Είναι μερικές φορές που πιάνεις τον εαυτό του να σκέφτεται, να αναρωτιέται πως θα είναι άραγε το τέλος του κόσμου. Τα αυτιά σου εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ακούν τίποτα άλλο εκτός από ένα, μάλλον, όχι τόσο ενοχλητικό βουητό, λες και όλο σου το είναι έχει επικεντρωθεί σε αυτήν την καταραμένη σκέψη. Τελικά θα αρπάξουν όλα φωτιά και θα καούν μέχρι να μη μείνει τίποτα πια, κανένα χρώμα πέραν του κόκκινου και του μαύρου; Ή μήπως η θάλασσα θα βγει στη στεριά και θα πνίξει κάθε ζώο και κάθε ζωντανό οργανισμό που δεν μπορεί να επιβιώσει κάτω από το νερό;
Ο Πεπίτο σκούντησε στον ώμο τον αφηρημένο Φάτσιο, ο οποίος είχε ξαπλώσει σε μια μεριά της βάρκας και χάζευε τον καταγάλανο ουρανό κάνοντας περίεργες σκέψεις για τον κόσμο και το τέλος του. Εκείνος φανερά ενοχλημένος “στόλισε” με μία βρισιά τον αδελφικό του φίλο που τον πείραζε και σηκώθηκε όρθιος. “Φτάσαμε Πεπ;” τον ρώτησε και εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι χαμογελώντας πλατιά από ικανοποίηση.
Οι δύο φίλοι βρισκόντουσαν στον Ινδικό Ωκεανό, αρκετά μίλια έξω από την Ινδία και κοντά στα νησιά Τσάνγκος απ’ όπου και πήραν τη βάρκα τους και ετοίμαζαν σιγά σιγά τον εξοπλισμό για την κατάδυση. Ήταν έμπειροι δύτες και οι δύο, φίλοι παιδικοί από τη Νάπολη οι οποίοι λάτρευαν την περιπέτεια και τους εξωτικούς προορισμούς, επιζητούσαν την ένταση και την αδρεναλίνη και γι’ αυτό πολλές φορές έκαναν και μερικά πράγματα παράνομα και ριψοκίνδυνα. Όπως αυτό που πήγαν να κάνουν εκεί πέρα, στην άλλη άκρη της Γης χωρίς να είναι σίγουροι οτι οι πληροφορίες που είχαν ήταν αληθινές και ακριβείς.
Έψαχναν για το χαμένο ναυάγιο του “Αγίου Πορφύριου”, ενός μεγάλου εμπορικού πλοίου του 12ου αιώνα που χάθηκε στα νερά του Ινδικού Ωκεανού μετά από ναυμαχία με μογγολικό πειρατικό. Το εμπορικό άνηκε στην βυζαντινή αυτοκρατορία και οι πληροφορίες των δύο Ναπολιτάνων φίλων ανέφεραν οτι κουβαλούσε σχεδόν το μισό χρυσάφι της αυτοκρατορίας, το οποίο προορίζονταν για την έκκληση βοήθειας προς τους πανίσχυρους Μογγόλους πολεμιστές, στις μάχες με τους Λατίνους, τους βάρβαρους και τους Οθωμανούς. Τα κείμενα τα είχαν βρει στην ηλεκτρονική έκδοση της βιβλιοθήκης του Βατικανού, όπου κατάφεραν να χακάρουν το σύστημα και να βρουν γραπτά που δεν είναι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό. Έτσι κατέληξαν στο ημερολόγιο ενός Εβραίου ναύτη που ήταν μέλος του πληρώματος του “Αγίου Πορφύριου”, ο οποίος έγραψε για τον πλούτο που υπήρχε στα αμπάρια του μεγάλου εμπορικού πλοίου και τον σκοπό του ταξιδιού τους. Στην τελευταία σελίδα πρόλαβε να αναφέρει: “Το πλοίο βυθίζεται μετά από επίθεση Μογγόλων πειρατών. Η ναυμαχία γίνεται έξω από ένα πολύ μικρό νησί νότια της Ινδίας. Ήρθε το τέλος…“.
