Είχε πια σουρουπώσει, ο ήλιος χαμήλωσε αρκετά πίσω από το βουνό και εκείνο φαινόταν σαν ένας σκοτεινός γίγαντας που σηκώνεται ψηλά στον ουρανό. Ο Αδανάκ μόλις είχε τελειώσει την απογευματινή του βάρδια και γυρνούσε στον διώροφο πύργο που βρισκόταν λίγο έξω από το γραφικό χωριό της Νοκτούρα, το «Σπίτι της Νύχτας» όπως το αποκαλούσαν οι ντόπιοι. Γύρω του ταλαίπωρες ψυχές, να περιφέρονται άσκοπα και μόλις τον έπαιρναν είδηση, να τρέχουν σαν τα τρομαγμένα ποντίκια και να χάνονται μέσα στις σκιές των σοκακιών. Ο Αδανάκ τους παρατηρούσε να σκορπίζουν δεξιά και αριστερά και αναστέναζε με μελαγχολία. Δεν του άρεσε που τον φοβόντουσαν, δεν ήθελε αυτή τη ζωή αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Το… επάγγελμα αυτό περνούσε από γενιά σε γενιά και ο Αδανάκ ο Δεύτερος ήταν ο επόμενος στη σειρά που συνέχιζε την οικογενειακή παράδοση.

   Ο πατέρας του, ο Μοργκάβιους, ήταν από τους πιο πετυχημένους στη δουλειά του. Μάλιστα το ίδιο το Αφεντικό, κάποια στιγμή στο πολύ μακρινό παρελθόν, τον είχε καλέσει στο σπίτι του για να τον φιλέψει και να τον τιμήσει με το μεγαλύτερο βραβείο που δινόταν στην Νοκτούρα. Ο «Ματωμένος Τράγος» ήταν το έπαθλο, ένα σκήπτρο που στην πάνω μεριά είχε το σκελετωμένο κεφάλι του κερασφόρου ζώου, από τα μάτια του οποίου ανάβλυζε συνεχώς αίμα και όπου ακουμπούσε δημιουργούσε ένα μικρό, κατακόκκινο ρυάκι. Ο Αδανάκ σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, δεν έδειχνε και μεγάλο ζήλο στη δουλειά του και πολλές φορές είχε τσακωθεί με τους Διαβολομάτηδες, αυτούς οι οποίοι επέβλεπαν τις εργασίες και παραμόνευαν σε κάθε γωνιά της Νοκτούρα. Τίποτα δεν ξέφευγε από το βλέμμα τους και πολλοί έλεγαν ότι το ίδιο το Αφεντικό παρακολουθούσε μέσα από τα μάτια τους.

   Ο Αδανάκ έφτασε μετά από λίγη ώρα περπάτημα στον πύργο του. Παρατήρησε από πάνω μέχρι κάτω το ψηλό κτίριο και ανατρίχιασε, δεν του πολυάρεσε το σπίτι του. Η πόρτα του πύργου ήταν φτιαγμένη από σκελετούς ανθρώπων, οι οποίοι σαν να τους είχαν καταραστεί να μην μπορούν να βρουν ανάπαυση, βογκούσαν κάθε φορά που κάποιος άνοιγε την πόρτα. Ο πύργος ήταν σιδερένιος, βαμμένος σε ένα σκουροκόκκινο χρώμα, όπως το φρέσκο αίμα που αναβλύζει από μια βαθιά πληγή, ενώ στην κορυφή του είχε μια καμινάδα που συνεχώς ξερνούσε από μέσα της τον πιο κατάμαυρο καπνό που είχε δει ο κόσμος. Ένα σμήνος από δρακόμορφα κοράκια πετούσε κυκλικά, συνεχώς πάνω από τον πύργο και έσκουζαν λυσσασμένα όποτε έβλεπαν κάποιον να πλησιάζει από το δρόμο.

