Γκρόμπα, πιάσε δυο-τρεις απ’ το κλουβί και ετοιμασέτς για ψήσιμο. Η φωτιά ειν’ έτοιμη, το πολύ σε δεκαπέντε λεπτά θα χλαπακιάσουμε!“, φώναξε ο Κρούλ ο αρχηγός αυτής της κομπανίας και συνέχισε να πασπατεύει τα ξύλα με το χέρι του. Ο τρίτος της παρέας, ο Μπάργκο, έλειπε από τον καταυλισμό και έψαχνε για μέλι, πολύ μέλι, γιατί ήθελε να φτιάξει το αγαπημένο του ποτό και να κεράσει τους φίλους του στο δείπνο. Βλέπετε η Τσικνοπέμπτη δεν γνωρίζει εποχές και χρόνια, όλοι μας σε τούτο τον κόσμο έχουμε μάθει να λατρεύουμε το κρέας και να το τρώμε με μεγάλη ευχαρίστηση όποιες κι αν είναι οι συνέπειες.

Ο Μπάργκο λοιπόν, έφτασε στους καταρράκτες του Νιαρπού και με μεγάλη προσοχή άρχισε να σκαρφαλώνει προς την κορυφή. Που και που κοντοστεκόταν για να πάρει λίγες ανάσες γιατί το νερό έπεφτε με ορμή και έκανε ακόμα πιο δύσκολο το έργο του. Μόλις έφτασε πάνω έτρεξε να κρυφτεί στο “Κόκκινο Δάσος” ώστε να μην γίνει αντιληπτός από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί και τους τρομάξει και φύγουν. Άρχισε να ψάχνει τα δέντρα για κηρήθρες όπως κάνουν οι αρκούδες όταν θέλουν να βρουν την αγαπημένη τους λιχουδιά και προχωρούσε όλο και πιο βαθιά στο δάσος.

Πίσω στον καταυλισμό ο Κρούλ είχε ήδη αρχίσει να ψήνει τους πρώτους μεζέδες, τους οποίους είχε ετοιμάσει ο Γκρόμπα με αλάτι και πιπέρι αφού πρώτα τους καθάρισε από τα εντόσθια. Είχε ανοίξει και ένα μεγάλο μπουκάλι με υδρόμελο, το τελευταίο που τους είχε απομείνει και αφού ήπιε μια γερή γουλιά, ρεύτηκε τόσο δυνατά που ο Κρούλ τον μάλωσε γιατί φοβήθηκε μην τους ακούσουν οι άνθρωποι. “Καλά μωρέ, μην ουρλιάζεις δεν πρόκειται να καταλάβουν τίποτα. Το πολύ να νομίσουν οτ’ άκουσαν κάποια βροντή από μακριά ή κάνα άγριο ζώο στο δάσος” απάντησε φανερά ενοχλημένος ο Γκρόμπα.

Στο “Κόκκινο Δάσος” ο Μπάργκο είχε φτάσει τόσο βαθιά που είχε μπερδευτεί και δεν ήξερε προς τα που έπρεπε να πάει. “Αν στρίψω αριστερά εδώ τότε λογικά θα φτάσω και πάλι στους καταρράκτες μετά από λίγη ώρα περπάτημα. Όμως αν στρίψω δεξιά τότε θα ‘χω κατεύθυνση προς την πόλη και τσανθρώπους, πράγμα που δεν πρέπει να γίνει με τίποτα γιατί αλλιώς θα τρομάξουν και θα φύγουν και αν φύγουν οι άνθρωποι τότε θα πρέπει να φύγουμε και εμείς από δω. Και δεν αντέχω τα ταξίδια με τί – πο – τα!“, σκέφτηκε ο Μπάργκο και ξεφύσηξε βαριεστημένα για την μπερδεμένη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Όμως συνέχισε να προχωράει στο δάσος, κοιτάζοντας πάντοτε ψηλά στα δέντρα που συναντούσε για καμιά κηρήθρα. Είχε αποφασίσει να κάτσει για λίγη ώρα ακόμα και μετά θα γύριζε πίσω στους φίλους του.

