Αν η μοίρα σε σέρνει, άντεξε και άφησε να συρθείς μαζί της. Αν αγανακτείς, και τον εαυτό σου τον στενοχωρείς και η μοίρα σε σέρνει” -Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς, Έλληνας ποιητής, 4ος αιώνας μ.Χ.

Οι λέαινες της μικρής, μητριαρχικής αγέλης που ζούσε στους καταρράκτες της Ουμανάντα είχαν μαζευτεί γύρω από τη Μεγάλη Λιονταρίνα που μόλις είχε γεννήσει. Το κυρίαρχο θηλυκό έφερε στον κόσμο πέντε υγιέστατα λιονταράκια, τέσσερα αρσενικά και ένα θηλυκό και αμέσως προκάλεσε την περιέργεια των υπόλοιπων λιονταριών που πλησίασαν και άρχισαν να μυρίζουν με ενθουσιασμό τα νέα μέλη της οικογένειάς τους. Η ατμόσφαιρα γέμισε από τα νιαουρίσματα των νεογέννητων που είχαν πολύ μεγάλη όρεξη και φώναζαν στη μάνα τους για να τους δώσει το πολυπόθητο και ζωοφόρο γάλα της. Μάλιστα το ένα από τα λιονταράκια ήταν τόσο ανυπόμονο που κατρακύλησε έξω από τη φωλιά και προσπάθησε να βρει τη Μεγάλη Λιονταρίνα μυρίζοντας τον αέρα για να βρει τη μυρωδιά της μέχρι που μια τεράστια σιλουέτα έσκυψε, άνοιξε το πελώριο στόμα της και άρπαξε τον νεαρό σκύμνο από το σβέρκο απαλά, μόνο και μόνο για να τον μεταφέρει πίσω στη φωλιά μαζί με τα αδέρφια του. “Αφού λοιπόν σου αρέσει να τριγυρνάς μόνος σου, τότε θα σε ονομάσω Φρίσολ, το ελεύθερο λιοντάρι” σκέφτηκε η Μεγάλη Λιονταρίνα παρακολουθώντας το χαριτωμένο μωρό της να καταβροχθίζει με λαιμαργία το φαγητό του.

Ένα μήνα αργότερα κι ενώ τα λιονταράκια μεγάλωναν με ηρεμία και πολλή αγάπη από τη μάνα τους και τις υπόλοιπες λέαινες της αγέλης, ένας άγνωστος εμφανίστηκε από το πουθενά και έφερε το χάος. Ήταν ο φοβερός και τρομερός Μπαγκούντου ο Τεράστιος, ένα μεγάλο αρσενικό λιοντάρι που στοίχειωνε τη περιοχή και σκότωνε μέχρι και ανθρώπους από τα γύρω χωριά της περιοχής. Αυτό το θηρίο είχε μήκος δυόμιση μέτρα και ζύγιζε κοντά στα τριακόσια κιλά ξεπερνώντας κατά πολύ το μέσο όρο του είδους. Η Μεγάλη Λιονταρίνα γνώριζε για τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχαν τα μικρά της και μαζί με τις αδερφές της μπήκαν μπροστά από τα λιονταράκια και άρχισαν να γρυλίζουν στο μεγάλο αρσενικό. Ο Μπαγκούντου τις κοίταξε στα μάτια μία προς μία και με ένα σάλτο βρέθηκε πάνω σε μία από τις λέαινες και τη δάγκωσε με δύναμη στο πρόσωπο. Οι υπόλοιπες υποχώρησαν φοβισμένες μπροστά στο άγριο θέαμα εκτός από τη Μεγάλη Λιονταρίνα που χίμηξε στον εισβολέα με όση δύναμη και κουράγιο είχε. Εκείνος όμως της έσκισε το αυτί με ένα χτύπημα από το μπροστινό του πόδι και την έδιωξε από το χώρο και ύστερα στράφηκε στα ανυπεράσπιστα λιονταράκια. Τα σκότωσε ένα, ένα με τη σειρά, δαγκώνοντας και κόβοντάς τα στα δυο όπως συνηθίζουν να κάνουν τα μεγάλα αρσενικά όταν μπαίνουν σε μια ξένη αγέλη ώστε να μην μείνει κανένας απόγονος των προηγούμενων αρσενικών. Μόνο ο κακόμοιρος ο Φρίσολ έμεινε να τρέχει φοβισμένος για να γλιτώσει από τη μανία του Μπαγκούντου, έφτασε μέχρι τους καταρράκτες της Ουμανάντα και πήδηξε στο κενό.

