Έτρεχε ασταμάτητα, ούτε που γυρνούσε το κεφάλι για να δει τους διώκτες του. Πηδούσε πεσμένους κορμούς δέντρων και θάμνους για να μην καθυστερήσει καθόλου, ήταν σαν ένα ελάφι που τρέχει να γλιτώσει από τη λεοπάρδαλη που το κυνηγάει. Μόνο τους άκουγε να ουρλιάζουν κατάρες στη γλώσσα τους καθώς τον κυνηγούσαν και από την ένταση του ήχου μπορούσε να καταλάβει αν τον πλησίαζαν. Ο Γελμπάχ Ασίφ ήξερε οτι αν τον έπιαναν θα γνώριζε χειρότερο θάνατο ακόμα και από το να τον έτρωγαν ζωντανό τα άγρια θηρία της ζούγκλας και γι’ αυτό έτρεχε και ξαναέτρεχε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Είχε παραβιάσει το πρωτόκολλο φιλοξενίας του Άλφα Κροκ και βιάζονταν να φτάσει στα σύνορα της ζούγκλας ώστε να γλιτώσει από τους διώκτες του.
Πριν από δύο μέρες
Η μικρή βάρκα του Ιρανού εξερευνητή, Γελμπάχ Ασίφ, συνέχιζε ακάθεκτη την πορεία της στον Αμαζόνιο. Ο μεγαλύτερος ποταμός της Γης, αυτός ο ζωοδόχος παράγοντας για εκατομμύρια οργανισμούς στη Νότια Αμερική, ήταν εκείνος στην ουσία που οδηγούσε τον νεαρό εξερευνητή στα βάθη της ζούγκλας. Ο Ασίφ ήθελε να φτάσει μέχρι το τέλος της διαδρομής και από εκεί θα συνέχιζε με τα πόδια για να φτάσει στον εκπληκτικό προορισμό του. Είχε καιρό που μελετούσε διάφορα κείμενα που αναφέρονταν σε μια άγρια φυλή ανθρώπων που κατοικούν στα βάθη του Αμαζονίου και βάφονται πράσινοι και ντύνονται σαν κροκόδειλοι. Γι’ αυτό και ο Ασίφ τους είχε ονομάσει “Κροκοδειλάνθρωπους” και ήθελε να είναι αυτός ο πρώτος που θα τους γνώριζε από κοντά και θα έκανε γνωστή την ιστορία τους σε όλο τον κόσμο.
Μετά από μια βδομάδα κακουχιών και κινδύνων η μικρή βάρκα έφτασε στον προορισμό της. Ο Ιρανός εξερευνητής έδεσε το μικρό, θαλάσσιο μεταφορικό μέσο σε ένα δέντρο και ξεκίνησε περπατώντας για το… άγνωστο. Στην ουσία έπρεπε να ανακαλύψει την Τέρα Κρόκα, την πατρίδα των “Κροκοδειλάνθρωπων” και να τους πείσει να τον φιλοξενήσουν και να του πουν την ιστορία τους. Φυσικά αυτό που τον ανησυχούσε -όπως και κάθε εξερευνητή- ήταν μην πέσει σε τίποτα κανίβαλους και το ταξίδι του λήξει άδοξα μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι και στα στομάχια των ιθαγενών.
Παρατηρούσε γύρω του τη βλάστηση και πραγματικά είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Τα δέντρα ήταν θεόρατα, πανάρχαια και απείραχτα από τον “πολιτισμό” των ανθρώπων, έφταναν μέχρι τον ουρανό και δημιουργούσαν μία μόνιμη σκιά στον κόσμο που υπήρχε από κάτω τους. Οι ρίζες τους ήταν τόσο μεγάλές που έβγαιναν από το έδαφος και συνέχιζαν για πολλά χιλιόμετρα. Από τη μέρα που γεννήθηκαν αυτά τα δέντρα δεν έχουν σταματήσει να αναπτύσσονται και είχαν παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά τους. Η δύναμη της φύσης σε όλο της το μεγαλείο, αυτό μονολογούσε ο Ασίφ καθώς προχωρούσε στα βάθη της ζούγκλας. Και ξαφνικά τα μάτια του έλαμψαν! Εκεί που τελείωνε όλη αυτή η πυκνή βλάστηση, εκεί ήταν που ξεκινούσε η Τέρα Κρόκα, μία τεράστια, καταπράσινη πόλη, γεμάτη ανθρώπους και όμορφα κτίρια!
