ΘΑ ΘΕΛΑ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΝΑ ΤΗΝ ΠΩ…ΚΗΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟ ΑΙΤΩΛΙΚΟ

Τότε, όχι τώρα!

Ηταν Κυριακή πρωί, μετά τη Λειτουργία. Η μάνα μου δεν είχε πάει στην εκκλησιά γιατί ήταν άρρωστη, με βαρύ κρυολόγημα. Σηκώθηκε ωστόσο από το κρεβάτι, ντύθηκε κι έβαλε και το κραγιονάκι της. Ηξερε πως, γυρίζοντας από την εκκλησία, όλο και κάποιες φιλενάδες και συγγένισσες θά ρχονταν  να την επισκεφθούν. Καφεδάκι και κουβεντολόι, δηλαδή κοινωνικά σχόλια, δηλαδή κουτσομπολιά. Το άλας της γης!

Κι εγώ, κοριτσάκι του Δημοτικού, ήμουνα πάντα εκεί, στο ρόλο του καφετζή και σερβιτόρου (και καφές και γλυκό του κουταλιού, αχ, εκείνο το νεραντζάκι, το κίτρινο στριφτό και το στρογγυλό πράσινο που έφτιαχνε η μανούλα μου!) Και πολύ μου άρεσε να στήνω αυτί, ν’ακούω τα λεγόμενα. Αυτό θα το πούμε κοινωνική επιμόρφωση.( Γιατί δεν ήταν;)

Πρώτη έφθασε η Δέσποινα, μια ξαδέρφη της μάνας μου. Κρατούσε αντίδωρο για  κείνη και μια πετσέτα – της κουζίνας – κόλλυβα για μας τα παιδιά και για όλους μας: Στάρι βρασμένο, καρύδι σπασμένο, ζάχαρη, κανέλλα, μαϊντανός και ρόδια. Μοσχοβόλησε ο τόπος.

 -Σήμερα ήταν το μνημόσυνο του Γιάννη του… Εξάμηνα. Θεός σχωρέστον!

-Καλά, έχει κιόλας έξι μήνες; Νωρίς το κάμαν το μνημόσυνο.

-Μπορεί. Και να σου πω και το άλλο. Καλά οι αδερφές του οι παντρεμένες και οι νύφες του είχανε το μαύρο κρεπ απλωμένο στους ώμους τους. Μα η αδερφή του η Παναγούλα, ανύπαντρη ακόμα, δεν έπρεπε να το έχει δεμένο στο κεφάλι της, όπως το είχε η χήρα; Γιατί το είχε ριγμένο στην πλάτη της; Δεν ντρεπότανε;

Στο μεταξύ, είχαν έρθει για επίσκεψη η γειτόνισσα η Λούλα και η φιλενάδα της μάνας μου η Μανθούλα. Και όλες μαζί, συζήτησαν το θέμα κι αποφάνθηκαν ότι αυτό που έκανε η Παναγούλα ήταν ασέβεια στο νεκρό αδελφό.

Εκείνη την εποχή, το 2ο μισό του 20ού αι. Ο χρόνος του πενθείν στο Αιτωλικό ήταν μακρύς και οι κανόνες του σκληροί κι άτεγκτοι.Η κοινωνία συμπονούσε εκείνον που έφυγε, την οικογένειά του,πιθανόν τη φτώχεια του. Απαιτούσε όμως καθολική και προσεκτική τήρηση των κανόνων του πένθους. Αυτοί οι κανόνες έπεφταν κυρίως στις πλάτες των γυναικών, μικρών και μεγάλων: Οι πενθούσες γυναίκες έπρεπε να φορέσουν τα μαύρα, τα κατάμαυρα (ούτε το κουμπί δεν έπρεπε να χρυσίζει), ένα χρόνο οι παντρεμένες και τρία οι ανύπαντρες, μαναδες και χήρες εφ’ όρου ζωής. Κι αν καμιά φορά κάποια είχε το σθένος να παραβιάσει τον κανόνα, τότε…Οπως τότε, με τη Μαριγώ, που ήταν νιόπαντρη, και που μια Κυριακή, πριν χρονίσει ο πεθερός της,φόρεσε γκρι σκούρο ταγιέρ (με μαύρη μπλούζα και παπούτσια) και πήγε στην Εκκλησία και ξεσηκώθηκε η γειτονιά και τό σφύριξαν και στον άντρα της που πήγε και της έκανε μεγάλη φασαρία:

-Δεν σέβεσαι τον πεθερό σου, δεν σέβεσαι εμένα!

