Το χιόνι είχε σκεπάσει την κοιλάδα του Μπράαρ, του μεγάλου ποταμού που βρίσκεται λίγο έξω από το Τουγκούλ της βορειοανατολικής Μογγολίας και ο καιρός ήταν ιδανικός για κυνήγι κόκκινης αλεπούς. Η σκιά του Τζένγκις, του μεγάλου αρσενικού χρυσαετού, είχε κάνει την εμφάνισή της εδώ και λίγη ώρα και συνεχώς άλλαζε κατεύθυνση καθώς εκείνος έψαχνε το θήραμά του. Ξαφνικά το ιπτάμενο αρπακτικό έκρωξε δυνατά και έκανε μια τρομερή βουτιά προς το έδαφος, χάθηκε πίσω από έναν λόφο και μετά από λίγο εμφανίστηκε και πάλι, έχοντας στα νύχια του μια αλεπού και πετώντας προς τον αφέντη του. Άφησε το άτυχο ζώο να πέσει στο έδαφος και κάθισε στο χέρι του Ραμπάτ του Κυνηγού, ο οποίος επιβράβευσε τον πιστό του σύντροφο στο κυνήγι με λίγο κρέας που είχε στην τσέπη του παλτού του.
Ο σαρανταπεντάχρονος Μογγόλος συνήθιζε να φεύγει από το σπίτι του για δυο-τρεις μέρες, όσο καιρό δηλαδή του χρειαζόταν για να εντοπίσει και να πιάσει μια κόκκινη αλεπού. Στη συνέχεια έγδερνε το ζώο και έφτιαχνε γάντια και σκουφιά με το τρίχωμά του, στολίδια του λαιμού με τα δόντια του, κράταγε το κρέας για να ταΐσει τον αετό στο σπίτι και στα κυνήγια ενώ την ουρά του ζώου την έδενε σε ένα μακρύ δόρυ που είχε φτιάξει ο ίδιος, έτσι για ενθύμιο. Τα ρούχα λοιπόν τα πουλούσε στις πόλεις για να βγάλει χρήματα και να αγοράσει απαραίτητες προμήθειες για την οικογένειά του, όπως ακριβώς έκανε με τα κολιέ, ενώ κάποιες φορές που επισκέπτονταν κανένα χωριό χωμένο στα βουνά της Μογγολίας, αντάλλαζε τις ουρές των αλεπούδων που είχε σκοτώσει με κομμένα πόδια και αυτιά άλλων ζώων που δεν μπορούσε να κυνηγήσει ο ίδιος. Αγαπημένο του ενθύμιο ήταν το πόδι μιας λεοπάρδαλης του χιονιού ενώ στη μπαντάνα που φορούσε στο κεφάλι του είχε τοποθετήσει τα μάτια μιας τίγρης της Σιβηρίας.
Ο Ραμπάτ έδεσε την αλεπού στη σέλα του αλόγου του και ξεκίνησε για το Ουλκάν, το χωριό που ζούσε μαζί με τη γυναίκα και το μωρό τους. Κάλπασε με ταχύτητα γιατί ήθελε να προλάβει τη νύχτα και τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα και μέσα σε λίγες ώρες είχε φτάσει έξω από το χωριό. Τράβηξε δυνατά τα γκέμια του αλόγου για να το σταματήσει και έμεινε με γουρλωμένα μάτια να κοιτάζει τον καπνό που σηκωνόταν ψηλά, πάνω από το Ουλκάν. Έστειλε τον Τζένγκις να ελέγξει αν υπάρχει κανένα άγριο ζώο ή κάποιος άλλος κίνδυνος και χτύπησε με δύναμη τα πλευρά του αλόγου το οποίο χλιμίντρισε και άρχισε να τρέχει προς το χωριό. Καταστροφή! Τα λίγα σπιτάκια του Ουλκάν είχαν τυλιχτεί στις φλόγες, ο μικρός ιερός βωμός είχε διαλυθεί σε πολλά κομμάτια ενώ υπήρχαν και σκοτωμένοι άνθρωποι στο δρόμο. Ο Ραμπάτ πήδηξε από τη ράχη του αλόγου και έτρεξε προς το σπίτι του το οποίο είχε αρχίσει να γκρεμίζεται από την καταστροφή της πυρκαγιάς. Φώναξε ξανά και ξανά το όνομα της γυναίκας και της κόρης του αλλά δεν πήρε ποτέ απάντηση. Έσπασε την καρβουνιασμένη πόρτα, μπήκε μέσα μην υπολογίζοντας τον κίνδυνο που διέτρεχε εκείνη τη στιγμή και έψαξε με μεγάλη δυσκολία στα δύο δωμάτια του σπιτιού αλλά δεν βρήκε κανένα ίχνος της οικογένειάς του.
