“Ήταν κάποτε ένα σπίτι και μία οικογένεια. Το παλιό δάσος του Φίαργουντ βρίσκεται έξω από το Γουίκ της βόρειας Σκωτίας και στα βάθη του δάσους ήταν κτισμένο εκείνο το σπίτι. Ήταν ένα μεγάλο, πέτρινο παλιό αρχοντικό που αρχικά άνηκε στον κόμη του Εδιμβούργου μα τον 17ο αιώνα, αυτό το παλιό αρχοντικό άνηκε στους Γουίτσερς. Παράξενη οικογένεια, ο πατέρας χημικός, φοβερά εκλεπτυσμένος και διάσημος ανάμεσα στην ελίτ της χώρας, η μητέρα ήταν όμορφη και πανέξυπνη, ευγενική και τρομερά κοινωνική με αποτέλεσμα να διοργανώνει στο παλιό αρχοντικό πολλές δεξιώσεις. Πολύ ιδιαίτερες δεξιώσεις… Τέλος πάντων η οικογένεια είχε και ένα παιδί, ένα μικρό αγοράκι το οποίο υπεραγαπούσαν και οι δύο γονείς, φρόντιζαν να μην του λείπει ποτέ τίποτα και είχαν προσλάβει μία γυναίκα για να το φροντίζει κάθε ώρα και στιγμή. Ήταν λίγο υπερβολική η αγάπη τους, δεν νομίζεις;
Μετά από λίγο καιρό λοιπόν κι ενώ η μητέρα του παιδιού έλειπε από το αρχοντικό, όπως και ο πατέρας, συνέβη το φρικιαστικό γεγονός. Η γυναίκα που φρόντιζε το παιδί, η οποία αργότερα μαθεύτηκε οτι ήταν σχιζοφρενής, έπαθε κρίση και άρπαξε το παιδί, το έδεσε σε μια καρέκλα στο υπόγειο του σπιτιού και ξεκίνησε τον “Κύκλο του Πόνου”. Τι ήταν αυτό; Ήταν μια σειρά αρρωστημένων πράξεων που είχαν ως στόχο την πρόκληση αφόρητου πόνου στο θύμα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναγκαστεί να ζητήσει από τον βασανιστή του να το σκοτώσει. Μόνο έτσι μπορούσε να… γλιτώσει από τον πόνο. Αλλά βλέπεις υπάρχει ένα πολύ, μικρό πρόβλημα… Το παιδί των Γουίτσερς γεννήθηκε με ένα θεματάκι. Ήταν μουγγός ρε φίλε ο πιτσιρίκος, αν είναι ποτέ δυνατόν πόση ατυχία! Και έτσι η παλαβιάρα ξεκίνησε να βασανίζει τον μικρό και να του κάνει τα χειρότερα μέχρι που ο κακόμοιρος δεν άντεξε και πέθανε από τον αφόρητο πόνο!
Η μάνα ήταν εκείνη που αντίκρυσε πρώτη το αποτρόπαιο θέαμα. Το παιδί της, το μικρό της αγοράκι βρισκόταν δεμένο σε μια καρέκλα, νεκρό και γεμάτο αίματα από το μέτωπο μέχρι κάτω. Το πρόσωπό του, το σώμα του, τα χέρια και τα πόδια του ήταν γεμάτα χαρακιές ενώ έλειπε ένα κομμάτι από το σβέρκο του πιτσιρίκου. Η γυναίκα ούρλιαξε τόσο δυνατά που εκτός από το μυαλό έχασε και τη φωνή της ενώ μόλις συνήλθε και πριν μάθει τίποτα ο άντρας της, έλυσε το παιδί, το καθάρισε από τα τραύματά του και το τύλιξε με ένα μαύρο σεντόνι. Ο κύριος Γουίτσερς, όταν έμαθε τελικά τι συνέβη στο μονάκριβο γιό του τρελάθηκε εντελώς, πήρε ένα όπλο και μπήκε στο αυτοκίνητο για να πάει να βρει τη φόνισσα του παιδιού του. Όμως όταν την βρήκε και την έδεσε χειροπόδαρα, σκέφτηκε κάτι άλλο και έτσι την έβαλε στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του και γύρισε στο παλιό αρχοντικό.