   Ο Αδανάκ έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα, άφησε το μακρύ, μυτερό του καπέλο στο τσιγκέλι που ήταν στον τοίχο στα δεξιά του και το μαύρο του παλτό το πέταξε στον θνητό-υπηρέτη που περίμενε στο βάθος. Τον προσπέρασε σαν να μην υπήρχε και πήγε προς την κουζίνα, ήθελε να πιει κάτι να… δροσίσει το λαρύγγι του. Πήρε μια κούπα φτιαγμένη από νεκροκεφαλή και τη γέμισε με ζεστό, πεντακάθαρο αίμα που έτρεχε από τη βρύση και ρούφηξε με λαχτάρα. Κοίταξε για λίγο έξω από το παράθυρο της κουζίνας και αναστέναξε βαθιά. Το αιώνιο σκότος της Νοκτούρα και η μελαγχολική της φύση τον είχαν κουράσει, είχε βαρεθεί και ήθελε μια καινούργια πρόκληση στη ζωή του. Παρατήρησε τους Διαβολομάτηδες να κυνηγούν μερικές ψυχές που δεν πρόλαβαν να κρυφτούν και να τις πιάνουν με τα μακριά τους μαστίγια. Έπειτα τις έσερναν μέχρι το τέλος του χωριού και τις πετούσαν στην ατέλειωτη «Θάλασσα του Χάους» που τους κατάπινε στο αιώνιο σκοτάδι της.

   Μουρμούρισε μερικές βρισιές και προχώρησε προς τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Τα σκαλιά ήταν ντυμένα με φτερά δρακοκόρακα, ήταν στριφογυριστά και έτριζαν σε κάθε βήμα του Αδανάκ. Περπάτησε στον διάδρομο των πορφυρών κλινών, έτσι όπως ονομάζονταν τα δωμάτια σε αυτόν τον όροφο, προσπάθησε να μην κάνει καθόλου θόρυβο για να μην τον πάρει είδηση κανείς αλλά ο φιδοκέφαλος σκύλος του πρώτου ένοικου τον κατάλαβε και άρχισε να ουρλιάζει με λύσσα. Η πόρτα άνοιξε και από μέσα βγήκε ένα παραμορφωμένο κεφάλι με δύο κέρατα στην κορυφή του. Ο Σαπισμένος! Η αναπνοή του βρώμαγε σαν το χειρότερο βόθρο και το κορμί του ήταν γεμάτο σπυριά και γάγγραινα. Κοίταζε τον Αδανάκ και ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο στόμα του. Ύστερα γέλασε δυνατά και έκλεισε την πόρτα με τόση δύναμη που έσβησαν τα κεριά του πολυέλαιου του διαδρόμου.

   Ο δεύτερος ένοικος ήταν ακόμα πιο περίεργος. Ή μάλλον, περίεργη, γιατί πρόκειται για γυναίκα ή κάτι σαν γυναίκα. Η όμορφη μα και συνάμα αηδιαστική Βρυκολίνα, η μοναδική ύπαρξη του πύργου που συμπαθούσε ο Αδανάκ. Είχε κορμί γεμάτο καμπύλες και τα μαλλιά της ήταν τόσο πυκνά και μακριά, που τα χρησιμοποιούσε αντί για τα πόδια της για να μετακινείται στη Νοκτούρα. Στο ένα της χέρι κρατούσε μια καρδιά, αυτήν που έβγαλε από τον αγαπημένο της στην προηγούμενή της ζωή. Τότε που εκείνος την πρόδωσε και πήγε με την αδερφή της και για αυτή την πράξη η Βρυκολίνα μαστιγώθηκε τόσο βάναυσα που το κορμί της έμοιαζε σαν να το ‘χαν ξεσκίσει τα άγρια θηρία της Κολάσεως. Άνοιξε την πόρτα και χαιρέτησε με λάγνο βλέμμα τον Αδανάκ και εκείνος της έκανε ένα αμήχανο νεύμα και προχώρησε γρήγορα προς τις σκάλες που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο.

   Πριν προλάβει να τις ανέβει όμως άνοιξε και η τρίτη πόρτα του ορόφου. Από μέσα της ερχόταν ένας περίεργος ήχος, πότε μελωδικός και πότε άσχημος και ασυντόνιστος. Με το που πέρασε ο Αδανάκ από την πόρτα, ένα κοκκαλιάρικο χέρι πετάχτηκε μέσα από το σκοτάδι και τον έπιασε από το ένα του κέρατο. Μια σειρά από σουβλερά, ασημένια δόντια έκαναν την εμφάνισή τους κάτω από ένα ζευγάρι, κατακόκκινα μάτια. Ο Ουρλιαχτός, αδύνατος και βρωμερός όπως πάντα, φώναξε κάτι ανίερες βρισιές στον κακόμοιρο τον Αδανάκ και του ψιθύρισε μερικές κατάρες στο αυτί του, αλλά εκείνος τον έσπρωξε μακριά και ανέβηκε γρήγορα τις σιδερένιες σκάλες που οδηγούσαν στον δεύτερο και τελευταίο όροφο του πύργου. Ο καταραμένος ο Ουρλιαχτός! Πάντοτε παρενοχλούσε τον Αδανάκ και προσπαθούσε να του κάνει κακό με μαγεμένες λέξεις και ανείπωτες κατάρες του αρχαίου κόσμου.