Ο Ασίφ περίμενε από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστούν οι πολεμιστές και προστάτες της φυλής για να τον διώξουν από την πατρίδα τους αλλά αντί γι’ αυτό σε αυτό που φαινόταν να είναι η είσοδος της πόλης, τον περίμεναν γυναίκες με κάτι μεγάλους, ξύλινους δίσκους τους οποίους είχαν γεμίσει με εξωτικά φρούτα της ζούγκλας και καρπούς από τα δέντρα για να κεράσουν τον επισκέπτη. Το μεγάλο σοκ όμως για τον Ιρανό εξερευνητή ήρθε όταν τον πλησίασε ο αρχηγός των “Κροκοδειλάνθρωπων” και του μίλησε σε άπταιστα αγγλικά και τον καλωσόρισε στην γη του. Ο Άλφα Κροκ, όπως τον ονόμαζαν οι υπήκοοί του, ήταν πανύψηλος, γυμνασμένος και αρκετά μεγάλος σε ηλικία, όπως πρόδιδαν τα άσπρα του μαλλιά και τα γκρίζα του γένια. Φορούσε δέρμα κροκόδειλου στα χέρια και τα πόδια ενώ το κεφάλι του στόλιζε το στόμα του νεκρού ζώου. Με τον ίδιο τρόπο ήταν ντυμένοι και οι υπόλοιποι κάτοικοι της Τέρα Κρόκα εκτός από τις γυναίκες οι οποίες φορούσαν τα δόντια του ζώου γύρω από το λαιμό τους. Ο Άλφα Κροκ ήταν χαμογελαστός και είχε δυο μάτια γαλαζοπράσινα, γεμάτα ευγένεια και καλοσύνη, οδήγησε τον Ασίφ στα πολύχρωμα στενά της Τέρα Κρόκα μέχρι και το τεράστιο σπίτι του αρχηγού της φυλής.
Η φιλοξενία των “Κροκοδειλάνθρωπων” ήταν ιερή για όλους, ακόμα και για τους πιο παλιούς της φυλής. Οι ξένοι είχαν την… υποχρέωση να απολαύσουν όλα τα καλά της φιλοξενίας και οι ντόπιοι έπρεπε να είναι πάντοτε εξυπηρετικοί και χαμογελαστοί με τους επισκέπτες. Άλλωστε ο Ασίφ ήταν ο πρώτος “πολιτισμένος” άνθρωπος που πήγε μέχρι την πατρίδα τους, όλοι οι άλλοι επισκέπτες ήταν ιθαγενείς από άλλες φυλές του Αμαζονίου. Οπότε οι “Κροκοδειλάνθρωποι” είχαν έναν λόγο παραπάνω να είναι καλοί και ευχάριστοι καθώς είχαν για πρώτη φορά έναν φιλοξενούμενο από τον δυτικό κόσμο.
Αυτές τις μέρες της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι της Τέρα Κρόκα γιόρταζαν τη “Γιορτή της Αρχής της Ζωής” καθώς για τους ίδιους κάθε έτος ήταν και μία ευκαιρία να ζήσουν διαφορετικά από το περασμένο, να είναι ακόμα καλύτεροι άνθρωποι από την προηγούμενη… ζωή τους. Αυτό σήμαινε και η συγκεκριμένη γιορτή, οτι δηλαδή όλοι οι άνθρωποι μέχρι να πάψουν να αναπνέουν είχαν την ευκαιρία να ζήσουν πολλές ζωές, μία καινούργια για κάθε χρόνο και με αυτόν τον τρόπο είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ακόμα πιο άξιοι για την πατρίδα και τη φυλή τους.
