Η πανδημία είχε φτάσει στο χειρότερο σημείο της. Ο κόσμος ερήμωσε, οι πόλεις έμοιαζαν με νεκροταφεία τσιμέντου και σιδηροκατασκευών. Αυτοκίνητα παρατημένα στους δρόμους, μηχανάκια πεταμένα σε σοκάκια και αυλές σπιτιών. Τα πλοία είχαν μείνει αγκυροβολημένα στα λιμάνια για τόσο καιρό που η θαλάσσια ζωή είχε δημιουργήσει ένα… καινούργιο σκαρί στο κάτω μέρος του κήτους. Τα ραδιόφωνα έπαιζαν συνεχώς τον ίδιο άψυχο, χαρακτηριστικό θόρυβο που ακούς όταν δεν μπορείς να πιάσεις σήμα ενώ οι τηλεοράσεις -για όποιον ζούσε ακόμα και μπορούσε να δει- είχαν μόνιμα «χιόνια» και τίποτε άλλο. Η συντέλεια του κόσμου έμοιαζε να είναι στο κατώφλι της ανθρωπότητας και τίποτα δεν έδειχνε ικανό να αλλάξει την κατάσταση.
Ο Κίραλι έβαλε τις μπότες του, φόρεσε το χοντρό του μπουφάν γιατί έξω έκανε ψοφόκρυο, έβαλε το κράνος μηχανής που είχε βρει πριν από δυο μέρες σε ένα άδειο διαμέρισμα και στα χέρια του φόρεσε γάντια μεγάλης αντοχής στο κρύο. Πριν βγει έξω, πήρε στα χέρια του το «όπλο» του, ένα σκουπόξυλο που στη μία του μεριά είχε… κολλήσει έναν μεγάλο μπαλτά για κρέατα και στην άλλη ένα ξίφος του 17ου αιώνα, οικογενειακό κειμήλιο που ο ίδιος κουβαλούσε για γούρι όταν πήγαινε στους αγώνες. Ο Κίραλι πριν την πανδημία, έκανε ξιφασκία στο κορυφαίο επίπεδο και μάλιστα είχε προλάβει να πάρει δύο χρυσά μετάλλια, στο παγκόσμιο και το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα νέων ανδρών του 2018 και του 2019. Είχε μια κάποια εμπειρία με τα σπαθιά αλλά τόσο καιρό που έμενε μόνος του δεν έχασε ευκαιρία να μάθει να χειρίζεται άψογα το καινούργιο του όπλο. Άλλωστε δεν θα είχε επιβιώσει εκεί έξω για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, είτε θα είχε πεθάνει από τον ιό, είτε από κάποιον από τους μολυσμένους, είτε από τους συλλέκτες.
Ο ίδιος ο Κίραλι είχε βγάλει αυτά τα ονόματα για να ξεχωρίζει τον κίνδυνο. Αν δηλαδή συναντούσε μολυσμένους τότε συνήθως πήγαινε από άλλη διαδρομή. Αν έβρισκε συλλέκτες και ήταν λίγοι στον αριθμό τότε τους έστηνε ενέδρα και τους λήστευε για να βρει καινούργιες προμήθειες. Όσον αφορά τον ιό τα πράγματα ήταν λίγο πολύ ξεκάθαρα. Αν τον κολλούσες τότε ήσουν καταδικασμένος. Αν όχι τότε ήσουν από τους λίγους «καταραμένους» που είχαν την ατυχία να συνεχίσουν να ζουν σε τούτο τον διαλυμένο κόσμο. Και αντί οι επιζώντες να βοηθούν ο ένας τον άλλο και να μαζεύονται σε έναν τόπο και να δημιουργούν μικρές κοινωνίες, προτιμούσαν να σκοτώσουν και να ληστέψουν. Όπως ακριβώς έκανε και ο ίδιος ο Κίραλι.