Τα κεφάλια να τα κόψω ή θα μπει ολόκληρο το φαγητό;” ρώτησε ο Γκρόμπα τον αρχηγό και ψήστη της παρέας ενώ κρατούσε ψηλά το μαχαίρι του. “Κόφτα και άστα σε μια γωνιά, φέτος λέω να βάλω λίγο κρέας και στη σαλάτα, έτσι μωρέ για νοστιμάδα” είπε ο Κρούλ ο οποίος δοκίμασε λίγο από το φαΐ που ετοίμαζε και έβγαλε ένα επιφώνημα ικανοποίησης φανερά ευχαριστημένος από το ψήσιμο. Κέρασε και τον φίλο του ένα μικρό μεζέ και ρούφηξε μια γερή γουλιά από το μπουκάλι με το υδρόμελο. “Λες ν’ αφήσουμε καθόλου για τον Μπάργκο; Είσαι σίγουρος ότι θα βρει μέλι για το βράδυ;” ρώτησε ο Γκρόμπα αλλά ο αρχηγός του δεν έβγαλε άχνα και συνέχισε να πίνει.

Πίσω στο δάσος ο κακόμοιρος ο Μπάργκο έψαχνε με αγωνία για λίγο μέλι αλλά δεν μπορούσε να βρει τίποτα, ούτε μια σταγόνα ρε αδερφέ. Και τότε ήταν που, μέσα στην απόγνωσή του, του ήρθε η ιδέα να τρυπώσει στην πόλη των ανθρώπων και να τους κλέψει κάμποσο μέλι από την αποθήκη με τις προμήθειες. Πρώτα όμως είχε να λύσει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Πως στο καλό ένας ολόκληρος γίγαντας μπορεί να τρυπώσει σε μία πόλη και να μην τον πάρει είδηση κανένας; Αφού το σκέφτηκε λίγο τελικά αποφάσισε να ρισκάρει και να μπει με κάποιον τρόπο στην πόλη. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να περιμένει να πέσει η νύχτα για να μπορέσει να πλησιάσει τους ανθρώπους χωρίς να τον δουν.

Το πρωί πέρασε και έγινε μεσημέρι και ο Μπάργκο δεν είχε γυρίσει στον καταυλισμό. Ο Κρούλ είχε γίνει έξαλλος με τον φίλο του και ενημέρωσε τον Γκρόμπα ότι αν ο άλλος δεν γυρνούσε μέχρι το απόγευμα τότε θα πήγαιναν και οι δύο να τον βρουν. “Και το φαγητό;” ρώτησε με αγωνία ο κακόμοιρος ο Γκρόμπα. “Αν θέλεις να φάμε κι αύριο το ίδιο φαΐ τότε θα με ακολουθήσεις και δεν θα βγάλεις τσιμουδιά!” απάντησε κοφτά ο αρχηγός και έριξε λίγα ξύλα ακόμα στη φωτιά για να φουντώσει πάλι. Μάλιστα επειδή είχε εκνευριστεί πάρα πολύ από την κατάσταση με τον εξαφανισμένο φίλο του, σήκωσε και πέταξε ένα μεγάλο βράχο μακριά και εκείνος έπεσε σε ένα δάσος και διέλυσε όποια δέντρα βρέθηκαν στο διάβα του.

Οι δύο γίγαντες περίμεναν μέχρι να σκοτεινιάσει και ξεκίνησαν για να πάνε να βρουν τον φίλο τους. Σκαρφάλωσαν τους καταρράκτες του Νιαρπού με μεγάλη δυσκολία γιατί εκτός από το νερό που έπεφτε συνεχώς πάνω τους και τους εμπόδιζε, υπήρχε και το σκοτάδι της νύχτας που έκανε ακόμα πιο δύσκολο το έργο τους. Τελικά τα κατάφεραν και όπως ο Μπάργκο έτσι και αυτοί έτρεξαν και κρύφτηκαν στο δάσος. “Γιατί το λένε “Κόκκινο Δάσος” αρχηγέ;” ρώτησε ο Γκρόμπα τον Κρούλ και εκείνος του απάντησε: “Γιατί σε τούτο τον τόπο, τα πολύ παλιά χρόνια, έγινε κάποτε μια μεγάλη μάχη ανάμεσα στους γίγαντες και τσανθρώπους και ο τόπος είχε κοκκινήσει απ’ το αίμα που χύθηκε εκείνη τη μέρα. Τα δέντρα είχαν μουσκέψει μέχρι τις κορφές τους και το αίμα που ‘σταζε στη Γη απ’ τα φύλλα τους έπεφτε για πολλές μέρες μέχρι να στεγνώσει τελείως. Να, το βλέπεις το χώμα σε κείνη τη μεριά, πόσο κόκκινο είναι; Είχε μουσκέψει τόσο απ’ το αίμα που δεν κατάφερε ποτέ να ξαναγίνει όπως πριν. Βλέπεις φίλε μου ο πόλεμος αλλάζει τα πάντα γύρω του“.

