Για ακόμα ένα χειμώνα το χιόνι σκέπασε τα πάντα στην πανέμορφη και κατάλευκη Χιονούπολη. Αυτή η υπέροχη πόλη που βρίσκεται στη Βόρεια Γη, πέρα από τους πάγους της Ανταρκτικής, αποτελούσε την ανεπίσημη πατρίδα των Χριστουγέννων. Ο Δεκέμβριος ήταν ο καλύτερος μήνας της όμορφης αυτής πόλης και οι Χιουνουπολίτες στόλιζαν με κάθε λογής μπιχλιμπίδια τα σπίτια τους και τους δρόμους, γέμιζαν με πολύχρωμα φωτάκια όλα τα δέντρα της περιοχής εκτός από εκείνα που βρίσκονταν στο “Παγωμένο Δάσος“.

Σε εκείνο το μέρος δεν πλησίαζε κανένας ποτέ, ούτε καν την άνοιξη όταν το δάσος γέμιζε με όμορφα χρώματα από το άνθισμα των λουλουδιών. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από τον Σάταν Κλάους, τον τρομερό και φοβερό χριστουγεννιάτικο δαίμονα. Ο θρύλος τον ήθελε να είναι γιος του ίδιου του Διάβολου και της πανίσχυρης “Μάγισσας των Πάγων“, μια μυθική φιγούρα που στα αρχαία χρόνια τρομοκρατούσε την περιοχή. Ο αστικός μύθος έλεγε οτι κάθε Χριστούγεννα και μέχρι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς η μάγισσα έπαιρνε από ένα αγόρι είτε μέσα από το σπίτι του είτε από το δρόμο, αν τύχαινε και κυκλοφορούσε κανένα μόνο του τη νύχτα. Τα χρόνια πέρασαν και οι κάτοικοι της Χιονούπολης κάθε 25 Δεκέμβρη έκαιγαν στη μέση της πλατείας ένα σκουπόξυλο μαζί με κουρελιασμένα ρούχα και ένα μυτερό καπέλο, δηλαδή ένα ψεύτικο ομοίωμα της “Μάγισσας των Πάγων“. Με το τέλος του παραπάνω έθιμου ξεκινούσαν οι εορταστικές εκδηλώσεις για τα Χριστούγεννα.

Η φετινή χρονιά ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την όμορφη πόλη των Χιονουπολιτών γιατί συμπληρώνονταν χίλια χρόνια από την ίδρυσή της. Μάλιστα το όνομα της Χιονούπολης το είχε δώσει ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης ο οποίος την είχε ανακηρύξει ως την αγαπημένη του περιοχή, μετά από το σπίτι του στη Λαπωνία βεβαίως βεβαίως. Γι’ αυτό ο δήμαρχος και οι κάτοικοι είχαν οργανώσει μια βδομάδα γεμάτη φαγοπότι, πιοτό και παιχνίδια του χιονιού, ήθελαν η Χιονούπολη να είναι η καλύτερη χριστουγεννιάτικη πόλη της Γης. Όλοι περίμεναν πως και πως τις φετινές γιορτές, μικροί και μεγάλοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους χαμογελαστοί και ντυμένοι με όμορφα χειμωνιάτικα ρούχα και πολύχρωμους σκούφους.

Αυτό όμως που δεν γνώριζαν οι Χιονουπολίτες ήταν οτι κάθε χίλια χρόνια ο Σάταν Κλάους έβγαινε από τη σπηλιά του που βρισκόταν στα βάθη του “Παγωμένου Δάσους“. Ο λόγος που το έκανε ήταν για να συνεχίσει το διαβολικό έργο της μάνας του της μάγισσας, να απαγάγει δηλαδή μικρά αγόρια και να τα παίρνει στο σπίτι του για να τα φάει. Κάθε μέρα από ένα παιδί, επτά ψυχές στο σύνολο και μετά θα επέστρεφε στο βαθύ του ύπνο για άλλα χίλια χρόνια.