Ξύπνησε από έναν παράξενο θόρυβο που άκουσε, ένας ήχος από πολλά ζώα που κινούνταν ταυτόχρονα και συνεχώς δυνάμωνε και δυνάμωνε μέχρι που έντρομος κατάλαβε οτι ένα κοπάδι από αφρικανικούς βούβαλους ερχόταν αφηνιασμένο προς το μέρος του. Ο Φρίσολ πήδηξε στον αέρα και κοίταξε γρήγορα γύρω του για να βρει ένα ψηλό σημείο ώστε να σκαρφαλώσει και να γλιτώσει από τους κερασφόρους γίγαντες. Εντόπισε ένα δέντρο στην άκρη του ποταμού και χωρίς να το σκεφτεί ανέβηκε όσο πιο πάνω μπορούσε να φτάσει, τόσο ώστε να μην κινδυνέψει να σπάσει κάποιο κλαδί και να πέσει. Παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα το ατέλειωτο κοπάδι από τα παχύδερμα να προσπερνά το δέντρο και ακριβώς πίσω από τα βουβάλια είδε ένα μεγάλο αρσενικό λιοντάρι να κυνηγά με μανία ένα από τα μικρά ζώα του κοπαδιού. Ο κυνηγός έκανε ένα άλμα και άρπαξε με τα νύχια του το νεαρό βούβαλο και τον έριξε στο έδαφος χρησιμοποιώντας το βάρος του. Στη συνέχεια δάγκωσε το θύμα του στο λαιμό και περίμενε υπομονετικά να πεθάνει από ασφυξία ώστε να αρχίσει να το τρώει. Ο Φρίσολ είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό! Το λιοντάρι που έβλεπε μπροστά του ήταν μεγάλο σχεδόν όσο και ο Μπαγκούντου και είχε μια ιδιαίτερη, γκρίζα χαίτη. Πρέπει να ήταν μεγάλο σε ηλικία, κοντά δέκα χρονών αλλά φαίνεται οτι στο κυνήγι τα πήγαινε περίφημα αν και μοναχός του γιατί δεν φαινόταν καμία λέαινα στον ορίζοντα.

Ο Φρίσολ πλησίασε διστακτικά προς το μεγάλο αρσενικό, πάντοτε με σκυμμένο το κεφάλι ως ένδειξη σεβασμού και την ουρά στα σκέλια. “Θες να πεθάνεις μικρέ;” του είπε με μπουκωμένο στόμα από το φαγητό το ξένο λιοντάρι και συνέχισε: “Δεν σου έμαθε η μάνα σου να μην πλησιάζεις τα αρσενικά όταν εκείνα τρώνε;“. Ο μικρός Φρίσολ άκουσε τα λόγια του κυνηγού και κάθισε απέναντί του απλά παρακολουθώντας τον να τρώει. “Πως στο καλό βρέθηκες εδώ;” τον ρώτησε ο ξένος και το λιονταράκι του είπε την ιστορία του, του μίλησε για την μικρή αγέλη που ζει στους καταρράκτες της Ουμανάντα, για τη μάνα του τη Μεγάλη Λιονταρίνα και τις αδερφές της αλλά και για το κακό που τους προκάλεσε ο Μπαγκούντου ο Τεράστιος. “Ώστε το έσκασες μικρέ! Είσαι ένας φυγάς κι εσύ σαν και μένα!“, του είπε γελώντας ο ξένος και ύστερα σηκώθηκε, πήρε στο στόμα του το υπόλοιπο βουβάλι που περίσσεψε και άρχισε να το σέρνει προς μια σπηλιά που ήταν εκεί κοντά. Ήταν η γνωστή στους ντόπιους, “Κόκκινη Σπηλιά“, το σπίτι ενός μεγάλου λιονταριού που παραμόνευε στο ποτάμι κάτω από τους καταρράκτες της Ουμανάντα και σκότωνε όποιον έκανε το λάθος να πλησιάσει. Ο Φρίσολ τον ακολούθησε και μόλις έκανε να μπει στη σπηλιά, ο ξένος κυνηγός βρυχήθηκε δυνατά και με ένα σάλτο έφτασε μπροστά από τον νεαρό σκύμνο. “Ξέρεις ποιος είμαι εγώ μικρέ;” και πλησίασε τη μουσούδα του σε εκείνη του Φρίσολ. “Είμαι ο Ταμανού ο Γκριζοχαίτης, εκείνος που έφυγε από τη Μεγάλη Αγέλη της σαβάνας, κορυφαίος κυνηγός και κυρίαρχος ανάμεσα στα άλλα λιοντάρια” και άνοιξε το στόμα του λες να ετοιμαζόταν να φάει ολόκληρο το μικρό λιονταράκι. Ο Ταμανού όμως απλά χασμουρήθηκε και μπήκε και πάλι μέσα στη σπηλιά για να κοιμηθεί. “Όταν ξυπνήσω θα αποφασίσω τι θα κάνω μαζί σου Φρίσολ” είπε το μεγάλο αρσενικό και αποκοιμήθηκε.