Την ώρα που οι δύο γίγαντες έμπαιναν στο “Κόκκινο Δάσος“, ο Μπάργκο από τη μεριά του είχε ήδη πηδήξει πάνω από τα τείχη της διπλανής πόλης και περπατώντας σκυφτός και στις μύτες των ποδιών του, πλησίασε το μεγάλο ξύλινο κτίριο που έμοιαζε να είναι η αποθήκη των προμηθειών. Έσπρωξε με το ένα του δάχτυλο την πόρτα αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό. “Να πάρει! Είναι κλειδωμένη απ’ τη μέσα μεριά” μούγκρισε ο γίγαντας μέσα από τα δόντια του και έψαξε περιμετρικά όλο το κτίριο μήπως βρει κάποιο άνοιγμα για να μπει. Δυστυχώς όμως οι άνθρωποι είχαν ασφαλίσει πολύ καλά την αποθήκη γιατί εκεί μέσα έβαζαν τρόφιμα και διάφορα άλλα πράγματα ζωτικής σημασίας για την πόλη και την επιβίωσή τους.

Αφού το σκέφτηκε προσεκτικά ο Μπάργκο πήρε τη μεγάλη απόφαση να σπάσει τον τοίχο από την πίσω μεριά της αποθήκης και έτσι να καταφέρει να μπει μέσα και να κλέψει το μέλι. Μάλιστα, επειδή ήταν πανούργος, βρήκε ένα μεγάλο σακί, άδειο από το περιεχόμενό του και το χρησιμοποίησε για να μειώσει τον θόρυβο που θα έκανε και χωρίς πολλή προσπάθεια έριξε μια μπουνιά και έσπασε τον τοίχο. Μπήκε μέσα σκυφτός και άρχισε να ψάχνει δεξιά και αριστερά για το πολυπόθητο μέλι. Ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε σε μια σκοτεινή γωνιά της αποθήκης και σε ένα τεράστιο πιθάρι που βρισκόταν εκεί. Πλησίασε και πήρε μια βαθιά αναπνοή για να μπορέσει να καταλάβει τι είχε μέσα το μεγάλο δοχείο. Τα μάτια του έλαμψαν! “Επιτέλους λίγο μέλι!” φώναξε χαρούμενος και πήρε στο ένα του χέρι το πιθάρι και με το δάχτυλο δοκίμασε το περιεχόμενο για να σιγουρευτεί ότι ήταν αυτό που έψαχνε. “Πω, πω, αυτοί οι άνθρωποι πάντα το καλύτερο παίρνουν και σε μας αφήνουν ένα ολόκληρο δάσος άδειο από κηρήθρες και λιχουδιές“, σκέφτηκε θυμωμένα ο Μπάργκο και ξεκίνησε για να επιστρέψει στον καταυλισμό.

Την ίδια στιγμή ο Κρούλ και ο Γκρόμπα είχαν απογοητευτεί από την άσκοπη αναζήτηση του φίλου τους και αποφάσισαν να επιστρέψουν στη βάση τους. Βγήκαν από το “Κόκκινο Δάσος” και έφτασαν μέχρι τους καταρράκτες του Νιαρπού όταν ξαφνικά ένας ήχος έκανε τον αρχηγό των γιγάντων να ανατριχιάσει. “Όχι! Δεν μπορεί! Δεν είναι δυνατόν! Αυτός ο ήχος… Αυτός ο ήχος έχει να ακουστεί από τότε που έγινε η μεγάλη μάχη ανάμεσα σε μας και τσανθρώπους. Αμάν! Λες να ‘κανε καμιά χαζομάρα ο Μπάργκο και να τον πήραν είδηση;” είπε στον φίλο του ο Κρούλ και έστρεψε το βλέμμα του προς την πόλη των ανθρώπων. Μπορεί να ήταν νύχτα αλλά μπορούσε εύκολα να παρατηρήσει τις φωτιές να ξεπηδούν από κάθε γωνιά της πόλης αλλά και ψηλά στα τείχη, εκεί που ο τόπος είχε γεμίσει πια από τοξότες. Αυτό όμως που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στον Κρούλ ήταν ότι οι τοξότες έριχναν τα φλογισμένα τους βέλη μέσα στην πόλη, πράγμα που σήμαινε ότι ο εχθρός τους δεν είχε βγει έξω.