Ο Πεπίτο και ο Φάτσιο πριν πάρουν τη βάρκα από τα νησιά Τσάνγκος μπόρεσαν και έπεισαν έναν ντόπιο ψαρά να τους ακολουθήσει, με το αζημίωτο φυσικά. Ήθελαν να έχουν κοντά τους κάποιον που να μπορεί να συνεννοηθεί είτε με τους άλλους ψαράδες που δούλευαν σε εκείνα τα νερά είτε με το λιμενικό σε περίπτωση που προσέγγιζε τη βάρκα τους. Και επειδή η έρευνα που θα έκαναν ήταν παράνομη αφού δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν κάποια άδεια, ήθελαν να έχουν κάποιον να τους βοηθήσει στη μετάφραση αν υπήρχε ανάγκη. Ο Φάτσιο παρατηρούσε και πάλι τον χάρτη του βυθού από κάτω τους, προσπαθούσε να… μαντέψει που θα μπορούσε να είναι το ναυάγιο. Ο βυθός της θάλασσας σε εκείνο το σημείο ήταν σε τέτοιο βάθος που ήταν αδύνατο για τους δύο δύτες να τον φτάσουν αλλά σε ένα συγκεκριμένο σημείο του χάρτη υπήρχε ένα ύψωμα, κάτι σαν υποβρύχιος λόφος. Σε εκείνο το σημείο θα πήγαιναν και θα έψαχναν για το ναυάγιο. Είχαν όλη κι όλη μια προσπάθεια και έπρεπε όλα να γίνουν στην εντέλεια.
Ξαφνικά ο Πεπίτο φώναξε στον φίλο του και έδειξε με το χέρι του προς την ανατολή, είδε δύο βάρκες να πλησιάζουν τη δική τους και πάνω σε αυτές μερικούς θυμωμένους ψαράδες. Αυτό κατάλαβε από τις φωνές τους και από τις χειρονομίες τους ενώ ο μεταφραστής εξήγησε στους δύο δύτες οτι οι ντόπιοι τους προειδοποιούσαν οτι αν βούταγαν για κατάδυση θα φώναζαν το λιμενικό ενώ δεν παρέλειψαν να… τρομάξουν τους δύο ξένους με ιστορίες για ένα θαλάσσιο τέρας που μέχρι και οι φάλαινες το φοβόντουσαν και απέφευγαν εκείνα τα νερά. Ο Πεπίτο ξεκίνησε να τσακώνεται με τους ντόπιους και να τους βρίζει στη γλώσσα του αλλά ο Φάτσιο του έκανε νόημα να σωπάσει και είπε στον μεταφραστή να εξηγήσει στους ψαράδες οτι το μόνο που θα έκαναν εκεί που πήγαν ήταν κατάδυση για να απολαύσουν τα νερά του Ινδικού Ωκεανού. Αλλά οι ντόπιοι δεν έφευγαν και μάλιστα μερικοί κρατούσαν και κάτι μεγάλα μαχαίρια στα χέρια τους με αποτέλεσμα ο Πεπίτο να θυμώσει και να πάρει μέσα από τον σάκο του ένα όπλο. Ο Φάτσιο γούρλωσε τα μάτια του! “Δεν περίμενες να έρθουμε μέχρι εδώ πέρα χωρίς καμία ασφάλεια;”, του είπε ο φίλος του και σημάδεψε με το όπλο τους ντόπιους. Εκείνοι σταμάτησαν να φωνάζουν, κάθισαν στις βάρκες τους και έφυγαν μακριά από τους δύο Ιταλούς.
