Ο πόλεμος… Ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ… Δεν είναι ανάγκη να τον βλέπεις… Δεν είναι ανάγκη να τον αισθάνεσαι… Δεν χρειάζεται καν να σκοτώσεις για να αρχίσεις έναν… Γιατί δεν έχει τελειώσει… Ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ… Ποτέ…

Τα παραπάνω λόγια είναι γραμμένα στην ταφόπλακα του πατέρα Μαύρου Ιάκωβου, του Ουκρανού ιερέα – ήρωα του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Έγινε πρώτα το ένα και ύστερα το άλλο, στα πεδία μάχης έδειξε το μεγαλείο της ψυχής του με τόλμη και θάρρος ενώ στην εκκλησία προσπάθησε, για όσο έζησε, να μεταδώσει τα σπάνια πνευματικά του χαρακτηριστικά στους Ουκρανούς πιστούς. Μπορεί ο χρόνος να τον πρόλαβε και να τον πήρε μαζί του, αλλά ο Μαύρος Ιάκωβος πριν πεθάνει κατάφερε να δημιουργήσει ένα καταφύγιο για τις ορφανές ψυχές του τόπου του. Το ορφανοτροφείο “Χριστιανική Αγκαλιά” ήταν η παρακαταθήκη του σε τούτο τον κόσμο και η μοναχή Λούσι ήταν εκείνη που τον διαδέχτηκε στη διοίκηση του ιδρύματος και στη φροντίδα των εικοσιένα ορφανών που ζούσαν εκεί μέσα. Το ορφανοτροφείο βρισκόταν στη νοτιοανατολική Ουκρανία, στα σύνορα λίγο έξω από τη Μαριούπολη, σε ένα χωριό που το λένε Κρελιέβ και το οποίο φτιάχτηκε μετά τον πόλεμο για υποδεχθεί οικογένειες που έχασαν τα σπίτια τους από τις οβίδες των τανκς και τις βόμβες των αεροπλάνων.

Η “Χριστιανική Αγκαλιά” στην ουσία ήταν ένα διώροφο σπίτι του οποίου οι εσωτερικοί χώροι είχαν διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει στον πάνω όροφο τρία δωμάτια με εφτά κρεβάτια το καθένα για τα παιδιά, ένα μικρό δωματιάκι με ένα κρεβάτι για τον διευθυντή του ορφανοτροφείου στο ισόγειο, ένα μεγάλο χολ έξω από τα δωμάτια των ορφανών και μία τουαλέτα στο ισόγειο για να μην πηγαίνουν τα παιδιά το χειμώνα έξω από το κτίριο για τις προσωπικές τους ανάγκες. Για την εποχή ήταν ένα υπερπολυτελές ίδρυμα, ίσως το καλύτερο στην ανατολική Ευρώπη σχετικά με την φροντίδα παιδιών που έχασαν τους γονείς τους είτε τότε στον πόλεμο είτε τώρα από αρρώστιες και άλλες ατυχίες. Η μοναχή Λούσι ήταν μεγάλη σε ηλικία και ταλαιπωρημένη αλλά πάντοτε είχε το χαμόγελο στα χείλη και βοηθούσε εκτός από τα ορφανά και άλλους ανθρώπους του χωριού που είχαν ανάγκη.