Εκεί την οδήγησε μέχρι το υπόγειο, την έδεσε σε μια καρέκλα όπως έκανε εκείνη με το γιο του και ξεκίνησε τον “Κύκλο του Πόνου” όπως ακριβώς είχε κάνει η ίδια. Πήρε ένα στομωμένο μαχαίρι και άρχιζε να της κόβει κομάτια από τα μάγουλα, τα μπούτια και την πλάτη, πήρε ένα ξυράφι και της χάραξε όλο το πρόσωπο από άκρη σε άκρη παραμορφώνοντάς τη εντελώς. Κάποια στιγμή η φόνισσα φώναξε: “Σκότωσέ με! Σε παρακαλώ σκοτωσέ με!” και πίστευε οτι έτσι θα λυτρωνόταν από το μαρτύριο όμως ο κύριος Γουίτσερς είχε διαφορετική άποψη. Όπως έπαθε και το παιδί του έτσι και η άτυχη γυναίκα πέθανε μη μπορώντας να αντέξει τους αφόρητους πόνους.
Το ζεύγος Γουίτσερς έδειχνε αρκετά ευτυχισμένο στην κηδεία του γιού τους, πράγμα τελείως αλλόκοτο. Όμως οι φήμες λένε οτι από εκείνη τη μέρα και μετά το ζευγάρι και ένας πολύ κλειστός κύκλος ανθρώπων, ψυχικά άρρωστων ανθρώπων, διοργάνωναν βραδιές “Πόνου” και βασάνιζαν μέχρι θανάτου άτυχους, άστεγους, θανατοποινίτες και όσους δεν νοιάζονταν κανένας για την τύχη τους. Και στον κόσμο που ζούμε σήμερα φίλε μου η ιστορία του παλιού, πέτρινου αρχοντικού που βρίσκεται στο Φίαργουντ συνεχίζεται. Τουρίστες, ψυχασθενείς, φοιτητές ίσως… Αν είναι αλήθεια όλα αυτά φυσικά… Κι αν έχεις τα κότσια να πας μέχρι εκεί και ανακαλύψεις μόνος σου την αλήθεια…” και τελειώνοντας ο Γουίλλιαμ ξέσπασε σε γέλια, μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο. Η ιστορία που μόλις διηγήθηκε στον φίλο του Άλφρεντ, πάντοτε του προκαλούσε πολύ γέλιο ακόμα κι όταν ήταν παιδί και την πρωτάκουσε από τον θείο του. Ο Γερμανός όμως συμφοιτητής του νεαρού Σκωτσέζου είχε μείνει να κοιτάζει σαν χάνος στο πουθενά και να σκέφτεται αίμα, φρικιαστικές εικόνες και ουρλιαχτά. Τόσο πολύ τον είχε συνεπάρει η αφήγηση του Ουίλλιαμ που δεν είχε αγγίζει ούτε σταγόνα από τη μπύρα του.
Ο Άλφρεντ ήταν από το Μόναχο και σπούδαζε αθλητικό μάνατζμεντ στο Λονδίνο. Γνώρισε τον Ουίλλιαμ στην εστία και από την πρώτη μέρα τον συμπάθησε για το χιούμορ και την μεγάλη φαντασία που είχε. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι και είχαν συμφωνήσει οτι μόλις θα έκλεινε το κολέγιο για Χριστούγεννα, θα ταξίδευαν στη Σκωτία για να περάσουν τις γιορτές μαζί με την οικογένεια του Ουίλλιαμ. Ο Άλφρεντ λάτρευε τις παράξενες ιστορίες και την εξερεύνηση και θεώρησε οτι ήταν μια καλή ευκαιρία να γνωρίσει τη χώρα της γκάιντας και του μυστηρίου της λίμνης Λοχ Νες και του τέρατος που στοιχειώνει τα νερά σύμφωνα πάντα με τον αστικό θρύλο. Και όταν έφτασε ο καιρός τότε ο νεαρός Γερμανός έφυγε με το πρώτο αεροπλάνο και γύρισε στο Μόναχο, ετοίμασε βαλίτσα και έμεινε για μια νύχτα στο σπίτι του. Το επόμενο πρωινό πήγε στο αεροδρόμιο και πήρε την πρώτη πτήση για τη Σκωτία και του Εδιμβούργο, εκεί που θα τον περίμενε ο Ουίλλιαμ για να τον μεταφέρει μέχρι το σπίτι του.