Παραμονή Χριστουγέννων

Μία περίεργη άμαξα με τέσσερα κατάλευκα άλογα έφτασε στη Χιονούπολη. Ο οδηγός άραξε την άμαξα δίπλα από την κεντρική πλατεία της πόλης και από αυτή κατέβηκαν τρία άτομα, μία γυναίκα και δύο άντρες. Από τα ρούχα που φορούσαν μπορούσε κανείς να καταλάβει οτι ήταν άνθρωποι της θρησκείας ενώ κρατούσαν στα χέρια τους και κάτι μεγάλα βιβλία με ένα σταυρό στο εξώφυλλο. Οι τρεις άγνωστοι προχώρησαν με βήμα ταχύ προς το δημαρχείο της πόλης και συναντήθηκαν με τον τοπικό άρχοντα. Στη συνάντησή τους με το δημοτικό συμβούλιο και τον ίδιο τον Δήμαρχο εξέφρασαν την ανησυχία τους οτι κάτι κακό ερχόταν στη Χιονούπολη, αλλά το μόνο που εισέπραξαν ήταν απαξιωτικά σχόλια και επικριτικά βλέμματα. Ήταν βλέπετε τόσο χαρούμενοι οι Χιονουπολίτες για τα φετινά Χριστούγεννα και δεν ήθελαν τίποτα και κανένας να χαλάσει τη γιορτή τους.

Οι τρεις “επισκέπτες” αποχώρησαν απογοητευμένοι από το δημαρχείο και πήγαν μέχρι το πανδοχείο “Χιονόσπιτο” που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της πόλης. Έκλεισαν δύο δωμάτια, ένα δίκλινο για τους δύο άντρες και ένα μονό για την μοναχή. Από τη δική τους μεριά έκαναν οτι μπορούσαν για να προειδοποιήσουν τους Χιονουπολίτες και τον Δήμαρχο για το κακό που ερχόταν και από εκεί και πέρα θα περίμεναν μέχρι το πρώτο περιστατικό. Δυστυχώς κάποιος θα έπρεπε να… θυσιαστεί για να καταλάβουν άπαντες τον σοβαρό κίνδυνο που παραμόνευε στο δάσος.

Το βράδυ της Παραμονής όλοι οι Χιονουπολίτες ήταν μαζεμένοι στα σπίτια τους και απολάμβαναν το φαγητό και τα χριστουγεννιάτικα γλυκά που είχαν φτιάξει. Το μενού περιλάμβανε τάρανδο στο φούρνο με λαχανικά και για γλυκό υπήρχαν χιονόμπαλες από άχνη ζάχαρη και βούτυρο αλλά και ζεστοί λουκουμάδες σοκολάτας με σαντιγί και φράουλες. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα και ενώ όλες οι οικογένειες ήταν στα σπίτια τους και τραγουδούσαν όμορφα, χριστουγεννιάτικα τραγούδια μπροστά από το τζάκι, ξαφνικά κάτι τους έκανε να παγώσουν! Ένα πολύ δυνατό ταρακούνημα τράνταξε τα σπίτια και υποχρέωσε τους Χιονουπολίτες να βγουν έξω στις αυλές τους. Και μόλις ο σεισμός σταμάτησε τότε μέσα από τα βάθη του “Παγωμένου Δάσους” ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, ένας ήχος που έμοιαζε με κραυγή ζώου μπερδεμένη με ένα σατανικό γέλιο. Στο πανδοχείο “Χιονόσπιτο” οι τρεις ιερείς κοιτάχτηκαν στενοχωρημένοι γιατί ήξεραν. Ήξεραν οτι ο Σάταν Κλάους μόλις είχε ξυπνήσει από το λήθαργο και ήταν πεινασμένος για ανθρώπινη σάρκα.

