Ακόμα μια μέρα ξημέρωσε στην πανέμορφη πόλη των Σερρών. Ήταν άνοιξη οπότε ο τόπος είχε γεμίσει με χίλια δυο χρώματα από το άνθισμα των λουλουδιών στους γύρω κάμπους. Η Μαριάννα ξύπνησε από νωρίς όπως πάντα, ξεκίνησε τη μέρα της με χαλαρό τρέξιμο μέχρι το ποτάμι και μετά γύρισε και πάλι σπίτι. Έφτιαξε καφέ και έφαγε ένα τοστ, μπανιαρίστηκε και ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Μόλις ντύθηκε, πήγε μέχρι τον καθρέφτη που βρίσκεται πάνω από το νιπτήρα της τουαλέτας και κοίταξε τον εαυτό της για λίγο. Όμορφα μαύρα μαλλιά, υπέροχο γυμνασμένο κορμί, όπως επιβάλλει η φύση της δουλειάς της και ένα ζευγάρι από μελαγχολικά, ανήσυχα μάτια. Βγήκε από το σπίτι και μπήκε στο μικρό, κόκκινο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε για το γραφείο.

   Στο δρόμο σκεφτόταν το μεγάλο γεγονός της προηγούμενης βδομάδας και χαμογελούσε περήφανη για τον εαυτό της. Η ίδια είχε παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη σύλληψη του περιβόητου μανιακού δολοφόνου, Μπέρετς Γκούλμπα, ο οποίος καταζητούνταν από τις ελληνικές αρχές για περισσότερο από ένα χρόνο. Είχε σκοτώσει -επισήμως- επτά ανθρώπους και κατηγορούνταν για περισσότερες από δέκα περιπτώσεις ανθρωποκτονίας. Αυτό που τον έκανε ιδιαίτερα τρομακτικό εκτός από το ανάστημά του, ήταν και ο τρόπος με τον οποίο σκότωνε τα θύματά του. Ο Πολωνός φονιάς ήταν σκέτο κτήνος, ήταν τεράστιος, πολύ ψηλός και χοντρός, είχε δυο πολύ δυνατά χέρια με τα οποία έπιανε τα θύματά του από το λαιμό και τους έστριβε το κεφάλι 180 μοίρες. Το φρικιαστικό αποτέλεσμα ήταν οι νεκροί να «κοιτάζουν» πάντοτε προς τα πίσω, από τη μεριά δηλαδή που τους έπιανε ο Μπέρετς Γκούλμπα.

   Η Μαριάννα ανατρίχιασε και μόνο στη σκέψη του σπασμένου λαιμού και των στριφογυρισμένων κεφαλιών. Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει την εικόνα από το μυαλό της και άνοιξε το ραδιόφωνο για να βάλει λίγη μουσική. Είχε ακόμα δρόμο μπροστά της μέχρι να φτάσει στη δουλειά και χρειαζόταν κάτι για να της ανεβάσει τη διάθεση. Είχε ξυπνήσει με ένα περίεργο συναίσθημα, όχι κάτι το ιδιαίτερο απλά ένιωθε ένα μικρό κόμπο στο στομάχι της. Σαν να είχε αγωνία για κάτι, σαν να αγχωνόταν δίχως κανένα λόγο απολύτως. Μπορεί να ταράχτηκε από τη σκέψη και μόνο του Πολωνού μανιακού, ίσως να την ενοχλούσε ακόμα το παρατσούκλι που του είχαν δώσει οι δημοσιογράφοι. «Ο Στρίφτης», έτσι τον χαρακτήριζαν οι ειδήσεις και τα ραδιόφωνα. Εύλογα… βαφτίστηκε έτσι από τον τρόπο που σκότωνε τα θύματά του.