Ο Ασίφ λοιπόν έγινε ο επίσημος καλεσμένος της γιορτής και θα έμενε στο τεράστιο σπίτι του Άλφα Κροκ. Το μόνο που έπρεπε να προσέχει ο Ιρανός εξερευνητής ήταν να μην πάει στο “Κάστρο των Θησαυρών”, τον ιερότερο χώρο σε όλη την Τέρα Κρόκα. Η τιμωρία για τους παραβάτες ήταν φοβερή και τρομερή, η χειρότερη που είχε ακούσει ποτέ ο Ασίφ. Όποιος παραβίαζε τους κανόνες της φιλοξενίας αλλά και τον ιερό χώρο του “Κάστρου των Θησαυρών” τιμωρούνταν με γδάρσιμο και αν έμενε ζωντανός μετά από αυτό το βασανιστήριο τότε τον περίμενε ακόμα χειρότερη μοίρα. Τον πέταγαν σε μία τρύπα που ίσα ίσα χωρούσε ένας άνθρωπος και του έριχναν από πάνω πυρακτωμένα ξύλα, σαν κάρβουνα, μέχρι να τον σκεπάσουν τελείως. Το αποτέλεσμα για τον παραβάτη ήταν να ψηθεί ζωντανός και να πεθάνει με φοβερούς πόνους, σκέτος εφιάλτης.
Η νύχτα τύλιξε τα πάντα στην Τέρα Κρόκα και το σκοτάδι κυριαρχούσε στο τοπίο. Βλέπετε ήταν λιγάκι βροχερός ο καιρός και τα σύννεφα έκρυβαν εντελώς το βραδινό φως του φεγγαριού. Τότε ήταν που ο Γελμπάχ Ασίφ βγήκε στα κρυφά από το σπίτι του Άλφα Κροκ και προσέχοντας μην κάνει καθόλου θόρυβο κατευθύνθηκε προς το “Κάστρο των Θησαυρών”, το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια σπηλιά κάτω από το βουνό στα βάθη της πόλης. Καθώς πλησίαζε είδε από μακριά δυο φρουρούς να φυλάνε την είσοδο του ιερού χώρου και κρύφτηκε πίσω από ένα βράχο. Ένωσε τα χέρια του και μιμήθηκε τον ήχο που κάνουν οι γαλαζοπράσινοι παπαγάλοι, περιμένοντας να δει τι θα κάνουν οι φύλακες. Εκείνοι προχώρησαν διστακτικά προς το μέρος που ήταν κρυμμένος ο Ασίφ, πλησίασαν κοντά και μόλις έφτασαν στο βράχο, ο Ιρανός εξερευνητής είχε ήδη τρυπώσει στο Κάστρο των Θησαυρών.
Προχώρησε γοργά, κρυμμένος στις σκιές του ιερού χώρου και αφού απομακρύνθηκε λιγάκι από την είσοδο, σταμάτησε και πήρε βαθιές ανάσες. Δεν ήταν και λίγο αυτό που θα πάθαινε αν τον έπιαναν οι φρουροί και η αδρεναλίνη του είχε βαρέσει κόκκινο! Τον είχε κυριεύσει η τρέλα του πολύτιμου θησαυρού του κάστρου, αυτός ήταν από την αρχή ο σκοπός της επίσκεψής του στην Τέρα Κρόκα. Το γεγονός οτι βρήκε έναν παρθένο και άγνωστο πολιτισμό μέσα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, αυτή η τεράστια ανακάλυψη δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η “Καρδιά της Βασίλισσας”, αυτό το πολύχρωμο, τεράστιο πετράδι, ανυπολόγιστης αξίας, αυτός ήταν ο θησαυρός που βρισκόταν στο κάστρο.
Και ξαφνικά καθώς προχωρούσε ακόμα πιο βαθιά μέσα στο κάστρο έφτασε σε μια τεράστια, σκοτεινή αίθουσα, έτσι του φαινόταν όταν πρωτομπήκε. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει εκεί μέσα ήταν δύο δάδες αναμμένες και καρφωμένες στο έδαφος και ανάμεσά τους ήταν κάτι σαν βωμός με ένα αντικείμενο πάνω του. Περπάτησε προς το βωμό και κάθε λίγο κοίταζε προς την οροφή μήπως και διακρίνει κάτι, το οτιδήποτε και μπορέσει να καταλάβει που μπορεί να βρίσκεται αυτό το μέρος. Πήρε στα χέρια του τη μία δάδα και πλησίασε πάνω από το αντικείμενο που βρισκόταν μπροστά του. Τα μάτια του έλαμψαν, όπως και όταν ανακάλυψε την Τέρα Κρόκα, όπως και κάθε φορά που έβρισκε κάτι καινούργιο ή ερχόταν κάποιος κίνδυνος. Ήταν σίγουρα η “Καρδιά της Βασίλισσας”, μπορεί να ήταν μικρότερη από αυτό που περίμενε αλλά τα χρώματα και η ομορφιά του πετραδιού ήταν μοναδικά!
