Μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά και πήγε προς το αυτοκίνητό του ενώ έχωσε τα χέρια του βαθιά στις τσέπες του μπουφάν γιατί ήταν χειμώνας και έξω έκανε πολύ κρύο. Αυτή τη βδομάδα είχε τη βραδινή βάρδια στο εργοστάσιο και έφευγε πάντοτε τελευταίος γιατί ήταν υπεύθυνος για το κλείσιμο των μηχανημάτων. Προχώρησε σκυφτός προς το αυτοκίνητο και έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του για να ξεκλειδώσει και να μπει μέσα. Με λίγο παίδεμα τα κατάφερε, άναψε γρήγορα το καλοριφέρ του αμαξιού και έβγαλε από το ντουλαπάκι του συνοδηγού μία χάρτινη σακούλα. Ήπιε λίγο από το ουίσκι που φύλαγε εκεί μέσα και ένιωσε το… κάψιμο στο λαιμό του και στη συνέχεια ένα μικρό κύμα ζέστης να πλημμυρίζει το κορμί του.

   «Μια γουλιά είναι αρκετή, ούτε μισή σταγόνα παραπάνω», ήταν ο άγραφος νόμος του Νικόλα. Ο σαραντάχρονος -πρώην οδηγός αγώνων- άραξε στο κάθισμά του και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο για να ζεστάνει τη μηχανή. Άναψε το ραδιόφωνο και διάλεξε τον αγαπημένο του αθλητικό σταθμό, είχε ανάγκη να ακούσει κάτι που θα τον έκανε να ξεχαστεί από τα προβλήματά του. Ο πατέρας του βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο, σε τελικό στάδιο καρκίνου στον εγκέφαλο, ενώ πριν από ένα μήνα περίπου χώρισε με τη γυναίκα του, η οποία του πέταξε ένα «δεν μπορώ άλλο αυτή τη μιζέρια» και έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, να πάει να ζήσει με τη μάνα της. Ο Νικόλας βρισκόταν στη χειρότερη ψυχολογική κατάσταση, θυμήθηκε τα άσχημα χρόνια μετά το ατύχημα. Οι πιο άθλιες μέρες της ζωής του, οι οποίες είχαν χαραχτεί στο μυαλό και την ψυχή του.    

   «…αυτά και από μένα για σήμερα, ραντεβού αύριο πάλι, την ίδια ώρα στο ίδιο μέρος» και μετά ακολούθησε η χαρακτηριστική μουσική που έπαιζε πάντοτε μετά το τέλος της εκπομπής. Ο Νικόλας έτριψε τα μάτια του και κοίταξε το ρολόι στο χέρι του. «Αν είναι δυνατόν ρε βλάκα!», φώναξε δυνατά στον… εαυτό του γιατί κατάλαβε ότι μάλλον τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Αλλά το χειρότερο είναι ότι έπρεπε να πάει να δει τον πατέρα του στο νοσοκομείο και ότι τώρα που άργησε δύσκολα θα τον άφηναν οι νοσοκόμες να μπει μέσα. Το επισκεπτήριο είχε λήξει προ πολλής ώρας και τώρα έπρεπε να κάνει αγώνα δρόμου για να μην αργήσει κι άλλο. «Και τώρα τρέχουμε», σκέφτηκε φωναχτά ο Νικόλας και πάτησε το γκάζι όπως τότε, όταν έτρεχε στους αγώνες με τον κολλητό του τον Λάμπρο.

   Αχ ρε Λάμπρο! Άραγε θα με συγχωρέσεις ποτέ; Εγώ φταίω για όλα! Για όλα! Η μάνα σου με σιχάθηκε και με το δίκιο της. Ο πατέρας σου μαράζωσε και πέθανε από τον καημό του για το παλικάρι του που τόσο άδικα χάθηκε στην άσφαλτο. Η δική μου η μάνα δεν θέλει ούτε να με βλέπει από το ατύχημα κι έπειτα. Όλα σκατά έγιναν τότε! Όλα σκατά είναι και τώρα! Ότι παθαίνω μου αξίζει και με το παραπάνω, έτσι ώρες ώρες σκέφτομαι να τρέξω με το αμάξι μέχρι τον γκρεμό στο τέλος της πόλης και να φουντάρω μέσα να γλιτώσω.