Αλλά επειδή είχε μεγαλώσει πολύ και σε λίγο καιρό δεν θα μπορούσε να φροντίζει τα παιδιά, η μοναχή Λούσι αποφάσισε να ζητήσει από την αρχιεπισκοπή, στην οποία άνηκε το ορφανοτροφείο, να στείλει μία νέα διευθύντρια για το ίδρυμα για να την εκπαιδεύσει και στο τέλος της χρονιάς να της παραχωρήσει τη θέση της. Μία μέρα λοιπόν, στο κατώφλι της εισόδου της “Χριστιανικής Αγκαλιάς” εμφανίστηκε μία νέα και όμορφη γυναίκα. Ήταν η μοναχή Σάσα και ήταν εκείνη που θα αντικαθιστούσε τη Λούσι και θα αναλάμβανε το ορφανοτροφείο. Η Σάσα ήταν μελαχρινή, ψιλόλιγνη και πολύ ευγενική, αγαπούσε τα παιδιά και τα συμπονούσε για το κακό που τους συνέβη και έμειναν μόνα τους στον κόσμο χωρίς οικογένεια. Μπήκε στο γραφείο της μοναχής Λούσι και κουβέντιασαν για ώρα, μίλησαν για τις ανάγκες του ιδρύματος, για την καθημερινότητα των παιδιών και τις ασχολίες τους, η Λούσι την ξενάγησε στους χώρους του κτιρίου, στα δωμάτια των παιδιών αλλά και στο υπόγειο, εκεί που ήταν τα μαγειρεία, η τραπεζαρία και ένα δωμάτιο σφραγισμένο. “Φρόντισε αυτή η πόρτα να παραμείνει κλειστή για όσο καιρό θα είσαι εδώ. Ούτε εσύ μην την ανοίξεις, είναι η μοναδική εντολή που άφησε πίσω του ο πατέρας Ιάκωβος“, ήταν η συμβουλή της γριάς μοναχής στη Σάσα.

Δύο μήνες μετά από την άφιξη της μοναχής Σάσα στο ίδρυμα, η “Χριστιανική Αγκαλιά” υποδέχτηκε ακόμα δύο παιδάκια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι τα οποία μόλις είχαν χάσει τους γονείς τους από τροχαίο. Το ζευγάρι γυρνούσε από ένα γιορτινό τραπέζι και λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι ο πατέρας έχασε τον έλεγχο και το αυτοκίνητο έπεσε στο παγωμένο ποτάμι και κατάπιε το άτυχο αντρόγυνο. Ο Όλεγκ και η Τάρια ήταν δύο παιδιά δέκα και έντεκα χρονών αντίστοιχα τα οποία έστειλαν στο ίδρυμα οι παππούδες τους γιατί δεν μπορούσαν να τα φροντίσουν επειδή ήταν πάμπτωχοι. Τα αδερφάκια ήταν κατατρομαγμένα και σοκαρισμένα από την απίστευτα άσχημη τροπή που πήρε η ζωή τους, το ένα κρατούσε το χέρι του άλλου και περίμεναν με σκυμμένο το κεφάλι τη διευθύντρια να τους υποδεχτεί στο γραφείο της. “Απίστευτο!“, φώναξε η Λούσι οργισμένη κοιτάζοντας τα δύο αδερφάκια. “Λίγο πριν φύγω από δω μέσα και μου στείλανε εσάς! Αφού τους έχω πει τόσες και τόσες φορές οτι είμαστε πλήρεις!! Τι να κάνω τώρα μαζί σας;“, είπε με έναν κουρασμένο τόνο στη φωνή της η μοναχή. Είχε μείνει όλος κι όλος ένας μήνας μέχρι η γριά να πάρει τη σύνταξή της και να αποσυρθεί από τα καθήκοντά της, είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευση της Σάσα και απλά περίμενε να περάσει ο καιρός για να φύγει. Πάντως ήταν πρώτη φορά από τότε που πήγε η Σάσα στο ίδρυμα, που η Λούσι φαινόταν να μην είναι ήρεμη, ούτε χαμογελαστή και να εκφράζει με τέτοιο τρόπο τη δυσφορία της.