Βγαίνοντας έξω από το διαμέρισμά του, προχώρησε σιγά σιγά προς τις σκάλες που οδηγούσαν στην ταράτσα. Πέταξε ένα άδειο κουτάκι από αναψυκτικό για να κάνει θόρυβο και να τραβήξει πάνω του όποιον μολυσμένο μπορεί να υπήρχε στον όροφο. Ευτυχώς αυτή τη φορά δεν υπήρξε κάποια απειλή και ο Κίραλι συνέχισε να ανεβαίνει μέχρι πάνω. Βγαίνοντας στην ταράτσα, έβγαλε το κράνος του και πήρε μια βαθιά ανάσα, άφησε τον καθαρό αέρα να του γεμίσει τα πνευμόνια. Ένα από τα καλά της πανδημίας και της καταστροφής που είχε γίνει, ήταν να καθαρίσει εντελώς η ατμόσφαιρα από τη ρύπανση των οχημάτων και των εργοστασίων. Προχώρησε προς την άκρη της ταράτσας και έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν ένα ζευγάρι κιάλια. Κοίταξε στην απέναντι πολυκατοικία, έτσι για να περάσει η ώρα του και αυτό που είδε πρέπει να τον τάραξε γιατί για μια στιγμή σταμάτησε να κοιτάζει και κούνησε λυπημένος το κεφάλι του. Ξανακοίταξε στο δεύτερο διαμέρισμα του 20ου ορόφου και παρακολούθησε πέντε με έξι περίπου μολυσμένους να ξεσκίζουν το στομάχι μιας κακόμοιρης νεαρής γυναίκας που δεν κατάφερε να τους ξεφύγει. Μόλις τελείωσαν το… γεύμα τους οι μολυσμένοι έφυγαν από το σημείο και μετά από μισή ώρα περίπου, η νεκρή γυναίκα άρχισε να έχει σπασμούς και στο τέλος σηκώθηκε μεταμορφωμένη και αυτή σε ένα ακόμα τέρας της πανδημίας.
Ο Κίραλι δεν κατάφερε ποτέ να μάθει τι απέγιναν οι δικοί του. Όταν ξέσπασε το κακό, πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, ο ίδιος ήταν σε ταξίδι στην Αμερική με το αθλητικό κολέγιο. Είχε πάει για αγώνες και για σεμινάριο ξιφασκίας που θα γινόταν στην Ουάσιγκτον, εκεί που είχαν κληθεί τα καλύτερα κολέγια του αθλήματος όπως ήταν το δικό του, το διάσημο «Κολέγιο Ξιφασκίας της Ουκρανίας». Τα πρώτα σημάδια της πανδημίας είχαν τον κλασικό χαρακτήρα. Μάσκες παντού, περιορισμός των μετακινήσεων του κόσμου και στο τέλος εγκλεισμός του πληθυσμού στα σπίτια του μέχρι να βγει το εμβόλιο. Δυστυχώς οι επιστήμονες αυτή τη φορά δεν τα κατάφεραν και από εκεί και πέρα ο υπερπληθυσμός της Γης έκανε τη δουλειά του. Πρώτα διαλύθηκε η Κίνα και η Ινδία και από κει και πέρα το χάος. Ο τουρισμός ήταν αυτός που έφερε την ασθένεια στην Ευρώπη και από εκεί πήγε στην Αμερική, όπου σε διάστημα έξι μηνών όλα είχαν καταστραφεί και τα τέρατα έκαναν… κουμάντο στους δρόμους και στις πόλεις. Το τελευταίο «οχυρό» της Γης που έπεσε τελικά ήταν η Αφρική. Βασικός λόγος ήταν ότι πάρα πολλοί άνθρωποι έμεναν στην έρημο και έτσι η μετάδοση της ασθένειας άργησε να γίνει αλλά στο τέλος τα τέρατα επικράτησαν και μάλιστα μετά τους ανθρώπους άρχισαν να κυνηγούν τα άγρια ζώα της σαβάνας. Το «καλό» στην όλη καταστροφή ήταν ότι η ασθένεια δεν μεταδίδονταν από τους ανθρώπους στα ζώα γιατί άντε μετά να τα βγάλεις πέρα με μολυσμένα λιοντάρια και ελέφαντες.