   Κάθε βράδυ η ίδια σκέψη. Κάθε νύχτα οι ενοχές έκαναν παρέα στον Νικόλα, δεν κοιμόταν καλά, δεν έτρωγε πολύ, είχε συνέχεια νεύρα με τους πάντες και τα πάντα, είχε και τη στενοχώρια του με τον πατέρα του. Στο νοσοκομείο τελικά δεν τον άφησαν να μπει και αν και ήξερε ότι έφταιγε, προτίμησε να κάνει φασαρία και τελικά να τον πετάξουν οι φύλακες με τις κλωτσιές. Γύρισε απογοητευμένος στο σπίτι του και πήγε γρήγορα στο μπαρ του σαλονιού. Πήρε το ακριβό κονιάκ στα χέρια του και έβαλε κάμποσο σε ένα χαμηλό ποτήρι. Έκατσε στην κόκκινη πολυθρόνα, απέναντι από την ξυλόσομπα και ρούφηξε από το ποτό του με λαιμαργία. «Αφού δεν μπορώ να κοιμηθώ κανονικά, θα πιώ μέχρι να πέσω ξερός» και έχοντας αυτή τη σκέψη στο μυαλό του, έβαλε το ξυπνητήρι στο κινητό του για τις δέκα το πρωί και ξεκίνησε να πίνει.

   Άκουγε σαν σε όνειρο το κινητό του να χτυπάει. «Αμάν!», φώναξε ταραγμένος και κοίταξε να κλείσει το ξυπνητήρι. Αλλά ο ήχος που άκουγε δεν ήταν τελικά από το τηλέφωνο αλλά από το κουδούνι του σπιτιού του, το οποίο κάποιος χτυπούσε επίμονα. Σηκώθηκε με δυσκολία και το κεφάλι του πονούσε από την κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας. Προχώρησε αργά και ζαβλακωμένος προς την πόρτα και κοίταξε μέσα από το ματάκι. Ένας αστυνομικός! «Τι διάολο θέλει αυτός πρωινιάτικα;», είπε από μέσα του ο Νικόλας και άνοιξε την πόρτα. «Που είσαι ρε ηλίθιε τόση ώρα;» του είπε ο αστυνομικός και μπήκε μέσα στο σπίτι. «Λοιπόν Νικόλα, μπανιαρίσου, ντύσου, ξυρίσου και έλα μαζί μου να πάμε μέχρι το νοσοκομείο. Ο θείος πέθανε ξάδερφε, χθες το βράδυ μας άφησε και πήγε να βρει την αδερφή του», ήταν το… μαντάτο που του είπε ο Μπάμπης ο μπάτσος. Γιος της αδερφής του πατέρα του, η οποία είχε πεθάνει πριν από καμιά δεκαριά χρόνια από την ίδια ασθένεια με τον αδερφό της. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», ήταν η ατάκα που είχαν πει οι γιατροί τότε, η ίδια που είπαν και στον Νικόλα όταν πήρε τις εξετάσεις του πατέρα του.

   Δεν ένιωθε και πολλά πράγματα. Από την ώρα που έμαθε το μαντάτο με τον πατέρα του κάτι πάγωσε μέσα του και ήταν σαν ρομπότ. Καμία νευρικότητα, κενός από συναισθήματα στο πρόσωπό του. Παρακολουθούσε το φέρετρο να κατεβαίνει αργά και στο τέλος να ακουμπά κάτω στο έδαφος. Έμεινε εκεί, μόνος να κοιτάζει το τελευταίο σπίτι του… αγαπημένου του γονέα. Κάποτε η μάνα του ερχόταν πρώτη στις προτιμήσεις του αλλά μετά το ατύχημα με τον Λάμπρο, εκείνη τον μίσησε και τον έδιωξε από κοντά της. Ξαφνικά κι ενώ ο ίδιος κοίταζε προς τα κάτω, χωρίς στην ουσία να βλέπει τίποτα, ένα χέρι τον τράβηξε από τον ώμο και τον συνέφερε. «Ακόμα και σε αυτό σκατά τα έκανες! Πόσο άχρηστος πια;», είπε χωρίς δισταγμό ο Μπάμπης. Ο Νικόλας άρχισε να περπατάει προς το αυτοκίνητο, αφήνοντας πίσω του τις προσβολές που συνέχιζε να ξεφωνίζει ο ξάδερφός του. Μπήκε μέσα και άναψε τσιγάρο, προσπάθησε να βάλει μπρος το αμάξι και μόλις τα κατάφερε, άκουσε κάτι που τον έκανε να βγει έξω από το όχημα σαν τρομαγμένο παιδάκι. Νόμιζε ότι άκουσε τη φωνή του Λάμπρου, ο οποίος τον καλούσε να πάει να τον βρει. Ο κακόμοιρος ο Νικόλας, ταράχτηκε τόσο που κάθισε πιο δίπλα σε ένα παγκάκι και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

