Έστριψε στην έξοδο για το Λογκάδι και πάτησε τέρμα το γκάζι. Μπήκε στον πρώτο αγροτικό δρόμο που βρήκε μπροστά του και συνέχισε μέχρι την παραλία, οδήγησε για κάμποση ώρα και ξαφνικά σταμάτησε απότομα. Παρατήρησε το φως που φαινόταν από το μισοσπασμένο παράθυρο της καλύβας και πήρε μια βαθιά ανάσα. Άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού και έβγαλε από μέσα ένα πιστόλι, τον γεμιστήρα του όπλου ενώ πήρε από το διπλανό κάθισμα μία βαλίτσα γεμάτη χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ. Όπλισε το πιστόλι και το έβαλε στην αριστερή, μπροστινή τσέπη της γκρι καπαρντίνας που φορούσε. Βγήκε από το αυτοκίνητο και άναψε ένα τσιγάρο καθώς περπατούσε προς την καλύβα, ο Θεός να την κάνει τέτοια. Έφτασε έξω από την πόρτα και την χτύπησε δυνατά. “Ανοιχτά είναι“, άκουσε μια φωνή να λέει από μέσα και χωρίς να χάσει άλλο χρόνο προχώρησε προς το μέρος της.
Στο μοναδικό δωμάτιο της καλύβας υπήρχε ένα ξεσκισμένο στρώμα, ένα αναποδογυρισμένο τελάρο από μπύρες που εκτελούσε χρέη τραπεζιού και πάνω στο “τραπέζι” το γνωστό μαύρο βιβλίο με τον σταυρό στο εξώφυλλο. “Μπα, δεν ήξερα οτι έγινες θρήσκος στα γεράματα“, είπε στον χοντρό τύπο με τα λιγδιασμένα μούσια που καθόταν απέναντί του σε μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα. Ο… οικοδεσπότης κρατούσε ένα μπουκάλι μπύρα στο ένα του χέρι και με το άλλο χάιδευε τα γένια του, ενώ είχε ακουμπήσει στην κοιλιά του μία κοντόκαννη καραμπίνα. Χαμογέλασε και άφησε να φανούν τα λίγα κιτρινισμένα δόντια που του είχαν απομείνει και χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον “επισκέπτη” του, ρούφηξε με λαιμαργία την μπύρα δείχνοντας να αδιαφορεί για το οτι του χύθηκε κάμποση και λέρωσε τα ήδη βρώμικα μούσια του. “Ήθελα να έχω κάτι να διαβάζω. Μερικές φορές η μοναξιά είναι δύσκολη. Ξέρεις εσύ“, είπε ο παχύσαρκος μεσήλικας και έκλεισε το ένα μάτι στον τύπο με τη βαλίτσα.
“Τσάρλι τέρμα τα γέλια και τα υπονοούμενα! Τον έφερες τον πίνακα;” φώναξε ο άντρας με την γκρι καπαρντίνα και πέταξε τη βαλίτσα με τα λεφτά στον γέρο χοντρό. “Τσάρλι ε; Δηλαδή εσύ είσαι ακόμα ο Ίγκορ ε; Ωραία λοιπόν, ας παίξουμε το παιχνίδι σου“, είπε ο τύπος που καθόταν στην πολυθρόνα, άφησε τη μπύρα στο τραπέζι και την κοντόκαννη καραμπίνα δίπλα στα πόδια του και άρπαξε τη βαλίτσα. “Μη φοβάσαι άπληστο κοπρόσκυλο, δεν λείπει ούτε μισό ευρώ απ’ το μερίδιό σου. Που είναι ο πίνακας;” ρώτησε και πάλι ο Ίγκορ, πιο ψύχραιμα αυτή τη φορά και ανάβοντας ακόμα ένα τσιγάρο έκανε νόημα στον Τσάρλι να βιαστεί. “Η “Ροζ Κυρία” βρίσκεται κάμποσα χιλιόμετρα μακριά από δω. Είναι κρυμμένη στο καμπαναριό της Αγίας Τριάδας στο Λογκάδι και σε περιμένει. Και τώρα αν δεν σου κάνει κόπο κύριε Ίγκορ, άντε μου στο διάολο και χάρηκα για τη συνεργασία” απάντησε με σοβαρό ύφος ο Τσάρλι και έκλεισε με αργές κινήσεις το φερμουάρ της βαλίτσας.