Η οικογένεια του Σκωτσέζου φοιτητή αποτελούνταν από τον πατέρα του Τζον και την παχουλογελαστή Κρίστι τη μητέρα του. Ο Ουίλλιαμ είχε άλλα δύο αδέρφια, τον Μπροκ που ήταν μόλις πέντε ετών και την Χόλι που πήγαινε στην τελευταία τάξη του λυκείου. Ήταν μια αγαπημένη οικογένεια και όπως διαπίστωσε ο Άλφρεντ με τα ίδια του τα μάτια, ήταν πολύ φιλόξενη και δοτική. Έτσι το ταξίδι του νεαρού Γερμανού στην Σκωτία ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, όλα έδειχναν οτι τα φετινά Χριστούγεννα θα έμεναν αξέχαστα στον Άλφρεντ ο οποίος όμως είχε κάτι άλλο στο μυαλό του. Δεν μπορούσε με τίποτα να ξεχάσει το παλιό πέτρινο αρχοντικό που βρισκόταν στην καρδιά του Φίαργουντ έξω από το Γουίκ.
Οι μέρες πέρασαν και πλησίαζε η παραμονή των Χριστουγέννων. Όλοι στο σπίτι του Ουίλλιαμ βρισκόντουσαν σε υπερένταση για να στολίσουν το χώρο μέσα και έξω αλλά και τα δέντρα στο διπλανό πάρκο. Όλοι εκτός από τον Άλφρεντ ο οποίος έψαχνε μια καλή δικαιολογία για να φύγει και να πάρει το επόμενο λεωφορείο για το Γουίκ. Μπήκε στο ίντερνετ και άρχιζε να ψάχνει περιοχές κοντά στο Φίαργουντ εκτός όμως από το Γουίκ γιατί ήταν ακριβή περιοχή και δεν είχε τόσα χρήματα για να κλείσει ξενοδοχείο. Έτσι κατέληξε στο Φοργκότενλαντ, ένα πολύ μικρό χωριό δίπλα από το δάσος όπου θα διανυκτέρευε και το επόμενο πρωί θα πήγαινε να ψάξει για το παλιό, πέτρινο αρχοντικό. Μίλησε πρώτα στον Ουίλλιαμ, ο οποίος γέλασε δυνατά γιατί πίστευε οτι ο φίλος του έκανε πλάκα. Όμως μόλις κατάλαβε τις προθέσεις του Άλφρεντ προσπάθησε να τον μεταπείσει, του ζήτησε να μείνει για τις γιορτές κι αν μετά τα Χριστούγεννα ήθελε ακόμη να πάει στο δάσος τότε θα τον πήγαινε ο ίδιος μέχρι το Γουίκ. Και έτσι έγινε…
…μετά τις γιορτές
Ο Ουίλλιαμ πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω από τη στάση των λεωφορείων και ο Άλφρεντ κατέβηκε από το αμάξι και πήγε στα εκδοτήρια. Πλήρωσε και πήρε ένα εισιτήριο για το Φοργκότενλαντ και έκανε νόημα στον φίλο του να βγει από το όχημα. “Αυτό ήταν αδερφέ μου! Σε μια ώρα φεύγω για το χωριό και αύριο θα σου τηλεφωνήσω μέσα από το σπίτι των Γουίτσερς“, έλεγε χαριτολογώντας ο νεαρός Γερμανός καθώς έβγαζε τη βαλίτσα του από το πορτ μπαγκάζ. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που από την ώρα που ξεκίνησε με τον Ουίλλιαμ από το σπίτι του και μέχρι να φτάσουν στο Γουίκ δεν σταμάτησε να χαμογελάει. Το λεωφορείο έφτασε, οι δυο φίλοι χαιρετήθηκαν και έδωσαν ραντεβού να τα ξαναπούν στο κολέγιο, ο Άλφρεντ ανέβηκε τα σκαλοπάτια και έκατσε στη θέση του την ώρα που ο νεαρός Σκωτσέζος έμεινε μονάχος του με σηκωμένο το ένα του χέρι να χαιρετάει το μεγάλο όχημα που χανόταν στο βάθος της πόλης.