Τελικά ο Ταμανού αποφάσισε να κρατήσει υπό την προστασία του το νεαρό λιοντάρι μέχρι εκείνο να ενηλικιωθεί σε τρία χρόνια. Θα του μάθαινε να κυνηγά και να βρίσκει νερό, τροφή αλλά και πως να αποφεύγει τους ανθρώπους που μένουν στα γύρω χωριά. Το μεγάλο αρσενικό θα έπαιζε το ρόλο της μητέρας για τον Φρίσολ και θα τον ετοίμαζε για τη δύσκολη και μοναχική ζωή που τον περίμενε. Το πρώτο μάθημα του Ταμανού είχε να κάνει με τον αιφνιδιασμό, το σημαντικότερο όπλο ενός λιονταριού αφού δεν έχει ούτε μεγάλη αντοχή αλλά δεν είναι ούτε γρήγορο ζώο. Ο Φρίσολ παρακολουθούσε τον Ταμανού να σκύβει και να γίνεται ένα με το έδαφος, να προχωράει αργά αργά προσέχοντας κάθε φορά που θα πατήσει με το πόδι του ώστε να μην κάνει καθόλου θόρυβο. Το θύμα ήταν ένα γκνου καθώς μπροστά από τα δύο λιοντάρια υπήρχε ένα τεράστιο κοπάδι από δαύτα. Ο Ταμανού πλησίασε αρκετά, σε απόσταση μικρότερη από τριάντα μέτρα και έκανε την επίθεσή του. Ξεκίνησε να κυνηγά ένα γερασμένο γκνου που είχε μείνει πιο πίσω από τα υπόλοιπα και μέσα σε λίγα λεπτά το είχε ρίξει στο έδαφος και το έπνιγε. “Τα πάντα έχουν να κάνουν με τον συγχρονισμό. Όπως και στο κυνήγι έτσι και στη ζωή σου” είπε με μπουκωμένο στόμα ο Ταμανού στο νεαρό λιοντάρι.

Ο καιρός πέρασε ευχάριστα για τα δύο λιοντάρια τα οποία είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι και μαζί αποτελούσαν ένα τρομερό δίδυμο όσον αφορά το κυνήγι. Κανένα ζώο δεν μπορούσε να τους ξεφύγει αλλά και οι δύο κυνηγούσαν και έτρωγαν μόνο όσο χρειαζόντουσαν και όχι παραπάνω. Ο Φρίσολ έγινε ένα τεράστιο και πολύ δυνατό αρσενικό λιοντάρι με μία πλούσια, κατάξανθη χαίτη και πολλές φορές που οι δυο τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με ύαινες, ήταν τέτοια η μανία του νεαρού αρσενικού που μέχρι και ο ίδιος ο Ταμανού τον φοβήθηκε. “Δεν θα ήθελα φίλε μου να βρεθώ ποτέ απέναντί σου” έλεγε το γέρικο λιοντάρι μεταξύ σοβαρού και αστείου απευθυνόμενο στον Φρίσολ. Ένα βράδυ λοιπόν που οι δύο φίλοι είχαν ξαπλώσει μπροστά από την “Κόκκινη Σπηλιά” και χώνευαν μία μεγάλη ζέβρα που μόλις είχαν καταβροχθίσει, ο Φρίσολ ήταν σκεπτικός και αρκετά σιωπηλός. “Τι έπαθες μικρέ; Φούσκωσες τόσο πολύ που δεν μπορείς να βγάλεις άχνα;” του είπε περιπαικτικά ο Ταμανού και εκείνος του απάντησε: “Φίλε μου καλέ έχω μια απορία. Αφού είσαι τόσο σπουδαίος κυνηγός και πιο νέος ήσουν σίγουρα και πιο δυνατός, γιατί δεν επέλεξες να μείνεις στην Μεγάλη Αγέλη της σαβάνας και ήρθες να ζήσεις μόνος σου; Αν έμενες θα ήταν όλα πιο εύκολα για σένα αφού θα σε βοηθούσαν οι λέαινες στο κυνήγι και θα είχες την ευκαιρία να συνεχίσεις τη γενιά σου. Γιατί έφυγες Ταμανού;” ρώτησε το νεαρό λιοντάρι κοιτάζοντας στα μάτια τον φίλο του.