Η ατμόσφαιρα μέσα την καλύβα της παραλίας μύριζε μπαρούτι. Ο Ίγκορ ήταν έξαλλος με τον παχύσαρκο τύπο και ζητούσε επίμονα εξηγήσεις για τον πίνακα και για το λόγο που δεν ήταν εκεί όπως είχαν συμφωνήσει στο τηλέφωνο. “Κι αν εσύ δεν έφερνες τα χρήματα και πήγαινες να μου την κάνεις; Ήθελα να έχω μια κάποια ασφάλεια για το τομάρι μου φίλε. Τώρα που πήρα το “μαρούλι” και είδα οτι είσαι κομπλέ στην ξήγα που κάναμε, τώρα σου λέω οτι αν θες την “Ροζ Κυρία” πρέπει να πας στο χωριό” και έκανε νόημα στον “επισκέπτη” να αποχωρήσει. Ο άντρας με την γκρι καπαρντίνα έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα να κοιτάζει τον Τσάρλι που έψαχνε στο ψυγειάκι δίπλα από την πολυθρόνα για καμία παγωμένη μπύρα. Ο βρώμικος τύπος με τα λιγδιασμένα μούσια δεν κατάλαβε καν τον Ίγκορ που έβαζε τον σιγαστήρα στο πιστόλι και είχε φτάσει δίπλα του αλλά μόνο όταν τον άκουσε να λέει: “Αυτό είναι από τον κύριο πρόεδρο“. Πρόλαβε να σηκώσει το κεφάλι του για να δει τον “επισκέπτη” να τον σημαδεύει με ένα όπλο, να πατάει τη σκανδάλη με τον δείκτη του δεξιού του χεριού και ύστερα… μαυρίλα.
Ο Ίγκορ πήρε τη βαλίτσα με τα χαρτονομίσματα και την πήγε στο αυτοκίνητο. Ύστερα πήρε έναν φάκελο που τον είχε τοποθετήσει κάτω από το κάθισμα του οδηγού και επέστρεψε στην καλύβα. Έλεγξε το χώρο για στοιχεία που θα μπορούσαν του χαλάσουν τη δουλειά και αφού βεβαιώθηκε οτι όλα ήταν όπως έπρεπε, πήρε την κοντόκαννη καραμπίνα και την έβγαλε από την καλύβα. Ξεβίδωσε τον σιγαστήρα από το πιστόλι του και τον τοποθέτησε στη δεξιά τσέπη της γκρι καπαρντίνας. Άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε από μέσα ένα πανί και ξεκίνησε να καθαρίζει επιμελώς το πιστόλι, έβγαλε τον γεμιστήρα και τον καθάρισε κι αυτόν και μετά εξέτασε το όπλο με ειδικό φως για αν δει αν είχαν μείνει καθόλου αποτυπώματα πάνω του. Ύστερα πήρε μέσα από το φάκελο ένα χαρτί πάνω στο οποίο υπήρχαν δύο ειδικές ζελατίνες, τράβηξε τη μία και την κόλλησε με προσοχή στη σκανδάλη του όπλου και τη δεύτερη στη λαβή. Αφαίρεσε τις δύο ζελατίνες και χρησιμοποίησε ξανά το ειδικό φως για να σιγουρευτεί οτι τα ξένα αποτυπώματα είχαν μπει σωστά και ήταν ευδιάκριτα. Πήρε και το τελευταίο περιεχόμενο του φακέλου και το ακούμπησε πάνω στο αναποδογυρισμένο τελάρο που βρισκόταν στη μέση του δωματίου. Ήταν ένα γράμμα με τον γραφικό χαρακτήρα του Τσάρλι στο οποίο έγραφε οτι θέλει να αυτοκτονήσει και οτι υποφέρει και είναι άρρωστος. Ο Ίγκορ κοίταξε για τελευταία φορά το δωμάτιο της καλύβας και ύστερα βγήκε έξω, πήρε την κοντόκαννη καραμπίνα και πήγε προς το αμάξι. Έβαλε το όπλο στο πορτ μπαγκάζ και αφού άναψε ακόμα ένα τσιγάρο, έστριψε το κλειδί και ξεκίνησε για το Λογκάδι και το καμπαναριό της Αγίας Τριάδας.