Το ταξίδι για το Φοργκότενλαντ ήταν σύντομο, δεν κράτησε ούτε μία ώρα και μάλιστα ο Άλφρεντ έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται γιατί δεν τον πήγε ο Ουίλλιαμ μέχρι το χωριό και τον άφησε λίγο πιο πίσω στο Γουίκ. Γενικότερα ο Σκωτσέζος από την ώρα που του είπε ο φίλος οτι θέλει να πάει στο Φίαργουντ είχε μια περίεργη συμπεριφορά και συνεχώς προσπαθούσε να πείσει τον Γερμανό συμφοιτητή του να μην πάει σε εκείνο το μέρος. Αφού βρήκε το πανδοχείο το οποίο είχε δει στο ίντερνετ όταν ήταν στο σπίτι του Ουίλλιαμ, έκλεισε ένα δωμάτιο και άφησε μέσα τα πράγματά του. Στη συνέχεια ντύθηκε καλά και βγήκε για να πάει σε μια παμπ και να φάει απολαμβάνοντας λίγη παγωμένη μπύρα. Μπήκε στην πρώτη που συνάντησε μπροστά του και για καλή του τύχη είχε αρκετούς πελάτες εκείνο το απόγευμα. Βλέπετε ο Γερμανός ήταν πολύ κοινωνικός και του άρεσε να συναναστρέφεται με κόσμο και ειδικότερα τώρα που βρισκόταν σε μία ξένη χώρα. Ήθελε κιόλας να μάθει μερικές πληροφορίες σχετικά με το Φίαργουντ και το παλιό, πέτρινο αρχοντικό των Γουίτσερς.
Έκατσε στο μπαρ και πήρε στα χέρια του τον κατάλογο, πήγε κατευθείαν στη σελίδα με τα λουκάνικα και παρήγγειλε μια ντόπια συνταγή, λουκάνικο από γουρούνι ελευθέρας βοσκής, ψημένο με λαχανικά στο φούρνο και σερβιρισμένο με πουρέ πατάτας και καυτερή σάλτσα τομάτας. Και φυσικά ένα μεγάλο, παγωμένο ποτήρι μπύρα βαρελίσια το οποίο πήρε στα χέρια του και άδειασε μονομιάς. Γνήσιος Γερμανός ο νεαρός είχε τη μπύρα σαν νερό και έτσι συνέχισε να πίνει χωρίς να ζαλιστεί ούτε στο ελάχιστο. Που και που παρατηρούσε μερικούς από τους πελάτες του μαγαζιού να τον κοιτάζουν με έναν τρόπο λες και τον λυπόντουσαν. Ειδικά όταν ξεκίνησε να μιλάει με έναν περίεργο τύπο ο οποίος καθόταν δίπλα του και να του λέει για το Φίαργουντ και το παλιό πέτρινο αρχοντικό, τότε ήταν που μερικοί άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να βγάζουν τους σκούφους και τα καπέλα τους λες και ήταν σε κηδεία. Απτόητος ο ενθουσιώδης Γερμανός συνέχισε το πιόμα και το φαγητό μέχρι που το μαγαζί έκλεισε και του ζήτησαν να φύγει και να πάει στο δωμάτιό του. Ο Άλφρεντ βγήκε έξω στην παγωνιά και με το που τον χτύπησε ο κρύος αέρας στο πρόσωπο τότε ήταν που άρχισε να ζαλίζεται. Και χωρίς να το καταλάβει έκανε δυο βήματα και σωριάστηκε λιπόθυμος, μπρούμητα στη μέση του δρόμου στο μακρινό Φοργκότενλαντ.
Ξύπνησε μέσα στα σκοτάδια, ζαλισμένος με το κεφάλι του να πονάει σα διαολεμένο. Ένιωθε άβολα, στριμωγμένος, λες και δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια αλλά ούτε και τα πόδια του. Και μόλις τότε συνειδητοποίησε οτι είναι δεμένος χειροπόδαρα και οτι βρίσκεται μέσα σε ένα όχημα, αυτό το κατάλαβε από το ταρακούνημα και τις λακκούβες που έπεφτε μέσα. Φώναξε επανειλημμένα για βοήθεια, ζήτησε να μιλήσει με κάποιον αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Το μόνο που άκουγε ήταν μία μουσική που ερχόταν από την καμπίνα του αυτοκινήτου, σε κάποιον άρεσε η μπλακ μέταλ και οι Ντίμου Μπόργκιρ, οι Νορβηγοί “βασιλιάδες” του είδους. Ο Άλφρεντ αν και τρομοκρατημένος προσπάθησε να μείνει ψύχραιμος και πλησίασε το τζάμι της πίσω πόρτας του αυτοκινήτου. Κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι και το έσυρε προς τα κάτω μήπως και καταφέρει να σηκώσει λιγάκι την κουκούλα που του είχαν βάλει. Και τα κατάφερε μόνο και μόνο για να δει οτι ήταν μέσα σε ένα δάσος, πάνω σε ένα λασπωμένο μονοπάτι, αυτό ήταν το μοναδικό που μπορούσε να διακρίνει από τα κόκκινα φώτα της πίσω μεριάς του αυτοκινήτου.