Εντάξει μικρέ, αφού θέλεις τόσο πολύ να μάθεις την αλήθεια, ας είναι!” απάντησε θυμωμένο το γέρικο λιοντάρι και συνέχισε: “Η ζωή στη σαβάνα είναι όμορφη. Εκεί μπορείς να φας όσο θες, να κοιμηθείς όπου θες, να βρεις φίλους και λέαινες για να κάνεις την οικογένειά σου. Εγώ τα είχα όλα αυτά και ήμουν πολύ ευτυχισμένος αλλά δυστυχώς ήθελα περισσότερα και το πλήρωσα με το παραπάνω” και έκανε μια παύση προσπαθώντας να θυμηθεί όλες τις λεπτομέρειες. “Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα, μόλις είχα ξυπνήσει από τον ύπνο και πεινούσα πάρα πολύ. Αποφάσισα να βγω για κυνήγι και σκέφτηκα οτι όλο και κάποιο ζώο θα είναι στο ποτάμι. Πλησίασα λοιπόν με προσοχή και είδα από μακριά έναν τεράστιο βούβαλο, τον μεγαλύτερο που έχω δει στη ζωή μου, να κάθεται στην άκρη του ποταμού και να πίνει νερό. Χωρίς να χάσω χρόνο όρμησα πάνω του και προσπάθησα να τον δαγκώσω στο σβέρκο αλλά ήταν τόσο παχύ και σκληρό το δέρμα του που δεν κατάφερα απολύτως τίποτα! Το μόνο που πέτυχα ήταν να σκίσω στα δύο το αριστερό αυτί του παχύδερμου δαγκώνοντάς το! Εκείνος άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελός για να με διώξει από τη ράχη του αλλά είχα γραπωθεί με τα νυχια τόσο καλά που κάθε φορά που ταρακουνιόταν εγώ γαντζωνόμουν ακόμα βαθύτερα. Αλλά ξαφνικά, έκανε ένα τίναγμα με το κεφάλι του τόσο απότομο και δυνατό, που το ένα μου μπροστινό πόδι γλίστρησε και καρφώθηκε στο κέρατο του θεριού. Πρώτη φορά στη ζωή μου φοβήθηκα οτι θα πεθάνω! Ένιωσα τόσο αδύναμος και ανήμπορος μπροστά σε εκείνο το κτήνος που μόλις κατάφερα και ελευθέρωσα το πόδι μου άρχισα να τρέχω σαν το τρομαγμένο γκνου που το κυνηγούν τα αγριόσκυλα!” και έδειξε στον Φρίσολ το σημάδι που είχε στο δεξί του μπροστινό πόδι σαν ενθύμιο εκείνης της μάχης. “Τα νέα στη σαβάνα ταξιδεύουν πολύ γρήγορα, ειδικά όταν ένα λιοντάρι σαν και μένα παθαίνει αυτά που έπαθα εγώ από το βουβάλι. Έτσι όταν επέστρεψα και βρήκα την αγέλη μου, οι λέαινες μου επιτέθηκαν για να με διώξουν και τα κατάφεραν φυσικά αφού με το πόδι μου χτυπημένο δεν θα μπορούσα να πολεμήσω. Έτσι έφυγα, βρήκα αυτή εδώ τη σπηλιά μπροστά από το ποτάμι και την έκανα σπίτι μου” και εμφανώς στενοχωρημένος ο Ταμανού σηκώθηκε και πήγε μέσα στην “Κόκκινη Σπηλιά” για να κοιμηθεί.