Η τελευταία επικοινωνία που είχε ο ίδιος ο Κίραλι με την οικογένειά του ήταν όταν ξεκίνησε ο αποκλεισμός στην Ουκρανία. «Θα μιλήσουμε πάλι αύριο αγόρι μου. Κοίταξε να προσέχεις και να μην κυκλοφορείς πολύ συχνά», ήταν τα λόγια που του είπε η μάνα του πριν κοπεί η γραμμή. Από τότε μέχρι σήμερα ο νεαρός Ουκρανός είναι μόνος κι έρμος στον κόσμο και μάλιστα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του. Αν και έτσι όπως έγινε ο πλανήτης, όπου και να πας αντιμετωπίζεις τα ίδια προβλήματα. Ερημιά, μολυσμένοι και συλλέκτες, «επιτέλους η παγκοσμιοποίηση τα κατάφερε», έλεγε χαριτολογώντας ο Κίραλι κοιτάζοντας που και που ένα μικρό καθρεφτάκι που είχε πάντοτε μαζί του. Ήθελε να θυμάται πως είναι ένας κανονικός άνθρωπος και κάθε φορά που βρισκόταν σε δύσκολη θέση ή αγχωνόταν, τότε έβγαζε το καθρεφτάκι και κοίταζε τα μούτρα του. Άλλες φορές έπιανε διάλογο με την αντανάκλασή του, έτσι για παρέα, για να σπάσει ο πάγος της μοναξιάς του.
Συνέχισε να κοιτάζει με τα κιάλια και είδε ένα μαγαζί με όπλα, στον απέναντι δρόμο από την πλατεία που βρισκόταν μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας του. «Οπότε για σήμερα αυτή είναι η αποστολή μας. Θα τσεκάρουμε το μαγαζί για τρίτη και τελευταία φορά» σκέφτηκε και έκανε να φύγει προς τα σκαλιά για να κατέβει στην είσοδο. Αμέσως πριν βάλει το κράνος, του φάνηκε ότι άκουσε μια κραυγή από μακριά. Έτρεξε σφαίρα προς την άκρη της ταράτσας και έβγαλε τα κιάλια του, ψάχνοντας με αγωνία να βρει αυτόν ή αυτήν που φώναξε. Είδε κάτω στο δρόμο, στη μεριά που ήταν το μαγαζί με τα όπλα, μια κοπέλα η οποία είχε ανέβει στην οροφή ενός φορτηγού και γύρω από το μεγάλο αυτοκίνητο ήταν μαζεμένοι καμιά δεκαριά από τους μολυσμένους. «Χαμένη υπόθεση», ήταν η πρώτη σκέψη του Κίραλι και έφυγε γρήγορα από την ταράτσα, έβαλε το κράνος του και κατέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας μέχρι την είσοδο. Ξεμπλόκαρε την πόρτα και βγήκε έξω με προσοχή. Έδεσε με μια αλυσίδα το χερούλι της πόρτας με εκείνο τα διπλανής και τα κλείδωσε με ένα χοντρό λουκέτο. «Μολυσμένοι δεν πρόκειται να μπουν. Για τους συλλέκτες όμως δεν μπορώ να είμαι σίγουρος», είπε στον εαυτό του κοιτάζοντας τον καθρέφτη και αφού τον έβαλε πάλι στην τσέπη από το μπουφάν του, ξεκίνησε για το μαγαζί με τα όπλα.