Το όχημα έκοψε αρχικά ταχύτητα και στη συνέχεια σταμάτησε, ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο και κάτι είπε σε έναν άλλο τύπο, κάτι σιδερένιες πόρτες ακούστηκαν να ανοίγουν αργά και βασανιστικά και στη συνέχεια το αμάξι ξεκίνησε και πάλι, έκανε μια -μάλλον- κυκλική διαδρομή και σταμάτησε ξανά. Ο οδηγός και ο συνοδηγός κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και άνοιξαν την πίσω πόρτα, τράβηξαν έξω τον Άλφρεντ και του έβγαλαν την κουκούλα από το κεφάλι. Ο νεαρός Γερμανός έμεινε με το στόμα ανοιχτό, δεν πίστευε στα μάτια του! Μπροστά του ήταν το παλιό, πέτρινο αρχοντικό των Γουίτσερς το οποίο ήταν φωτισμένο από άκρη σε άκρη και παντού βρισκόντουσαν παρκαρισμένα, πολυτελή αυτοκίνητα. Κάποιος διοργάνωνε μια δεξίωση και φαίνεται οτι δεν έλειπε κανένας από το πάρτι, τόσος πολύς ήταν ο κόσμος που περίμενε να μπει στο μεγάλο σπίτι. Το μυαλό του Άλφρεντ πήγε κατευθείαν στην ιστορία που του είχε διηγηθεί ο Ουίλλιαμ και στα αρρωστημένα βασανιστήρια που γινόντουσαν εκεί μέσα και άρχισε να παρακαλεί όποιον έβλεπε μπροστά του να τον βοηθήσει να γλιτώσει το μαρτύριο μα κανένας δεν έδινε σημασία στον κακόμοιρο Γερμανό.
Ξαφνικά άνοιξε μια μικρή πόρτα δίπλα από την κύρια της εισόδου και εμφανίστηκε ένας πολύ καλοντυμένος κύριος με ένα πολύ αδύνατο μα μακρύ μουστάκι, ο οποίος πλησίασε τον νεαρό. “Καλησπέρα σας κύριε Άλφρεντ, χαίρομαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω από κοντά. Με λένε Γκασπάρ και θα ήθελα να σας καλωσορίσω στην έπαυλη του κυρίου Πέιν, του διοργανωτή της αποψινής μας δεξίωσης στην οποία θα λάβετε μέρος και εσείς. Θα είμαι ο ξεναγός σας και θα σας δείξω όλα τα δωμάτια που κάνουν αυτό το σπίτι τόσο ξεχωριστό” και τελειώνοντας τα παραπάνω λόγια ο καλοντυμένος κύριος έκανε νόημα σε δύο μεγαλόσωμους άντρες να πλησιάσουν. Τους είπε κάτι ψιθυριστά και στη συνέχεια γύρισε και πάλι στον Άλφρεντ. “Όπως είπα και προηγουμένως θα είμαι ο ξεναγός σας και θα σας δείξω το σπίτι. Για λόγους… ψυχικής ηρεμίας, θα σας μεταφέρουμε στους χώρους του σπιτιού σε ένα ειδικά διαμορφωμένο “όχημα”, κατάλληλο για τέτοιου είδους ξεναγήσεις” και χαμογελώντας σατανικά ο Γκασπάρ έκανε στην άκρη και άφησε τους δύο μεγαλόσωμους άντρες να πλησιάσουν με ένα φορείο, το οποίο είχε δυο ρόδες στο κάτω μέρος για να κινείται σαν καρότσι για κιβώτια και δυο ιμάντες που κρατούσαν σταθερό εκείνον που θα ανέβαινε πάνω. Ο Άλφρεντ προσπάθησε να αντισταθεί αλλά ήταν μάταιο και έτσι μετά από μία μικρή πάλη κατέληξε σφιχτά δεμένος πάνω στο φορείο, με τον Γκασπάρ να προχωρά στα δεξιά του και από πίσω έναν θηρίο τύπο να σπρώχνει το φορείο.