Τα χρόνια πέρασαν και ο Φρίσολ ενηλικιώθηκε, ο καιρός που τα δυο λιοντάρια θα χώριζαν τους δρόμους τους ήταν πια κοντά. Αλλά δεν μπορείς να τα βάλεις με τη μοίρα παρά μόνο να αφεθείς στις ορέξεις της και να απολαύσεις το ταξίδι της ζωής. Ένα πρωινό το νεαρό λιοντάρι μπήκε τρέχοντας στη σπηλιά και φώναξε στον Ταμανού να τον ακολουθήσει γιατί του είχε μια μεγάλη έκπληξη. Οι δυο φίλοι ξεκίνησαν για τη σαβάνα και έφτασαν σε μια περιοχή γύρω από μία λίμνη που είχε μεγάλα χορτάρια, οτι έπρεπε για να στήσουν ενέδρα. Ο Φρίσολ έκανε νόημα στο γέρικο λιοντάρι να τον ακολουθήσει με και έσκυψε πολύ χαμηλά για να γίνει ένα με το έδαφος και σχεδόν αόρατος για τα άλλα ζώα. Προχώρησαν με προσοχή και ξαφνικά τα μάτια του Ταμανού γούρλωσαν και τα νύχια του μπήχτηκαν στο έδαφος από την οργή του. Στην άκρη της λίμνης βρισκόταν εκείνος ο τεράστιος αφρικανικός βούβαλος που παραλίγο να σκοτώσει τον Γκριζοχαίτη! Ο Φρίσολ ήθελε να κάνει ένα αποχαιρετιστήριο δώρο στον φίλο του και έψαξε και βρήκε τελικά το βουβάλι που άλλαξε τη ζωή του Ταμανού. Οι δυο κυνηγοί κοιτάχτηκαν στα μάτια και χωρίς να χάσουν καθόλου χρόνο, επιτέθηκαν με λύσσα στο γερασμένο αλλά τεράστιο βουβάλι. Ο Ταμανού όπως τότε έτσι και τώρα πήδηξε στη ράχη του παχύδερμου και γραπώθηκε όσο καλύτερα μπορούσε. Σκοπός του ήταν να αναγκάσει τον βούβαλο να σηκώσει για λίγο το λαιμό του ώστε να τον δαγκώσει ο Φρίσολ και να τον πνίξει. Το νεαρό λιοντάρι πίστευε οτι ο γέρος βούβαλος δεν είχε καμία τύχη απέναντι σε δύο κυνηγούς αλλά έκανε τεράστιο λάθος! Και αφού το βουβάλι δεν σήκωνε το κεφάλι του, τότε ο Ταμανού αποφάσισε να αλλάξει τακτική και πήδηξε από τη ράχη του για να δαγκώσει τα πίσω του πόδια, Αλλά το μεγάλο κερασφόρο φυτοφάγο ήταν πάρα πολύ δυνατό παρά την ηλικία του και με μία αστραπιαία κίνηση κατέβασε χαμηλά το κεφάλι του, γύρισε ώστε να έχει μπροστά του τον Ταμανού και τον κάρφωσε με το κέρατο στον λαιμό καθώς τινάχτηκε στον αέρα! Ο Φρίσολ παρακολουθώντας την τρομερή σκηνή, βρυχήθηκε τόσο οργισμένα που ο ίδιος ο βούβαλος για μια στιγμή ξέχασε το λιοντάρι που είχε καρφωμένο στο κέρατό του και έμεινε να κοιτάζει τον νεαρό κυνηγό! Εκείνος χίμηξε με μανία στα δύο πίσω πόδια του βούβαλου ο οποίος είχε το βάρος του νεκρού Ταμανού να τον δυσκολεύει να κινηθεί και ουσιαστικά ήταν εύκολο θύμα για τον Φρίσολ. Μέσα σε λίγα λεπτά το θεριό έπεσε στο έδαφος και το λιοντάρι το πλησίασε, έφτασε πρόσωπο με πρόσωπο με το παχύδερμο, έδειξε τα δόντια του στον αντίπαλό του και δάγκωσε με δύναμη το λαιμό του μεγάλου φυτοφάγου. Αποφάσισε όμως να μην φάει τον βούβαλο αλλά να τον αφήσει εκεί, δίπλα στον Ταμανού να μείνουν για πάντα μαζί μέχρι να φύγουν και να γίνουν σκόνη που ταξιδεύει απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη τη σαβάνα!