Χριστούγεννα

Την επόμενη μέρα, σαν να μην είχε γίνει τίποτα το προηγούμενο βράδυ, τα παιδάκια είχαν μαζευτεί από νωρίς στην πλατεία και τραγουδούσαν χριστουγεννιάτικες μελωδίες ενώ γενικότερα όλη η Χιονούπολη ήταν στο πόδι για τη μεγάλη μέρα. Οι πιο παλιοί είχαν ήδη ετοιμάσει το ομοίωμα της μάγισσας και το είχαν τοποθετήσει στη μέση της πλατείας, ενώ από τη μεριά τους οι νοικοκυρές περνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά με δίσκους γεμάτους ζεστά κουλουράκια κανέλας που τα είχαν περιχύσει με ολόφρεσκο μέλι και κερνούσαν μικρούς και μεγάλους. Στο πανδοχείο το “Χιονόσπιτο” οι τρεις ιερείς προετοιμάζονταν για τη δύσκολη βδομάδα που τους περίμενε. Έπρεπε να πολεμήσουν έναν πανίσχυρο δαίμονα και χρειάζονταν μεγάλη συγκέντρωση γι’ αυτό το σχεδόν ακατόρθωτο έργο. Άλλωστε ήταν η πρώτη φορά που θα αντιμετώπιζαν ένα τόσο δυνατό και πανάρχαιο κακό και δεν είχαν ιδέα τι ήταν αυτό που θα συναντούσαν. Την ίδiα στιγμή στην πλατεία το ομοίωμα της μάγισσας έπαιρνε φωτιά και η μεγάλη γιορτή ξεκίνησε και μαζί της άρχισε και ο μύθος του Σάταν Κλάους…

Το πρωί που ακολούθησε οι Χιονουπολίτες ήταν ταραγμένοι και στενοχωρημένοι, μια εντελώς διαφορετική εικόνα από την προηγούμενη μέρα. Είχαν συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι του Δήμαρχου αφού είχε εξαφανιστεί ο μεγάλος του γιος. Ο νεαρός είχε πεταχτεί το βράδυ των Χριστουγέννων μέχρι το ζαχαροπλαστείο και δεν γύρισε ποτέ στο σπίτι. Οι ιερείς πήγαν και αυτοί στη συγκέντρωση και προσπάθησαν να συναντηθούν και πάλι με τον Δήμαρχο αλλά εκείνος, όχι μόνο δεν χάρηκε που τους είδε αλλά τους κατηγόρησε για την εξαφάνιση του γιού του και οτι έφεραν κακή τύχη στη Χιονούπολη και έτσι τους έδιωξε από την πόλη. Την άποψή του τοπικού άρχοντα ασπάστηκαν και οι κάτοικοι οι οποίοι αποδοκίμασαν τους τρεις ξένους και τους πετούσαν χιόνι και μπαγιάτικα φαγητά καθώς τους… συνόδευαν μέχρι την έξοδο της Χιονούπολης. Οι ιερείς γνώριζαν οτι σε λίγες μέρες θα τους παρακαλούσαν να τους βοηθήσουν αλλά τότε θα ήταν ήδη πολύ αργά.

Οι Χιονουπολίτες οργάνωσαν μια ομάδα αναζήτησης για να βρουν το χαμένο αγόρι και άρχισαν να ψάχνουν σε όλη την πόλη αλλά και τις γύρω περιοχές. Δυστυχώς όμως κανείς δεν είχε δει ή ακούσει κάτι για τον άτυχο νεαρό. Την επόμενη μέρα ακόμα ένα παιδί είχε χαθεί και τότε είναι που ο Δήμαρχος έδωσε εντολή στην ομάδα αναζήτησης να πάει μέχρι το “Παγωμένο Δάσος” και να ψάξει. Όμως οι Χιονουπολίτες αντέδρασαν και διαφώνησαν μαζί του γιατί κανένας δεν ήθελε να μπει σε εκείνον τον καταραμένο τόπο και έτσι ο Δήμαρχος βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Αλλά αντί να ψάξει για μία άλλη λύση, πείσμωσε, πήρε ένα χοντρό παλτό και την καραμπίνα του και ξεκίνησε μόνος του για το δάσος. Μια βιαστική και εντελώς λάθος απόφαση που δεν θα του έβγαινε σε καλό.