Παρατήρησε την πλατεία και αφού σιγουρεύτηκε ότι ήταν άδεια, προχώρησε πολύ προσεκτικά προς το μαγαζί με τα όπλα. Φτάνοντας στη μέση της πλατείας κρύφτηκε πίσω από το μνημείο που βρισκόταν εκεί, έβγαλε πάλι τα κιάλια και τσέκαρε το μαγαζί για να βρει ένα καλό σημείο για να μπει μέσα. Την τελευταία φορά που έφυγε από εκεί, είχε αναγκαστεί να γκρεμίσει την εξώπορτα για να ξεφύγει από κάτι μολυσμένους που τον είχαν στριμώξει μέσα. Πίστευε ότι μετά από τόσο καιρό θα είχαν πεθάνει από ασιτία αφού δεν υπήρχε τίποτε να φάνε. Ξαφνικά πάγωσε! Κοίταξε την είσοδο με τα κιάλια και είδε ότι τα τέρατα την είχαν διαλύσει και είχαν βγει έξω. Και μάλιστα αναγνώρισε το ένα από αυτά ανάμεσα σε εκείνα που είχαν στριμώξει την κοπέλα στο φορτηγό. Ήταν ένας μεγάλος, παχύς τύπος, με ξεσκισμένη την πλάτη του από τις δαγκωματιές πριν μεταμορφωθεί, ο οποίος έπεφτε με όλη του τη δύναμη πάνω στο μπροστινό μέρος του φορτηγού και συνέχιζε ξανά και ξανά, μέχρι να λιώσει και να διαλυθεί το κορμί του από τα χτυπήματα. Η κοπέλα ήταν σε κατάσταση σοκ, είχε διπλωθεί σε εμβρυακή στάση στην οροφή του φορτηγού και δεν κουνιόταν καθόλου. Αν ο Κίραλι δεν τη βοηθούσε τότε ήταν καταδικασμένη σε έναν τρομερό και επώδυνο θάνατο. Τους μέτρησε άλλη μία φορά για να ξέρει τι θα αντιμετώπιζε και του βγήκαν εννέα. «Τέλεια», είπε απογοητευμένος γιατί γνώριζε πόσο δύσκολο ήταν αυτό που πήγαινε να κάνει. Έπρεπε να παραβεί τον πιο κλασικό κανόνα σε τέτοιες περιπτώσεις: Σώσε τον εαυτό σου!
Προχώρησε προς την άκρη της πλατείας και βγαίνοντας στο δρόμο, έτρεξε να κρυφτεί πίσω από ένα αυτοκίνητο. Τώρα το φορτηγό το έβλεπε στην ευθεία του και παρατήρησε ότι πέντε από τους μολυσμένους, είχαν γυρισμένη την πλάτη τους σε αυτόν και ήταν όπως και οι υπόλοιποι απασχολημένοι με το άφταστο… γεύμα. Πήρε στα χέρια του μια πέτρα και την πέταξε στο τζάμι ενός παρατημένου αυτοκινήτου. Τα τέρατα άρχισαν να περπατούν, αργά και βασανιστικά προς το σημείο. Ο Κίραλι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και πλησίασε το φορτηγό. «Ψιτ! Έι! Εσύ εκεί πάνω!», φώναξε όσο πιο σιγά μπορούσε στην κοπέλα. Εκείνη τον κοίταξε και άρχισε να κλαίει από ευτυχία για την τύχη της να συναντήσει άνθρωπο εκεί πέρα. Ο Κίραλι της έκανε νόημα να μην κάνει θόρυβο και της ζήτησε να κατέβει ήσυχα από το φορτηγό αλλά για κακή τους τύχη, οι μολυσμένοι βαρέθηκαν να κοιτάζουν το αυτοκίνητο και άρχισαν να γυρίζουν προς την κοπέλα. Ο νεαρός Ουκρανός έτρεξε πάλι και κρύφτηκε πίσω από κάτι κάδους σκουπιδιών. Πρόσεξε ότι αυτή τη φορά ήταν τρία τα τέρατα που του είχαν γυρίσει την πλάτη και έτσι δεν έχασε ευκαιρία. Προχώρησε πολύ σιγά, σαν τη λέαινα που πλησιάζει το θύμα της, γύρισε το όπλο του από τη μεριά που είχε τον μπαλτά και ρίχτηκε στη μάχη.