Οι πενθούσες γυναίκες δεν έπρεπε να βγαίνουν έξω  από την πόρτα τους για κανένα λόγο και για πουθενά, ούτε για την εκκλησία, ούτε για ψώνια, ούτε για ν’απλώσουν ρούχα, ούτε καν για να φυλάξουν τα παιδιά.Ευτυχώς, υπήρχαν οι γειτόνισσες που έσπευδαν σε βοήθεια πολύ πρόθυμα. Οι άντρες πενθούντες όμως δεν είχαν τέτοιους περιορισμούς και καθήκοντα. Βέβαια, έπρεπε να βγουν έξω από το σπίτι για να πάνε στη δουλειά. Το βράδυ ωστόσο πήγαιναν και στην ταβέρνα.

Το ακατανόητο φαινόμενο του θανάτου το αντιμετώπιζαν και στο Αιτωλικό όπως σε όλες τις μικρές κοινωνίες εκείνης της εποχής: Με  οδύνη. Σε λίγες,ελάχιστες, περιπτώσεις, βαριά αρρώστια ή βαθιά γεράματα, με ανακούφιση. Οι περισσότεροι Αιτωλικιώτες πέθαιναν στο σπίτι τους κι από κει γινότανε η εκφορά. ‘Αλλοι τέλειωναν στην Αθήνα,( θυμίζουμε την εσωτερική μετανάστευση της εποχής), και τους έφερναν για ενταφιασμό στο Αιτωλικό. Όσους το ζητούσαν και όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν.

Να πούμε ακόμα πως όταν ο άνθρωπος πέθαινε σπίτι του, έπρεπε οι δικοί του να καίνε μέρα-νύχτα στο δωμάτιο ένα καντηλάκι και να λιβανίζουνε πρωί και βράδυ μέχρι το μεγάλο μνημόσυνο, το σαραντάημερο.

Τα μνημόσυνα ήταν πολλά: Τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαραντάημερα, τα τρίμηνα, τα εξάμηνα, ο χρόνος, τα τρίχρονα. Μετά, παραπομπή στα Ψυχοσάββατα! Με ψαλμούς και κόλλυβα!

Πρόθεση κι Εκφορά νεκρού (με το λεξιλόγιο των αρχαίων προγόνων μας).

Η έκθεση του νεκρού είχε τις δικές της προδιαγραφές. Σε εποχές μεγάλης φτώχειας πολλοί άνθρωποι δεν είχαν λεφτά να αγοράσουν φέρετρο. Βάζανε το λείψανο, τυλιγμένο σε  σεντόνι εξηντανούμερο , πάνω σε μια πόρτα του σπιτιού τους  καθαρισμένη και περιποιημένη. Και πάνω στην πόρτα ένα χράμι υφαντό. Μετά τον ενταφιασμό, έπαιρναν την πόρτα σπίτι. Για λίγες μέρες καίγανε πάνω της λιβάνι στο λιβανιστήρι. Μετά, εντάξει.

Πριν όμως απ’αυτό κάποιος έπρεπε να περιποιηθεί, «να φτειάξει» στην ντοπιολαλιά, το νεκρό σώμα. Γραφεία Τελετών δεν υπήρχανε. Κάποιες γυναίκες ξέρανε και μπορούσαν να το κάνουν αυτό και το έκαναν δωρεάν ή με κάποια αμοιβή σε είδος, λάδι συνήθως.Έπλεναν το σώμα με κρασί και του φορούσαν ρούχα καθαρά και όμορφα για το μεγάλο ταξίδι. Με τον καιρό, αυτό το τελετουργικό πήρε και τη μορφή κατάρας σε στιγμές θυμού: «Που να σε πλύνουν με κρασί γρήγορα, που να ρθει η κυρα… να σε φτειάσει αύριο το πρωί.” Και άλλα θεάρεστα.