“Πως στο διάολο έφερες όπλο εδώ πέρα; Τόσα αεροδρόμια που αλλάξαμε και τόσοι έλεγχοι;“, ρώτησε ο Φάτσιο και ο φίλος του απάντησε χαμογελώντας: “Το αγόρασα στο Νέο Δελχί, όταν φτάσαμε στην Ινδία. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγούμε σε αυτά τα νερά χωρίς κάτι για να αμυνθούμε. Τόσοι και τόσοι πειρατές κυκλοφορούν εδώ πέρα” και κάνοντας μια μικρή παύση για να ρουφήξει λίγη από τη μπύρα του συνέχισε: “Δεν θα βουτήξουμε σήμερα, θα περιμένουμε μέχρι αύριο να δούμε αν αυτοί οι ξεβράκωτοι φωνάξουν το λιμενικό. Και με το πρώτο φως του ήλιου θα πέσουμε στη θάλασσα για να βρούμε το ναυάγιο“. Οι τρεις άντρες έψησαν ολόφρεσκα ψάρια για βραδινό και έπεσαν νωρίς νωρίς για ύπνο. Αύριο ήταν μια πολύ μεγάλη μέρα και έπρεπε να είναι ξεκούραστοι γι’ αυτό που ήθελαν να κάνουν.
Η νύχτα πέρασε γρήγορα και ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του, μόνο και μόνο για να κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα που είχαν γεμίσει τον ουρανό. Ο Πεπίτο απογοητευμένος από τον άστατο καιρό, έμεινε ξαπλωμένος στον υπνόσακό του και συνέχισε τον ύπνο του. Ο Φάτσιο από τη μεριά του ξύπνησε ενθουσιασμένος, έφτιαξε μια ζεστή σοκολάτα στο μπρίκι και κάθισε στην άκρη της βάρκας να χαζέψει τον ορίζοντα. Ήταν σίγουρος οτι ο καιρός θα καλυτέρευε και θα έκαναν την πολυπόθητη κατάδυση, είχε αυτή την αίσθηση χωρίς να ξέρει το λόγο. Ο ντόπιος ψαράς που είχαν μαζί τους όμως ήταν ανήσυχος και καθόταν μόνος του στην άλλη μεριά της βάρκας και είχε γονατίσει, έβλεπε κάτι μέσα σε έναν κουβά και μιλούσε με τέτοιο τρόπο λες και έκανε κάποιο τελετουργικό. Ο Φάτσιο τον πλησίασε αθόρυβα και κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να δει κι αυτός, ξαφνικά κοκκάλωσε και γούρλωσε τα μάτια του! Ο ψαράς είχε βάλει μέσα στον κουβά ψαροκόκαλα και πόδια κότας, είχε ρίξει από πάνω τους αίμα που είχε μαζέψει σε ένα μικρό μπουκαλάκι και μονολογούσε κάτι ακαταλαβίστικα. Το σκηνικό θύμιζε τελετή βουντού και ο Φάτσιο ταράχτηκε τόσο πολύ που σχεδόν έτρεξε να ξυπνήσει τον φίλο του.
Ο “Πεπ” τινάχτηκε στον αέρα από το σκούντημα του φίλου του και άρχισε να τον βρίζει με ένα σωρό βρομόλογα α λα ιταλικά. Ο Φάτσιο του εξήγησε τι είδε, για τα κόκκαλα και το αίμα και χωρίς να χάσουν άλλο χρόνο, φώναξαν κοντά τους τον ντόπιο ψαρά και του ζήτησαν εξηγήσεις. Εκείνος τους είπε οτι επικοινώνησε με τους θεούς της θάλασσας για να τους φέρουν καλή τύχη στην κατάδυση και να διώξουν το τέρας του βυθού μακριά από τους δύτες και τη βάρκα. Προφανώς έκανε κάτι σαν “αγιασμό” για να πάνε όλα καλά, να πετύχει η κατάδυση και να βρούνε το ναυάγιο και ύστερα να πάει και αυτός το μερίδιό του για τη βοήθεια που πρόσφερε στους δύο Ιταλούς.
