάντα στο διάβα του. Όποιος Οθωμανός έκανε το λάθος να περάσει μέσα στην Πόλη από τα μισογκρεμισμένα τείχη αμέσως έχανε το κεφάλι του από τον Δαμασκηνό. Ο Νοταράς γεμάτος αίματα από τη σφαγή των απίστων αναθάρρησε βλέποντας τα κατορθώματα του υπασπιστή του και φώναξε στους υπόλοιπους στρατιώτες να πιέσουν τους εχθρούς τους ακόμα περισσότερο. Και εκεί που όλα έδειχναν ότι το σημείο πίσω από την Κερκόπορτα θα άντεχε πάλι στην οθωμανική ορμή, ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός κρότος από μακριά και μετά από δύο δευτερόλεπτα μια τεράστια, πέτρινη μπάλα διέλυσε τα τείχη μπροστά στα έντρομα μάτια του Ρωμανού. Οι Οθωμανοί ξεχύθηκαν με αλαλαγμούς και έπεσαν με λύσσα πάνω στα πρωτοπαλίκαρα του Νοταρά, την ώρα που εκείνος στράφηκε στον Δαμασκηνό και του είπε: «Τρέχα βρες τον αυτοκράτορα και πες του τι έγινε εδώ. Η Πόλη έπεσε! Ένδοξη θα ‘ναι η μέρα που θα ξανανταμώσουμε στους ουρανούς!» και με αυτά τα λόγια ο Μέγας Δούκας, αφού ασπάστηκε τον υπασπιστή του, έβγαλε μια πολεμική κραυγή αντάξια του Λεωνίδα και των άλλων ηρώων της αρχαίας Ελλάδας και ρίχτηκε στους βάρβαρους.
Ο Ρωμανός καβάλησε ένα άλογο που βρέθηκε μπροστά του αφού πρώτα κατέβασε από τη σέλα το νεκρό ιππότη που έμεινε πάνω στο ζωντανό, σκοτωμένος από τα βέλη του εχθρού. Κάλπασε με όση ταχύτητα μπορούσε μέχρι την πύλη του Αγίου Ρωμανού και από μακριά είδε τον αυτοκράτορα. Ήταν σαν θεός, σαν ένας αρχαίος πολεμιστής γεμάτος με κόκκινη λάσπη, αίμα των πεθαμένων που αναμίχθηκε με το χώμα του εδάφους. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το αγαπημένο του σπαθί και στο αριστερό μια ασημένια ασπίδα, που είχε μπροστά της ανάγλυφο τον θυρεό των Παλαιολόγων ο οποίος έλαμπε από το φως του καυτού ήλιου. Ο αυτοκράτορας σχεδόν μόνος του αμυνόταν στα κύματα των οθωμανικών επιθέσεων και σιγά σιγά οι εχθροί του τον περικύκλωσαν. Τότε ο Ρωμανός πιάνοντας στο ένα του χέρι ένα δόρυ που βρήκε καρφωμένο στο έδαφος, κάλπασε μέχρι τον όχλο των βάρβαρων και ρίχτηκε στη μάχη. Χτυπούσε και ξαναχτυπούσε μέχρι που άνοιξε δρόμο και βρέθηκε δίπλα στον Κωνσταντίνο. Πήδηξε κάτω από το άλογο και έκατσε πλάτη με πλάτη με τον αυτοκράτορα και πολεμούσαν με τόση ορμή που οι αμέτρητοι άπιστοι αδυνατούσαν να τους πλησιάσουν. «Άρχοντά μου η Πόλη μας έπεσε! Η Κερκόπορτα διαλύθηκε τελείως και ο Μέγας Δούκας με έστειλε να σου δώσω αυτό το τραγικό μήνυμα. Οι άπιστοι μπήκαν στη βασιλεύουσα!», ήταν τα λόγια του Δαμασκηνού αλλά ο αυτοκράτορας έμεινε ήρεμος και ένα μικρό χαμόγελο έσκασε στο πρόσωπό του.
