Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά στα Γκρεμνά και τα σύννεφα εμπόδιζαν το φεγγάρι να φέξει και να φωτίσει με το απόκοσμο φως του την πλάση. Κάποιες σκιές μέσα στο δάσος έτρεχαν ασταμάτητα σαν να τις κυνηγούσε ο ίδιος ο διάβολος και πλησίαζαν ταχύτατα το φυλάκιο του Χουφτάρ. Τα νυκτόβια ζώα του δάσους σκόρπιζαν πανικόβλητα στο διάβα τους και τα νυχτοπούλια έκραζαν μανιασμένα από την ταραχή τους. Η πενταμελής ομάδα του καπετάν Μπάρμπαρη σταμάτησε το τρέξιμο περίπου εκατό μέτρα από το φυλάκιο των Μουσουλμάνων. Έκαναν μια στάση για να πάρουν λίγες ανάσες και να ετοιμαστούν για το τελευταίο και πιο δύσκολο κομμάτι της αποστολής τους. Έπρεπε να φτάσουν μέχρι τη σκηνή του στρατηγού Χουφτάρ και να τον σκοτώσουν ακόμα κι αν χρειαζόταν να δώσουν την ίδια τους τη ζωή. Άλλωστε ο αγώνας για την ελευθερία μόλις άρχισε και χρειάζεται πολλές ψυχές για να επιτύχει και ακόμα περισσότερες για να στεριώσει η λευτεριά σε τούτον τον τόπο.

Χόρτασαν τη δίψα τους με το λιγοστό νερό που τους είχε απομείνει και ανέβηκαν το διπλανό λόφο για να παρατηρήσουν καλύτερα το φυλάκιο και να μετρήσουν τους άντρες του Χουφτάρ. Ένα από το παλικάρια του Μπάρμπαρη προηγήθηκε από τους υπόλοιπους για να ψάξει την περιοχή του λόφου για τυχόν στρατιώτες και κατάσκοπους. Οι Μουσουλμάνοι ήταν παντού, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί για να μην τους πιάσουν και για να καταφέρουν να ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Οι πέντε άντρες συναντήθηκαν στην κορυφή του λόφου και ξεκίνησαν να ψάχνουν ένα τρόπο για να παραβιάσουν τα τείχη του φυλάκιου και να σκοτώσουν τον Χουφτάρ. Η σκηνή του Οθωμανού στρατηγού ήταν η μεγαλύτερη και η πιο εντυπωσιακή απ’ όλες τις υπόλοιπες και ήταν εύκολο για τον καπετάν Μπάρμπαρη και τους άντρες του να την εντοπίσουν. Το μόνο που τους έλειπε ήταν μια καλή ιδέα για το πως θα μπορέσουν να μπουν μέσα στο φυλάκιο.

Αυτό ήταν το βασικό τους πρόβλημα από το ξεκίνημα της αποστολής τους, όταν πριν από δεκαπέντε μέρες έφυγαν από το Ριζικάρι για να πάνε στα Γκρεμνά και να βρουν το φυλάκιο του στρατηγού Χουφτάρ. Ο Μπάρμπαρης ζήτησε από τους πιο τολμηρούς άντρες του χωριού να τον ακολουθήσουν σε μια αποστολή αυτοκτονίας και μόλις τέσσερις ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του. Ήθελε να προκαλέσει ένα μεγάλο πλήγμα στον εχθρό πριν από την κύρια επίθεση των υπόλοιπων επαναστατών και ήταν σίγουρος οτι με τον θάνατο του Χουφτάρ οι στρατιώτες του θα έχαναν κάμποσο από το κουράγιο τους και θα ήταν λιγόψυχοι στη μάχη. Αυτό το είχε γνωρίσει στο πετσί του ο ίδιος ο Μπάρμπαρης πριν από κάμποσα χρόνια, όταν μαζί με καμιά εικοσαριά κλέφτες είχαν στριμωχτεί από πεντακόσιους Μουσουλμάνους στρατιώτες και ήταν βέβαιο οτι θα πέθαιναν. Τότε ένα παλικάρι έριξε το τελευταίο βόλι που του είχε απομείνει προς τον εχθρό και για καλή τύχη του Μπάρμπαρη και των κλεφτών, εκείνο βρήκε τον αξιωματικό των Οθωμανών και τον ξάπλωσε από το άλογό του. Τότε οι Έλληνες έκαναν μια τελευταία προσπάθεια για να ξεφύγουν από τον εχθρό και τα κατάφεραν τελικά αφού μόλις έσφαξαν τους πρώτους τριάντα – σαράντα, οι υπόλοιποι στρατιώτες το έβαλαν στα πόδια πανικόβλητοι.

Έτσι οι πέντε άντρες ξεκίνησαν από το Ριζικάρι για το μεγάλο τους ταξίδι προς τα Γκρεμνά. Είχαν επιλέξει να προχωράνε περισσότερο τη νύχτα κάτω από την προστασία του σκοταδιού και λιγότερο τη μέρα αλλά πάντοτε μέσα από τα δάση και τα βουνά και ποτέ από τους δρόμους. Οι Οθωμανοί στρατιώτες ήταν παντού και ακόμα χειρότερα είχαν πληρωμένους ρουφιάνους και προδότες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Η πρώτη βδομάδα του ταξιδιού πέρασε γρήγορα και χωρίς πολλές περιπέτειες, πέραν της ενέδρας που έστησε ο Μπάρμπαρης και τα παλικάρια του σε μερικούς στρατιώτες του εχθρού που κουβαλούσαν προμήθειες και επέστρεφαν στη βάση τους. Μόλις οι Μουσουλμάνοι σταμάτησαν σε ένα ποτάμι για να δροσιστούν τότε οι πέντε άντρες από το Ριζικάρι χίμηξαν πάνω τους και τους αιφνιδίασαν. Μετά από μία σύντομη μάχη κατάφεραν και τους έσφαξαν όλους, τους πήραν τα όπλα και τα υπόλοιπα πολεμοφόδια ενώ κράτησαν και ένα από τα άλογα των στρατιωτών το οποίο φόρτωσαν με τρόφιμα και το πήραν μαζί τους. Έκρυψαν τα πτώματα στο ψηλό γρασίδι, ελευθέρωσαν τα υπόλοιπα άλογα και το μόνο που θύμιζε οτι σε εκείνο το σημείο προηγήθηκε μια μάχη ήταν το αίμα που είχε ποτίσει το έδαφος.