Κατά το μεσημέρι τα σύννεφα εξαφανίστηκαν από τον ουρανό και ο ήλιος φώτισε τα πάντα με ζέστη και χρώματα μέχρι τα βάθη του Ινδικού Ωκεανού. Ο Πεπίτο και ο Φάτσιο τσέκαραν για τελευταία φορά τον εξοπλισμό τους και βούτηξαν με λαχτάρα για να βρουν το πολυπόθητο ναυάγιο του “Αγίου Πορφύριου”. Τα νερά ήταν πεντακάθαρα, μικρά κοπάδια ψαριών ακολουθούσαν τους δύο δύτες οι οποίοι κατευθύνονταν με γρήγορες κινήσεις προς τον υποβρύχιο λόφο που είχαν εντοπίσει στον χάρτη της περιοχής. Ξαφνικά ο Φάτσιο, ο οποίος προπορευόταν, σταμάτησε και έκανε νόημα στον φίλο του να κάνει το ίδιο και του έδειξε προς τα κάτω, προς το αχανές μαυρομπλέ του ωκεανού. Εκεί δυο περίεργες φιγούρες εμφανίστηκαν από τα βάθη και σιγά σιγά πλησίαζαν προς την επιφάνεια της θάλασσας. Οι δύο Ιταλοί ενθουσιάστηκαν πολύ με το θέαμα που είδαν αφού οι “επισκέπτες” δεν ήταν τίποτε άλλο από δύο γαλάζιες φάλαινες, μία μητέρα με το μικρό της, οι οποίες πέρασαν μπροστά από τους δύτες και αφού αναδύθηκαν για να πάρουν ανάσα, συνέχισαν το μακρύ ταξίδι τους.
Ο Φάτσιο συνέχισε να κολυμπά προς τον λόφο όπως και ο Πεπίτο και μετά από μισή ώρα έφτασαν στο σημείο. Στην αρχή απογοητεύτηκαν και οι δύο αφού το μόνο που μπορούσαν να δουν ήταν άμμος και φύκια και τίποτε άλλο. Όμως μετά από λίγη ώρα ψάξιμο και κάπου κάπου λίγο σκάψιμο περιμετρικά του λόφου, έκαναν τη μεγάλη ανακάλυψη! Τα κείμενα που είχαν βρει στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Βατικανού αλλά και το ημερολόγιο του Εβραίου ναύτη από τον “Άγιο Πορφύριο” ήταν πέρα για πέρα αληθινά! Λίγο κάτω από την άμμο, στο κέντρο ακριβώς της κορυφής του υποβρύχιου λόφου, εκεί ήταν θαμμένο το ναυάγιο. Και για καλή τους τύχη το μεγαλύτερο μέρος του βυζαντινού εμπορικού είχε κολλήσει στην πίσω μεριά του λόφου, με την πρύμνη να είναι το μοναδικό σημείο που είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο σκαρί.