Ο Όλεγκ και η Τάρια, όπως και η μοναχή Σάσα, δεν είχαν κρεβάτια για να κοιμηθούν γιατί το ορφανοτροφείο κάλυπτε τις ανάγκες συγκεκριμένα εικοσιένα παιδιών και της διευθύντριας. Γι’ αυτό και κοιμόντουσαν στο σκληρό, ξύλινο πάτωμα στην αρχή, στρώνοντας μόνο ένα σεντόνι από κάτω αλλά με τη βοήθεια της Σάσα κατάφεραν να εξασφαλίσουν ένα ξεχαρβαλωμένο στρώμα από τη χωματερή που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα πιο δυτικά από το ορφανοτροφείο. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα των δύο ορφανών από τότε που σκοτώθηκαν οι γονείς τους και πήγαν στο ίδρυμα και αγάπησαν πάρα πολύ την μοναχή Σάσα σαν να ήταν η μεγάλη τους αδερφή, όπως και η ίδια η οποία από την πρώτη μέρα που τα είδε ένιωσε σαν να υπήρχε κάτι που τους συνέδεε και τους τρεις. “Πολύ τα κακομαθαίνεις Σάσα μου. Μην δένεσαι μαζί τους, δεν θα είστε για μια ζωή μαζί” της έλεγε μερικές φορές η μοναχή Λούσι θυμωμένα, σαν να την ενοχλούσε κάτι όποτε μιλούσε για τον Όλεγκ και την Τάρια. Η Σάσα πίστευε οτι ήταν γκρίνιες μιας γερασμένης γυναίκας που πέρασε όλη τη ζωή της ανάμεσα σε παιδικές φωνές και κλάματα και γέλια και είχε πια κουραστεί. Μακάρι να ήταν έτσι…

Τα παράξενα περιστατικά

Ήταν περίπου τρεις τα ξημερώματα όταν ο μικρός Όλεγκ σηκώθηκε από το κρεβάτι του και κατέβηκε στο ισόγειο για να πάει στην τουαλέτα. Συνήθως ξύπναγε την αδερφή Σάσα για να πάνε μαζί γιατί φοβόταν να κατέβει τις σκάλες μοναχός του αλλά αυτή τη φορά όχι. Περπατούσε στις μύτες των ποδιών του για να μην κάνει θόρυβο και ξυπνήσει τη μοναχή Λούσι, την οποία έτρεμε και δεν ήθελε να βρίσκεται κοντά της. Μπήκε στο μπάνιο, άνοιξε το φως που κρεμόταν από το ταβάνι και κατέβασε το παντελόνι του για να κατουρήσει. Παρατηρούσε το χνώτο του από την ώρα που σηκώθηκε από το κρεβάτι και μπαίνοντας στο μπάνιο είδε οτι είχε γίνει πιο έντονο λες και βρισκόταν έξω στην παγωνιά. Ξαφνικά ένιωσε κάτι από πίσω του, σαν να ήταν και κάποιος άλλος μαζί του στο μπάνιο αλλά καθώς γύρισε το κεφάλι του για να δει δεν υπήρχε κανείς. Σήκωσε γρήγορα γρήγορα το παντελόνι του και ξεκίνησε για να επιστρέψει στο δωμάτιο, βγήκε από το μπάνιο αλλά σκόνταψε και έπεσε κάτω σαν να του έβαλε κάποιος τρικλοποδιά. Ο μικρός Όλεγκ κοίταξε θυμωμένος δεξιά και αριστερά για να δει ποιος μπορεί να το έκανε αλλά προς μεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε οτι ήταν μόνος. Σε μια στιγμή κι ενώ το ορφανό σηκώθηκε όρθιο και πάλι, άκουσε μια βαθιά και πολύ τρομακτική φωνή να του λέει: “Όοοοολεγκκκκ…. Όοοοοολεγκκκκ…. Τρέεεεχααααα….” και χωρίς να καταλάβει και ο ίδιος πως το έκανε, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο μικρός Όλεγκ είχε κουρνιάσει δίπλα στην αδερφή του, με τα μάτια του καρφωμένα στην πόρτα του δωματίου.