Ξαφνικά μια τεράστια φιγούρα πήδηξε ψηλά, πάνω από τα τείχη της πόλης των ανθρώπων και προσγειώθηκε άτσαλα στο λασπωμένο έδαφος με αποτέλεσμα να γλιστρήσει και να σπάσει το πόδι του. Η κραυγή του Μπάργκο ήταν τόσο τρομερή που για μια στιγμή οι πολεμίστρες των τειχών της πόλης άδειασαν από τους φοβισμένους τοξότες. Ο Κρούλ κατάλαβε ότι δεν θα είχε άλλη ευκαιρία για να σώσει τον φίλο του και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την πόλη ενώ το ίδιο έκανε και ο Γκρόμπα. Όμως οι άνθρωποι είχαν μάθει από τη μάχη του παρελθόντος και είχαν ενισχύσει την πόλη τους με καταπέλτες και ξαφνικά μεγάλες πύρινες μπάλες άρχιζαν να εκτοξεύονται πάνω από τα τείχη και να πέφτουν γύρω από τον τραυματισμένο γίγαντα. Ο Μπάργκο σφαδάζοντας από τους πόνους προσπάθησε να συρθεί όσο πιο μακριά μπορούσε ενώ με το ένα του χέρι κρατούσε σφιχτά το πολυπόθητο μέλι, την “πηγή” όλου αυτού του κακού που ξεκίνησε τόσο ξαφνικά. Και την ώρα που ο Κρούλ έπιανε το ελεύθερο χέρι του φίλου του και πήγε να τον τραβήξει μακριά από τα τείχη, μία πύρινη μπάλα χτύπησε και σφηνώθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του τραυματισμένου γίγαντα και τον έριξε νεκρό στο έδαφος.

Ο Γκρόμπα, βλέποντας τον Μπάργκο να δολοφονείται από τους ανθρώπους, ούρλιαξε από το κακό του και χίμηξε προς την πόλη. Ο Κρούλ του φώναξε να σταματήσει αλλά ήταν μάταιο, ο φίλος του ήταν τόσο θολωμένος από τον θυμό του που δεν άκουγε τίποτα και κανέναν εκείνη τη στιγμή. Πήδηξε πάνω από τα τείχη και άρχισε να ποδοπατάει όποιον έβλεπε μπροστά του, άλλους τους άρπαζε με τα χέρια του κι αν δεν τους έλιωνε τότε τους δάγκωνε και τους έκοβε στη μέση. Διέλυσε τους καταπέλτες και προχώρησε πιο βαθιά μέσα στην πόλη φτάνοντας τελικά στην αποθήκη, εκεί μπήκε μέσα και άρχισε να καταστρέφει τις προμήθειες και ότι έβλεπε μπροστά του προσπαθώντας να γκρεμίσει όλο το κτίριο. Όμως οι άνθρωποι είχαν προετοιμαστεί και γι’ αυτό το ενδεχόμενο και ξαφνικά πολλοί στρατιώτες περικύκλωσαν το κτίριο κρατώντας κουβάδες στα χέρια τους, ενώ ψηλά στα τείχη είχαν μαζευτεί αρκετοί τοξότες με τα πύρινα βέλη τους έτοιμα να σκορπίσουν τον θάνατο. Οι στρατιώτες έχυσαν τους κουβάδες περιμετρικά της αποθήκης και εφοδιάστηκαν με σπαθιά και ακόντια ενώ οι τοξότες εκτόξευσαν τα βέλη τους στο κτίριο το οποίο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε τυλιχτεί ολόκληρο στις φλόγες.

Άντρες! Ετοιμαστείτε για μάχη!“, φώναξε δυνατά κάποιος ανάμεσα στους στρατιώτες και ξαφνικά ακούστηκε ένας φοβερός θόρυβος και η μία πλευρά της αποθήκης διαλύθηκε ολοσχερώς. Μέσα από το κτίριο βγήκε φλεγόμενος ο Γκρόμπα ο οποίος άρχισε να χτυπιέται δεξιά και αριστερά, ούτε που πήρε χαμπάρι όλους αυτούς τους ανθρώπους που τον είχαν περικυκλώσει. Ο γίγαντας ξάπλωσε στο έδαφος και στριφογύρισε από δω και από κει για να σβήσει τη φωτιά που τον έκαιγε αλλά μόλις είχε υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Οι τοξότες έλουσαν τον Γκρόμπα με τα πύρινα βέλη τους και φούντωσαν ακόμα περισσότερο τη φωτιά που τον έκαιγε ενώ την ίδια στιγμή οι στρατιώτες χίμηξαν πάνω του με τα σπαθιά και τα ακόντιά τους. Ο γίγαντας ούρλιαξε από τους πόνους και έκανε μια τελευταία προσπάθεια σηκώνοντας το χέρι του απότομα αλλά το μόνο που πέτυχε ήταν να σκοτώσει τρεις στρατιώτες που βρίσκονταν κοντά του. Ο Γκρόμπα αναστέναξε για τελευταία φορά και ύστερα κοιμήθηκε για πάντα, ίσως να ήταν τυχερός και να αντάμωνε και πάλι με τον καλό του φίλο τον Μπάργκο.