Άλλο χαρακτηριστικό της θλιβερής αυτής διαδικασίας ήταν το ντύσιμο του νεκρού: Ανθρώπους που πέθαναν χωρίς να έχουν παντρευτεί τους έντυναν ανάλογα, γαμπρό ή νύφη, με το ανάλογο ντύσιμο και οπωσδήποτε στεφάνι γάμου στα μαλλιά. Ητανε άραγε αυτό κάποια νύξη πως παντρεύονται το Χάρο; 

Το κυριότερο ωστόσο στοιχείο της έκθεσης του νεκρού ήταν το «νυχτέρι.»’Επρεπε μια νύχτα ο νεκρός να κοιμηθει στο σπίτι του, να τον κατευοδώσουν από κει. Μέχρι το πρωί. Μαζεύονταν λοιπόν φίλοι, συγγενείς και γείτονες και πιάναν τις καρέκλες στο δωμάτιο. Πήγαιναν λουλούδια και καφέ. Οι πιο καλοστεκούμενοι πήγαιναν και κονιάκ. Άλλοι κρασί .Στην αρχή δάκρυα, αναστεναγμοί και μοιρολόγια.Σιγά-σιγά, κι ενώ ξημέρωνε, αλάφρωνε η ατμόσφαιρα. Άρχιζαν και πολιτικές συζητήσεις. Εύλογο και φυσικό.

Η εκφορά του νεκρού ήταν το επιστέγασμα. Οταν το φερετρο έβγαινε από την πόρτα, οι δικοί του του φώναζαν: «Στο καλό! Στο καλό!» Ο θρήνος και το κλάμα  αναζωπυρώνονταν.Τον περνούσαν από τα μέρη όπου σύχναζε, όταν ζούσε. Και στη συνέχεια, στα ανατολικά γιοφύρια, για το νεκροταφείο. Το οριστικό τέλος!

Στις μέρες μας, μετά από μια κηδεία ή μνημόσυνο, ακολουθεί τραπέζωμα. Πού τέτοια πράγματα εκείνη την εποχή!  Λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να το κάνουν.Και το έλεγαν « το τραπέζι της παρηγοριάς .» Που συχνά έβγαινε με ρεφενέ. Αλλά, είπαμε, δεν ήταν συχνό. Ο κόσμος είχε μεγάλη φτώχεια.Ένας καφές και πολύς ήταν.

Οι ευχές της παρηγοριάς, στερεότυπες:

-Να πάρετε τα χρόνια του!(αν ήταν μεγάλος)

-Να πάρετε την καλοσύνη του! την εξυπνάδα του, την… (όποια χαρακτηριστικά τέλος πάντων είχε ο απελθών).

-Να ζήσετε να τον θυμάσθε! (αναφερόμαστε και στα τρια γένη της Γραμματικής).

Εδώ, θα πρέπει να τονίσω ότι κάθε κηδεία στο Αιτωλικό προκαλούσε κοσμοσυρροή, όλος ο κόσμος μαζευότανε να συλλυπηθεί και να συμπαρασταθεί. 

 Κι επειδή δεν θέλω να τελειώσω με τα θλιβερά, ας ελαφρύνουμε την ατμόσφαιρα:

Όπως όλος ο ελληνικός λαός, έτσι και οι Αιτωλικώτες κριτικάρουν και διακωμωδούν ό,τι ξεπερνάει το γνωστό και το συνηθισμένο.Όπως έγινε σε μια κηδεία στο Αιτωλικό πριν από μερικές δεκαετίες. Δεν υπήρχε τίποτε το τραγικό στην περίπτωση, ο νεκρός ήταν υπέργηρος και δεν είχε αφήσει εκκρεμότητες πίσω του, είχε παιδιά κι εγγόνια επαγγελματικά και οικονομικά τακτοποιημένα. Ενας από τους γιους του ωστόσο, μορφωμένος και αγαπητός στο Αιτωλικό, έδειχνε μεγάλη ταραχή. «Πώς θα σε χάσω, πατέρα, πώς δεν θ’ακούω τη φωνή σου.» Την στιγμή του ενταφιασμού λοιπόν, έβαλε ξανά τις φωνες: «Να μήν μας ξεχάσεις, πατέρα, να μας γράφεις, πατέρα. Πάρε και τα χαρτοφάκελα, πατέρα.» Κι έβγαλε από την τσέπη του ένα πάκο χαρτοφάκελα και τα πέταξε πάνω στο φέρετρο!

Το γεγονός συζητήθηκε και σχολιάσθηκε σ’όλο το Αιτωλικό για πολύ καιρό και με πολύ γέλοιο.Για πάνω από ένα μήνα οι προσφιλείς μου συμπατριώτες πέρασαν μ’ αυτό και γι’ αυτό πολύ ωραία.Το κατευχαριστήθηκαν!

Το τίμημα της υπερβολής και του αφύσικου!

Μάγδα Βελτσίστα