Ο μικρός δεν είπε ποτέ τίποτα ούτε στην Τάρια αλλά ούτε και στην μοναχή Σάσα σχετικά με τη φωνή και το περιστατικό έξω από το μπάνιο του κάτω ορόφου. Ο καιρός πέρασε και πλησίαζε η ώρα που η μοναχή Λούσι θα έβγαινε στη σύνταξη και θα έφευγε από το ορφανοτροφείο. Ένα βράδυ λοιπόν και ενώ όλα τα ορφανά βρισκόντουσαν στο εστιατόριο στο υπόγειο του ιδρύματος, η Τάρια θέλησε να ανέβει στο δωμάτιό για να πάρει μία ζακέτα γιατί κρύωνε πολύ. Ήταν χειμώνας βλέπετε και στην Ουκρανία αυτή την εποχή η θερμοκρασία αγγίζει τα επίπεδα του Βόρειου Πόλου και της Ανταρκτικής. Η μικρή βγήκε από το εστιατόριο και προχώρησε προς τη σκάλα που οδηγεί στον πρώτο όροφο, η οποία ήταν ακριβώς δίπλα από το δωμάτιο που ήταν σφραγισμένο. Καθώς έκανε να ανέβει το πρώτο σκαλί άκουσε έναν παράξενο θόρυβο μέσα από το κλειστό δωμάτιο. Πλησίασε αργά αργά και κόλλησε το αυτί της πάνω στην πόρτα για να ακούσει καλύτερα. Της φάνηκε οτι άκουσε κάποιον να σπρώχνει κάτι, να το σέρνει και μετά να σταματά τελείως. Η Τάρια κράτησε την αναπνοή της για να ακούσει καλύτερα και ξαφνικά ένα δυνατό χτύπημα της πόρτας την έκανε να πηδήξει στον αέρα σαν τρομαγμένη γάτα. Απίστευτο! Η μικρή φοβήθηκε τόσο πολύ που αποφάσισε να μην ανέβει πάνω για τη ζακέτα αλλά να επιστρέψει γρήγορα στο εστιατόριο και να βρεθεί ανάμεσα σε κόσμο. Φυσικά ούτε αυτή είπε τίποτα τόσο στον μικρό Όλεγκ όσο και στη μοναχή Σάσα.

Δύο βδομάδες πριν από την αποχώρηση της Λούσι έγινε ακόμα ένα περίεργο περιστατικό. Αυτή τη φορά ο μικρός Όλεγκ πήγε στην τουαλέτα παρέα με την αδερφή του, γιατί από τότε με την τρομακτική φωνή και την τρικλοποδιά δεν μπορούσε να πάει μόνος του. Καθώς γύριζαν στο δωμάτιο τα δύο αδέρφια και ενώ βρίσκονταν έξω από την πόρτα, ένας παράξενος θόρυβος τους τράβηξε την προσοχή. Από τη μία μεριά του διαδρόμου ακούγονταν γέλια από παιδιά, πολλά παιδιά και από την άλλη μεριά ερχόταν ένας ήχος τόσο τρομακτικός που έκανε τα δύο ορφανά να γονατίσουν φοβισμένα και να αγκαλιαστούν με κλειστά τα μάτια. Ήταν ένα μίγμα από αλλόκοτες φωνές και παιδικά ουρλιαχτά, σαν κάποιος ή κάτι να βασανίζει παιδάκια κάπου, σε κάποια γωνιά του ορφανοτροφείου. Η μοναχή Σάσα ήταν εκείνη που βρήκε τα δύο αδέρφια να τρέμουν από τον φόβο τους και αφού τους έφτιαξε από ένα ζεστό γάλα για να τα ηρεμήσει, τα έβαλε στο κρεβάτι και τους είπε ένα παραμύθι στα σιγανά για να μην ξυπνήσουν τα άλλα παιδιά. Ο Όλεγκ και η Τάρια είπαν στη μοναχή για τα γέλια και τα ουρλιαχτά αλλά εκείνη τα καθησύχασε οτι ο ήχος που άκουσαν ήταν από τον δυνατό αέρα που φυσούσε το βράδυ και δεν ασχολήθηκε περισσότερο με το θέμα.