Ο Κρούλ είχε ήδη απομακρυνθεί από την πόλη και κατέβαινε τους καταρράκτες του Νιαρπού. Ήταν πολύ στενοχωρημένος από το θάνατο των δύο φίλων του και το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει εκδίκηση από τους ανθρώπους. Έφτασε στον καταυλισμό και πήρε στα χέρια του ένα τεράστιο κορμό από δέντρο, τον οποίο είχε σκαλίσει με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνει τη δουλειά που κάνει ένα φτυάρι. Περπάτησε προς τη δύση και έφτασε κάτω από μία πανύψηλη βελανιδιά και άρχισε να σκάβει το έδαφος δίπλα από τον κορμό του δέντρου. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησε το σκάψιμο και έβγαλε μέσα από την τρύπα ένα τεράστιο σακί που φαινόταν γεμάτο ενώ ήταν σφιχτά δεμένο στη μία του μεριά. Ο Κρούλ το άνοιξε και έβγαλε από μέσα έναν χάλκινο θώρακα, μία σκουριασμένη περικεφαλαία και μια πελώρια σπάθα που είχε πάνω της κάμποσο ξεραμένο αίμα, απόδειξη του βίαιου παρελθόντος της.

Ο γίγαντας πήρε τα πράγματα που βρήκε στο σάκο και πήγε μέχρι την άκρη του λόφου που βρισκόταν κάτω από τους καταρράκτες του Νιαρπού. Πήρε ένα βρεγμένο κομμάτι πανί και άρχισε να καθαρίζει τον θώρακα από το αίμα και το χώμα που είχαν κολλήσει πάνω του και ύστερα ξέπλυνε τη ματωμένη σπάθα. Φόρεσε την περικεφαλαία και την έδεσε σφιχτά γύρω από το πηγούνι του ενώ με κάμποση δυσκολία κατάφερε να βάλει και τον χάλκινο θώρακα. Βλέπετε είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που τα χρησιμοποίησε ο Κρούλ και πλέον είχε πάρει κάμποσα κιλά οπότε χρειάστηκε να στριμωχτεί για να χωρέσει. Πήρε και τη σπάθα στο χέρι του και σηκώθηκε όρθιος, σαν ένα μεταλλικό βουνό που ψηλώνει μέχρι να αγγίξει τον ίδιο τον ουρανό.

Ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του και φώτισε το “Κόκκινο Δάσος” από ψηλά κάνοντάς το να μοιάζει με ματωμένο ποτάμι που κινείται από δω και από κει. Οι πύλες της πόλης των ανθρώπων άνοιξαν και οι στρατιώτες, με ακόντια και σπαθιά στα χέρια, παρατάχθηκαν μπροστά από τα τείχη πάνω στα οποία είχαν πάρει θέση οι τοξότες, έτοιμοι να κρύψουν τον ήλιο από τον εχθρό με τα πύρινα βέλη τους. Απέναντι από την πόλη και πάνω από τους καταρράκτες του Νιαρπού στεκόταν όρθιος ο Κρούλ, σαν αρχαίος θεός του πολέμου, με την πελώρια σπάθα του στο ένα του χέρι και στο άλλο το μεγάλο πιθάρι με το μέλι που έγινε η αφορμή για να χάσει τους δύο του φίλους. “Για τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν τόσο άδικα αλλά και για τους φίλους μου που σκοτώθηκαν στη μεγάλη μάχη της παλιάς εποχής, εγώ ο Κρούλ ο τελευταίος της φυλής μου, θα πολεμήσω με θάρρος και τιμή μέχρι να μην υπάρχω πια” φώναξε αγριεμένος ο γίγαντας και βγάζοντας μια τρομακτική πολεμική κραυγή χίμηξε προς την πόλη και στο σμήνος των φλογισμένων βελών που έρχονταν κατά πάνω του…

(Η παραπάνω ιστορία είναι πέρα για πέρα φανταστική. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτή είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