Κάθε λογής θαλάσσιος μικροοργανισμός είχε κάνει σπίτι του το ναυάγιο, μικρού και μεσαίου μεγέθους ψάρια μπαινόβγαιναν από τις τρύπες που είχαν ανοίξει μετά από τα τόσα χρόνια έκθεσης του καραβιού στο νερό. Πρώτος μπήκε μέσα ο Πεπίτο, πάντοτε ενθουσιώδης και μερικές φορές απερίσκεπτος και από πίσω ακολουθούσε ο Φάτσιο με το φακό στο χέρι. Μπήκαν μέσα και κολύμπησαν αργά μέσα σε ένα χώρο που φαίνεται οτι ήταν το αμπάρι του πλοίου. Προχώρησαν με προσοχή και άρχισαν να ψάχνουν κάθε σπιθαμή του ναυάγιου, ήθελαν να βρουν οτιδήποτε θα μπορούσε να τους βοηθήσει να καταλάβουν που είναι ο θησαυρός. Αν υπήρχε έστω…
Ο Φάτσιο ήταν εκείνος που βρήκε το πρώτο στοιχείο, ένα χρυσό νόμισμα, με την προτομή κάποιου βασιλιά χαραγμένη πάνω του, να βρίσκεται δίπλα από ένα σπασμένο δοχείο. Έκανε νόημα στον Πεπίτο να πλησιάσει, του έδειξε το εύρημά του και ξεκίνησαν και οι δύο για τη βάρκα τους, ενθουσιασμένοι για την ανακάλυψή τους και ανυπόμονοι να βγάλουν τον θησαυρό από το ναυάγιο του “Αγίου Πορφύριου”. Όταν συνάντησαν και πάλι τον ψαρά, πριν προλάβουν να του πουν το οτιδήποτε, εκείνος άρχισε να φωνάζει και να τους δείχνει στο βάθος του ορίζοντα. Μία τρομακτική καταιγίδα φαινόταν να πλησιάζει επικίνδυνα και ο κακόμοιρος ο ντόπιος είχε φοβηθεί τόσο πολύ που δεν ήθελε να ακούσει τίποτα και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να γυρίσει πίσω στη στεριά. “Οι θεοί της θάλασσας δεν είναι μαζί μας! Πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως!”, είπε στους δύο φίλους, κάθισε πίσω από το τιμόνι και ετοιμάστηκε να βάλει μπρος τη μηχανή της βάρκας. Όμως ένας ήχος τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του μόνο και μόνο για να δει τον Πεπίτο να τον σημαδεύει με το όπλο και να του κάνει νόημα να βγάλει το κλειδί από τη μίζα.
“Σε πληρώσαμε για να έρθεις να μας βοηθήσεις και αυτό θα κάνεις. Θα μείνεις εδώ και θα κρατήσεις σταθερή τη βάρκα μέχρι να γυρίσουμε από την κατάδυση. Σε μία ώρα από τώρα θα είσαι ο πιο πλούσιος ψαράς στη Νότια Ινδία“, φώναξε ενθουσιασμένος ο “Πεπ” και του έκανε νόημα να φύγει από τη θέση του οδηγού. Ο φοβισμένος ψαράς έκανε οτι του είπε ο νεαρός Ιταλός και κάθισε απέναντι από τους δύο δύτες. Ο Φάτσιο τσέκαρε τον εξοπλισμό τους ενώ ο Πεπίτο έδεσε ένα φωσφοριζέ λάστιχο σε μια μεριά της βάρκας και το πέταξε στο νερό προς την κατεύθυνση του λόφου. Με την καταιγίδα πάνω από τα κεφάλια τους οι δύο Ιταλοί θα είχαν περιορισμένη όραση μέσα στο νερό και το φως από το λάστιχο θα τους βοηθούσε να βρουν που είναι η βάρκα. Και εκεί που όλα κυλούσαν ομαλά και οι δύο Ιταλοί ετοιμάζονταν για την κατάδυση, ο ντόπιος ψαράς έβγαλε μια μαχαίρα από το παντελόνι του και όρμησε πάνω στον Πεπίτο. Εκείνος ευτυχώς παραπάτησε και έπεσε πίσω γιατί έτσι κατάφερε και γλίτωσε από το χτύπημα του ψαρά, έβγαλε από την θήκη που είχε στη μέση του το πιστόλι και τον πυροβόλησε στο στήθος. Μέσα σε λίγα λεπτά το πάτωμα της βάρκας είχε κοκκινήσει από το αίμα του άτυχου ψαρά, ο οποίος πέθανε από την αιμορραγία λίγα λεπτά αργότερα.