Τα περίεργα περιστατικά συνεχίστηκαν για τα δύο ορφανά αλλά εκείνο που τα κατατρόμαξε τελείως ήταν το τελευταίο που τους συνέβη. Ήταν ένα ακόμα βράδυ και ενώ όλοι είχαν κοιμηθεί, ο Όλεγκ και η Τάρια έμειναν ξύπνιοι και μιλούσαν. Από το πουθενά τα δύο αδέρφια άρχιζαν να κρυώνουν πολύ και να βλέπουν τα χνώτα τους, πράγμα απίθανο αφού το δωμάτιο ήταν πραγματικά πάρα πολύ ζεστό. Ο Όλεγκ θυμήθηκε το συμβάν στο μπάνιο και έκανε νόημα στην αδερφή του να μπουν κάτω από το διπλανό κρεβάτι. Τα δύο παιδιά έπεσαν μπρούμητα και σύρθηκαν κάτω από το κρεβάτι και έμειναν εκεί να παρακολουθούν την πόρτα του δωματίου. Εκείνη ξαφνικά άνοιξε αργά αργά και τα δύο αδέρφια κρατήθηκαν από το χέρι φοβισμένα γι’ αυτό που βίωναν πάλι. Είχαν καρφώσει και οι δύο το βλέμμα τους στην πόρτα και παρατήρησαν δυο πόδια να μπαίνουν στο δωμάτιο. Το τρομακτικό όμως ήταν οτι αυτά τα πόδια, ενώ έδειχναν ανθρώπινα δεν γίνονταν να είναι αφού αιωρούνταν και δεν ακουμπούσαν στο έδαφος. Ο “επισκέπτης” πλησίασε το κρεβάτι που είχαν κρυφτεί τα δύο ορφανά και σταμάτησε ακριβώς δίπλα. Η Τάρια κρατούσε την ανάσα της και είχε κλείσει το στόμα του αδερφού της για να μην κάνει κανένα θόρυβο και είχε καρφωμένα τα μάτια της στα δύο πόδια. Ξαφνικά ένιωσε ένα ζεστό αεράκι, σαν ανάσα στο σβέρκο της και κοκκάλωσε! Ο Όλεγκ γύρισε ασυναίσθητα να κοιτάξει πίσω του και άρχισε να ουρλιάζει κατατρομαγμένος, σηκώνοντας στο πόδι όλο το δωμάτιο αρχικά και στη συνέχεια το υπόλοιπο ορφανοτροφείο. Η μοναχή Σάσα έτρεξε στο δωμάτιο και πήρε μαζί της τα δύο ορφανά για να τα ηρεμήσει και καθώς έβγαινε από το δωμάτιο παρατήρησε οτι τα υπόλοιπα παιδιά είχαν μείνει καθισμένα στα κρεβάτια τους και παρακολουθούσαν αμίλητα και ανέκφραστα.

Το θέμα με τα αλλόκοτα περιστατικά συζητήθηκε ανάμεσα στις δύο μοναχές αλλά η Λούσι ήταν όπως πάντα καθησυχαστική. “Έχουν μεγάλη φαντασία τα παιδιά. Προφανώς είναι ακόμα επηρεασμένα από το δυστύχημα των γονιών τους“, ήταν τα λόγια της γριάς η οποία δεν έδειχνε και μεγάλη διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα. Και τι να κάνει άλλωστε; Να παρατήσει εικοσιένα παιδιά για να ασχοληθεί με δύο; Έτσι η ιστορία ξεχάστηκε για λίγο καιρό μέχρι που ένα πρωί ο μικρός Όλεγκ έτρεξε γρήγορα να βρει τη μοναχή Σάσα. Μπήκε μέσα στο γραφείο του ιδρύματος μόνο και μόνο για να πετύχει τη μοναχή Λούσι να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Της είπε οτι δεν μπορούσε να βρει πουθενά την αδερφή του από το πρωί αν και έψαξε όλο το ορφανοτροφείο εκτός από το κλειδωμένο δωμάτιο. “Μην τολμήσεις και πλησιάσεις εκεί πέρα μικρέ γιατί θα σε πετάξω έξω στο κρύο, τ’ ακούς;” ήταν τα απειλητικά λόγια της Λούσι που όσο πλησίαζε η ώρα για να φύγει από τη “Χριστιανική Αγκαλιά” γινόταν πιο απότομη και πιο θυμωμένη.