Το πρώτο του χτύπημα βρήκε τον μολυσμένο στο λαιμό αλλά για κακή του τύχη ο μπαλτάς σφήνωσε και όπως τράβηξε το σκουπόξυλο για να τον ξεκολλήσει, εκείνο έσπασε. Ο Κίραλι βρέθηκε στο έδαφος και το τέρας μπροστά του απέκτησε την παρέα των άλλων δύο μολυσμένων που ήταν κοντά του. Ο νεαρός δεν πτοήθηκε, σηκώθηκε γρήγορα και έβγαλε το σπαθί από το σκουπόξυλο. Δίχως να χάσει χρόνο, έμπηξε το σπασμένο ξύλο στα μελίγγια του πρώτου τέρατος που βρήκε μπροστά του και με μια αριστοτεχνική κίνηση, έκοψε το κεφάλι του επόμενου και αποτελείωσε εκείνο που περπάταγε με τον μπαλτά σφηνωμένο στο λαιμό του. Ο Κίραλι απομακρύνθηκε από το σημείο και έκανε θόρυβο για να τον ακολουθήσουν τα υπόλοιπα πέντε τέρατα. Έκατσε όρθιος ανάμεσα σε δυο αμάξια για να τα έχει μπροστά του και να μην κινδυνέψει να τον περικυκλώσουν. Ευτυχώς για τον ίδιο, οι μολυσμένοι πλησίασαν αραιά ο ένας από τον άλλο και έτσι ο Ουκρανός ξιφομάχος είχε σχετικά εύκολο έργο. Αποκεφάλισε τους δύο πρώτους, έκοψε το πόδι του τρίτου και τον άφησε να σέρνεται στο έδαφος ενώ του τέταρτου του έκοψε το κεφάλι στα δύο. Ο Κίραλι γεμάτος αίματα, έβγαλε το κράνος του για να βλέπει καλύτερα και έτρεξε προς τον παχύ μολυσμένο που είχε ξανασυναντήσει στο μαγαζί με τα όπλα. Προσπάθησε να του κόψει το κεφάλι αλλά το σπαθί σφήνωσε στα ξύγκια του λαιμού του τέρατος και εντελώς απροσδόκητα, ο νεαρός Ουκρανός βρέθηκε άοπλος, να τον κυνηγά ένας τεράστιος μολυσμένος. Ο Κίραλι σκέφτηκε γρήγορα, πήδηξε στο καπό ενός αυτοκινήτου και περίμενε το τέρας να τον πλησιάσει αρκετά. Μόλις ο μολυσμένος έφτασε στο αμάξι, τότε ο νεαρός πήδηξε και τον κλώτσησε με δύναμη και τον έριξε στο έδαφος. Ύστερα πήρε στα χέρια του το κράνος του και άρχισε να τον χτυπά με δύναμη στο κεφάλι μέχρι που δεν έμεινε τίποτε άλλο εκτός από σπασμένα κόκκαλα και σάπιες σάρκες.
Ο Κίραλι έμεινε ξαπλωμένος στο δρόμο και προσπαθούσε να πάρει μερικές ανάσες γιατί είχε εξουθενωθεί από τη μάχη. Φώναξε στην κοπέλα να μην φοβάται και να κατέβει από το φορτηγό και έκανε να σηκωθεί για να πάει να τη συναντήσει. Αλλά ο Ουκρανός είχε κάνει ένα θανάσιμο λάθος. Το ένα από τα τέρατα δεν το είχε σκοτώσει, μονάχα του είχε κόψει το πόδι και το άφησε να σέρνεται. Εκείνο πλησίασε αργά τον νεαρό και μόλις αυτός πήγε να φύγει για να πάει να βρει την κοπέλα, τον έπιασε από το πόδι και τον δάγκωσε στη γάμπα. Μια τρομακτική κραυγή ακούστηκε σε όλο το μήκος της πλατείας, σίγουρα όλοι οι μολυσμένοι της περιοχής θα μαζευόντουσαν πια στο σημείο. Ο Κίραλι αν και καταδικασμένος δεν το έβαλε κάτω και αφού διέλυσε το κεφάλι του τέρατος με μία πέτρα που βρήκε δίπλα του, φώναξε στην κοπέλα να κάνει γρήγορα. «Πως σε λένε;», τη ρώτησε μόλις εκείνη πλησίασε. «Μόνικα», του απάντησε η όμορφη Αφροαμερικανή, η οποία ήταν ακόμα τρομαγμένη από τη σκηνή που είχε παρακολουθήσει. «Ακολούθησε με γρήγορα, δεν έχουμε πολύ χρόνο», της είπε ο Κίραλι και άρχισε να περπατάει προς την πολυκατοικία. Φτάνοντας στην είσοδο του κτιρίου, έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του μπουφάν και ξεκλείδωσε το λουκέτο. Η Μόνικα τον βοήθησε να φράξουν την είσοδο της πολυκατοικίας από τη μέσα μεριά και ξεκίνησαν να ανεβαίνουν τις σκάλες μέχρι το δωμάτιο του νεαρού Ουκρανού. Ο Κίραλι είχε αρχίσει να ιδρώνει από τον υψηλό πυρετό που ανέβασε και έκανε νόημα στη Μόνικα να κάτσει απέναντί του.
