Διάβασα πρόσφατα το άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή για την «κινητή δημοσιογραφία», την αυθόρμητη και άμισθη δημοσιογραφία των πολιτών.
Και είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχει αναδυθεί μια νέα μορφή δημοσιογραφίας, ένας νέος τρόπος πληροφόρησης των πολιτών. Είναι όλοι αυτοί οι πολίτες που δε θα χρειαστεί να καλέσουν καν τα κανάλια… θα “ανεβάσουν” το βίντεο με την είδηση, τη φωτογραφία που κανείς δεν είχε δει πριν…
Είναι αυτή η “κινητή δημοσιογραφική κάλυψη” (Mobile Journalism) που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από συμφέροντα, ούτε να ωραιοποιηθεί, “σουλουπωθεί” πριν “βγει προς τα έξω”.
Και πότε άρχισαν να αναδεικνύονται η δύναμη και η δυναμική αυτής της “δημοσιογραφίας των πολιτών”;
Όταν άρχισαν να συγκαλύπτονται επισήμως σημαίνοντα γεγονότα.
Οι πολίτες πήραν το ρόλο του δημοσιογράφου, όχι μόνο με βιντεοκαλύψεις γεγονότων που αποκρύπτονταν από τα “επίσημα” ΜΜΕ, αλλά και με αναρτήσεις και σχόλια στα social media.
Το twitter έχει γίνει το νέο σημείο από όπου θα ξεπηδήσει η είδηση και αναδεικνύει συνεχώς νέα θέματα που δεν “παίζονται” πουθενά αλλού.
Όπως χαρακτηριστικά έγραφε και ο αρθρογράφος κ. Μπουκάλας στην Ελλάδα το πρόβλημά μας “δεν είναι η ταχύτητα μετάδοσης της είδησης, αλλά η πολυφωνία, η πληρότητα και η επιζήτηση κάποιας αντικειμενικότητας.”
Οι περιστασιακοί “εν δυνάμει” ρεπόρτερ, με την ελευθερία του διαδικτύου, δημοσιεύουν τα πάντα. Κι αν ο αποδέκτης θέλει να ενημερωθεί ολοκληρωμένα και να σχηματίσει την πληρέστερη δυνατή εικόνα, θα δει όσο το δυνατόν περισσότερα. Κάτι που δεν μπορεί να κάνει στα ΜΜΕ, την «επίσημη» πηγή πληροφόρησης των πολιτών.
Σε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο, τα παραδοσιακά ΜΜΕ ανταγωνίζονται τα ψηφιακά μέσα και την πληθώρα δωρεάν ειδήσεων και αναζητούν πηγές εισοδημάτων, γεγονός που έχει πλήξει ανεπανόρθωτα και την ποιότητα της δημοσιογραφίας.
Επιπλέον, η πληροφόρηση πέρασε σταδιακά από τα χέρια ανθρώπων που βρίσκονταν παραδοσιακά στο χώρο της δημοσιογραφίας στα χέρια επιχειρηματιών που εξυπηρετούν πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
«Δημοσιογραφία θα πει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν. Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις».
Τζωρτζ Όργουελ
Όλο και περισσότερο οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα ΜΜΕ, αντιμετωπίζοντάς τα με δυσπιστία και κατηγορώντας τα για παραπληροφόρηση και προπαγάνδα. Δεν είναι εξάλλου περίεργο που, στην Ελλάδα ειδικά, οι πολίτες (κυρίως οι πολίτες 25-45) δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ, και μάλιστα αποφεύγουν και τις ειδήσεις.
Τα γεγονότα της πραγματικότητας, όπως εξελίσσονται καθημερινά, απουσιάζουν από τα ρεπορτάζ που ακούμε, κυρίως γιατί επικρατεί η «δημοσιογραφία της άποψης». Ο δημοσιογράφος δεν διστάζει να εκφράζει την άποψη που το κανάλι ή η εφημερίδα του θέλουν να βγει προς τα έξω. Δε ρωτάει τις σωστές ερωτήσεις, ή μάλλον θέτει ερωτήσεις που οδηγούν σε παραπληροφόρηση και σύγχυση στο κοινό. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν χωράει στο ρεπορτάζ.
Η δημοσιογραφία θα έπρεπε να θέτει ερωτήσεις και όχι να τις απαντάει.
Η δημοσιογραφία ήταν και είναι καθαρά η παρουσίαση γεγονότων, με εμπεριστατωμένα στοιχεία, επιχειρήματα και αποδείξεις. Είναι το μέσο να ακουστούν όσες περισσότερες φωνές είναι εμπλεγμένες σε μια ιστορία, με στόχο να προκαλέσει την κριτική σκέψη των πολιτών, έτσι ώστε να μπορέσουν να κατανοήσουν, να βγάλουν το δικό τους συμπέρασμα επί του θέματος, να φέρουν αντιρρήσεις, αντιπροτάσεις.
Αντιθέτως, όταν “οι δημοσιογράφοι εγκαταλείπουν ή ασκούν πλημμελώς το λειτούργημά τους, κυρίως σε έκρυθμες καταστάσεις, σε περιόδους παρακμής ή δικτατοριών, οι πολίτες μπορούν και πρέπει να ασκούν καίρια ‘ειδοποίηση’ ” (Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ, καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης).
Αλλά, το θέμα δεν είναι οι πολίτες να γίνουν παραγωγοί ειδήσεων και ρεπόρτερ.
Το θέμα είναι να είναι σε θέση να κατανοήσουν σε βάθος τα γεγονότα και να ανατρέξουν σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης.
Ποιες είναι, όμως, οι έγκυρες πηγές;
Πώς ξεχωρίζουμε την αλήθεια, την αυθεντικότητα σε όσα διαβάζουμε και ακούμε;
Πόσοι είναι οι καλά πληροφορημένοι;
Πόσοι μπορούν να κατανοήσουν ότι χειραγωγούνται, ότι πέφτουν σε πλάνη;
Πόσοι είναι αυτοί που κατανοούν την είδηση σε βάθος και αναζητούν και περισσότερες πληροφορίες;
Αυτά είναι ερωτήματα που θα πρέπει να απαντήσουμε ο καθένας για τον εαυτό του με νηφαλιότητα και ολοκληρωμένη ενημέρωση.
Μπορούμε να το κάνουμε;
Βάσω Ζ. Νικολογιάννη