Με το που μπήκαν μέσα στο σπίτι ο Άλφρεντ θαμπώθηκε από την πανάκριβη διακόσμηση του χώρου, ήταν σαν έναν μικρό παλάτι πραγματικά. Τα γέλια και οι φωνές των καλεσμένων είχαν γεμίσει την ατμόσφαιρα και οι σερβιτόροι με τις σαμπάνιες και τα φρούτα δεν σταματούσαν να πηγαινοέρχονται. Ο νεαρός Γερμανός και η συνοδεία του συνέχισαν μέχρι το βάθος του χολ και σταμάτησαν πίσω από μία μεγάλη, κόκκινη πόρτα. Εκείνη άνοιξε μετά από έναν πολύ χαρακτηριστικό ήχο, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί οτι ήταν ένας ανελκυστήρας που οδηγούσε στα υπόγεια διαμερίσματα του αρχοντικού. “Ο κύριος Πέιν ήθελε να βάλει τη δική του πινελιά στο σπίτι και να το αναβαθμίσει τεχνολογικά. Θα δείτε από μόνος σας κύριε Άλφρεντ τις υπέροχες αλλαγές που έγιναν στα ιδιαίτερα δωμάτια του υπόγειου του αρχοντικού” είπε ο Γκασπάρ καθώς έμπαινε στον ανελκυστήρα μαζί με τον φρικαρισμένο Γερμανό φοιτητή και τον τεράστιο τύπο που έσπρωχνε το φορείο. Ο χαρακτηριστικός ήχος έκανε και πάλι την εμφάνισή του, η κόκκινη πόρτα έκλεισε και σε πολύ λίγο θα ξεκινούσε η ξενάγηση του Άλφρεντ σε αυτό που θα γινόταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης του.
Ο ανελκυστήρας σταμάτησε και οι τρεις άντρες βγήκαν έξω σε έναν μεγάλο διάδρομο με πέτρινους τοίχους και κάμποσες ατσάλινες πόρτες δεξιά και αριστερά, ενώ ψηλά στο ταβάνι υπήρχαν ηχεία και έπαιζαν κλασική μουσική σε αρκετά δυνατή ένταση. “Όπως βλέπετε ο κύριος Πέιν άλλαξε τις πόρτες των δωματίων γιατί οι ξύλινες είχαν διαλυθεί και εμπόδιζαν την απομόνωση των πελατών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποδοθεί η μέγιστη δυνατή εμπειρία και αυτό είναι κάτι που δεν αρέσει στον κύριο Πέιν και φυσικά, ούτε και στους πελάτες!“. Μόλις ολοκλήρωσε τη φράση του ο Γκασπάρ ξέσπασε σε γέλια και σκέπασε για λίγο τη μουσική του Βιβάλντι που ακουγόταν εκείνη την ώρα από τα ηχεία. Συνέχισαν να προχωράνε και μετά τη πόρτα που βρήκαν μπροστά τους και κάποια στιγμή βρήκαν κάτι σκάλες που οδηγούσαν στον τελευταίο όροφο του αρχοντικού. “Εδώ είμαστε εμείς κύριε Άλφρεντ! Μετά από σας φυσικά…” και καθώς ο Γκασπάρ υποκλίθηκε εντελώς θεατρινίστικα, ο τεράστιος άντρας που έσπρωχνε το φορείο το έπιασε από το πλάι και με τα δύο του χέρια και το σήκωσε από το έδαφος για να μπορέσει να το κατεβάσει από τις σκάλες.