   Η Μαριάννα έφτασε στο αστυνομικό τμήμα, πάρκαρε το αμάξι της στο πάρκινγκ της υπηρεσίας και ανέβηκε στο δεύτερο όροφο του κτιρίου, εκεί που βρισκόταν το γραφείο της. Μπαίνοντας μέσα καταχειροκροτήθηκε από τους συναδέλφους της για την φοβερή δουλειά που είχε κάνει στην υπόθεση του Μπέρετς. Είχε να πάει στο γραφείο από τη μέρα της σύλληψης του Πολωνού μανιακού επειδή είχε χτυπήσει, ευτυχώς ελαφριά, στο κεφάλι της πάνω στη μάχη με τον Γκούλμπα. Είχε γραπωθεί από το λαιμό του και είχε «κλειδώσει» με τα πόδια της τα χέρια του. Κάποια στιγμή ο Μπέρετς παραπάτησε και έπεσε πίσω στον τοίχο, χτυπώντας με δύναμη τη Μαριάννα στο κεφάλι αλλά εκείνη απτόητη συνέχισε να σφίγγει τον θηριώδη άντρα. «Ο Στρίφτης» με ένα απότομο τίναγμα του κορμιού του έδιωξε τη νεαρή αστυνομικό από την πλάτη του και προσπάθησε να τη γραπώσει από το λαιμό. Όμως η Μαριάννα γλίστρησε κάτω από τα πόδια του και με μια αστραπιαία κίνηση έβγαλε από την τσέπη της το σπρέι πιπεριού που είχε και το άδειασε όλο μέσα στα μούτρα του Πολωνού φονιά. Εκείνος τυφλώθηκε για λίγο, ούρλιαζε σαν τρελός και χτυπιόταν από δω και από κει από τους πόνους και μόλις συνήλθε είδε καμιά δεκαριά αστυνομικούς να τον σημαδεύουν με αυτόματα όπλα και παραδόθηκε.

   Η Μαριάννα συνέχισε να περπατά μέχρι που έφτασε στο γραφείο του διοικητή του τμήματος. Εκεί με μεγάλη της λύπη πληροφορήθηκε ότι ο Μπέρετς κρίθηκε ένοχος από το δικαστήριο αλλά δυστυχώς δεν θα πήγαινε στη φυλακή. Ο λόγος ήταν ότι ο δικηγόρος που ανέλαβε τον Πολωνό κατάφερε να αποδείξει ότι ο πελάτης του είναι παράφρων και έτσι αποφασίστηκε ο δια βίου εγκλεισμός του Γκούλμπα σε ψυχιατρική κλινική. Το μόνο που κατάφερε να πετύχει ο κατήγορος ήταν να φρουρείται το κελί του Πολωνού μανιακού μέχρι να κριθεί από τους γιατρούς ανήμπορος να αποδράσει. Το μέρος που φιλοξενεί τον «Στρίφτη» από εκείνη τη μέρα και μετά είναι το υψίστης ασφαλείας ψυχιατρείο «η Γαλήνη». Μόλις ο διοικητής είπε το όνομα της ψυχιατρικής κλινικής, μια περίεργη σιωπή απλώθηκε στο γραφείο. «Η Γαλήνη» ήταν ένα μέρος στο οποίο βρίσκονταν οι χειρότεροι ψυχοπαθείς των Βαλκανίων, ήταν το πιο ασφαλές και σύγχρονο ψυχιατρείο της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Σε αντίθεση με άλλα παρόμοια ιδρύματα και κλινικές, τα κελιά στη «Γαλήνη» είχαν μαύρο χρώμα και έκαναν ακόμα χειρότερη τη φήμη της. Όπως έγραψε κάποτε και ένας δημοσιογράφος, μετά τα εγκαίνια του ψυχιατρείου πριν από κάμποσα χρόνια, «…’’η Γαλήνη’’ είναι ένας τόπος που ακόμα και οι τοίχοι ουρλιάζουν από πόνο και γελάνε από τρέλα».