«Ρωμανέ, ο Θεός σε έστειλε, αλήθεια! Πάρε το άλογό μου και κάλπασε με όλη σου τη δύναμη μέσα από τις γραμμές των εχθρών. Πρέπει να φτάσεις μέχρι το Άγιο Όρος και να τους πεις τι έρχεται μετά την άλωση!», ήταν τα λόγια του Κωνσταντίνου ο οποίος συνέχισε να πολεμά σαν πραγματικό λιοντάρι. Ο Δαμασκηνός δίστασε να κάνει πράξη την εντολή του αυτοκράτορα και τότε ο Παλαιολόγος γύρισε και του φώναξε χαμογελώντας: «Φύγε ευλογημένε, φύγε μακριά! Οι Έλληνες πρόγονοί μας θα είναι περήφανοι για μας σήμερα!» και αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο Ρωμανός άκουσε τη φωνή του αγαπημένου του αυτοκράτορα. Χωρίς άλλο δισταγμό καβάλησε το άλογο του Παλαιολόγου και κάλπασε μέχρι τη Χρυσή Πύλη στο νότιο άκρο της Πόλης. Κοίταξε ερευνητικά τα μισογκρεμισμένα τείχη και είδε ένα μικρό άνοιγμα που ήταν άδειο από εχθρούς. Όλοι πολεμούσαν λίγο πιο δίπλα, μπροστά από ένα άλλο άνοιγμα και το σημείο είχε μείνει αφρούρητο. Ο Δαμασκηνός βγήκε από τα τείχη της Πόλης και βρέθηκε μπροστά σε ένα τρομακτικό θέαμα. Όπου κι αν κοιτούσε το μόνο που έβλεπε ήταν Οθωμανοί στρατιώτες, αμέτρητοι σαν τα μυρμήγκια και κάτι τεράστια κανόνια με τα οποία είχαν ρημάξει για δύο μήνες την Κωνσταντινούπολη. Για καλή του τύχη σχεδόν όλος ο στρατός των άπιστων είχε επικεντρωθεί στην άλωση και την καταστροφή της Πόλης οπότε όλοι έτρεχαν να μπουν μέσα από τα γκρεμισμένα τείχη. Μονάχα μερικοί τοξότες τον πήραν χαμπάρι αλλά ο ίδιος ήταν ήδη τόσο μακριά που τα βέλη τους δε μπορούσαν να τον χτυπήσουν. Μόλις πέρασε και τις τελευταίες σκηνές από το στρατόπεδο του Ισαάκ πασά τότε μόνο μπορούσε να αισθανθεί ασφαλής, τουλάχιστον προσωρινά γιατί οι Οθωμανοί είχαν ήδη κατακτήσει και την υπόλοιπη Ελλάδα εκτός από το Μυστρά.
Βγήκε από τον κύριο δρόμο και ξεκίνησε να ακολουθεί ένα μονοπάτι μέσα από το δάσος κοντά στη θάλασσα. Κάλπασε μέχρι να πέσει η νύχτα και μόλις σκοτείνιασε σταμάτησε δίπλα από ένα ποτάμι και κατέβηκε από το άλογο. Δεν άναψε φωτιά μιας και βρίσκονταν σε εχθρικό έδαφος πια και έπεσε για λίγο να ξεκουραστεί έχοντας το ένα του μάτι ανοιχτό. Το πρωί δεν άργησε να έρθει και ο Ρωμανός συνέχισε το ταξίδι του. Αν δεν σταματούσε το βράδυ τότε το επόμενο πρωί θα έβλεπε το Άγιο Όρος στο βάθος του ορίζοντα. Ξαφνικά κι ενώ είχε προχωρήσει η μέρα προς τη μέση της, άκουσε από μακριά χλιμιντρίσματα και ποδοβολητό από άλογα. «Κάτι έρχεται», σκέφτηκε σκυθρωπός και χωρίς να χάσει χρόνο κρύφτηκε μαζί με το ζωντανό μέσα στην πυκνή βλάστηση του δάσους. Μετά από πολύ λίγο ο Ρωμανός είδε ένα θέαμα που τον κατατρόμαξε! Τέσσερις καβαλάρηδες, όλοι τους ντυμένοι με διαφορετικά χρώματα, φάνηκαν στο μονοπάτι που ακολουθούσε ο Δαμασκηνός. Πλησίασαν το σημείο που είχε κρυφτεί ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα και έτσι κατάφερε να τους δει καλύτερα και ο ίδιος. Όλοι τους φορούσαν ασημένιες πανοπλίες, ενώ μέσα από τις περικεφαλαίες τους δε μπορούσε να διακρίνει ούτε το στόμα, ούτε τα μάτια τους. Λες και δεν είχαν πρόσωπα… Λες και ήταν φαντάσματα και όχι στρατιώτες…
Αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο Ρωμανό ήταν ότι αυτοί οι στρατιώτες πιο πολύ έμοιαζαν για βυζαντινοί ιππότες παρά για Οθωμανοί. Αλλά κοιτάζοντάς τους παρατήρησε τα χρώματα των χιτώνων τους. Ο πρώτος φορούσε πράσινο, ο δεύτερος κόκκινο, ο τρίτος μαύρο και ο τέταρτος λευκό. Κάτι του θύμιζαν αυτά τα χρώματα, κάτι που είχε διαβάσει πιο μικρός, τότε που δεν ήξερε τι είναι ο πόλεμος, το αίμα, ο θάνατος. Και μετά από λίγο οι τέσσερις καβαλάρηδες πήδηξαν και πάλι στα άλογά τους και εξαφανίστηκαν από το τοπίο. Ο Ρωμανός περίμενε κάμποσο και αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν τον έχει δει κανένα μάτι, τότε μόνο πήδηξε και πάλι στο άλογο του αυτοκράτορα και συνέχισε το ταξίδι του. Ήξερε πια ότι δεν είχε πολύ χρόνο και ότι αυτοί οι περίεργοι καβαλάρηδες τον κυνηγούσαν. Έπρεπε να βιαστεί, η αποστολή που του είχε αναθέσει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν μπορούσε να αποτύχει. Οι καλόγεροι και οι μοναχοί στο Άγιο Όρος έπρεπε να ενημερωθούν για την πτώση της Πόλης όσο πιο γρήγορα γινόταν για να προετοιμάσουν τον υποδουλωμένο ελληνικό λαό για τη μοίρα που τον περίμενε. Να βρουν το θάρρος και την πίστη να αντέξουν σε όλες τις δοκιμασίες που θα τους έβαζε ο οθωμανικός ζυγός. Το ελληνικό γένος πρέπει πάση θυσία να επιβιώσει και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι μέσα από τη θρησκεία και την πίστη σε μια καλύτερη ζωή ακόμα και μετά το θάνατο.
Προχώρησε αρκετά μέχρι να τον πιάσει και πάλι η νύχτα. Κάποια στιγμή νωρίτερα, το απόγευμα, είχε συναντήσει δυο Οθωμανούς ιχνηλάτες στο δάσος και αφού τους αιφνιδίασε, σκότωσε τον έναν και τον άλλο τον ρώτησε για τους καβαλάρηδες που τον έψαχναν. Ανικανοποίητος από την απάντηση του ιχνηλάτη τον αποκεφάλισε και έκρυψε τα πτώματα στην πυκνή βλάστηση, να γίνουν τροφή για τα θηρία της περιοχής. Το βράδυ λοιπόν και αφού έφτασε κοντά σε μια σπηλιά, πάνω από τον γκρεμό και τη θάλασσα του Αιγαίου, άκουσε και πάλι χλιμιντρίσματα κοντά του. Έκρυψε το άλογό του λίγο πιο μακριά και γύρισε και μπήκε μέσα στη σπηλιά. Ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι τέλους με τους καβαλάρηδες. Έφτασε μέχρι το τέλος του σπηλαίου και κρύφτηκε στα σκοτάδια. Ξαφνικά άκουσε τις σιδερένιες μπότες κάποιου από τους καβαλάρηδες καθώς τον πλησίαζε και έσφιξε στο χέρι του το σπαθί του. Μόλις ο ιππότης έφτασε δύο μέτρα μακριά του τότε ο Ρωμανός με τρομακτική ταχύτητα σήκωσε το σπαθί του και έκοψε το κεφάλι του διώκτη του. Αλλά επειδή φοβήθηκε μην είναι και οι υπόλοιποι εκεί και τον στριμώξουν, βγήκε γρήγορα από τη σπηλιά και πήγε να βρει το άλογό του για να συνεχίσει την αποστολή του. Δυστυχώς για τον Δαμασκηνό ακόμα ένας καβαλάρης τον περίμενε έξω, δίπλα από τον γκρεμό και μόλις είδε τον υπασπιστή του Νοταρά τράβηξε το ξίφος του και περπάτησε απειλητικά προς το μέρος του. Ο Ρωμανός έτρεξε πάνω στον αντίπαλό του, απέφυγε το χτύπημά του και τον έσπρωξε με το σπαθί του. Ο καβαλάρης έπεσε πίσω στον γκρεμό και τελευταία στιγμή πιάστηκε με το χέρι του από την άκρη. Ο Δαμασκηνός τον πλησίασε, του έδωσε το χέρι του για να τον βοηθήσει να ανέβει, αλλά ο «κόκκινος» ιππότης αντί να απλώσει το δικό του, αφέθηκε στη μοίρα του και έπεσε στα βράχια από κάτω του. «Παράξενοι καβαλάρηδες», σκέφτηκε ο κακόμοιρος βυζαντινός στρατιώτης καθώς προχώρησε προς το σημείο που είχε κρύψει το άλογό του.