Χωρίς να το πολυσκεφτεί πήρε στα χέρια του το ιερό αντικείμενο και αφού το έκρυψε καλά μέσα στον σάκο του ξεκίνησε για να φύγει. Όμως ένα δυνατό βουητό, που ερχόταν από τα βάθη της γης, έκανε τον Ασίφ να κοκκαλώσει! Και τότε ξεκίνησε ένας τρομακτικός σεισμός που έκανε τα πάντα μέσα στη μεγάλη αίθουσα να κουνιούνται βίαια και την οροφή να διαλύεται και να γκρεμίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα! Ο Ιρανός εξερευνητής ίσα που πρόλαβε να βγει από τον χώρο και έτρεξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του για να φτάσει στην είσοδο πριν θαφτεί κάτω από τα χαλάσματα. Ένα σύννεφο σκόνης τον… υποδέχτηκε με το που βγήκε από το κάστρο και κρύφτηκε πίσω από ένα βράχο μέχρι να καθαρίσει το τοπίο.
Φωνές και ουρλιαχτά ακούγονταν σε όλη την Τέρα Κρόκα, πραγματικά ο ήχος προκαλούσε ανατριχίλα και τρόμο! Ο Γελμπάχ Ασίφ προχωρούσε κρυμμένος και προσπάθησε να φτάσει μέχρι την είσοδο της πόλης όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί ήξερε οτι ο Άλφα Κροκ σίγουρα τον είχε πάρει χαμπάρι και δεν θα σταματούσε πουθενά μέχρι να τον βρει και να τον σκοτώσει! Ξαφνικά ακούστηκε ποδοβολητό και ο Ασίφ κρύφτηκε σε ένα μεγάλο πιθάρι που βρήκε μπροστά του! Πολλοί άντρες με ακόντια και τόξα έτρεχαν προς την κατεύθυνση του κάστρου και πέρασαν δίπλα από την κρυψώνα του Ιρανού εξερευνητή, ο οποίος σκέφτηκε οτι όλοι θα είχαν μαζευτεί στα χαλάσματα και έτσι πήδηξε έξω από το μεγάλο δοχείο και έτρεξε απροκάλυπτα προς την είσοδο. Αλλά φτάνοντας στο τέλος της Τέρα Κρόκα συνάντησε δύο φύλακες, οι οποίοι με το που τον αντιλήφθηκαν άρχισαν να φωνάζουν για να τους ακούσουν οι υπόλοιποι και επιτέθηκαν στον Ασίφ. Εκείνος χωρίς να χάσει χρόνο έβγαλε από τον σάκο του ένα πιστόλι και σημαδεύοντας στο κεφάλι, σκότωσε με δύο σχεδόν επαγγελματικές βολές τους ιθαγενείς και ρίχτηκε μέσα στη ζούγκλα.
Ο Ιρανός εξερευνητής έτρεχε και ξαναέτρεχε, πηδούσε ρίζες και πεσμένους κορμούς δέντρων και κάπου κάπου κρυβόταν σε καμιά κουφάλα και έπαιρνε τις απαραίτητες ανάσες. Άκουγε από μακριά τις φωνές των θυμωμένων “Κροκοδειλάνθρωπων” που τον κυνηγούσαν και κοίταζε το πιστόλι του. Ήξερε οτι οι σφαίρες που είχε διαθέσιμες δεν έφταναν για να τα βάλει με τους ιθαγενείς αλλά ούτε και με κανένα θηρίο της ζούγκλας. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κρατήσει μία σφαίρα σε περίπτωση που δεν κατάφερνε να γλιτώσει από τον Αμαζόνιο. Η αλήθεια είναι οτι είχε αποπροσανατολιστεί και έψαχνε να βρει το μεγάλο ποτάμι για να μπορέσει να φτάσει στη βάρκα του. Και τα κατάφερε! Βρήκε τον Αμαζόνιο και ξεκίνησε πηγαίνει κόντρα στη ροή του ποταμού μέχρι το σημείο που είχε αφήσει τη μικρή του βάρκα.
