Είχε καθίσει σε ένα βράχο προς την άκρη του γκρεμού και ακόνιζε το αγαπημένο του σπαθί, κοιτάζοντας που και που προς την πόλη, πέρα από την πεδιάδα. Έβλεπε τις φλόγες και τους καπνούς να σηκώνονται ψηλά, μέχρι τον ουρανό και να σκεπάζουν το Ουρζούν, «το λουλούδι της κοιλάδας» όπως το αποκαλούσαν οι κάτοικοι της πόλης. Οι κραυγές των πολεμιστών και τα ουρλιαχτά των γυναικών αποτελούσαν τη… μουσική της μάχης που μαινόταν εδώ και δύο μέρες στο Ουρζούν. Ο στρατός του αυτοκράτορα προσπαθούσε να κρατήσει την πόλη από τα χέρια των δαιμόνων, οι οποίοι είχαν ρημάξει την Ιαπωνία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Κανείς δεν ήταν ασφαλής, τα χωριά ερήμωσαν και ο λαός συγκεντρώθηκε στις πόλεις για να προστατευτεί από τους καταραμένους δαίμονες.
Αυτό όμως ήταν το μεγάλο λάθος του αυτοκράτορα και των συμβούλων του. Τότε στην αρχή, όχι τώρα που οι δαίμονες κυριάρχησαν στη χώρα. Τώρα όλα είναι μάταια, κάποιος τους είχε προειδοποιήσει για το κακό που ερχόταν αλλά τον χλεύασαν και τον ατίμωσαν! Επειδή ήταν διαφορετικός και είχε τη δική του γνώμη. Επειδή τόλμησε να πάει κόντρα στο λόγο του αυτοκράτορα για το καλό της Ιαπωνίας. Η τιμωρία του ήταν να τον καταραστούν, αυτόν και την οικογένειά του και να εξοριστούν στα βουνά. Εκείνος ο άντρας απέκτησε με τη γυναίκα του ένα γιο και μια κόρη. Ο γιος του έγινε ένας από τους καλύτερους σαμουράι της χώρας ενώ η κόρη είχε τραγικό τέλος. Μια μέρα που πήγε μέχρι το ποτάμι για να μαζέψει μανιτάρια και αγριόχορτα, δέχθηκε επίθεση από στρατιώτες του αυτοκράτορα και δεν γύρισε ποτέ στο σπίτι της. Ο μόνος που την είδε νεκρή ήταν ο αδερφός της, ο οποίος φτάνοντας στο ποτάμι την είδε κρεμασμένη σε ένα δέντρο, τα ρούχα της ήταν σκισμένα δείγμα της σαρκικής επίθεσης που δέχθηκε η κοπέλα.
Ο Νιμπίρου σκούπισε το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό του και συνέχιζε να ακονίζει το σπαθί. Αυτός ο απόκληρος, ο καταραμένος σαμουράι, ο «εχθρός του αυτοκράτορα» όπως τον αποκάλεσε το βασιλικό συμβούλιο. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, μελαχρινός με μακρύ μαλλί και γένια περιποιημένα όπως οι πιο πλούσιοι της χώρας. Ζούσε μόνος του πια στα βουνά, κυνηγούσε ζώα για να τραφεί και έκανε τα πάντα μονάχος του. Δίπλα από το μικρό, ξύλινο σπίτι του Νιμπίρου υπήρχαν δυο μνήματα, του πατέρα του και της μάνας του. Την αδερφή του την είχε θάψει κάτω από το δέντρο που την είχε βρει νεκρή. Φρόντιζε να είναι πάντοτε φωτισμένα τα μνήματα ώστε οι ψυχές των αγαπημένων του να βλέπουν το δρόμο για το σπίτι. Έτσι του έλεγε η μάνα του όταν ήταν μικρός, τότε που ο πατέρας του ήταν ακόμα στο πλευρό του αυτοκράτορα.