Ήταν κοντά δώδεκα το βράδυ όταν έφτασε μπροστά από την εκκλησία του χωριού. Στο δρόμο δίπλα από το μεγάλο κτίριο και στην πλατεία που βρισκόταν μπροστά του δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος. Το χειμώνα μετά τις δέκα δεν κυκλοφορούσε ψυχή στο Λογκάδι, έτσι γίνεται στα χωριά με τόσο λίγους κατοίκους. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο, γονάτισε δίπλα από το αριστερό μπροστινό λάστιχο βάζοντας το χέρι του από τη μέσα μεριά και έβγαλε μία πλαστική σακούλα με ένα πιστόλι κι ένα γεμιστήρα. Το όπλισε και πήγε μέχρι την πόρτα της εκκλησίας, κοίταξε γύρω του για να σιγουρευτεί οτι δεν τον βλέπει κανείς και μπήκε μέσα στο ναό. Η ξεθωριασμένη μυρωδιά από το λιβάνι που είχε ποτίσει το χώρο έφτασε πρώτη στα ρουθούνια του Ίγκορ και ακολούθησε εκείνη των φρεσκοσβησμένων κεριών. Κοίταξε στο μανουάλι και παρατήρησε τον καπνό να βγαίνει από τα τρία κεριά που ήταν καρφωμένα πάνω στην άμμο. Κάποιος ήταν μαζί του στην εκκλησία, κάποιος έσβησε αυτά τα κεριά πριν από λίγα λεπτά. Ξαφνιασμένος από αυτήν την εξέλιξη και με μία εντελώς μηχανική κίνηση, έφερε ένα τσιγάρο στα χείλη του και πήγε να το ανάψει αλλά το μετάνιωσε κατευθείαν και το έβαλε ξανά στο πακέτο. Σκέφτηκε οτι αν ήταν κι άλλος μαζί του εκεί πέρα τότε ο θόρυβος του αναπτήρα θα πρόδιδε τη θέση του, όσο δεν συναντούσε κανένα τότε μπορούσε να αποφύγει το φονικό.
Αφού σιγουρεύτηκε οτι δεν υπήρχε κανείς κρυμμένος μέσα στο ιερό του ναού, πήγε μέχρι την μικρή πόρτα που ήταν δίπλα από την είσοδο της εκκλησίας και οδηγούσε στο καμπαναριό και έστριψε το πόμολο για να την ανοίξει. Τζίφος! Η πόρτα ήταν κλειδωμένη! “Πολύ περίεργο“, σκέφτηκε ο άντρας με την γκρι καπαρντίνα αφού του έκανε εντύπωση το γεγονός οτι ήταν η μοναδική κλειστή πόρτα στην εκκλησία και ήταν εκείνη που ήθελε όσο τίποτε άλλο να είναι ορθάνοιχτη. “Παλιά μου τέχνη κόσκινο“, ψιθύρισε χαμογελώντας ο Ίγκορ και με μία δυνατή κλωτσιά την έσπασε και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά που έφταναν μέχρι το καμπαναριό της Αγίας Τριάδας. Κρατούσε το πιστόλι στα χέρια του και βγάζοντας τον σιγαστήρα από την τσέπη της καπαρντίνας τον τοποθέτησε στο όπλο, αν τύχαινε και συναντούσε κανέναν εκεί πάνω τότε έπρεπε να τον “καθαρίσει” χωρίς να ακουστεί το παραμικρό. Φτάνοντας στο καμπαναριό, πρώτα σιγουρεύτηκε οτι βρισκόταν μόνος του εκεί και ύστερα ξεκίνησε να ψάχνει πολύ σχολαστικά το χώρο. Ξαφνικά η σιωπή έσπασε από έναν πολύ γνώριμο ήχο, αυτόν ενός κινητού τηλεφώνου και μάλιστα ο θόρυβος ερχόταν από τη μέσα μεριά της καμπάνας. Όντως ήταν ένα κινητό και μάλιστα κάποιος το καλούσε αλλά το όνομα που εμφανίστηκε στην οθόνη ήταν τέτοιο που δεν ξεκαθάριζε απολύτως τίποτα. Ο Ίγκορ κοίταξε αυτό το “Άγνωστος αριθμός” και μετά από τρία δευτερόλεπτα απάντησε στην κλήση λέγοντας κοφτά: “Ποιος στο διάολο είσαι και που είναι ο γαμωπίνακας;“…