Βγήκε έξω κλαίγοντας και άρχισε να ψάχνει απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το Ουλκάν ενώ ο χρυσαετός πάνω από το κεφάλι του πότε πλησίαζε τον αφέντη του και πότε απομακρύνονταν ξανά ψάχνοντας και αυτός με τη σειρά του για την οικογένεια του Ραμπάτ. Κάποια στιγμή ο Τζένγκις έκρωξε και άρχισε να πλησιάζει προς το έδαφος, πίσω από ένα βράχο στην άκρη του χωριού την ώρα που ο Μογγόλος κυνηγός έτρεξε με αγωνία προς το σημείο. Πίσω από το βράχο ήταν πεσμένος ένας γέροντας, λαβωμένος με ένα βέλος στον δεξιό του μηρό και μισοπεθαμένος. Ο Ραμπάτ γονάτισε δίπλα του και άρχισε να τον ρωτάει για το τι είχε συμβεί στο Ουλκάν και στην οικογένειά του, όμως το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ο γέρος ήταν “νερό… λίγο νερό…” πριν λιποθυμήσει εξαντλημένος. Ο χρυσαετός άρχισε να κράζει και πάλι, αυτή τη φορά με μεγάλη ένταση και νευρικότητα και πέταξε προς τη βόρεια είσοδο του χωριού ενώ ο αφέντης του τον ακολούθησε τρέχοντας και πάλι.
“Όχιιιιιιιιι…“, σπάραξε ο Ραμπάτ φτάνοντας κάτω από τον βράχο που υψωνόταν πάνω από τη βόρεια είσοδο του Ουλκάν. Ο Μογγόλος κυνηγός άρχισε να ουρλιάζει σαν άγριο ζώο, κοιτάζοντας πότε προς τα πάνω και πότε προς το έδαφος. Κάτω από τον μεγάλο βράχο βρισκόταν νεκρή, κρεμασμένη η γυναίκα του και δίπλα της οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού. Αυτοί που προκάλεσαν τούτη τη σφαγή, αφού έκλεψαν και κατέστρεψαν τα σπίτια, κρέμασαν όλους τους επιζώντες και μάλιστα στη γυναίκα του Ραμπάτ έδωσαν να κρατάει το μωρό της. Έτσι όταν εκείνη πέθανε από τον πνιγμό, τα χέρια της χαλάρωσαν και άφησαν το βρέφος να πέσει από πολύ μεγάλο ύψος και να πεθάνει. Η εικόνα του Μογγόλου να κλαίει με λυγμούς πάνω από το άψυχο κορμί του παιδιού του, θα μείνει στους αιώνες να στοιχειώνει τα απομεινάρια του Ουλκάν.
Με μεγάλη δυσκολία και με πόνο ψυχής ο Ραμπάτ ο Κυνηγός και ο χρυσαετός του ξεκίνησαν για το ιερό μοναστήρι του Λαχτσάκα, του βουνού των αρχαίων θεών και των δαιμόνων. Σε ένα αυτοσχέδιο φορείο που είχε δέσει στα πλαϊνά της σέλας του αλόγου του, ο Μογγόλος είχε τοποθετήσει τον τραυματισμένο επιζώντα της σφαγής του Ουλκάν και τον μετέφερε στο ιερό μοναστήρι για να τον φροντίσουν οι μοναχοί. Μετά από ένα δύσκολο και μακρύ ταξίδι ο Ραμπάτ έφτασε στον προορισμό του και έσπευσε να φωνάξει για βοήθεια για τον μισοπεθαμένο γέροντα και μέσα σε λίγα λεπτά αυτός και ο τραυματίας βρισκόντουσαν δίπλα στη φωτιά, με καθαρό νερό για να πιούνε και λίγο φαγητό για να πάρουν δυνάμεις. Ένας μοναχός γονάτισε δίπλα από τον λαβωμένο και άρχισε να του περιποιείται την πληγή με απαλές κινήσεις ενώ ο Ραμπάτ έψαξε να βρει τον γέρο σοφό και δάσκαλο του μοναστηριού.
