Για άλλο θέμα ξεκίνησα να γράψω (πάλι) και για άλλο θα γράψω. Γιατί πραγματικά δεν μπορώ να μη θυμώνω με όλα αυτά που βλέπω, με όλα αυτά που διαβάζω.

Ίσως δεν είναι προφανές σε τι αναφέρομαι, καθώς ζούμε σε μια πρωτόγνωρη περίοδο που μιλάμε πλέον ξεκάθαρα για κακοποίηση του ελεύθερου τύπου, κιτρινισμό και ελεγχόμενη δημοσιογραφία. Οπότε δεν ξέρω τι έχει φτάσει τελικά στα αυτιά του κόσμου και τι όχι. 

Είναι αλήθεια αξιοπερίεργο το ότι πλέον δεν απασχολεί καν η τηλεθέαση τα δελτία ειδήσεων, που παλιότερα έκαναν τα πάντα στο βωμό της αύξησης του τηλεοπτικού τους μεριδίου. 

Επιπλέον, είναι αξιοθαύμαστη η δύναμη της επικοινωνιακής πολιτικής: Υπάρχουν ειδήσεις που “εξαφανίζονται” μαγικά και ειδήσεις που, αν και αρνητικές, παρουσιάζονται τόσο διαφορετικά, που αλλάζει όλο το νόημα. Ε, να μη χαλάσουν και οι συμμαχίες, να μην πάνε και τζάμπα τα κυβερνητικά δώρα στους καναλάρχες… 

Δεν ήμουν ποτέ πολιτικοποιημένη, ούτε ιδιαίτερα ενημερωμένη.

Το έχω ξαναγράψει. Όμως, από τότε που άρχισα να διαβάζω, να ανοίγω αυτιά και μάτια και να ενημερώνομαι από ΜΜΕ όλων των πολιτικών πεποιθήσεων, έχω μετανιώσει που άφησα τόσα χρόνια να περάσουν. Τόσα χρόνια που θα μπορούσα να αντιδράσω, θα μπορούσα να παλέψω για το μέλλον το δικό μου και των παιδιών μου. 

Δεν τους καταλάβαινα αυτούς που έβγαιναν στο δρόμο,αυτούς που έκαναν πορείες.

Έλεγα δε θα πετύχουν και τίποτα. Έκανα λάθος. Και το καταλαβαίνω τώρα που η κατάσταση έχει γίνει επικίνδυνη. Στ’αλήθεια επικίνδυνη. 

Αφορμή για όλο αυτό το σημερινό μου “παραλήρημα” ήταν η φράση που άκουσα στο ραδιόφωνο: “Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την πανδημία σαν θέμα δημόσιας τάξης και όχι σαν θέμα δημόσιας υγείας.” (Νάσος Ηλιόπουλος, εκπρόσωπος τύπου ΣΥΡΙΖΑ). 
Μετά την απαγόρευση στις 17 Νοεμβρίου, η κυβέρνηση, αιφνιδιαστικά και μεταμεσονύχτια, αποφάσισε – χωρίς να το γνωρίζει η επιτροπή των λοιμωξιολόγων, αλλά κατά τα άλλα με πρόσχημα την πανδημία και δια στόματος του Αρχηγού της ελληνικής αστυνομίας – την απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων, όλως περιέργως ακριβώς τις μέρες που θα γίνονταν οι κινητοποιήσεις των φοιτητών για να υπερασπιστούν δημοκρατικά δικαιώματα και το δημόσιο πανεπιστήμιο. 

Πώς γίνεται να απαγορεύεται η συνάθροιση, ενώ από την άλλη επιτρέπεται, ανοίγοντας την αγορά, ο συνωστισμός χιλιάδων ανθρώπων καθημερινά, σε κλειστούς μάλιστα χώρους, στο μετρό και στα λεωφορεία; 

Η κυβέρνηση δεν καταφέρνει, όμως, να ελέγξει τη νεολαία.

Δεν μπορεί να επηρεάσει όσους ενημερώνονται ουσιαστικά. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι τέσσερα hashtag έχουν βρεθεί στις πρώτες θέσεις των trends του ελληνικού Twitter:

#κυβερνηση_χουντα
#ΝΔ_Χουντα
#κεραμεως_παραιτησου
#1ηφεβρουαριου

  • Αν, πράγματι, η κυβέρνηση ενδιαφερόταν όντως για τη δημόσια υγεία, θα είχε φροντίσει να προσληφθεί κατάλληλο προσωπικό και να είχαν αυξηθεί στην ουσία οι λειτουργικές κλίνες ΜΕΘ στα νοσοκομεία, όταν το 80% των θανάτων από την πανδημία γίνεται εκτός ΜΕΘ. 
  • Αν η κυβέρνηση είχε ειλικρινές (και όχι επικοινωνιακό) ενδιαφέρον να προστατέψει τη δημόσια υγεία, θα είχε σαν προτεραιότητα να χρηματοδοτήσει επιχειρηματίες και εργαζόμενους για να αντέξουν οικονομικά το lockdown του χειμώνα και όχι να ανοίγει την αγορά σε μια εποχή που βρισκόμαστε σε αναμονή τρίτου κύματος πανδημίας.

Οι συνωστισμοί στα ανοικτά μαγαζιά είναι πολύ χειρότεροι από εκείνους που προκαλούν οι φοιτητικές διαδηλώσεις. Αρκεί μια ματιά στους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων το Σαββατοκύριακο με ατέλειωτες ουρές αναμονής έξω από τα καταστήματα. 

Οι φοιτητικές διαδηλώσεις μπορούν να κάνουν τη μεγάλη διαφορά. Να ταρακουνήσουν μια αντιδημοκρατική κυβέρνηση. Να γίνουν η αρχή μιας γενικευμένης κοινωνικής εξέγερσης απέναντι σε μια κυβέρνηση που εκμεταλλευόμενη το φόβο του κόσμου για την πανδημία, “περνάει” νομοσχέδια “χουντικής κοπής”.
Δε γνωρίζουν ότι «η κοινωνική αντίδραση έχει τα χαρακτηριστικά του ελατηρίου: όσο πιο πολύ το πιέζεις, τόσο πιο μεγάλη ενέργεια συσσωρεύει. Και όσο συσσωρεύει ενέργεια, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η εκτίναξη που θα κάνει όταν βρει την ευκαιρία.».

(*ο τίτλος είναι από τη γνωστή ιστορία με τα βατραχάκια που δεν πηδούν έξω από την κατσαρόλα αν τα σιγοβράζεις, σαν κι εμάς που βιώνουμε τις αλλαγές σιγά σιγά, με τέτοιον τρόπο, ώστε να το συνηθίζουμε και επειδή, ίσως, έχουμε χάσει την ικανότητα και τη θέληση να αμυνθούμε.)

Βάσω Ζ. Νικολογιάννη