   Φτάνοντας στον επόμενο όροφο, ο Αδανάκ ο Δεύτερος κοντοστάθηκε στο πλατύσκαλο και παρατήρησε τον μαύρο διάδρομο μπροστά του. Οι ανθρώπινες ραχοκοκαλιές που κρεμόντουσαν από το ταβάνι, ήταν ποτισμένες με ψυχέλαιο, ένα λάδι που έβγαινε από τον «Καταραμένο Μύλο» του Κάτω Κόσμου, ένα μηχάνημα στο οποίο ρίχνονταν οι ψυχές και συνθλίβονταν από έναν τεράστιο βράχο. Το υγρό που έμενε στον πάτο του Μύλου το χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Νοκτούρα για να φωτίζουν τα σπίτια τους. Το φως που άναβε με το ψυχέλαιο είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα, σαν τον σκοτεινότερο ωκεανό των θαλασσών και έφεγγε για έναν ολόκληρο αιώνα τη φορά. Οικονομικότερο και ασφαλέστερο από τη λάβα που έβγαινε από τον «Ποταμό των Στεναγμών» και χρησιμοποιούνταν στις μεγάλες πόλεις της Κόλασης. Πάνω από όλα το χρήμα και η απληστία, ο εαυτούλης μου και τα γούστα μου, αυτό ήταν άλλωστε και το δόγμα του Αδανάκ.

   Άρχισε να περπατάει στις μύτες των ποδιών του, ήταν βέβαιος ότι η φασαρία που προηγήθηκε στον πρώτο όροφο δεν είχε γίνει αντιληπτή στον δεύτερο. Πέρασε την πρώτη πόρτα και ακούμπησε το μυτερό του αυτί πάνω της και προσπάθησε να ακούσει τι γίνεται μέσα. Ξαφνικά ένας ψίθυρος άρχισε να ακούγεται μέσα στο μυαλό του Αδανάκ, που στη συνέχεια δυνάμωνε και δυνάμωνε μέχρι που έγινε μια ανατριχιαστική, απόκοσμη κραυγή. Η πόρτα άνοιξε απότομα και ένας τεράστιος δαίμονας περίμενε από πίσω, τόσο μεγάλος που είχε σπάσει το ταβάνι για να μπορεί να στέκεται όρθιος μέσα στο δωμάτιο. Ήταν ο Ντραγκούλ ο οποίος κρατούσε το τρισκατάρατο ραβδί του και σημαδεύοντας με αυτό τον Αδανάκ έψελνε ένα ξόρκι σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα. Εκείνος προσπάθησε να συγκρατηθεί αλλά επειδή φοβήθηκε μην αφεθεί τελείως στη μαγεία του Ντραγκούλ, εμφάνισε στα χέρια του τον «Ματωμένο Τράγο» και υποχρέωσε τον θηριώδη ένοικο του δεύτερου ορόφου του πύργου, να υποχωρήσει και να κλειδωθεί και πάλι στο δωμάτιό του. Κανένας δεν τολμούσε να παρακούσει τον κατέχοντα το σκήπτρο που δώρισε το μεγάλο Αφεντικό!