Ο Φάτσιο χίμηξε στον Πεπίτο και άρχισε να τον κλωτσάει και να τον χτυπάει με τα χέρια του, είχε τρελαθεί από αυτό που μόλις είδε με τα μάτια του! “Τι έκανες! Τι έκανες!” φώναζε στον φίλο του και αφού τον άφησε, έκατσε στο ματωμένο πάτωμα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. “Θα… Θα με σκότωνε… Το ξέρεις… Το είδες κι εσύ…“, ψέλλισε ο Πεπίτο και σηκώθηκε με αργές κινήσεις και πλησίασε τον φίλο του. Για λίγη ώρα έμειναν και οι δύο σιωπηλοί μέχρι που μια δυνατή αστραπή τους επανάφερε στην πραγματικότητα. Ήταν δύο άντρες πάνω σε μία βάρκα στη μέση του Ινδικού Ωκεανού, μόλις είχαν δολοφονήσει έναν άνθρωπο και είχαν ανακαλύψει ένα πολύ σπουδαίο ναυάγιο λίγα μέτρα πιο κάτω τους. Το μόνο που τους εμπόδιζε να βουτήξουν ήταν η καταιγίδα γιατί ήταν βέβαιο οτι η βάρκα τους, χωρίς κάποιον να την συγκρατεί όσο αυτοί θα ήταν στο νερό, θα παρασύρονταν από τα κύματα και τον άνεμο. Ο “Πεπ” έσυρε το πτώμα του ψαρά κοντά στην καταπακτή της βάρκας, άνοιξε το καπάκι και πέταξε μέσα το άψυχο κορμί για να το κρύψει, ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να πλησιάσει όσο εκείνος και ο φίλος του θα βρίσκονταν στο ναυάγιο. Αν και με τέτοια καταιγίδα μόνο ένας τρελός θα έβγαινε στα ανοιχτά και ειδικότερα καταμεσής του Ινδικού Ωκεανού.
Οι δύο φίλοι σφουγγάρισαν όσο καλύτερα μπορούσαν το πάτωμα της βάρκας. Το τελευταίο που ήθελαν ήταν να πέσει το αίμα του ψαρά στη θάλασσα γιατί αν γινόταν αυτό τότε ήταν σίγουρο οτι τα νερά θα γέμιζαν με καρχαρίες που ευδοκιμούν στην περιοχή. Ο Πεπίτο έκανε νόημα στον Φάτσιο να βάλει τον εξοπλισμό του και έκανε το ίδιο και αυτός. Μέσα σε λίγα λεπτά οι δύο δύτες είχαν πέσει και πάλι στο νερό, μπροστά πήγαινε ο “Πεπ” και από πίσω ο φίλος του ο οποίος κρατούσε στο χέρι του το φωσφοριζέ λάστιχο και προσπαθούσε να μην τον παρασύρει η ακυβέρνητη βάρκα. Μετά από λίγη ώρα κολύμπι οι δύο δύτες έφτασαν και πάλι στο ναυάγιο και μπήκαν μέσα από το ίδιο σημείο που είχαν βγει νωρίτερα. Ο Φάτσιο έδεσε το λάστιχο στο σπασμένο κατάρτι του “Άγιου Πορφύριου” για να συγκρατήσει τη βάρκα και να μην την απομακρύνει η καταιγίδα. Ύστερα κολύμπησε προς το σημείο που είχε βρει το χρυσό νόμισμα και είδε τον Πεπίτο να προσπαθεί να σπάσει μία σαπισμένη σανίδα και να του κάνει νόημα να πλησιάσει. Ο Φάτσιο κοίταξε μέσα στην τρύπα και τα μάτια του έλαμψαν! Τέσσερα πελώρια σεντούκια, γεμάτα με νομίσματα και πολύτιμους λίθους, ήταν κολλημένα στην άμμο που είχε μπει στο κουφάρι του καραβιού. Οι δύο δύτες ετοιμάστηκαν να μπουν στο χώρο με τα σεντούκια όταν μια σκιά έκρυψε το φως του ήλιου που ερχόταν από την επιφάνεια.