Ο Όλεγκ μίλησε τελικά στη Σάσα για την εξαφάνιση της αδερφής του και εκείνη από τη μεριά της πήγε να συναντήσει τη μοναχή Λούσι για να της ζητήσει να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. “Τόσα χρόνια που διευθύνω αυτό το ίδρυμα έχουν… εξαφανιστεί τρία παιδιά όλα κι όλα. Όπως και σε άλλα ορφανοτροφεία στην υπόλοιπη χώρα. Η αστυνομία μας έχει εξηγήσει οτι τα παιδιά φεύγουν γιατί μετά τους γονείς τους δεν μπορούν να δεχτούν έναν ξένο ως υπεύθυνο γι’ αυτά και πόσο μάλλον ένα ξένο σπίτι, όπως είναι ένα ορφανοτροφείο“, είπε η Λούσι με ψυχραιμία και συνέχισε το διάβασμά απολαμβάνοντας το τσαγάκι της. Από εκείνη τη μέρα η Σάσα έγινε κάτι σαν μητέρα για τον μικρό Όλεγκ, τον είχε πάρει στο δωμάτιό της και τον φρόντιζε ξεχωριστά από τα υπόλοιπα παιδιά. Άρχισε σιγά σιγά να παρατηρεί και εκείνη ορισμένα παράξενα πράγματα όπως την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας στο δωμάτιο όταν ήταν μέσα ο Όλεγκ ή τα βλέμματα μερικών από τα υπόλοιπα ορφανά όταν τον έβλεπαν δίπλα της. Κάτι δεν της άρεσε στην ατμόσφαιρα γύρω της αλλά δεν ήξερε τι ήταν αυτό.

Έφτασε ο καιρός για την αποχώρηση της μοναχής Λούσι. Σε δύο μέρες η γριά θα παρέδιδε τη σκυτάλη της διεύθυνσης του ορφανοτροφείου στην νεότερη Σάσα. Η καινούρια διευθύντρια της “Χριστιανικής Αγκαλιάς” ήταν έτοιμη να αναλάβει τα καθήκοντά της, έμαθε όλα όσα μπορούσε να μάθει από την προκάτοχό της και με τη βοήθεια του Θεού θα τα πήγαινε περίφημα. Η εξαφάνιση της Τάρια είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα αν και ο μικρός Όλεγκ από τη μέρα που χάθηκε η αδερφή του αρρώστησε, έχασε τη φωνή του και κυριεύτηκε από μεγάλη θλίψη. Ήταν ένα στενοχωρημένο αγοράκι που δεν είχε τίποτα στον κόσμο εκτός από μία άγνωστη μοναχή που όμως έπρεπε να φροντίσει και άλλα εικοσιένα παιδιά εκτός από τον ίδιο. Το πρωί της προτελευταίας μέρας της Λούσι στο ορφανοτροφείο εξαφανίστηκε και ο Όλεγκ. Η Σάσα είχε ξυπνήσει τα χαράματα και δεν τον βρήκε δίπλα της, ανησύχησε και άρχισε να ψάχνει μέσα και έξω από το ίδρυμα μέχρι που απελπίστηκε. Έτρεξε στο γραφείο της μοναχής Λούσι και απαίτησε από τη γριά να καλέσει την αστυνομία και να τους ζητήσει να έρθουν στο ίδρυμα. Εκείνη με μεγάλη απροθυμία το έκανε και μετά από λίγο το περιπολικό βρισκόταν έξω από το ορφανοτροφείο, δύο μεγαλόσωμοι αστυνομικοί κατέβηκαν από αυτό και κατευθύνθηκαν με τη βοήθεια της μοναχής Σάσα στο γραφείο της διευθύντριας.