   Το ψυχιατρείο βρισκόταν αρκετά έξω από την πόλη των Σερρών, σε ένα έρημο μέρος δίπλα από το δάσος και μακριά από τα μάτια των ντόπιων. Κανείς δεν ήθελε να ξέρει τι συμβαίνει εκεί μέσα, πολλά ακούγονται από τότε που άνοιξε «η Γαλήνη» αλλά τίποτα δεν επιβεβαιώνεται ή τουλάχιστον δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να επιβεβαιωθεί το οτιδήποτε. Η μέρα πέρασε και η νύχτα έκανε την εμφάνισή της στον ουρανό την ώρα που η Μαριάννα ξεκινούσε τη βάρδια της με το περιπολικό. Γύριζε από γειτονιά σε γειτονιά, πήγαινε σε πλατείες και πάρκα και συνέχιζε μέχρι τα γύρω χωριά. Ξαφνικά ακούστηκε από τον ασύρματο του αμαξιού: «Προς όλες τις δυνάμεις, επαναλαμβάνω, προς όλες τις δυνάμεις. Έχουμε απόδραση από το ψυχιατρείο Γαλήνη, έχουμε δύο νεκρούς στο ίδρυμα, ένα φύλακα και τον καθαριστή της βραδινής βάρδιας. Ο Μπέρετς Γκούλμπα είναι ο φυγάς, επαναλαμβάνω, ο Μπέρετς Γκούλμπα είναι ο φυγάς. Όλα τα διαθέσιμα περιπολικά να κατευθυνθούν στο ψυχιατρείο και να αποκλείσουν την περιοχή». H Μαριάννα ταράχτηκε για μια στιγμή, ένιωσε και πάλι εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι της αλλά γρήγορα συνήλθε, πάτησε τέρμα το γκάζι και έστριψε στο δρόμο που οδηγούσε στο ψυχιατρείο.

   Μαζί με ένα συνάδελφό της άρχισαν να σαρώνουν την περιοχή από το ίδρυμα μέχρι το δάσος ενώ την ίδια ώρα ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τα σύνορα, με σκοπό να προλάβουν τον Μπέρετς σε περίπτωση που ο Πολωνός σκεφτόταν να φύγει από την χώρα. Μετά από κάμποση ώρα άσκοπο ψάξιμο, η Μαριάννα πήγε στο ψυχιατρείο και μπαίνοντας μέσα συνάντησε τον ιατροδικαστή πάνω από το πτώμα του φύλακα. Λίγο πιο δίπλα ήταν καλυμμένο με ένα σεντόνι το άψυχο κορμί του άτυχου καθαριστή. Και οι δύο είχαν τα κεφάλια τους στριμμένα 180 μοίρες, σήμα κατατεθέν του Γκούλμπα. Η νεαρή αστυνομικός πήγε στο δωμάτιο με τις κάμερες του ιδρύματος για να παρακολουθήσει το υλικό και να δει πως βγήκε ο Μπέρετς από τη «Γαλήνη». Έβαλε το βίντεο να παίζει και το προχώρησε μέχρι το σημείο που ξεκίνησε η απόδραση. Ο καθαριστής φορούσε ακουστικά και μάλλον άκουγε μουσική, έτσι φαινόταν από τον τρόπο που κούναγε ρυθμικά το κεφάλι του. Κάποια στιγμή που σκούπιζε πλησίασε με την πλάτη το κελί του «Στρίφτη» και ξαφνικά ένα τεράστιο χέρι πετάχτηκε από το παράθυρο του κελιού και έπιασε τον άτυχο καθαριστή από το λαιμό. Με δυο κινήσεις ο Μπέρετς έσπασε το λαιμό του και τον άφησε να πέσει άψυχος στο πάτωμα. Μετά από λίγα λεπτά ένας φύλακας έφτασε τρέχοντας στο σημείο και πλησίασε το πτώμα του καθαριστή. Δεν πρόσεξε όμως που βρισκόταν και χωρίς να το καταλάβει ένα χέρι τον άρπαξε και του έσπασε το λαιμό ενώ ένα άλλο πήρε τα κλειδιά από την τσέπη του φύλακα. Ο Γκούλμπα βγήκε από το κελί του και αφού έστριψε τα κεφάλια των θυμάτων του εξαφανίστηκε από το πλάνο.