“Τώρα με βλέπεις;“, απάντησε μια αλλοιωμένη φωνή στην άλλη πλευρά του τηλεφώνου και ξαφνικά μία κόκκινη τελεία εμφανίστηκε στο μέρος της καρδιάς του Ίγκορ. Κάποιος τον σημάδευε από την ταράτσα ενός σπιτιού και ο άντρας με την γκρι καπαρντίνα μόλις είχε παγιδευτεί. “Τελείωνε αυτό που είναι να κάνεις ή δώσε μου τη “Ροζ Κυρία”“, φώναξε θυμωμένα αλλά η απάντηση που πήρε δεν ήταν ούτε κατά διάνοια αυτή που περίμενε. “Η “Ροζ Κυρία”, η πραγματική και όχι ο πίνακας που έχω εδώ μπροστά μου, με πλήρωσε ένα σκασμό λεφτά για να σε βγάλω από τη μέση Ίγκορ και να καταστρέψω τη φωτογραφία“, είπε ο ξένος άντρας και συνέχισε με ειρωνικό τόνο στη φωνή του: “Ο κακόμοιρος ο Τσάρλι, τι τέλος κι αυτό! Τη μια στιγμή με ένα σκασμό λεφτά στην αγκαλιά και την άλλη να αυτοκτονεί με δανεικό πιστόλι! Απίστευτο!“. Ο Ίγκορ είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του, άλλωστε δεν είχε συνηθίσει να απειλείται η ζωή του αλλά το ακριβώς αντίθετο. “Θα συναντηθούμε στην καντίνα που προσπέρασες όταν ερχόσουν από την παραλία“, είπε η αλλοιωμένη φωνή και έκλεισε το τηλέφωνο σχεδόν ταυτόχρονα με την εξαφάνιση της κόκκινης τελείας από την καρδιά του εμφανώς ανακουφισμένου Ίγκορ.
Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά αλλά πριν φύγει από την εκκλησία πλησίασε την Αγία Τράπεζα και βγάζοντας από την τσέπη του κάμποσα κατοστάρικα τα… στρίμωξε στην σχισμή για τα χρήματα. “Αυτά για την πόρτα“, σκέφτηκε καθώς πλησίαζε το αυτοκίνητο και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο μπήκε μέσα και ξεκίνησε για την καντίνα. Έφτασε σχετικά γρήγορα και είδε από μακριά κάποιον να του φέγγει με έναν φακό. Ο άγνωστος του έκανε νόημα να παρκάρει δίπλα από ένα ταξί στο πλάι της καντίνας. Κατέβηκε κρατώντας το πιστόλι στο χέρι και άναψε ένα τσιγάρο με το άλλο. Ο άγνωστος άντρας είχε καθίσει με την πλάτη στην κολώνα που φώτιζε το δρόμο και κοίταζε τον Ίγκορ ερευνητικά, δεν φαινόταν να κρατάει κάποιο όπλο και άρχισε να περπατάει προς το μέρος του με τα χέρια ψηλά. “Πιστεύεις οτι σε έφερα ως εδώ για να με σκοτώσεις; Για τόσο ηλίθιο με έχεις… Ίγκορ;“, είπε χαμογελώντας και σταμάτησε περίπου πέντε μέτρα μακριά από κείνον με το πιστόλι.