Η εισβολή των δαιμόνων είχε γίνει πριν από εικοσιένα χρόνια, τότε που ο Νιμπίρου ήταν ακόμα μικρό αγόρι. Κανένας δεν γνώριζε γιατί τα ακάθαρτα πνεύματα της κόλασης επιτέθηκαν στην Ιαπωνία και προκαλούσαν παντού τον πανικό και το χάος. Κατεστραμμένα χωριά, διαλυμένα σπίτια και χωράφια, πτώματα παντού, αυτό ήταν το σκηνικό τρόμου που είχε στηθεί στην ανατολικότερη χώρα της Γης. Κάποιοι λένε οτι ο αυτοκράτορας διέπραξε μια τόσο μεγάλη ιεροσυλία που ο ίδιος ο Ντάμνιο, ο δαίμονας άρχοντας, ήθελε να πάρει εκδίκηση από τον υπερόπτη θνητό. Γι’ αυτό και πολεμούσε μπροστά μπροστά στο πεδίο της μάχης και κομμάτιαζε όποιον στρατιώτη έβρισκε στο διάβα του. Ο αυτοκρατορικός στρατός πολέμησε όλα αυτά τα χρόνια με πίστη και πάθος αλλά μετά από τόσο καιρό μάχης και καταστροφής είχε εξασθενήσει τόσο πολύ που σε λίγους μήνες δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους δαίμονες. Ο Νιμπίρου βρισκόταν μακριά από όλα αυτά, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ο εαυτός του και μια ευκαιρία να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειάς του. Οι δαίμονες δεν είχαν πλησιάσει το σπίτι του και οι άνθρωποι τον απέφευγαν γιατί τον θεωρούσαν καταραμένο.
Ξαφνικά ο μοναχικός σαμουράι σταμάτησε οτιδήποτε έκανε και εστίασε την προσοχή του σε έναν περίεργο ήχο που άκουσε να έρχεται από το δάσος. Ήταν κάτι σαν γέλιο και ουρλιαχτό μαζί, άκουγε πολλά άτομα να πλησιάζουν. Σηκώθηκε από το βράχο που καθόταν, έβαλε το σπαθί του στη θήκη και προχώρησε προς το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι του. Καθώς περπατούσε παρατήρησε οτι οι φωνές που άκουσε χάθηκαν και μια πολύ παράξενη σιωπή είχε απλωθεί στο χώρο. Ο Νιμπίρου έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του και άνοιξε τα πόδια του για καλύτερη ισορροπία. Ενέδρα! Τέσσερις σαμουράι του αυτοκράτορα πετάχτηκαν μέσα από το δάσος και περικύκλωσαν τον “εχθρό του αυτοκράτορα”. Φαίνεται οτι οι δαίμονες τους είχαν πιέσει τόσο πολύ που για να ξεφύγουν από το θάνατο, έφυγαν από το Ουρζούν και ανέβηκαν το βουνό. Είδαν το σπίτι και κατάλαβαν οτι ζούσε εκεί ο Νιμπίρου, σκέφτηκαν οτι αν τον έπιαναν ο αυτοκράτορας θα τους γέμιζε με χρυσό και έτσι του έστησαν ενέδρα. Ο Νιμπίρου πήρε βαθιά ανάσα και σήκωσε το σπαθί με τα δύο χέρια, στο ύψος του σαγονιού του και στα αριστερά του προσώπου του. Ο πρώτος που του επιτέθηκε βρέθηκε αποκεφαλισμένος με μία κίνηση του απόκληρου σαμουράι ενώ ο επόμενος που βρέθηκε μπροστά του, έχασε το δεξί του πόδι πριν νιώσει το σπαθί του Νιμπίρου να μπήγεται στο στήθος του.
Οι άλλοι δύο στρατιώτες κινήθηκαν ταυτόχρονα εναντίον του καταραμένου σαμουράι και βγάζοντας δυνατές κραυγές έπεσαν πάνω του. Ο Νιμπίρου πήδηξε ψηλά, αφύσικα ψηλά και στη συνέχεια έπεσε με δύναμη στο έδαφος, τόσο πολλή δύναμη που σείστηκε ο τόπος. Οι δύο στρατιώτες έχασαν την ισορροπία τους από το τράνταγμα της γης και μέχρι να συνέλθουν κείτονταν νεκροί, ποτίζοντας με τη ζωή τους το άγονο έδαφος του βουνού. Ο Νιμπίρου σκούπισε με ένα πανί το αίμα από το σπαθί του και το έβαλε στη θήκη του ενώ ξεκίνησε για να φύγει και να γυρίσει στο σπίτι. Ξαφνικά άκουσε κάτι, κάτι σαν μουρμουρητό και ο ήχος ερχόταν από κάποιον από τους νεκρούς στρατιώτες. Ο σαμουράι πλησίαζε διστακτικά και γονάτισε δίπλα από το… ομιλητικό πτώμα και το γύρισε ανάσκελα. Ο νεκρός στρατιώτης μιλούσε σε μια ακαταλαβίστικη, μια ξεχασμένη και αρχαία γλώσσα από αυτές που μιλούσαν οι θεοί στην αρχή των χρόνων, μια γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι οι δαίμονες που εισέβαλαν στην Ιαπωνία. Ο Νιμπίρου το ήξερε αυτό γιατί που και που κατέβαινε από το βουνό και έμπαινε κρυφά σε πόλεις και χωριά για να πάρει προμήθειες και είχε ακούσει ένα σωρό ιστορίες για τους δαίμονες και την καταστροφή που προκάλεσαν στη χώρα.