Έμεινε μαζί με τον γέροντα για μερικές ώρες, κάθισαν αμίλητοι ο ένας απέναντι από τον άλλο με κλειστά μάτια και διαλογίστηκαν παρέα. Ο Ραμπάτ ήθελε να είναι ήρεμος στο πνεύμα μετά από την τραγωδία που πέρασε ώστε να καταφέρει να βγάλει εις πέρας τη δύσκολη αποστολή του. Να βρει δηλαδή εκείνους που σκότωσαν τη γυναίκα και το παιδί του και να πάρει την εκδίκησή του. Είχα αποφασίσει να τους σκοτώσει όλους, όσους κι αν ήταν και θα το έκανε ολομόναχος, με το τόξο και το δόρυ του και έχοντας πάντοτε πιστό σύντροφο τον Τζένγκις τον χρυσαετό.
Μετά από μία μέρα ο Μογγόλος κυνηγός καβάλησε και πάλι το άλογό του και ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στο Ουλκάν. Ο καιρός είχε βελτιωθεί αρκετά και το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει με αποτέλεσμα ο Ραμπάτ να καλύψει μεγάλη απόσταση σε λίγο χρόνο. Λίγο έξω από το χωριό του, σε μια τεράστια πεδιάδα, είδε ένα κοπάδι από γιάκ να βόσκει εκεί κοντά και πλησίασε για να μιλήσει με τους βοσκούς. Τους ρώτησε αν είχαν δει τίποτα ξένους με άλογα σήμερα και χτες αλλά κανένας δεν γνώριζε τίποτα. Μόνο ένας βοσκός θυμήθηκε οτι την προηγούμενη μέρα καθώς περνούσε από την πίσω μεριά του βουνού που εκτείνονταν στο τέλος της πεδιάδας, είδε από μακριά έναν άντρα να κάθεται μπροστά από μία σπηλιά και να καπνίζει. Του φάνηκε οτι τον είδε να μιλάει με κάποιον άλλο που βρισκόταν μέσα στη σπηλιά αλλά δεν ήταν σίγουρος γιατί βρισκόταν αρκετά μακριά από το σημείο.
Ο Ραμπάτ είχε ήδη καταλάβει οτι σε εκείνο το μέρος ήταν μαζεμένοι οι δολοφόνοι της οικογένειάς του αλλά επειδή δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να χάσει χρόνο, γύρισε στο Ουλκάν και ξεκίνησε να ψάχνει στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να καταλάβει προς τα που πήγαν οι φονιάδες. Πήγε σε όλα τα σπίτια, σε οτι είχε μείνει από αυτά, κοίταξε γύρω από τον διαλυμένο βωμό μήπως βρει κάποιο στοιχείο αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Με βαριά καρδιά πλησίασε και πάλι το σημείο που είχε δολοφονηθεί η γυναίκα του. Αυτήν και την κόρη του τις είχε θάψει λίγο πιο δίπλα αμέσως πριν φύγει για το μοναστήρι. Γονάτισε στο έδαφος και άρχισε να επεξεργάζεται κάτι που φαινόταν να είναι πατημασιές από πολλά άλογα, ζώα που δεν υπήρχαν στο Ουλκάν εκτός από το δικό του. Και χωρίς να χάσει χρόνο ξεκίνησε να ακολουθεί τα ίχνη που βρήκε ενώ άφησε τον Τζένγκις να πετάξει και να τον βοηθήσει στην ιχνηλάτηση.
Όπως το περίμενε, οι πατημασιές που είχε βρει στο χωριό τον οδήγησαν πίσω από το βουνό που βρίσκεται στο τέλος της πεδιάδας και πλησιάζοντας ο Ραμπάτ κατέβηκε από το άλογο και το έδεσε σε ένα δέντρο. Δεν θα το έπαιρνε μαζί του, ήθελε να αιφνιδιάσει τους δολοφόνους γιατί δεν ήξερε πόσοι είναι και έπρεπε να πλησιάσει αρκετά για να έχει το πλεονέκτημα. Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στην μαεστρία με την οποία χρησιμοποιεί το τόξο ενώ πάντοτε ένιωθε σιγουριά έχοντας τον Τζένγκις πάνω από το κεφάλι του. Γι’ αυτό ήξερε καλά οτι έπρεπε να αναγκάσει τους δολοφόνους να βγουν από τη σπηλιά για να μπορέσει να τους εξολοθρεύσει και όχι να διακινδυνεύσει να μπει μέσα και να τον στριμώξουν.