Ο Φρίσολ έγινε το νέο λιοντάρι της “Κόκκινης Σπηλιάς” και συνέχισε τη ζωή του κυνηγώντας και ψάχνοντας συνεχώς για συντροφιά. Μπορεί να μην μπορούσε να γυρίσει πίσω στην αγέλη του αλλά δεν ήθελε να μείνει για πάντα μόνος του όπως ήταν ο Ταμανού. Γι’ αυτό και πολλές φορές απομακρύνονταν πολύ από το σπίτι του για να πάει μέχρι τη σαβάνα, ήθελε να αυξήσει τις πιθανότητές του να συναντήσει κάποιο άλλο λιοντάρι. Ένα βράδυ λοιπόν, ο Φρίσολ είχε βγει για κυνήγι στη σαβάνα και είχε πάρει θέση για να πιάσει ένα γκνου, βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το κοπάδι, κόντρα στο βραδινό αεράκι ώστε να μην φτάσει η μυρωδιά του στα φυτοφάγα και τα προειδοποιήσει για τον κίνδυνο. Ξεκίνησε με ένα καλό σπριντ και στη συνέχεια έκανε ένα μεγάλο άλμα και άρπαξε ένα γέρικο γκνου από το σβέρκο την ώρα που όλο το υπόλοιπο κοπάδι ξεκίνησε να τρέχει προς την άλλη κατεύθυνση σηκώνοντας ένα ατέλειωτο σύννεφο σκόνης. Καθώς έπνιξε το θύμα του και ξεκίνησε να το τρώει, παρατήρησε μια κάποια κινητικότητα στα χορτάρια. Άκουσε έναν ήχο γνώριμο, κάτι μεταξύ γέλιου και ουρλιαχτού, το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ύαινας. Είχαν μαζευτεί πέντε – έξι από δαύτες και ήθελαν να κλέψουν το κουφάρι του γκνου από τον Φρίσολ. Εκείνος στάθηκε μπροστά από το γεύμα του, άρχισε να βρυχάται και να δείχνει τα δόντια του στις ύαινες, μέχρι που η πιο τολμηρή τον πλησίασε τόσο πολύ που της όρμησε και την άρπαξε από το κεφάλι. Οι υπόλοιπες επιτέθηκαν στο λιοντάρι από όλες τις μεριές ενώ μία πήγε στο κουφάρι του ζώου και ξεκίνησε να το σέρνει προς την άλλη μεριά. Ο Φρίσολ ήξερε οτι αν ο ίδιος το επέτρεπε τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν πολύ άσχημα γι’ αυτόν, οπότε έκανε ένα βήμα μπροστά με την ύαινα στο στόμα του ώστε να τραβήξει την προσοχή των άλλων και πιέζοντας με μεγάλη δύναμη της διέλυσε το κρανίο. Οι ύαινες σκόρπισαν τρομαγμένες, έτρεχαν δεξιά και αριστερά την ώρα που ο Φρίσολ επιτέθηκε σε εκείνη που έσερνε το νεκρό γκνου και την ακινητοποίησε πιάνοντάς τη από το σβέρκο. Αλλά για κακή του τύχη, πάνω στην ταραχή της η ύαινα κατάφερε να τον δαγκώσει στο δεξί μπροστινό πόδι τόσο ώστε να τον αναγκάσει να την αφήσει να φύγει. Ακόμα ένα μάθημα για το λιοντάρι της “Κόκκινης Σπηλιάς” που χρόνο με το χρόνο γινόταν ακόμα πιο σοφός και δυνατός, ήταν σχεδόν πάντα πετυχημένος στο κυνήγι του και νικητής στις μάχες με τα άλλα αρπακτικά. Ένας βασιλιάς χωρίς βασίλειο…