   Επόμενο δωμάτιο ήταν εκείνο του ίδιου του Αδανάκ. Ένας αρκετά μεγάλος χώρος, με ένα υπέρδιπλο κρεβάτι στη μια μεριά φτιαγμένο από σάρκα και κόκκαλα. Για στρώμα είχε ραμμένα μεταξύ τους ανθρώπινα εντόσθια πρώτης ποιότητας, ο Αδανάκ πίστευε ότι για τον ύπνο του έπρεπε να έχει τα καλύτερα προϊόντα και αλήθεια, τι πιο μαλακό σε ολόκληρο τον Κάτω Κόσμο από τα τρυφερά έντερα και τα μαλακά συκώτια των ανθρώπων; Στην άλλη μεριά του δωματίου ήταν το μπαλκόνι, του οποίου η θέα ήταν τόσο μαγευτική που έδινε στον Αδανάκ την ηρεμία και τη γαλήνη που τόσο αναζητούσε σε εκείνον τον καταραμένο τόπο. Ήταν το αγαπημένο του μέρος, εκεί που καθόταν στον ελεύθερο του χρόνο και διάβαζε απαγορευμένα βιβλία όπως η Κοσμογονία και η Αγία Γραφή. Αν τον έπιανε ποτέ το Αφεντικό να διαβάζει τα ψέματα των ζωντανών, σίγουρα θα του έκοβε τα κέρατα και θα του τα έμπηγε στα μάτια. Στη συνέχεια θα τον έγδερνε με τα νύχια του και θα τον πέταγε στον «Καταραμένο Μύλο», όπου θα έπαιρνε τον… χυμό του Αδανάκ και θα τον πρόσθετε στη συλλογή του.

   Το τελευταίο δωμάτιο ήταν και αυτό που δεν κατοικούνταν εκείνη την περίοδο. Ο προηγούμενος ένοικος, ο Ερπετόγλωσσος, πιάστηκε να φιλοξενεί παράνομα ψυχές και τιμωρήθηκε με τη χειρότερη ποινή της Κόλασης που ήταν η εξομολόγηση! Όποιος δαίμονας έφτανε στο σημείο να εξομολογηθεί, τότε έχανε τη σατανική του υπόσταση και εξορίζονταν στον Παράδεισο, το βασίλειο των ουρανών. Ο Αδανάκ ανατρίχιασε και μόνο στη σκέψη να πάει σε εκείνο το μέρος, σιχαίνονταν το φως και την καθαρή ατμόσφαιρα. Αφού βγήκε στο μπαλκόνι του δωματίου του, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε ψηλά, το αιώνιο σκοτάδι της Νοκτούρα που έκλεινε σαν στέγη αυτό το μικρό χωριό της Κόλασης. Πήρε την μαύρη, κοκάλινη πίπα του στο χέρι του και την άναψε με τη φλόγα που δημιούργησε στην παλάμη του. Σκεφτόταν αυτό που θα ακολουθούσε και χαμογέλασε πλατιά, χωμένος μέσα στον δηλητηριώδη καπνό που ξεφυσούσε.

   Ξαφνικά τα δρακοκόρακα ξεκίνησαν να σκούζουν λυσσασμένα και άρχισαν να στριφογυρίζουν με τρομερή ταχύτητα γύρω από τον πύργο. Ο Αδανάκ κλείδωσε την πόρτα του δωματίου του και περίμενε κρατώντας την ανάσα του από την  αγωνία. Η πόρτα του πύργου γκρεμίστηκε και ένας περίεργος ήχος πλημμύρησε το μεγάλο κτίριο, κάνοντας τις ραχοκοκαλιές του δεύτερου ορόφου να τρίξουν και τις πόρτες των δωματίων να ανοίξουν διάπλατα. Όλες εκτός από εκείνη του Αδανάκ ο οποίος κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι του και έτρεμε από τον φόβο. Φωνές και ουρλιαχτά ακολούθησαν τη σιωπή μετά τον παράξενο ήχο και από την άλλη οι εισβολείς απάντησαν με ψαλμωδίες και μυστικιστικά τραγούδια. Πιο χαρακτηριστική από όλες τις κραυγές ήταν αυτή της Βρυκολίνας, η οποία ακουγόταν σαν να υπέφερε πάρα πολύ μέχρι που η φωνή της χάθηκε τελείως. Ο Αδανάκ δάκρυσε για τη μοίρα που έλαχε στην μοναδική μορφή του πύργου που συμπαθούσε, χτύπησε το χέρι του με δύναμη στο πάτωμα και το διαπέρασε! Από την τρύπα που δημιουργήθηκε μπορούσε να διακρίνει το δωμάτιο της άτυχης Βρυκολίνας, είδε κάμποση πυρωμένη στάχτη πεσμένη στο κρεβάτι της δαιμόνισσας και παρατήρησε κάτι λευκά φτερά σε μια γωνιά στο πάτωμα.