   Η ώρα πέρασε και η νύχτα έκανε την εμφάνισή της. Ο Νικόλας ήταν ακόμα εκεί, καθισμένος με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν, κοίταζε προς το νεκροταφείο, κατά το μνήμα του πατέρα του. Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και έκανε να σηκωθεί να φύγει όταν είδε κάτι με την άκρη του ματιού του. Μια μαυροφορεμένη μορφή, μάλλον γυναίκα ήταν, βρισκόταν όρθια μπροστά από τον τάφο του πατέρα του και κρατούσε ένα λουλούδι στα χέρια της. Ο Νικόλας την πλησίασε με δισταγμό, κάτι μέσα του τον έτρωγε, κάτι του έλεγε ότι την ήξερε αυτή τη γυναίκα. «Συγνώμη…», πρόφτασε να πει και η μαυροφορεμένη γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. Εκείνος πάγωσε, δεν περίμενε να δει αυτό το πρόσωπο μετά από τόσα χρόνια. «Νικόλα, τα συλλυπητήριά μου», του είπε η μάνα του δίνοντάς του το χέρι. «Έμαθα από τον Μπάμπη για τον πατέρα σου και σκέφτηκα να έρθω να τον αποχαιρετήσω κι εγώ». Ο Νικόλας δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα, είχε μείνει να κοιτάζει σαν χάνος τη γυναίκα που κάποτε λάτρευε περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο. Ένιωσε την ανάγκη να πέσει στην αγκαλιά της και να κλάψει σαν παιδί, να του πει δυο λόγια να τον παρηγορήσει, να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Κρατήθηκε! Δεν τόλμησε να κάνει ούτε βήμα, την κοίταξε στα μάτια και της είπε με τρεμάμενη φωνή: «Τι θες εσύ εδώ; Γιατί ήρθες; Τόσο καιρό που είσαι;». Η μάνα του έμεινε ακίνητη, τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω ερευνητικά και του απάντησε τόσο ψυχρά που θα πάγωνε και την πιο ζεστή καρδιά. «Νομίζεις ότι ήρθα για σένα; Αλήθεια αυτό νομίζεις; Όχι Νικόλα… Εγώ ήρθα να χαιρετήσω τον πρώην άντρα μου και θα εξαφανιστώ πάλι». Εκείνος νευρίασε τόσο πολύ που έριξε μπουνιά στον κορμό ενός δέντρου που ήταν μπροστά του. Το χέρι του μάτωσε, τον πονούσε πάρα πολύ αλλά ήταν τόσο φουντωμένος που δεν καταλάβαινε τίποτα. «Ακόμα με μισείς; Αυτό μόνο πες μου και μετά χάσου από μπροστά μου!», της φώναξε μανιασμένα και του έφυγαν μερικά σάλια από το στόμα. Η μάνα του τον κοίταξε με λύπη, του γύρισε την πλάτη και έφυγε από το νεκροταφείο. Ο Νικόλας έμεινε μόνος και πάλι, να βλαστημώντας θεούς και αγίους προχωρώντας παράλληλα για το αυτοκίνητό του.