Μία από τις συμβουλές του Ταμανού στον Φρίσολ ήταν να μην πειράξει τους ανθρώπους και να τους αποφεύγει αν τύχει και συναντήσει κανέναν από εκείνα τα δίποδα στο δρόμο. Όμως μια μέρα ένας πιτσιρίκος και το σκυλί του είχαν ξεμακρύνει πολύ από το χωριό και βρέθηκαν στην περιοχή του Φρίσολ. Αυτός τους πήρε μυρωδιά από πολύ μακριά και τους παρακολούθησε για να δει τι θα κάνουν. Αλλά κάποια στιγμή ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και το σκυλί πήρε μυρωδιά τον Φρίσολ και του χίμηξε. Το λιοντάρι χτύπησε με το πόδι του το μικρό κυνοειδές και το σκότωσε, προκαλώντας τον τρόμο του πιτσιρικά ο οποίος έβαλε τα κλάματα και ξεκίνησε να τρέχει για το χωριό. Ο Φρίσολ δεν έδωσε σημασία στο περιστατικό και συνέχισε τη ζωή του ώσπου ένα μεσημέρι κι ενώ ο ίδιος κοιμόταν βαθιά μετά από ένα υπέροχο γεύμα με φρέσκια ζέβρα, κάμποσοι χωρικοί συγκεντρώθηκαν έξω από τη σπηλιά και κρατούσαν κάτι παράξενα πράγματα στα χέρια τους που είχαν ένα φως στην κορυφή τους. Είχαν συγκεντρώσει πάρα πολλά ξεραμένα χορτάρια μπροστά από την είσοδο της σπηλιάς, σχεδόν την είχαν φράξει με δαύτα και έριχναν κι ένα σκούρο υγρό πάνω και τα μούσκευαν εντελώς. Κάποια στιγμή ένας από τους χωρικούς πλησίασε τα χορτάρια και έβαλε πάνω τους εκείνο το ξύλο που κρατούσε με το φως στην κορυφή και ξαφνικά όλα τα χορτάρια γέμισαν με αυτό το παράξενο φως που έβγαζε πολλή ζέστη. Ο Φρίσολ κατατρόμαξε, δεν ήξερε τι να κάνει και ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Η σπηλιά είχε γεμίσει με καπνό και το λιοντάρι άρχισε να βήχει εξαιτίας της αποπνικτικής ατμόσφαιρας και έψαχνε κάποια διέξοδο για να βγει έξω και να γλιτώσει από το κακό. Και εκεί που όλα έδειχναν οτι το τέλος του θηρίου της “Κόκκινης Σπηλιάς” ήταν πολύ κοντά, οι χωρικοί έντρομοι παρακολούθησαν ένα τεράστιο, ξανθό λιοντάρι να πηδάει μέσα από τις δυνατές φλόγες και να προσγειώνεται μπροστά τους και ύστερα να εξαφανίζεται προς τη σαβάνα.

Ο Φρίσολ έτρεχε και έτρεχε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, είχε τρομάξει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέχει. Αμέσως στο μυαλό του ήρθε μια εικόνα από το παρελθόν, μια εικόνα που φαίνεται οτι το λιοντάρι τη; ιστορίας μας είχε ξεχάσει τελείως. Θυμήθηκε οτι κάποτε ήταν ένα μικρό λιονταράκι σε μια σπηλιά που έτρεξε φοβισμένο και έπεσε στους καταρράκτες της Ουμανάντα για να γλιτώσει από την τρέλα του Μπαγκούντου του Τεράστιου. Τα μάτια του άστραψαν! Ο καταραμένος δολοφόνος των αδερφών του, εκείνο το διαβολεμένο κτήνος που χτύπησε τη μάνα του! Αυτό ήταν! Ο φοβισμένος Φρίσολ μέσα σε μια στιγμή γέμισε με μίσος και δίψα για εκδίκηση και ξαφνικά άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε προς τα παλιά του λημέρια. Ήταν πια πέντε χρονών και βρισκόταν στα ντουζένια του, ήταν πολύ δυνατός και αρκετά μεγαλόσωμος για να προκαλέσει σε μάχη τον Μπαγκούντου και να τον σκοτώσει. Άλλωστε ο αντίπαλός του είχε γεράσει πια και θα ήταν αδύνατο να τον αντιμετωπίσει αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν βρισκόταν στο μυαλό του Φρίσολ. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να εκδικηθεί για την οικογένειά του και για τα χρόνια που έμεινε μακριά από τους δικούς του.