Αλλά φτάνοντας εκεί απογοητεύτηκε γιατί κάποιος ή κάτι είχε κόψει το σκοινί με το οποίο ο Ασίφ είχε δέσει τη βάρκα και εκείνη είχε εξαφανιστεί. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι φωνές των “Κροκοδειλάνθρωπων” δυνάμωσαν και πάλι με αποτέλεσμα ο νεαρός εξερευνητής να αρχίσει και πάλι το τρέξιμο, αυτή τη φορά όμως χωρίς να ξέρει προς τα που. Η βλάστηση ήταν πάρα πολύ πυκνή και δεν μπορούσε να δει καθαρά που πατούσε και που προσγειωνόταν κάθε φορά που πηδούσε ένα εμπόδιο, με αποτέλεσμα να σκίσει το ένα του πόδι σε ένα μυτερό κλαδί που βρισκόταν στο έδαφος, άτσαλα καρφωμένο με τη μύτη προς τα πάνω. Ούρλιαξε με όλη του την ψυχή και την ίδια στιγμή μετάνιωσε για αυτή του την απροσεξιά αφού οι “Κροκοδειλάνθρωποι” τον άκουσαν και άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του.
Έσκισε την μπλούζα του και έδεσε το τραυματισμένο του πόδι όσο καλύτερα μπορούσε και ίσα ίσα που πρόλαβε να αποφύγει το ακόντιο του ιθαγενή που του το πέταξε φτάνοντας στο σημείο. Τον πυροβόλησε και αυτόν στο κεφάλι και τον σκότωσε και με μεγάλη δυσκολία άρχισε και πάλι το τρέξιμο. Αυτή τη φορά οι διώκτες του Ασίφ πλησίαζαν πιο γρήγορα αφού ο ίδιος άρχισε πια να κουτσαίνει από τον πόνο και καθυστερούσε χαρακτηριστικά. Ο νεαρός Ιρανός έφτασε ξαφνικά στην άκρη ενός γκρεμού, κάτι απίστευτο μέσα στην καρδιά της ζούγκλας. Κάτω, στο τέλος του γκρεμού, ήταν ο Αμαζόνιος και στα αριστερά του Ασίφ ήταν κάτι πελώριοι καταρράκτες που έκοβαν στη μέση τη ζούγκλα. Κοίταξε πάνω από το κεφάλι του και είδε κάτι μεγάλες ρίζες που έφταναν αρκετά μέτρα και δεν το πολυσκέφτηκε. Άρπαξε μία και την τράβηξε για να βεβαιωθεί οτι ήταν γερή και πήδηξε στο κενό, έφτασε στην απέναντι μεριά και άφησε τη ρίζα με αποτέλεσμα να πέσει σε κάτι πυκνούς θάμνους.
Κοίταξε γύρω του και ανατρίχιασε! Κόκκαλα από σκοτωμένα ζώα παντού, μια μυρωδιά σάπιας σάρκας είχε γεμίσει το χώρο και τρύπησε τα ρουθούνια του Ασίφ. Εκείνος αναγούλιασε και έβγαλε τα σωθικά του σε μια γωνιά, αηδιασμένος από το φρικιαστικό θέαμα. Ξαφνικά άκουσε έναν ήχο που τον έκανε να παγώσει τελείως! Ένα γνωστό γουργουρητό από ψηλά, ένας ήχος που του ήταν γνώριμος από τα πολλά ντοκιμαντέρ με αιλουροειδή που είχε παρακολουθήσει. Έμεινε ακίνητος! Ήξερε οτι δεν είχε καμία ελπίδα αν κάνει τίποτε απότομο και έτσι προσπάθησε να γυρίσει αργά αργά προς τον ιαγουάρο, στη φωλιά του οποίου είχε πέσει κατά λάθος ο Ιρανός εξερευνητής. Κοίταξε στα μάτια το ζώο και ταυτόχρονα έπιασε με το δεξί του χέρι το πιστόλι του, δεν θα είχε άλλη ευκαιρία για να σωθεί. Τράβηξε γρήγορα το όπλο και πυροβόλησε αλλά αστόχησε και μέχρι να ξανασημαδέψει, το άγριο ζώο είχε πηδήξει από πίσω του και με ένα δυνατό δάγκωμα του έσπασε τη σπονδυλική στήλη. Το τέλος του Γελμπάχ Ασίφ ήταν βασανιστικό και τρομερά επίπονο, σαν να τιμωρήθηκε από την “Καρδιά της Βασίλισσας” για την ασέβειά του προς τον Άλφα Κροκ και τη φυλή των “Κροκοδειλάνθρωπων” της Τέρα Κρόκα.
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