   Έκατσε στον καναπέ του σπιτιού του εξουθενωμένος από την ταραχή που πήρε με τη μάνα του. Πήρε παραμάσχαλα το μπουκάλι με το κονιάκ και ένα χαμηλό ποτήρι, ήπιε το πρώτο ποτό μονοκοπανιά και συνέχισε στο επόμενο. Έβαλε την τηλεόραση να παίζει κάποια επανάληψη ενός αποτυχημένου σίριαλ και άναψε ένα τσιγάρο. Μάλλον τον πήρε ο ύπνος γιατί δεν κατάλαβε την τηλεόραση να κλείνει και να ανοίγει ξανά, δείχνοντας μόνο χιόνια ενώ άρχισε να αυξάνεται η ένταση του ήχου. «Νίκο… Νίκο μου… Ξύπνα φίλε μου, άνοιξε τα μάτια σου…», άκουσε ο Νικόλας σαν σε όνειρο. Ξύπνησε σιγά σιγά και κάρφωσε το βλέμμα του στο χαζοκούτι. Πάγωσε! Ήταν ο Λάμπρος, ακριβώς όπως τότε που έγινε το ατύχημα. Χτυπημένος βαριά στο κεφάλι, ενώ είχε μια τρύπα στο στήθος του από το κλαδί που μπήκε μέσα στο αμάξι και καρφώθηκε στη θέση του συνοδηγού. Ο Νικόλας ούρλιαξε από τον φόβο του, έκλεισε την τηλεόραση και βγήκε από το σπίτι. Έμεινε ακίνητος να τρέμει από το κρύο και από την ταραχή του, αυτό που είδε δεν ανήκει στον κόσμο των ανθρώπων, μάλλον το μυαλό του θόλωσε από το πιόμα και τη στενοχώρια και του έπαιζε παιχνίδια.

Το περιστατικό

   Ήταν πριν από πολλά χρόνια, τότε που ο Λάμπρος και ο Νικόλας ήταν στα ντουζένια τους, είκοσι χρονών λεβέντες και αχώριστοι φίλοι. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και είχαν βγει μαζί με κάτι κοπέλες για ποτό. Το κέφι βρισκόταν στα ύψη, τα σφηνάκια έδιναν και έπαιρναν και η παρέα περνούσε υπέροχα. Κάποια στιγμή οι κοπέλες ζήτησαν από τα παιδιά να φύγουν γιατί είχε αρχίσει να ξημερώνει, αλλά ο Λάμπρος, επειδή ο Νικόλας είχε πιεί, έβαλε τα κορίτσια σε ένα ταξί και τα έστειλε στον προορισμό τους. Οι δυο φίλοι συνέχισαν για λίγη ώρα ακόμα και έφυγαν από το κλαμπ για να πάρουν το αυτοκίνητο και να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Αν και ο Λάμπρος είχε αντίρρηση, ο Νικόλας επέμεινε ότι ήταν μια χαρά και ότι μπορούσε να οδηγήσει και τελικά η γνώμη του ήταν αυτή που επικράτησε.

   Ο Νικόλας έβαλε δυνατά τη μουσική και άρχισε να τρέχει πολύ και ο Λάμπρος του ζήτησε να κόψει ταχύτητα γιατί ήταν ζαλισμένος από το ποτό. Οι δυο φίλοι τσακώθηκαν για αυτό το λόγο, ο Νικόλας κορόιδευε τον Λάμπρο ότι φοβόταν και ο δεύτερος άρχισε να τον βρίζει. Στην αμέσως επόμενη στροφή, δίπλα από ένα δασάκι, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και εκείνο έφυγε από το δρόμο με πολύ μεγάλη ταχύτητα και καρφώθηκε σε ένα δέντρο. Ο Νικόλας είχε χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι ενώ είχε σπάσει το δεξί του χέρι και τα πόδια του ενώ ο Λάμπρος έμεινε ακίνητος στο κάθισμα του συνοδηγού, με ένα κλαδί καρφωμένο στο στήθος του. Ήταν η στιγμή που όλα τα καλά στη ζωή του Νικόλα τελείωσαν ξαφνικά και από εκεί και πέρα ξεκίνησαν οι εφιάλτες, οι τύψεις, η απόρριψη της μάνας του.    

   Αλαφιασμένος όπως ήταν ο Νικόλας, μπήκε διστακτικά στο σπίτι και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί, ήταν πολύ ταραγμένος για να τα καταφέρει και αποφάσισε να πάει μια βόλτα μπας και χαλαρώσει κάπως. Ξεκίνησε με το αμάξι και τράβηξε πορεία προς το τέλος της πόλης. Θα πήγαινε στον γκρεμό, θα πάρκαρε στην άκρη του δρόμου και θα κατέβαινε από το αμάξι να χαζέψει τη θέα και να τον χτυπήσει λίγος κρύος αέρας για να συνέλθει. Άναψε ένα τσιγάρο, έβαλε τον αγαπημένο του αθλητικό σταθμό στο ραδιόφωνο και πάτησε το γκάζι.