«Δυστυχώς δεν έχουμε πολύ χρόνο, άκουσέ με προσεκτικά», της είπε και ξεκίνησε να της εξηγεί για όσα είχε μάθει σχετικά με τα τέρατα και τους συλλέκτες. Της έδειξε ένα χάρτη που είχε φτιάξει ο ίδιος, με περιοχές που ήταν «καθαρές» και άλλες που ήταν γεμάτες από τους μολυσμένους. Την πήγε στο αποθηκάκι του δωματίου, το οποίο είχε γεμίσει με κονσέρβες κάθε λογής, σοκοφρέτες που είχε βρει στην προηγούμενη… βόλτα του και πάρα πολλά μπουκάλια με νερό. «Αυτά θα σε φτάσουν το πολύ για δύο μήνες, αν δεν έχεις σκοπό να βγεις ξανά εκεί έξω», της είπε και την κοίταξε καλά καλά στο πρόσωπο. Είχε πολύ καιρό να δει έναν κανονικό άνθρωπο εκτός από εκείνον που κοιτούσε στο καθρεφτάκι του. Της χαμογέλασε με κόπο αφού ο πυρετός άρχισε να τον εξαντλεί. «Αλλά αν το πάρεις απόφαση και βγεις έξω, τότε αυτό που χρειάζεσαι είναι στην ταράτσα» της είπε και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στην οροφή της πολυκατοικίας. Μόλις έφτασαν ο Κίραλι πήρε μια βαθιά ανάσα αλλά ξεκίνησε να βήχει τόσο δυνατά που στο τέλος ξέρασε μπόλικο αίμα. «Δεν έχουμε καθόλου χρόνο», μονολογούσε ο κακόμοιρος Ουκρανός και περπάτησε υποβασταζόμενος από τη Μόνικα μέχρι ένα σημείο όπου βρισκόταν ένα μεγάλο, μαύρο κουτί. Ήταν ένα τεράστιο μπαούλο, ένας χώρος αποθήκευσης που χρησιμοποιούσε ο Κίραλι για να βάζει μέσα όσα όπλα και σφαίρες έβρισκε στις «βόλτες» του. «Αν ποτέ θελήσεις να βγεις εκεί έξω, είτε για προμήθειες, είτε για να φύγεις από εδώ πέρα, εδώ θα βρεις ότι σου χρειάζεται» και λέγοντας αυτά τα λόγια σωριάστηκε στο έδαφος.
Μετά από μισή ώρα περίπου, ο Κίραλι παραμορφωμένος από την αρρώστια, σηκώθηκε σιγά σιγά γρυλίζοντας σαν άγριος σκύλος. Είχε μεταμορφωθεί και αυτός σε ένα από τα τέρατα και άρχισε να περπατάει προς την έντρομη Μόνικα. Η νεαρή Αφροαμερικανή είχε πάρει στα χέρια της μια κοντόκαννη καραμπίνα και σημάδευε τον Ουκρανό ξιφομάχο στο κεφάλι. «Συγνώμη για όλα! Συγνώμη που έπρεπε να με σώσεις!» του είπε και πάτησε τη σκανδάλη. Ο ακέφαλος -πια- Κίραλι, έπεσε νεκρός στο έδαφος και πήγε να συναντήσει την οικογένειά του, που τόσο πολύ του είχε λείψει. Από την άλλη μεριά η Μόνικα, έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν της έναν ασύρματο και πάτησε το κουμπί: «Εδώ Μόνικα, βάση με ακούς;», φώναξε στο μηχάνημα. «Δυνατά και καθαρά Μόνικα! Που χάθηκες τόσες ώρες;», ακούστηκε να λέει μια φωνή και η νεαρή Αφροαμερικανή απάντησε: «Ελάτε στην πολυκατοικία που είναι δίπλα από την πλατεία. Είμαι στην ταράτσα, βρήκα νερό, φαγητό και όπλα. Ο τύπος που μας λήστεψε της προάλλες; Τον σκότωσα επιτέλους»…
(Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