Συνέχισε να τρέχει ακόμα κι όταν έφτασε έξω από τη σπηλιά. Είδε τις λέαινες οι οποίες είχαν λιγοστέψει, μάλλον μερικές θα έφυγαν για να γλιτώσουν από τον Μπαγκούντου και την τρέλα του ενώ δεν μπορούσε να βρει τη μάνα του. Ξαφνικά και καθώς ο Φρίσολ έμπαινε μέσα στη σπηλιά, μία μεγαλόσωμη λέαινα εμφανίστηκε μπροστά του και του επιτέθηκε. Όμως ο νεαρός δεν είχε διάθεση για παιχνίδια και με μια αστραπιαία κίνηση ξάπλωσε κάτω τη λέαινα και ετοιμάστηκε να της σπάσει το λαιμό μέχρι που παρατήρησε κάτι που τον έκανε να κοκκαλώσει! Το θηλυκό λιοντάρι είχε ένα άσχημο κόψιμο στο ένα αυτί, ίδιο ακριβώς με τη μάνα του όταν υπερασπίστηκε τα μικρά της και την χτύπησε ο Μπαγκούντου. Μάνα και γιος έμειναν αγκαλιασμένοι για πολλή ώρα και έκλαιγαν από χαρά που κατάφεραν να ξαναϊδωθούν μετά από τόσα χρόνια. Αλλά ένας βρυχηθμός από το βάθος της σπηλιάς τράβηξε την προσοχή του Φρίσολ, ο οποίος απομακρύνθηκε από τη Μεγάλη Λιονταρίνα και ετοιμάστηκε για μάχη. Και τότε είδε το πρόσωπο του φονιά να εμφανίζεται μέσα από τα σκοτάδια, είδε το ίδιο βλέμμα που τον τρομοκράτησε και τότε. Μόνο που αυτή τη φορά ο Φρίσολ όχι μόνο δεν φοβήθηκε αλλά χίμηξε κατευθείαν πάνω στο μεγάλο αλλά γέρικο λιοντάρι.

Ο Μπαγκούντου ήταν άξιος αντίπαλος παρά τα χρόνια του και κατάφερε να βάλει από κάτω τον Φρίσολ. Μάλιστα του κατάφερε ένα πολύ άσχημο, σχεδόν θανατηφόρο δάγκωμα στο λαιμό και του έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι. Ο νεαρός άρχισε να ματώνει πολύ άσχημα αλλά δεν πτοήθηκε, ίσα ίσα που θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να χτυπάει λυσσασμένα με τα νύχια στο πρόσωπο τον αντίπαλό του μέχρι που του έβγαλε το ένα μάτι. Ο Μπαγκούντου ούρλιαξε και σείστηκε ο τόπος γύρω του αλλά δεν σταμάτησε να πολεμά ούτε λεπτό, δεν υπήρχε περίπτωση να χαριστεί στο νεαρό λιοντάρι. Η μάχη κράτησε για πολλή ώρα και το γερασμένο λιοντάρι κουράστηκε πολύ, τόσο που δεν μπορούσε να πολεμήσει άλλο. Έκατσε στην πλάτη του και προσπάθησε να αποκρούσει τις επιθέσεις του Φρίσολ με τα πόδια του αλλά ο νεαρός τον ακινητοποίησε με ένα δάγκωμα στο πρόσωπο και τον άφησε μόνο όταν εκείνος δεν κουνιόταν πια. Ο τόπος είχε γεμίσει με αίματα από τη μάχη αλλά και από την πληγή του Φρίσολ, ο οποίος είχε χάσει τόσο πολύ αίμα που ήξερε οτι δεν θα επιβίωνε ούτε αυτός. Η Μεγάλη Λιονταρίνα τον πλησίασε και ξεκίνησε να καθαρίζει την πληγή του γιού της με τη γλώσσα της αλλά εκείνος δεν την άφησε και σηκώθηκε για να φύγει. Βγήκε από τη σπηλιά και δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω, είχε πάρει την εκδίκησή του και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να ξεκουραστεί και να μην πονάει άλλο. Προχώρησε όσο περισσότερο μπορούσε ενώ τα πτωματοφάγα όρνεα είχαν ήδη αρχίσει να πετούν κυκλικά από πάνω του. Με πολύ κόπο έφτασε επιτέλους στη λίμνη, εκεί που είχε πεθάνει ο μοναδικός φίλος που έκανε στη ζωή του, ο Ταμανού ο Γκριζοχαίτης. Ξεδίψασε για τελευταία φορά και ξάπλωσε δίπλα από το νερό, έκλεισε τα μάτια του και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