Στον τελευταίο όροφο φαίνεται οτι δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα, ο αέρας μύριζε παράξενα εκεί κάτω από την έλλειψη του ήλου ενώ η υγρασία έσπαγε κόκκαλα. Ήταν σαν ένα παλιό, μεσαιωνικό μπουντρούμι από εκείνα που βλέπει κανείς στις ταινίες και που συνήθως χρησιμοποιούνταν είτε ως φυλακές είτε ως χώροι βασανιστηρίων. Ο Άλφρεντ άρχιζε να ουρλιάζει και να χτυπιέται πάνω στο φορείο αλλά ο Γκασπάρ και ο τεράστιος άντρας συνέχιζαν να περπατούν σαν να μην συμβαίνει απολύτως τίποτα. “Εδώ ο κύριος Πέιν αποφάσισε να μην επέμβει. Βλέπετε κύριε Άλφρεντ εδώ ήταν που βασανίστηκε και δολοφονήθηκε ο γιος των Γουίτσερς από τη γυναίκα που τον φρόντιζε. Εδώ ήταν που ξεκίνησαν όλα…” και τα μάτια του Γκασπάρ έλαμψαν. Ο “ξεναγός” του άτυχου Γερμανού φοιτητή προχώρησε και στάθηκε πίσω από μία πόρτα ενώ έκανε νόημα στον θηρίο άντρα να φέρει κοντά τον Άλφρεντ. “Επειδή δεν πρέπει να ενοχλούμε τους πελάτες καθώς απολαμβάνουν τις υπηρεσίες μας, θα κάτσουμε πίσω από ένα τζάμι από το οποίο μπορούμε μόνο εμείς να βλέπουμε, ώστε να σας παρουσιάσουμε το “Δωμάτιο των Ουρλιαχτών”, το πρώτο από τα τέσσερα ιδιαίτερα δωμάτιο του αρχοντικού” είπε ο Γκασπάρ και με μία απότομη κίνηση τράβηξε μία αλυσίδα που κρεμόνταν από πάνω του και η πόρτα υποχώρησε και αποκάλυψε ένα θέαμα που έκανε τον Άλφρεντ να λιποθυμήσει.
“Κύριε Άλφρεντ… Κύριε Άλφρεντ… Ανοίξτε τα μάτια σας, όλα θα πάνε μια χαρά…” ακούστηκε μια φωνή σαν σε όνειρο και ο νεαρός Γερμανός φοιτητής για μια στιγμή αισθάνθηκε οτι βρισκόταν στο σπίτι του και οτι ξύπναγε από έναν παράξενο εφιάλτη. Όμως ένα δυνατό χαστούκι από τον τεράστιο άντρα τον συνέφερε στα γρήγορα και είδε τον Γκασπάρ να βρίσκεται μπροστά από ένα τζάμι. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι γινόταν μέσα στο δωμάτιο παρά μόνο τον “ξεναγό” του να χαμογελάει σατανικά και να τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση. “Ελάτε κύριε Άλφρεντ! Ελάτε να δείτε κι εσείς!” και καθώς πλησίαζε ο νεαρός Γερμανός είδε πίσω από το τζάμι μια γυναίκα να χτυπιέται πάνω σε μια καρέκλα και έναν άντρα, ντυμένο σαν γιατρό, να της κάνει κάτι στο δεξί της μπούτι. Μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά και είδε τι συμβαίνει σε εκείνο το δωμάτιο, μόνο τότε συνειδητοποίησε οτι η ιστορία του Ουίλλιαμ για το παλιό, πέτρινο αρχοντικό των Γουίτσερς ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Ο άντρας στο δωμάτιο κρατούσε έναν τροχό και έκοβε το πάνω μέρος από το μπούτι της άτυχης κοπέλας μέχρι ένα συγκεκριμένο βάθος, σε τέσσερα σημεία. Στη συνέχεια κι ενώ εκείνη ούρλιαζε και τον παρακαλούσε να την αφήσει ήσυχη, πήρε κάτι σαν σπάτουλα και το έμπηξε μέσα στο κορμί της κοπέλας και έβγαλε ένα κομμάτι κρέατος από το μπούτι της, σαν να ήταν τούρτα και την έκοβε για να τη μοιράσει. Ύστερα της γύρισε την πλάτη και πήγε μέχρι ένα πέτρινο τραπέζι στο οποίο πάνω υπήρχαν λίγα αναμμένα κάρβουνα και μία σχάρα, έβαλε πάνω το ανθρώπινο κομμάτι κρέας και ξεκίνησε να το ψήνει.