   Ξαφνικά, εκεί που οδηγούσε, είδε μια μαυροφορεμένη γυναίκα να περπατά στην άκρη του πεζοδρομίου. Έκοψε απότομα ταχύτητα και πλησίασε με το αυτοκίνητο για να την δει καλύτερα. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ήταν η μάνα του αλλά προς μεγάλη του απογοήτευση, όταν την κοίταξε καλά καλά, είδε μια άγνωστη γριά γυναίκα να περπατά με δυσκολία μέσα στο κρύο. Ένιωθε την ανάγκη να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά του ανθρώπου που τον γέννησε, βρισκόταν στη χειρότερη στιγμή της ζωής του και δεν είχε στήριγμα από πουθενά. Ούτε γυναίκα, ούτε φίλοι, ούτε τίποτα. Έναν ξάδερφο είχε και εκείνος τον μισούσε και τον χλεύαζε όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Κλασική περίπτωση μπάτσου, που έλεγε ο Νικόλας μετά από κάθε τους συνάντηση.

   Λίγο παρακάτω του φάνηκε ότι είδε μια γνωστή μορφή, έναν άνθρωπο που είχε να δει πάρα πολλά χρόνια. Αλλά δεν μπορεί να ήταν αληθινό αυτό που παρακολουθούσε, γιατί αυτός που έβλεπε δεν ήταν άλλος από τον μακαρίτη τον πατέρα του Λάμπρου. Σάστισε, φρενάρισε απότομα και έμεινε στο κάθισμά του παγωμένος να παρακολουθεί τον άντρα στην άκρη του δρόμου. Έτριψε τα μάτια του και ξανακοίταξε και αυτός που είδε αυτή τη φορά, ήταν ένας γέρος άστεγος που περπατούσε σκυφτός από την ταλαιπωρία και τις κακουχίες. «Τι στο καλό έχω πάθει;», αναρωτήθηκε ο κακόμοιρος ο Νικόλας και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο.

   Πλησιάζοντας πια τον γκρεμό, έκοψε ταχύτητα και ετοιμάστηκε να παρκάρει το αμάξι. Ξαφνικά, στο βάθος του δρόμου και ακριβώς πάνω στην άκρη του γκρεμού, είδε δύο φιγούρες, δυο ανθρώπους να στέκονται όρθιοι και να κοιτάζουν προς την κατεύθυνση του. Κοίταξε καλύτερα και αμέσως κοκκάλωσε το αυτοκίνητο, μέσα στη μέση του δρόμου, ακριβώς πάνω στη στροφή. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του και τον έπιασαν τα κλάματα. Ο ένας ήταν σίγουρα ο Λάμπρος, έβλεπε την τρύπα στο στήθος του φίλου του από εκεί που είχε σταματήσει. Αδύνατον! Η απόλυτη παραφροσύνη όμως τον περίμενε όταν παρατήρησε καλά τον άλλον δίπλα από τον Λάμπρο. Ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ο άνθρωπος που έθαψε και έκλαψε νωρίτερα το πρωί. Ο Νικόλας άρχισε να ουρλιάζει μέσα στο αμάξι, χτυπιόνταν πάνω στο τιμόνι και έριχνε μπουνιές στο κεφάλι του από την τρέλα του πόνου που ένιωθε. Έκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε. Το ίδιο θέαμα με τον Λάμπρο και τον πατέρα του να τον καλούν να πάει κοντά τους, του έκαναν νόημα με τα χέρια τους να πλησιάσει. Ο Νικόλας ήταν πια εντελώς θολωμένος, η σκέψη του είχε χαθεί ανάμεσα στη λογική και την παράνοια και δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει το πραγματικό από το ψεύτικο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε τον καθρέφτη του αυτοκινήτου και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Γέλασε σαν τρελός με την κατάστασή του και σήκωσε το χειρόφρενο. Πάτησε τέρμα το γκάζι και όρμησε προς τον γκρεμό. Το αμάξι πέταξε για ένα δευτερόλεπτο στον αέρα και μετά άρχισε να πέφτει και να πέφτει, μέχρι που έφτασε στον πραγματικό του προορισμό. Στη λύτρωση του Νικόλα…

(Η παραπάνω ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