Σε ένα πηγαδάκι που είχαν στήσει δύο αγρότες έξω από το Ουρζούν, ο Νιμπίρου άκουσε να λένε για ένα φυλάκιο των δαιμόνων που βρισκόταν στον βορρά, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Ο σαμουράι πήγε να δει αν είναι αλήθεια η φήμη και προς μεγάλη του έκπληξη είδε όντως έναν πέτρινο πύργο να υψώνεται πέρα από το δάσος και πάνω στις πολεμίστρες παρατήρησε φωτιές και δαίμονες σκοπούς. Κόκκινοι, πανύψηλοι και τρομακτικοί, είχαν τρία κέρατα στο κεφάλι και μια ουρά με μυτερή απόληξη. Κρατούσαν φλογισμένα δόρατα και σπαθιά ενώ φορούσαν ατσάλινες πανοπλίες και όταν συζητούσαν μεταξύ τους ακούγονταν σαν να τσακώνονται. Ο Νιμπίρου είχε πλησιάσει αρκετά και κρυφάκουσε, αναγνώρισε τη γλώσσα και μέσα σε όσα έμαθε ήταν και το όνομα του δαίμονα άρχοντα του Ντάμνιο. Όταν γύρισε προς το σπίτι του το οποίο βρισκόταν στο ιερό βουνό Ατσάκου, δεν σταμάτησε αλλά συνέχισε να ανεβαίνει μέχρι που έφτασε στην κορυφή του. Εκεί υπήρχε ένας πανάρχαιος ναός, τον είχαν φτιάξει οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού και είχαν διαλέξει το Ατσάκου γιατί ήταν πανύψηλο και εξαιρετικά δύσβατο. Μέσα στο ναό υπήρχαν παλιά κείμενα και περγαμηνές, όλα γραμμένα στην παλιά γλώσσα και με πληροφορίες για τα αρχαία χρόνια. Εκεί ο Νιμπίρου έμαθε για τον Ντάμνιο και τη γλώσσα που μιλούσαν οι δαίμονες και από τότε είχε στο μυαλό του ένα πράγμα. Κάτι για να σώσει την υπόληψη της οικογένειάς του και να τιμήσει και πάλι το όνομα του πατέρα του.
Ο Νιμπίρου πλησίασε το αυτί του νεκρού που μουρμούριζε και του ψιθύρισε κάτι στην αρχαία γλώσσα. Αμέσως ο ουρανός σκοτείνιασε και γέμισε μαύρα σύννεφα γεμάτα οργή και βροντές και ο αέρας δυνάμωσε επικίνδυνα. Ξαφνικά μια απόκοσμη φωνή ακούστηκε να μιλάει μέσα από τον μανιασμένο άνεμο, μια φωνή γεμάτη μίσος και κακία που πότε ούρλιαζε και πότε γελούσε χαιρέκακα. Ο Νιμπίρου πήρε την απάντηση που περίμενε και χαμογέλασε πλατιά, η ώρα της λύτρωσης και της δικαίωσης πλησίαζε γοργά. Ο απόκληρος σαμουράι επέστρεψε στο σπίτι του και προετοιμάστηκε για την τελευταία μάχη της ζωής του, την πιο σημαντική απ’ όλες όσες είχε δώσει. Πλύθηκε, έφαγε καλά και έπεσε για ύπνο. Μόλις ξύπνησε πήγε στο δωμάτιο της πανοπλίας και ξεκίνησε να ντύνεται. Χρυσοκόκκινος θώρακας και προστατευτικά για τα πόδια και τα χέρια. Βαθύ κόκκινο η περικεφαλαία με μαύρη μάσκα μπροστά, όταν τη φορούσε ο Νιμπίρου έμοιαζε με αρχαίο θεό πολεμιστή. Το τελευταίο πράγμα που έκανε ο σαμουράι πριν φύγει για το Ατσάκου ήταν να ανάψει για τελευταία φορά το φως στα μνήματα των γονιών και της αδερφής του. Προσευχήθηκε για καλή τύχη στην ανάβαση που θα έκανε και ξεκίνησε χαμογελαστός για το ιερό βουνό.
Δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του Ατσάκου, ανέβηκε τόσο γρήγορα που πολλές φορές κινδύνεψε να πέσει στον γκρεμό και να σκοτωθεί εντελώς άδοξα. Όμως ήταν τέτοια η λαχτάρα του γι’ αυτή τη μάχη που δεν τον τρόμαζε τίποτα, ούτε σταματούσε σε κανένα εμπόδιο είτε του αέρα είτε του βουνού. Προχώρησε στο εσωτερικό του ναού και περίμενε καθισμένος στα γόνατά του. Συγκεντρώθηκε και προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του να εμφανιστεί ο αντίπαλός του. Ξαφνικά, ένας σεισμός ταρακούνησε τον αρχαίο ναό και μια αστραπή χτύπησε το έδαφος μπροστά στην είσοδο του ιερού κτιρίου. Μέσα από τον καπνό της αστραπής εμφανίστηκε ένας πελώριος δαίμονας παχύς και πολύ δυνατός, με τέσσερα χέρια που κρατούσαν σπαθιά, δύο σε κάθε πλευρά. Ήταν ο ίδιος ο Ντάμνιο, ο άρχοντας δαίμονας που απάντησε στο κάλεσμα του Νιμπίρου, δική του ήταν η φωνή που άκουσε ο σαμουράι την προηγούμενη μέρα. Ο δαίμονας περίμενε τον απόκληρο πολεμιστή να βγει από τον ναό και μετά του επιτέθηκε με λύσσα.
Ο Νιμπίρου απέκρουσε τα χτυπήματα του δαίμονα και έκανε με τη σειρά του την επίθεσή του. Έσκισε το λαιμό του θηρίου και του έκοψε το ένα χέρι αλλά ο Ντάμνιο ήταν αθάνατος και δεν γινόταν να σκοτωθεί. Έτσι γιάτρεψε τις πληγές του και ξαναφύτρωσε το κομμένο του χέρι, πάντοτε γελώντας με κακία και φτύνοντας φωτιές από το στόμα του. Η μάχη σαμουράι και δαίμονα κράτησε πάρα πολλές ώρες, ο Νιμπίρου είχε πληγωθεί αλλά δεν σταματούσε να πολεμά. Ήθελε να τιμήσει την οικογένειά του και θα το έκανε μέσα από αυτή την άνιση μάχη. Ο σαμουράι γνώριζε από πριν την κατάληξη της μονομαχίας αλλά δεν τον ένοιαζε, άλλωστε αυτό ήθελε για να αποκαταστήσει το όνομα του πατέρα του. Να πεθάνει πολεμώντας για το καλό της πατρίδας του απέναντι στον χειρότερο εχθρό που θα μπορούσε να βρει. Μετά από μια ολόκληρη μέρα ο Ντάμνιο είχε πια στριμώξει για τα καλά τον καταραμένο σαμουράι. Ο Νιμπίρου είδε το σπαθί του να σπάει και να γίνεται χίλια κομμάτια και προσπάθησε με πόδια και χέρια να χτυπήσει τον δαίμονα. Όμως ένα χτύπημα του θηρίου του έκοψε το ένα πόδι και τον έριξε στο έδαφος. Ο Νιμπίρου ήξερε οτι το τέλος του έφτασε και γονάτισε μπροστά στον δαίμονα περιμένοντας το τελειωτικό χτύπημα. Χαμογελούσε πλατιά από ικανοποίηση γι’ αυτό που είχε κάνει και από το στόμα του έσταζε το ίδιο του το αίμα. Ο Ντάμνιο πλησίασε τον σαμουράι, τον κοίταξε με μίσος και ουρλιάζοντας με λύσσα ξέσκισε τον Νιμπίρου σε χίλια κομμάτια και ξεχύθηκε προς το Ουρζούν για να συνεχίσει το μακάβριο έργο του.
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα και οι τοποθεσίες του κειμένου είναι εντελώς τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