Βρήκε ένα καλό σημείο από το οποίο μπορούσε να δει καλά την είσοδο της σπηλιάς και τους δύο άντρες που ήταν έξω από αυτή. Σφύριξε με έναν ιδιαίτερο τρόπο και μέσα σε δευτερόλεπτα, ο μεγάλος χρυσαετός είχε κάνει βουτιά και είχε πέσει πάνω στον έναν από τους δύο άντρες. Ο Ραμπάτ σημάδεψε με το τόξο του και σκότωσε με ένα βέλος στο λαιμό τον άλλο άντρα και σφύριξε ξανά με αποτέλεσμα ο Τζένγκις να κράξει δυνατά και με δυο χτυπήματα των φτερών του να εξαφανιστεί από το σημείο. Έντρομος ο άντρας που υπέστη την επίθεση του χρυσαετού, ξεκίνησε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια ενώ βρισκόταν σκυμμένος πάνω από τον νεκρό φίλο του και μέσα σε ένα λεπτό άλλοι οκτώ άντρες εμφανίστηκαν μέσα από τη σπηλιά.
Με το που τους είδε ο Ραμπάτ θύμωσε τόσο πολύ που παραλίγο να χιμήξει πάνω τους με το δόρυ αλλά θυμήθηκε τον σκοπό της αποστολής του και έτσι συγκρατήθηκε και έμεινε ακίνητος να τους παρατηρεί. Από τη γλώσσα που μιλούσαν κατάλαβε οτι ήταν Κινέζοι και από τα ρούχα τους ήταν σίγουρα στρατιώτες, είχαν μαζί τους αυτόματα όπλα και κάτι τεράστιες μαχαίρες. Είδε μερικούς από αυτούς να έχουν αίμα στα ρούχα τους και κατευθείαν το μυαλό του πήγε στη γυναίκα και την κόρη του. Αυτό ήταν! Σφύριξε και πάλι στον Τζένγκις και σηκώθηκε όρθιος, πήρε στα χέρια του ένα βέλος και το έβαλε στο τόξο. Σημάδεψε με ακρίβεια και άφησε το βέλος να φύγει και να βρει τον ανθρώπινο στόχο του και την αμέσως επόμενη στιγμή ακόμα ένας από τους δολοφόνους κείτονταν νεκρός στο έδαφος με ένα βέλος στο δεξί του μάτι.
Οι υπόλοιποι στρατιώτες ούρλιαξαν από το κακό τους και άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος του Ραμπάτ αλλά δεν μπορούσαν να τον πετύχουν αφού εκείνος είχε κρυφτεί πίσω από ένα μεγάλο βράχο που είχε πέσει από το βουνό. Οι δολοφόνοι πλησίασαν από τα δεξιά και τα αριστερά και προσπάθησαν να τον κυκλώσουν αλλά την κατάλληλη στιγμή ο Τζένγκις χίμηξε σε έναν από δαύτους και τους αποπροσανατόλισε. Ο Μογγόλος κυνηγός εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και με απίστευτη ταχύτητα σημάδεψε και σκότωσε ακόμα τρεις από τους φονιάδες. Οι πέντε που είχαν απομείνει συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν να πλησιάσουν όλοι μαζί ώστε να μην μπορεί να τους ξεφύγει ο Ραμπάτ ούτε να τους χωρίσει.
Αλλά ο Τζένγκις ήταν έξυπνο πουλί και παρακολουθώντας από ψηλά τις κινήσεις των πέντε αντρών κατάλαβε τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν ο αφέντης του και με αυτοθυσία ρίχτηκε πάνω τους. Άρχισε να τσιμπάει και να καρφώνει με το ράμφος του σαν λυσσασμένος, έβγαλε τα μάτια από έναν από τους φονιάδες και συνέχισε να επιτίθεται και στους υπόλοιπους. Ξαφνικά ένας πυροβολισμός σκέπασε τις φωνές των αντρών και τα κρωξίματα του χρυσαετού και στη συνέχεια ακολούθησε ακόμα ένας. Ο Ραμπάτ παρακολούθησε τη σκηνή συγκινημένος, είδε τον πιστό του φίλο να θυσιάζεται για εκείνον και να καταφέρνει μέσα στον χαμό να παίρνει μαζί του άλλες δύο ψυχές, αφού αυτός που τον πυροβόλησε σκότωσε κατά λάθος και τον στρατιώτη στον οποίο είχε επιτεθεί ο αετός.