   Μετά από κάμποση ώρα τρόμου και φασαρίας, νεκρική σιγή επικράτησε και πάλι στον πύργο. Ο Αδανάκ δειλά δειλά βγήκε έξω από το κρεβάτι του και πλησίασε την πόρτα του δωματίου του. Την άνοιξε και κοίταξε έξω, παρατήρησε όλο το διάδρομο του δεύτερου ορόφου και έπειτα βγήκε έξω. Οι πόρτες από τα άλλα δωμάτια είχαν διαλυθεί εντελώς, όλες εκτός από του Αδανάκ η οποία δεν είχε ούτε μισή γρατζουνιά. Το τελευταίο δωμάτιο είχε μείνει ανέγγιχτο αφού δεν έμενε κανένας αλλά εκείνο του Ντραγκούλ ήταν γεμάτο αίμα! Ο τεράστιος δαίμονας είχε διαμελιστεί και τα κομμάτια του ήταν σκορπισμένα στο δωμάτιό του. Το κεφάλι του ήταν καρφωμένο σε έναν πάσσαλο έξω από τον πύργο και κοίταζε προς τον ουρανό. Ο Αδανάκ ανατρίχιασε, ούτε ο ίδιος δεν θα σκεφτόταν τέτοιο τέλος για τον ενοχλητικό του γείτονα. Κατέβηκε στον πρώτο όροφο και κοίταξε στο δωμάτιο του Ουρλιαχτού. Ένα μεγάλο κερί φώτιζε αδύναμα τον χώρο αλλά η λάμψη του έφτανε για να φανεί η φρικαλεότητα των εισβολέων. Τα κόκκινα μάτια του δαίμονα είχαν καρφωθεί στον τοίχο του δωματίου και τα δόντια του ήταν τοποθετημένα από κάτω τους. Το υπόλοιπο σώμα του Ουρλιαχτού έλειπε από τον χώρο, μάλλον το είχαν εξαϋλώσει οι εισβολείς. Ο Αδανάκ προχώρησε στο διάδρομο, προσπέρασε το δωμάτιο της Βρυκολίνας μη μπορώντας να κοιτάξει μέσα και πήγε σε αυτό του Σαπισμένου.

   Μια απίστευτη μπόχα είχε σκεπάσει την ατμόσφαιρα του δωματίου και στο κέντρο του βρισκόταν ένα κομμάτι σάρκας. Ή έτσι τουλάχιστον φάνηκε του Αδανάκ στην αρχή γιατί όταν πλησίασε και το έπιασε στα χέρια του, άρχισε να το ξετυλίγει και μόλις τελείωσε έντρομος παρατήρησε το στραγγισμένο κορμί του Σαπισμένου. Οι εισβολείς του άδειασαν τα σωθικά και τον ξεζούμισαν από όλο του το αίμα, όπως ακριβώς συνέβαινε στις ψυχές στον «Καταραμένο Μύλο». Ο Αδανάκ κατέβηκε στο ισόγειο και προχώρησε προς το σαλόνι. Μπαίνοντας μέσα στον χώρο, ένα φως τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον έριξε στο πάτωμα. Δυο υπέρλαμπρες, φωτεινές μορφές τον πλησίασαν, η μία κρατούσε ένα φλογισμένο ξίφος και η άλλη ένα χρυσό δόρυ. Ήταν οι στρατηγοί του Θεού, οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, οι οποίοι άκουσαν το κάλεσμα του Αδανάκ και πήγαν μυστικά μέχρι τη Νοκτούρα για να τον βοηθήσουν. Εκείνος ήθελε να ερημώσει ο πύργος και να τον κρατήσει όλον για την αφεντιά του και έτσι ζήτησε τη συνδρομή του… εχθρού. Ή μάλλον έτσι του φάνηκε γιατί ο ένας από τους δύο αρχαγγέλους τον γράπωσε από τα κέρατα ενώ ο άλλος τον πλησίασε και τον κοίταξε στα μάτια. Αφού κοιτάχτηκαν για λίγο, ο Μιχαήλ χαμογέλασε του Γαβριήλ και μαζί άρχισαν να ψέλνουν κάτι χριστιανικά στο αυτί του Αδανάκ. Ο δαίμονας γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να ουρλιάζει αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια. Ο εξορκισμός τελείωσε και το άψυχο κορμί του Αδανάκ έπεσε βαρύ στο πάτωμα και ένα μήνυμα φτιαγμένο από φωτιά εμφανίστηκε δίπλα του. «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ»…

(Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