Ακόμα μία μέρα ξημέρωσε στην Χιονούπολη και η λίστα με τους εξαφανισμένους είχε μεγαλώσει κατά ένα αγόρι. Αλλά το κακό ήταν ακόμα μεγαλύτερο αφού και ο ίδιος ο Δήμαρχος δεν είχε επιστρέψει από το “Παγωμένο Δάσος“. Έτσι με βαριά καρδιά η ομάδα αναζήτησης των Χιονουπολιτών αποφάσισε να μπει στο δάσος και να ψάξει για τα παιδιά και τον άρχοντα. Η έρευνα τους οδήγησε έξω από μία τεράστια σπηλιά όπου και έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτάζουν την είσοδο. Παντού υπήρχαν παιδικά ρούχα και ξεσκισμένοι, πολύχρωμοι σκούφοι αλλά το χειρότερο από όλα ήταν τα κόκκαλα! Παντού ανθρώπινα οστά, διαλυμένα κρανία και ξεραμένο αίμα, αυτό ήταν το αηδιαστικό θέαμα που αντίκρυσε η ομάδα. Όμως τίποτα δεν συγκρινόταν με την εικόνα που είδαν λίγο πιο δίπλα από τη σπηλιά. Εκεί βρισκόταν ο Δήμαρχος σταυρωμένος σε ένα δέντρο και νεκρός, έλειπαν τα μάτια του, η γλώσσα του, τα αυτιά του, τα χέρια του και η μύτη. Ο Σάταν Κλάους είχε αναλάβει για τα καλά δράση και προκαλούσε με ξεκάθαρο τρόπο τους τρεις ιερείς που επισκέφθηκαν τη Χιονούπολη να πάνε να τον βρουν.

Η ομάδα αναζήτησης έφυγε κατατρομαγμένη από το “Παγωμένο Δάσος” και χωρίς να επιστρέψει στην πόλη πήγε μέχρι την επόμενη περιοχή για να βρει τους τρεις ξένους. Αφού τους βρήκαν τους ζήτησαν γονατιστοί συγνώμη για το γεγονός οτι δεν τους πίστεψαν και τους έδιωξαν από τη Χιονούπολη, τους ενημέρωσαν για όσα είδαν έξω από τη σπηλιά και τους παρακάλεσαν να τους βοηθήσουν. Οι τρεις ιερείς συμφώνησαν να το κάνουν και χωρίς να χάσουν άλλο χρόνο πήραν τα πράγματά τους και ξεκίνησαν για το δάσος. Δεν άργησαν να φτάσουν έξω από τη σπηλιά, άλλωστε γνώριζαν από τα βιβλία τους πως ήταν το σπίτι του Σάταν Κλάους. Εκεί, στα βιβλία δηλαδή, ήταν γνωστό ως “Το Σπήλαιο των Ουρλιαχτών” και ο εξορκιστής ιερέας είχε διαβάσει πάρα πολύ για να μάθει τον αντίπαλό του. Από τη μεριά τους η μοναχή και ο ιεραπόστολος ιερέας ήταν πρωτάρηδες στο κυνήγι και τον εξορκισμό αρχαίων δαιμόνων και έτσι ήταν κάπως διστακτικοί στις κινήσεις τους.