Ο Μογγόλος κυνηγός χρησιμοποίησε τα δύο τελευταία του βέλη και στο τέλος έμεινε αυτός και άλλος ένας δολοφόνος. Ήξερε οτι δεν μπορούσε να πλησιάσει κοντά αφού ο αντίπαλός του είχε αυτόματο όπλο και θα τον σκότωνε πολύ γρήγορα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει τον άλλο να πλησιάσει και να προσπαθήσει να τον σκοτώσει στη μία και μοναδική ευκαιρία που θα έβρισκε. Ο Κινέζος στρατιώτης προχώρησε αργά αργά προς τον βράχο, βρίζοντας και ξεστομίζοντας κατάρες για τον Ραμπάτ και για το κακό που προκάλεσε σε εκείνον και τους νεκρούς φίλους του. Άρχισε να πυροβολεί πριν ακόμα βρεθεί πίσω από τον βράχο και όταν το έκανε έμεινε σαν χάνος να κοιτάζει την άδεια μεριά. Ο Μογγόλος κυνηγός είχε εξαφανιστεί και αμέσως κρύος ιδρώτας έλουσε τον δολοφόνο γιατί κατάλαβε οτι είχε πέσει σε παγίδα. Μια κραυγή από ψηλά τον ανάγκασε να σηκώσει το κεφάλι του μόνο και μόνο για να δει τον Ραμπάτ να πηδάει από την κορυφή του βράχου προς τα πάνω του και να τον καρφώνει με το δόρυ στον λαιμό. Όσο ο Κινέζος στρατιώτης πλησίαζε το σημείο, ο Μογγόλος είχε σκαρφαλώσει στον βράχο και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χιμήξει στον εχθρό του.
Ο Ραμπάτ πήρε μία μαχαίρα και ξεκίνησε να κόβει τα κεφάλια των νεκρών Κινέζων δολοφόνων. Ύστερα έκοψε χοντρά κλαδιά από ένα δέντρο και τα έξυσε με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν σαν μεγάλα, ξύλινα καρφιά και με αυτά κάρφωσε πάνω στο δόρυ του τα κομμένα κεφάλια. Το κάρφωσε στο έδαφος μπροστά από την είσοδο της σπηλιάς και χάραξε πάνω στο δόρυ τα ακόλουθα λόγια: “Αυτά τα κεφάλια ανήκουν σε δειλούς και δολοφόνους που σκότωσαν αθώους στο χωριό Ουλκάν. Ο Ραμπάτ ο Κυνηγός πήρε την εκδίκησή του“. Ύστερα έθαψε τον Τζένγκις σε ένα ψηλό σημείο ώστε το πνεύμα του να μπορεί να πετάξει και πάλι ελεύθερο στους αιώνιους ουρανούς, πήγε στο άλογό του και το καβάλησε ξεκινώντας το τελευταίο του ταξίδι.
Έφτασε και πάλι στο μοναστήρι που βρισκόταν στο βουνό Λαχτσάκα και έμεινε για μία μέρα ώστε να ξεκουραστεί. Συναντήθηκε ξανά με τον γέροντα σοφό, ζήτησε συγχώρεση για την ψυχή του και διαλογίστηκε μαζί του για πολλές ώρες, είχε ανάγκη να μαζέψει πνευματική δύναμη και κουράγιο για την τελευταία του πράξη. Την επόμενη μέρα αφού άφησε σε μια γωνιά το τόξο του, ξαλάφρωσε το άλογό του από τη σέλα και τα γκέμια και το έδωσε σαν δώρο στους μοναχούς. Ύστερα μπήκε στο ιερό του μοναστηριού και αφού πήρε όρκο σιωπής, έκοψε τη γλώσσα του με ένα μαχαίρι και χωρίς να τον πάρει κανένας είδηση, έφυγε με κατεύθυνση τα χιονισμένα βουνά για να βρει το τέλος του, ικανοποιημένος που κατάφερε να εκδικηθεί το θάνατο της οικογένειάς του και των αδικοχαμένων κατοίκων του Ουλκάν.
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