Βγήκαν γρήγορα έξω από το ναυάγιο και κοίταξαν προς τη βάρκα τους! Φρίκη! Η καταιγίδα φαίνεται οτι ήταν τόσο δυνατή που κατάφερε και αναποδογύρισε τη βάρκα και το ακόμα χειρότερο ήταν οτι το άψυχο κορμί του ψαρά είχε φύγει από την καταπακτή και βούλιαζε αργά και βασανιστικά προς το βυθό του Ινδικού Ωκεανού. Μέσα σε λίγα λεπτά η περιοχή του ναυαγίου είχε γεμίσει από πελώριους λευκούς καρχαρίες και οι δύο φίλοι παρακολουθούσαν αηδιασμένοι τα θαλάσσια αρπακτικά να ξεσκίζουν το πτώμα του άτυχου ντόπιου. Η εικόνα ήταν σαν εκείνη που σκεφτόταν τη χθεσινή μέρα ο Φάτσιο, λες και η ίδια η θάλασσα είχε βγει στη στεριά και τα πλάσματα του νερού κυριαρχούσαν απέναντι σε όλα αυτά που πνίγηκαν και πέθαναν. Αυτό ακριβώς θυμήθηκε ο νεαρός Ιταλός και έμεινε αποσβολωμένος να βλέπει το μακάβριο θέαμα, ξεχνώντας εντελώς τον Πεπίτο που βρισκόταν λίγο πιο πίσω του. Ξαφνικά οι καρχαρίες, σε μία εντελώς παράλογη κίνηση, εξαφανίστηκαν από την περιοχή και παράτησαν τα απομεινάρια του δολοφονημένου ψαρά. Ο Φάτσιο γνώριζε οτι για να συμβεί αυτό θα πρέπει να τριγυρνά ένας μεγαλύτερος θηρευτής σε εκείνα τα νερά και από αυτά που γνώριζε για τον Ινδικό Ωκεανό αυτό ήταν αδύνατο! Κοκκάλωσε!!
Γύρισε να δει που ήταν ο Πεπίτο μόνο και μόνο για να μαρτυρήσει ένα θέαμα που θα τρόμαζε και τον πιο ψύχραιμο. Μία πελώρια, κατάμαυρη σκιά εμφανίστηκε από τα βάθη του Ωκεανού και πλησίασε απειλητικά τον “Πεπ”. Ο Φάτσιο κοίταζε αποσβολωμένος αυτόν τον τεράστιο λευκό καρχαρία να ανοίγει το στόμα του και να κόβει στη μέση τον φίλο του, αφήνοντας μόνο τα πόδια να γλιτώσουν από το τρομερό του δάγκωμα. Ο τόπος γέμισε με αίμα, ο Ιταλός δύτης κοίταζε ανήσυχος παντού για να δει που βρισκόταν το κήτος. Αυτός ο καρχαρίας δεν έπρεπε να υπάρχει, ήταν τουλάχιστον είκοσι μέτρα μήκος, νούμερο που ανήκε μόνο στον Μεγαλόδοντα, ένα προϊστορικό τέρας των Ωκεανών. Ο Φάτσιο σταυροκοπήθηκε και έκλεισε τα μάτια του, ήξερε οτι δεν είχε καμία ελπίδα να γλιτώσει και απλά περίμενε το μοιραίο. Το κήτος πήγε στα βαθιά και κάνοντας μια απότομη στροφή ξεκίνησε να ανεβαίνει προς τον Φάτσιο με τρομερή ταχύτητα, έχοντας πάντα το στόμα του ανοιχτό αφήνοντας να φανούν τα πριονωτά του δόντια. Γράπωσε τον νεαρό Ιταλό από το στήθος και συνεχίζοντας την πορεία του έκανε ένα μεγάλο άλμα έξω από το νερό, δίνοντας την ευκαιρία στον Φάτσιο να δει για τελευταία φορά το φως του ήλιου μέχρι να τον βυθίσει και πάλι στο νερό και να τον καταβροχθίσει.
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και -σχεδόν όλες- οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