Όλοι μαζί μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν να διαβάζουν προσευχές και να ρίχνουν παντού αγιασμό, στο έδαφος, στα τοιχώματα της σπηλιάς, ακόμα και στα ανθρώπινα κόκκαλα που ήταν κάτω από τα πόδια τους. Όσο προχωρούσαν τόσο πιο έντονη γινόταν η μυρωδιά από τα σάπια αποφάγια του Σάταν Κλάους και ειδικότερα η μοναχή έκανε υπερπροσπάθεια για να συνεχίσει. Αυτό που βίωναν και οι τρεις ήταν πρωτόγνωρο και χρειαζόταν μεγάλη πίστη για να συνεχίσουν και ακόμα περισσότερη για να βγάλουν εις πέρας την αποστολή τους. Ξαφνικά ένας βρυχηθμός τους πάγωσε και τους τρεις και το βλέμμα όλων έπεσε μπροστά, σε ένα ξέφωτο στην καρδιά της σπηλιάς. Εκεί είδαν μια δέσμη φωτός να πέφτει σε ένα πέτρινο τραπέζι και το θέαμα που αντίκρυσαν τους έκανε να σταυροκοπηθούν και να γονατίσουν. Το άψυχο, ξεσκισμένο κορμί ενός αγοριού βρισκόταν στη μέση του τραπεζιού και στην άκρη καθόταν ο Σάταν Κλάους, κρατώντας ένα πόδι στο χέρι του και το έτρωγε χαμογελαστός. Κοίταξε τους ιερείς με τα κατακόκκινα μάτια του και σηκώθηκε από τη θέση του. Τους περίμενε…

Ο εξορκιστής ιερέας άρχιζε να διαβάζει με δυνατή φωνή λόγια ιερά και να φωνάζει το όνομα του Ιησού Χριστού ενώ η μοναχή και ο ιεραπόστολος τον συνόδευαν και ταυτόχρονα πετούσαν αγιασμό στο δαίμονα. Ο Σάταν Κλάους ξεκαρδίστηκε στα γέλια και ο ήχος που έβγαλε από το στόμα του έκανε την άτυχη γυναίκα να λιποθυμήσει ενώ οι άλλοι δύο πλησίασαν το διαβολικό ον δυναμώνοντας τις φωνές τους και δείχνοντάς του τους σταυρούς που κρατούσαν στα χέρια τους. Ο δαίμονας σταμάτησε να γελάει και κάρφωσε το βλέμμα του στη μοναχή που προσπαθούσε να συνέλθει και με ένα σάλτο έφτασε δίπλα της και την άρπαξε από το λαιμό. Όσο και αν προσπάθησαν οι δύο άντρες να τη βοηθήσουν, ο Σάταν Κλάους της έκοψε το κεφάλι και πέταξε το άψυχο κορμί της μακριά, σαν να ήταν ψεύτικη κούκλα. Ύστερα χίμηξε στον εξορκιστή και του έσκισε με τα μακριά του νύχια την κοιλιά, κάνοντας τα σωθικά του ιερέα να χυθούν από το στομάχι του.

Ο δαίμονας άφησε τελευταίο τον ιεραπόστολο ο οποίος είχε κουρνιάσει σε μια μεριά, κλαίγοντας με λυγμούς για όσα έπαθαν οι φίλοι του και για τη μοίρα που τον περίμενε. Ο Σάταν Κλάους τον πλησίασε και έσκυψε ώστε να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον άμοιρο θνητό. Χαμογέλασε και μια σειρά από μυτερά, τρομακτικά δόντια ξεπρόβαλλε στο στόμα του. Του ψιθύρισε κάτι στο αυτί και ύστερα κρύφτηκε μέσα στις σκιές. Ο ιερέας έφυγε τρέχοντας από τη σπηλιά και γύρισε στη Χιονούπολη για να μεταφέρει στους κάτοικους της πόλης το μήνυμα του δαίμονα. Ήταν μια πρόταση όλη κι όλη και αφού την ξεστόμισε ο ιεραπόστολος έπεσε νεκρός στο έδαφος. Από εκείνα τα Χριστούγεννα και μετά οι Χιονουπολίτες πρόσθεσαν ακόμα ένα μύθο στη “μαύρη” ιστορία της πόλης τους. Ένας αστικός μύθος που μιλούσε για έναν πανάρχαιο δαίμονα που διψούσε για εφηβικό αίμα, ένα κακό από τα βάθη του “Παγωμένου Δάσους” που μίλησε με τον ίδιο το Θεό και του είπε χαμογελώντας σατανικά: “Το τσιμπούσι τώρα αρχίζει“…

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