Καθώς ξημέρωσε ο Ρωμανός όπως το περίμενε, διέκρινε στο βάθος του ορίζοντα το Άγιο Όρος και τις περίφημες μονές του. Αν και οι καβαλάρηδες τον είχαν καθυστερήσει, εκείνος πιστός στον αυτοκράτορά του δεν σταμάτησε το ταξίδι του καθόλου όλη τη νύχτα και μετά από πολύ κόπο και αγωνία πλησίασε επιτέλους στον προορισμό του. Βρέθηκε μόνος του σε ένα μικρό δρόμο που ανηφόριζε για τον ιερό τόπο των ορθόδοξων χριστιανών, πάνω και δίπλα από τον κόλπο του Αγίου Όρους. Ξαφνικά το άλογό του σταμάτησε απότομα, σχεδόν κοκκάλωσε και το ίδιο έκανε και ο αναβάτης του. Μπροστά του ήταν δύο καβαλάρηδες, ο ένας με πράσινο χιτώνα και ο δεύτερος με μαύρο. Ο πρώτος κρατούσε ένα δόρυ και ο δεύτερος ένα τόξο. Ο Ρωμανός ετοιμάστηκε να τους επιτεθεί, παίρνοντας στο χέρι του το σπαθί του αλλά ένας ήχος που άκουσε από πίσω του τον έκανε να παγώσει! Γύρισε το κεφάλι του και αυτό που είδε τον τάραξε τόσο πολύ που του έπεσε το όπλο από το χέρι. Στεκόντουσαν εκεί, στο δρόμο που οδηγούσε στο τέλος της αποστολής του Δαμασκηνού, άλλοι δύο καβαλάρηδες, αυτός με τον κόκκινο χιτώνα και εκείνος με τον λευκό. «Μα πως είναι δυνατόν», σκέφτηκε ταραγμένος ο Ρωμανός βλέποντας και πάλι τέσσερις ιππότες αντί για δύο. «Εσένα σε σκότωσα καταραμένε! Και το κεφάλι του άλλου το έκοψα από τη θέση του», είπε αρχικά κοιτάζοντας τον «κόκκινο» αναβάτη και μετά τους υπόλοιπους. Τον είχαν κυκλώσει και τον πλησίαζαν, το τέλος του Ρωμανού ήταν κοντά.
Και τότε ήταν που ο υπασπιστής του Μεγάλου Δούκα της Πόλης, Λουκά Νοταρά, κατάλαβε με ποιους είχε να κάνει. Δεν ήταν άνθρωποι αυτοί, ούτε Οθωμανοί, ούτε τίποτα. Ήταν οι τιμωροί του Θεού, εκείνοι οι τέσσερις καβαλάρηδες που θα έφερναν την καταστροφή σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αυτοί που ανέφερε ο μεγάλος ευαγγελιστής Ιωάννης, στο τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης που είναι η Αποκάλυψη. Είναι οι τέσσερις πληγές που θα στείλει ο Θεός στους ανθρώπους για να προετοιμάσουν το έδαφος για την Τελική Κρίση. Ο Ρωμανός άρχισε να τρέχει προς το μοναστήρι, προσπάθησε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Ξαφνικά σταμάτησε καθώς ένα βέλος τον πέτυχε στη γάμπα του δεξιού του ποδιού και τον έριξε στα γόνατά του. Ο «πράσινος» καβαλάρης τον σημάδεψε και πέταξε το δόρυ του από μακριά και τρύπησε στη μέση το κακόμοιρο παλικάρι. Ο «λευκός» πλησίασε και χάιδεψε με νόημα τον Ρωμανό στο κεφάλι την ώρα που ο «κόκκινος», πήρε θέση δίπλα από τον Δαμασκηνό και σήκωσε ψηλά το σπαθί του. «Έχε γεια ελευθερία! Έχε γεια πατρίδα μου!», ήταν τα τελευταία λόγια του Ρωμανού πριν αποκεφαλιστεί από τον πορφυρό καβαλάρη.


(Ορισμένα πρόσωπα και τοποθεσίες του κειμένου είναι πραγματικά αλλά η ιστορία είναι πέρα για πέρα φανταστική και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