Η γριά συζήτησε με τους δύο άντρες για τα περιστατικά της εξαφάνισης των δύο ορφανών, συμφώνησαν οτι συμβαίνουν αυτά τα πράγματα προς μεγάλη έκπληξη της Σάσα, αλλά αποφάσισαν να κάνουν μια έρευνα για τα δύο παιδιά ξεκινώντας από όλους τους χώρους του ορφανοτροφείου και αργότερα στην υπόλοιπη περιοχή μέχρι το Κρελιέβ. Η έρευνα της αστυνομίας κράτησε όλη τη μέρα και αργά το βράδυ, από το αστυνομικό τμήμα του χωριού έγινε ένα τηλέφωνο προς την “Χριστιανική Αγκαλιά” για να ενημερώσει οτι δεν υπήρξε κάποια εξέλιξη με τις έρευνες και οτι θα συνεχιστούν την επόμενη μέρα. “Ούτως ή άλλως από αύριο δεν θα είναι δική μου σκοτούρα. Από άυριο θα ‘μαι και πάλι ελεύθερη!“, μονολογούσε η Λούσι κλείνοντας το τηλέφωνο χωρίς να δώσει σημασία στη Σάσα που μόλις μπήκε στο γραφείο. Ενημέρωσε τη νεαρή για το τηλεφώνημα της αστυνομίας και της ζήτησε να κοιμηθεί καλά γιατί από αύριο θα ξεκινούσε μια νέα ζωή, αφήνοντας τη Σάσα μόνη της να αναρωτιέται τι εννοούσε η γριά με αυτό το “νέα ζωή”.

Ήταν η πρώτη φορά που το δωμάτιο της μοναχής Σάσα είχε κανονική θερμοκρασία, από τότε που έμεινε εκεί ο μικρός Όλεγκ. Η όμορφη γυναίκα έπεσε για ύπνο ανήσυχη και σκεφτόταν που θα μπορούσε να είναι η Τάρια και ο αδερφός της αλλά κάτι δεν της άρεσε στη συμπεριφορά τόσο της μοναχής Λούσι σχετικά με τα δύο ορφανά αλλά και των υπόλοιπων παιδιών του ιδρύματος που ουδέποτε προσέγγισαν τα δύο αδέρφια για να τα δεχτούν στην “οικογένειά” τους. Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο στην πόρτα του δωματίου της και έμεινε ακίνητη να κοιτάζει προς τα κει ενώ την ίδια ώρα το κρύο πλημμύρισε το χώρο και έκανε τη Σάσα να ανατριχιάσει. Η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά αλλά από πίσω της δεν βρισκόταν κανένας. Η Σάσα πλησίασε και κοίταξε το διάδρομο αλλά δεν είδε κάποιον παρά μόνο της φάνηκε οτι άκουσε μια παιδική φωνή να φωνάζει από μακριά: “Έλα κάτω Σάσα! Έλα μαζί μας!” και αρκετά διστακτικά ξεκίνησε να ακολουθά την παράξενη φωνή.

Έφτασε στην σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο και εκεί κατάλαβε οτι ο ήχος που άκουγε ερχόταν από κει κάτω γιατί τώρα είχε γίνει πια ξεκάθαρος και πιο δυνατός: “Σε περιμένουμε Σάσα! Άντε έλα κάτω!“, Η μοναχή κατέβηκε τις σκάλες και προχώρησε προς το εστιατόριο όταν ξαφνικά ένα παιδάκι πέρασε τρέχοντας από δίπλα της και μπήκε στο απαγορευμένο δωμάτιο. “Τι κάνεις εκεί;” πρόλαβε να φωνάξει η Σάσα μέχρι να καταλάβει οτι αυτό που κοίταζε ήταν η ορθάνοιχτη πόρτα του δωματίου δίπλα από τις σκάλες. Η νεαρή κοκκάλωσε και ένιωσε κάτι σαν καυτή ανάσα στο σβέρκο της και ύστερα ένα χτύπημα και… αυτό ήταν! Όλα σκοτείνιασαν και λιποθύμησε…

Άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια της γιατί το κεφάλι της πονούσε πολύ και ήταν ακόμα ζαλισμένη. Άκουγε ένα περίεργο μουρμουρητό και όσο συνερχόταν ο ήχος γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρος. Ήταν πολλές παιδικές φωνές που τραγουδούσαν κάτι, κάτι για κάποιον “Τζακ” και όταν η Σάσα άνοιξε τα μάτια της φρίκαρε εντελώς. Όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου ήταν πιασμένα χέρι χέρι και χόρευαν κυκλικά γύρω από τη μοναχή η οποία ήταν δεμένη χειροπόδαρα σε μια καρέκλα. Μπροστά στα πόδια της μοναχής ήταν ένα πουγκί που ήταν ανοιχτό και μέσα είχε ένα κρανίο και μερικά κόκκαλα. Η κακομοίρα φρίκαρε τελείως και άρχισε να ουρλιάζει αλλά κανένας δεν της έδινε σημασία, ούτε καν η ίδια η μοναχή Λούσι που καθόταν απέναντί της και χαμογελούσε σαν να ήταν όλα φυσιολογικά. Τα παιδιά άρχισαν να χορεύουν ακόμα πιο γρήγορα και να δυναμώνουν τις φωνές τους και το τραγούδι τους να ακούγεται παντού, απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το ορφανοτροφείο.

Μαύρε Τζακ, Μαύρε Τζακ, έλα σε μας Μαύρε Τζακ. Μια ψυχή για σένα Τζακ κι άλλη μια για μας Μαύρε Τζακ” ήταν το αλλόκοτο τραγούδι των παιδιών. Η Σάσα κοίταξε τον χώρο και είδε οτι υπήρχαν γύρω τους πολλά κεριά και ειδικότερα γύρω από το πουγκί ήταν εικοσιένα μικρά κεράκια. Ξαφνικά το τραγούδι των παιδιών σταμάτησε και ένας παράξενος αέρας έκανε την εμφάνισή του και έσβησε όλα τα κεριά εκτός από εκείνα που ήταν στο πουγκί. “Ήρθε η ώρα! Επιτέλους θα ελευθερωθώ” φώναξε με χαρά η μοναχή Λούσι και έκλεισε τα μάτια της κοιτάζοντας προς τον ουρανό. Τα ορφανά πλησίασαν γύρω από τη γριά και όλα τους κρατούσαν στα χέρια από ένα μαχαίρι. Η Σάσα άρχισε να τρέμει από το φόβο της, αυτό που έβλεπε ήταν βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες της κόλασης. Τα παιδιά ξεκίνησαν να σφάζουν τη Λούσι, άλλο την κάρφωνε στο λαιμό, άλλο στο κεφάλι και άλλα στο σώμα και στην πλάτη. Ο τόπος πλημμύρισε από το αίμα της γριάς, το οποίο έφτασε μέχρι τα πόδια της έντρομης Σάσα. Ξαφνικά κάτι σαν μαύρο σύννεφο βγήκε έξω από το άψυχο κορμί της Λούσι και την πλησίασε. Μια φωνή ακούστηκε μέσα στο μυαλό της νεαρής να της λέει: “Και τώρα είσαι δική μου!” και το μαύρο νέφος μπήκε μέσα της, αναγκάζοντάς τη να βήξει τόσο πολύ που λίγο έλειψε να πεθάνει από ασφυξία. Ένα από τα ορφανά έκοψε τα δεσμά της Σάσα και ύστερα όλα μαζί μαζεύτηκαν γύρω από τη νεαρή μοναχή. Η Σάσα σηκώθηκε αργά αργά και σηκώνοντας το κεφάλι της κοίταξε τα παιδιά και τους είπε: “Όλοι στα δωμάτιά σας! Τι κάνετε τέτοια ώρα εδώ κάτω;” και χαμογέλασε πονηρά βλέποντάς τα να ανεβαίνουν τις σκάλες για τον πάνω όροφο.

(Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