“Αυτό ήταν το “Δωμάτιο του Τεμαχισμού” αλλά τώρα πάμε γρήγορα στο επόμενο δωμάτιο γιατί ο πελάτης που σας διάλεξε έφτασε στο αρχοντικό και ετοιμάζεται για να έρθει κάτω” είπε στον έντρομο Άλφρεντ ο Γκασπάρ την ώρα που εκείνος ξερνούσε τα σωθικά του από την αηδία που του προκάλεσε το θέαμα στο προηγούμενο δωμάτιο. “Όχι… όχι άλλο σας παρακαλώ… Δεν θέλω να μου δείξετε τίποτα άλλο…” είπε φοβισμένα ο νεαρός Γερμανός και ζήτησε να τον πάνε στο τελευταίο δωμάτιο. “Οτι επιθυμεί ο κύριος! Αφήνουμε λοιπόν το “Δωμάτιο του Βασανισμού” και πηγαίνουμε κατευθείαν στο τέλος της διαδρομής μας” και προχώρησε με γοργό βήμα προς την πόρτα που βρισκόταν στο βάθος του τελευταίου ορόφου. Έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του παντελονιού του και την ξεκλείδωσε, την άνοιξε και γύρισε προς τον Άλφρεντ. “Αυτό είναι το γνωστότερο δωμάτιο του αρχοντικού και φυσικά το ακριβότερο. Το “Δωμάτιο του Εφιάλτη”. Εδώ ο πελάτης έχει τη δυνατότητα να βιώσει τη δυνατότερη εμπειρία που μπορούμε να προσφέρουμε, τη ζωντανή αναπαράσταση του φόνου του γιου των Γουίτσερς. Ο “εκλεκτός” του πελάτη έχει το δικαίωμα, σε οποιαδήποτε φάση της αναπαράστασης, να του ζητήσει να τον σκοτώσει για να ολοκληρωθεί ο φόνος και να σταματήσει το μαρτύριό του. Κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει ο κακόμοιρος γιος της οικογένειας Γουίτσερς” και ολοκληρώνοντας τις οδηγίες του ο Γκασπάρ έκανε μια βαθιά υπόκλιση και έφυγε από το υπόγειο.
Ο τεράστιος άντρας οδήγησε το φορείο μέχρι το κέντρο του δωματίου και το άφησε, άναψε το φως από τον διακόπτη που βρισκόταν δίπλα από την πόρτα και έφυγε από τον χώρο. Ο Άλφρεντ έμεινε μοναχός του να κλαίει με λυγμούς, από τη μια μεριά σκεφτόταν την οικογένειά του πίσω στο Μόναχο της Γερμανίας και από την άλλη δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του όλες εκείνες τις εικόνες από τα βασανιστήρια του μεσαίωνα στις ιστορίες που πάντοτε λάτρευε να διαβάζει. Μετά από λίγη ώρα η πόρτα άνοιξε και πάλι αλλά ο Άλφρεντ δεν μπορούσε να δει ποιος ήταν εκείνος που μπήκε μέσα γιατί το φορείο ήταν γυρισμένο από την άλλη μεριά. “Καλησπέρα σας” άκουσε από μία βαθιά φωνή. “Όποτε θέλεις, ξέρεις τι να κάνεις” είπε γελώντας αυτή τη φορά η άγνωστη φωνή και τη θέση της πήρε ο ήχος του ηλεκτρικού τρυπανιού που έβαλε μπρος ο ξένος άντρας. Πλησίασε τον Άλφρεντ και γονάτισε μπροστά του, ακούμπησε με το δάχτυλό του το δεξί πόδι του νεαρού Γερμανού και το πίεσε. Παρά τα παρακάλια του Άλφρεντ εκείνος δεν πτοήθηκε και ξεκίνησε να τρυπάει τον μηρό του άτυχου νεαρού και το αίμα που ανάβλυζε από την φρέσκια πληγή πεταγόταν με κυκλική κίνηση εξαιτίας του τρυπανιού. Ο Άλφρεντ ούρλιαξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και όταν σταμάτησε πια, πήγε να ανοίξει το στόμα του για να ζητήσει από τον ξένο άντρα να τον λυπηθεί και να τον σκοτώσει αλλά ήταν αδύνατον! Το σοκ που υπέστη ο νεαρός Γερμανός από τον πόνο που του προκάλεσε το τρυπάνι είχε ως αποτέλεσμα να χάσει προσωρινά τη φωνή του! Έτσι ο Άλφρεντ από το Μόναχο είχε το ίδιο τέλος με τον άτυχο γιο της οικογένειας Γουίτσερς, στο ταξίδι του για να γνωρίσει τη χώρα του Ουίλλιαμ και στην προσπάθειά του να ανακαλύψει αν το παλιό, πέτρινο αρχοντικό που βρισκόταν στο Φίαργουντ έξω από το Γουίκ της βόρειας Σκωτίας, ήταν αληθινό…
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