“Ποιος είσαι και τι θέλεις;“, ρώτησε τον ξένο άντρα και έβαλε το όπλο και πάλι στη θέση του. “Αν εσύ είσαι ο Ίγκορ και ο χοντρός ήταν ο Τσάρλι τότε εγώ λέω να είμαι ο Πάμπλο” απάντησε εκείνος και συνέχισε: “Εσύ κι εγώ μοιάζουμε. Έχουμε και οι δύο συγκεκριμένες δυνατότητες για τις οποίες πληρωνόμαστε πολύ καλά από πάρα πολύ σημαντικά πρόσωπα. Κάνουμε, πως να το πω, τη… μπουγάδα των αφεντικών μας και τους βγάζουμε πάντα ασπροπρόσωπους. Η συγκυρία τα έφερε να με πληρώσει η “Ροζ Κυρία” για να σε βγάλω από τη μέση. Οπότε τα λεφτά από την τύπισσα είναι ήδη εξασφαλισμένα. Το ζήτημα είναι να ξεκοκκαλίσουμε το μεγάλο ψάρι, τον πρόεδρο” και σε εκείνο το σημείο ο Πάμπλο έκανε μία παύση και κοίταξε πέρα προς τη θάλασσα. “Δεν ξέρω για σένα αλλά εγώ θα ήθελα να συνταξιοδοτηθώ από τώρα και να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο. Τα λεφτά που μπορούμε να τσιμπήσουμε από τον γέρο είναι το κλειδί για την πόρτα των ονείρων μου“.
Οι δύο άντρες μίλησαν για πολλές ώρες και συμφώνησαν να εκβιάσουν τον πρόεδρο να τους δώσει από είκοσι εκατομμύρια στον καθένα για να καταστρέψουν τον πίνακα και να μην διαρρεύσουν τίποτα στο ίντερνετ και στους δημοσιογράφους. Το σκάνδαλο θα ήταν τέτοιο που το ντόμινο των εξελίξεων που θα ακολουθούσε μπορούσε να φτάσει μέχρι και σε πρόωρες εκλογές. Ο Ίγκορ θα κανόνιζε τη συνάντηση με τον πρόεδρο και ο Πάμπλο θα ήταν εκείνος που θα έλεγχε την πορεία της μεταφοράς των χρημάτων σε ειδικό λογαριασμό που είχε ανοίξει σε τράπεζα του εξωτερικού. Το τηλέφωνο έγινε, ο πρόεδρος έφριξε από το κακό του για την προδοσία του Ίγκορ και για το παιχνίδι που έπαιζαν οι δύο άντρες στην πλάτη του αλλά στο τέλος συμφώνησε. Η συνάντηση θα γινόταν στην ταράτσα του ξενοδοχείου “Ο ΞΕΝΙΟΣ” που βρισκόταν κάπου χωμένο στο κέντρο της Αθήνας. Το ραντεβού είχε δοθεί για τις δώδεκα το μεσημέρι της επόμενης μέρας και η συμφωνία προέβλεπε οτι ο πρόεδρος θα πήγαινε μόνος του στη συνάντηση, δεν θα κουβαλούσε όπλο ούτε θα ενημέρωνε τις αρχές.
Ο Ίγκορ περίμενε δίπλα από την πόρτα της ταράτσας του ξενοδοχείου ενώ ο Πάμπλο παρακολουθούσε το δρόμο από κάτω. “Ήρθε“, είπε κοφτά στον συνεργό του βλέποντας τη μαύρη λιμουζίνα με τις χαρακτηριστικές πινακίδες να παρκάρει ακριβώς μπροστά από το ξενοδοχείο. Μετά από λίγη ώρα αναμονής η πόρτα της ταράτσας άνοιξε και ο πρόεδρος έκανε την εμφάνισή του κρατώντας μία τσάντα στο χέρι. Ο Ίγκορ τον άρπαξε από πίσω και άρχισε να τον ψάχνει πολύ σχολαστικά για να σιγουρευτεί οτι ήταν άοπλος και ύστερα τον πήρε από το μπράτσο και τον οδήγησε σε ένα τραπέζι που ήταν τοποθετημένο στη μέση της ταράτσας και είχε δύο καρέκλες, η μία απέναντι από την άλλη. Εκεί ήταν ήδη καθισμένος ο Πάμπλο μπροστά από ένα λάπτοπ και παρατήρησε τον πρόεδρο να κάθεται κι αυτός και να βγάζει ένα περίεργο μηχάνημα από την τσάντα που είχε μαζί του. “Λοιπόν κύριοι, αν και ντρέπομαι που σας προσφωνώ με αυτόν τον τίτλο, η συμφωνία έλεγε οτι σας δίνω σαράντα εκατομμύρια ευρώ και μου δίνετε τον πίνακα. Ελπίζω να είστε περήφανοι για τον εκβιασμό σας αλλά μην νομίζετε οτι θα το αφήσω έτσι. Από δω και πέρα να έχετε το νου σας και να κοιτάζετε πίσω από την πλάτη σας. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί στον καθένα“, είπε ο πρόεδρος και ολοκλήρωσε τη μεταφορά.