   Η Μαριάννα επέστρεψε στο γραφείο και ενημέρωσε λεπτομερώς τον διοικητή της για την απόδραση, για το πως ο «Στρίφτης» σκότωσε ακόμα δύο ανθρώπους και ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος του μανιακού από το βίντεο του ιδρύματος και μετά. Βγαίνοντας από το γραφείο επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον διευθυντή του ψυχιατρείου και τον… κοσκίνισε κανονικά και με το νόμο. Ποια είναι τα μέτρα ασφαλείας του ιδρύματος, πόσες κάμερες έχει, ποιος είναι υπεύθυνος για τις κάμερες, πόσοι είναι συνολικά οι φύλακες του ιδρύματος, πόσοι και ποιοι είναι οι καθαριστές, πόσοι ασθενείς βρίσκονται έγκλειστοι και άλλες τόσες και τόσες ερωτήσεις. Ένιωθε την ανάγκη να μπορέσει να πιάσει και πάλι αυτό το κτήνος, ήθελε να τον κλείσει μέσα στη φυλακή και αν γινόταν να τον σκοτώσει, ακόμα καλύτερα! Η ελληνική αστυνομία καλού κακού ενημέρωσε τις αντίστοιχες αρχές της Τουρκίας, της Βουλγαρίας, των Σκοπίων, της Αλβανίας αλλά και της Ιταλίας για την απόδραση του Μπέρετς Γκούλμπα. Οι προσπάθειες των αρχών να βρουν τον Πολωνό μανιακό δολοφόνο συνεχίστηκαν ασταμάτητα μέχρι που ξημέρωσε και η βάρδια της Μαριάννας έφτασε στο τέλος της. Η ίδια ζήτησε να μείνει και να βοηθήσει στην αναζήτηση του φονιά αλλά ο διοικητής ήταν ανένδοτος και τη διέταξε με πολύ αυστηρό ύφος να πάει να ξεκουραστεί. Η νεαρή αστυνομικός μπήκε στο μικρό, κόκκινο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε για το σπίτι της. Έβαλε ραδιόφωνο, τις ειδήσεις συγκεκριμένα, μήπως και μάθει τίποτα νεότερο από την αναζήτηση του Μπέρετς αλλά εις μάτην. Καμία εξέλιξη απολύτως!

   Μπήκε στο σπίτι της και άναψε το θερμοσίφωνα. Ήθελε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσει και να πέσει για ύπνο. Έφτιαξε ένα τοστ όπως είχε κάνει και στο ξεκίνημα της προηγούμενης μέρας και κάθισε στον μαύρο, δερμάτινο καναπέ του σαλονιού της. Περίμενε να ζεστάνει λιγάκι το νερό και να μπει για μπάνιο. Γδύθηκε, έβαλε τα ρούχα στα άπλυτα, και γέμισε τη μπανιέρα με καυτό νερό και έριξε μέσα λίγο από το αφρόλουτρο για να γεμίσει ο τόπος μπουρμπουλήθρες. Μπήκε μέσα και κάθισε, έβαλε μουσική στο κινητό της και φόρεσε τα ακουστικά. Έκλεισε για λίγο τα μάτια της και άρχισε να χαλαρώνει, τόσο όσο χρειαζόταν για να ξαπλώσει και να κοιμηθεί σαν πουλάκι. Οι υδρατμοί έκαναν το μπάνιο να μοιάζει με σάουνα και ο καθρέφτης είχε θαμπώσει εντελώς. Η Μαριάννα βγήκε από τη μπανιέρα και τυλίχτηκε γύρω από μια γαλάζια, μαλακή πετσέτα σώματος. Όπως και το πρωί έτσι και τώρα η νεαρή αστυνομικός πήγε προς τον καθρέφτη που βρισκόταν πάνω από το νιπτήρα της τουαλέτας και τον σκούπισε για δει το πρόσωπό της. Πάγωσε! Ακριβώς πίσω της βρισκόταν ο «Σφίχτης» και την κοιτούσε με ένα κενό βλέμμα, παγωμένο και χωρίς αισθήματα. Πριν προλάβει να κάνει το παραμικρό, η άτυχη κοπέλα ένιωσε δυο χέρια να την πιάνουν από το λαιμό και να σφίγγουν με τρομακτική δύναμη. Της κόπηκε η αναπνοή, άρχισε να ζαλίζεται και τα μάτια της έκλειναν. Ξαφνικά ο Μπέρετς με μία απότομη κίνηση, έσπασε το λαιμό της Μαριάννας και άφησε το πτώμα της παραμορφωμένο, όπως ακριβώς έκανε και με τα υπόλοιπα θύματά του.

(Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι εντελώς τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