Έβαλε το παράξενο μηχάνημα στην τσάντα και πήρε από τον Ίγκορ τον πίνακα της “Ροζ Κυρίας“. Σηκώθηκε ήρεμα από την καρέκλα και κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα προς την πόρτα της ταράτσας, την άνοιξε και πριν φύγει φώναξε δυνατά: “Μια φορά σκύλος, για πάντα σκύλος” και άφησε τους δύο άντρες να κοιτάζονται μεταξύ τους. “Είμαστε έτοιμοι, έκλεισα και δύο εισιτήρια για Μαλδίβες, πετάμε σήμερα το απόγευμα στις επτάμιση. Όλα πήγαν όπως τα σχεδιάσαμε, καλύτερα δεν θα μπορούσαν να πάνε” και τελειώνοντας τη φράση του ο Πάμπλο προχώρησε μέχρι την άκρη της ταράτσας και κοίταξε το τοπίο. “Ένα τελευταίο βλέμμα σε αυτόν τον κόσμο και αντίο σας” ψιθύρισε και γύρισε προς τον άντρα με την γκρι καπαρντίνα. Εκείνος είχε ήδη τοποθετήσει στο πιστόλι του τον σιγαστήρα και σημάδευε τον άνθρωπο που μόλις του εξασφάλισε μια πλουσιοπάροχη ζωή σε όποια μεριά του πλανήτη ήθελε να πάει. Εκτός από την Ελλάδα φυσικά, θα έπρεπε να εξαφανιστούν και οι δύο από την πατρίδα τους για πάντα, ήταν πια επικηρυγμένοι και έτσι θα ήταν μέχρι να πεθάνουν. “Καλό ταξίδι από τον κύριο πρόεδρο” ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε ο Πάμπλο πριν ξαπλώσει φαρδύς πλατύς στην ταράτσα του ξενοδοχείου “Ο ΞΕΝΙΟΣ“, που είχε αρχίζει να κοκκινίζει από το αίμα που έβγαινε από την πληγή στο μέτωπό του.
Ο Ίγκορ πήρε το λάπτοπ και έστειλε τα χρήματα και πάλι στο λογαριασμό από τον οποίο τα μετέφερε ο πρόεδρος νωρίτερα. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη της γκρι καπαρντίνας ένα μακρύ εργαλείο με το οποίο αφαίρεσε τη σφαίρα από το κεφάλι του Πάμπλο και την τοποθέτησε σε μία μικρή πλαστική σακούλα την οποία έβαλε στην τσέπη του. Άνοιξε την πόρτα της ταράτσας και πήρε το ασανσέρ του ξενοδοχείου, κατέβηκε μέχρι το πάρκινγκ και εκεί τον περίμενε η μαύρη λιμουζίνα με τις χαρακτηριστικές πινακίδες. Άνοιξε την τελευταία πόρτα και μπήκε μέσα, εκεί συνάντησε έναν άντρα που κρατούσε ένα ποτήρι σαμπάνια στο δεξί του χέρι και στο άλλο ένα πούρο “Montecristo“. “Όλα εντάξει κύριε πρόεδρε“, είπε ο Ίγκορ μόλις κάθισε απέναντί του και εκείνος χαμογέλασε πλατιά και απάντησε: “Πάντα πιστός… Μπράβο το καλό παιδί” και πέταξε μια χούφτα φιστίκια στον άντρα με την γκρι καπαρντίνα την ώρα που η λιμουζίνα έβγαινε από το πάρκινγκ του ξενοδοχείου.
(Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