Το δεύτερο σκέλος του ταξιδιού της ομάδας του καπετάν Μπάρμπαρη ήταν και το πιο δύσκολο αφού θα έχαναν την προστασία των δασών επειδή το έδαφος γινόταν απότομο και τα βουνά δέσποζαν στην περιοχή. Έτσι οι άντρες από το Ριζικάρι αποφάσισαν να πάνε από τα μονοπάτια που χάνονταν μέσα στα βουνά με την ελπίδα να μην συναντήσουν κανένα φυλάκιο του εχθρού στο δρόμο τους. Τη δέκατη μέρα του ταξιδιού τους όμως είδαν μερικούς καβαλάρηδες του εχθρού, οι οποίοι μετέφεραν αιχμάλωτους στο φυλάκιο του Γκιουλ Μπαλτέ, ενός διαβόητου Οθωμανού αξιωματικού που λάτρευε να βασανίζει τα θύματά του και ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους. Όλοι οι Έλληνες τον ήξεραν και μέχρι και η ίδια η Εκκλησία, πάντοτε με μεγάλη μυστικότητα, υπόσχονταν μεγάλη αμοιβή σε εκείνον που θα εξόντωνε τον σαδιστή Οθωμανό. Ο Μπάρμπαρης και τα παλικάρια του αποφάσισαν να ελευθερώσουν τους συμπατριώτες τους ακόμα κι αν έβαζαν σε κίνδυνο την ίδια την αποστολή. Ποιος Έλληνας αφήνει Έλληνα αβοήθητο μωρέ;

Ακολούθησαν από απόσταση τους καβαλάρηδες και τους αιχμάλωτους μέχρι που έφτασαν σε ένα πολύ στενό δρόμο ανάμεσα στα βουνά. Ήταν μάλιστα τόσο μικρό το πέρασμα που τα άλογα προχωρούσαν το ένα πίσω από το άλλο για να χωρέσουν και αυτό ήθελε να εκμεταλλευτεί ο καπετάν Μπάρμπαρης και οι άντρες του. Οι καβαλάρηδες ήταν δέκα, μια μικρή ομάδα επιδρομής του Μπαλτέ οι οποίοι είχαν επιτεθεί σε ένα μικρό χωριό και όσους δεν έσφαξαν τους πήραν αιχμάλωτους και τους μετέφεραν στο φυλάκιο. Τρεις από τους Έλληνες πήγαν γρήγορα και αθόρυβα από το μονοπάτι που έβγαζε ακριβώς στο σημείο που τέλειωνε το στενό πέρασμα των βουνών και κρύφτηκαν. Ο Μπάρμπαρης και το άλλο παλικάρι συνέχισαν να ακολουθούν τους καβαλάρηδες και μόλις εκείνοι έφτασαν στα μισά του περάσματος, επιτέθηκαν στους δύο τελευταίους στρατιώτες του εχθρού και ελευθέρωσαν τους αιχμάλωτους. Οι υπόλοιποι Μουσουλμάνοι κατάφεραν με μεγάλη δυσκολία να αλλάξουν την πορεία τους και στράφηκαν εναντίον των δύο αντρών που είχαν σφάξει τους συντρόφους τους. Μόλις είχαν πέσει στην παγίδα του καπετάν Μπάρμπαρη αφού οι τρεις Έλληνες που είχαν προηγηθεί των υπόλοιπων, τώρα βρέθηκαν να βλέπουν την πλάτη του εχθρού και μέσα σε λίγα λεπτά δεν είχε μείνει ούτε ένας καβαλάρης ζωντανός.

Τρέξτε και χαθείτε από τους δρόμους, ούτε σε πόλη να πάτε, μήτε σε χωριό. Τραβήξτε για το Ριζικάρι, εκεί θα βρείτε βοήθεια, Πάρτε κι αυτό το άλογο με λίγες απ’ τις προμήθειές μας για το ταξίδι. Να περπατάτε τη μέρα και να τρέχετε στο σκοτάδι. Αν είστε τυχεροί σε δέκα μέρες θα φτάσετε στο χωριό. Πείτε οτι σας στέλνει ο Μπάρμπαρης και τα παλικάρια του“, ήταν η συμβουλή του καπετάνιου στους ταλαίπωρους που μόλις είχαν ελευθερωθεί από τους Μουσουλμάνους καβαλάρηδες. Ύστερα εκείνος και οι άντρες του συνέχισαν το ταξίδι τους μέσα από τα βουνά και αν δεν έβρισκαν κανένα άλλο εμπόδιο στο διάβα τους τότε θα έφταναν στον Χουφτάρ σε τέσσερις μέρες το πολύ. Προχωρούσαν πάντοτε με μεγάλη προσοχή και ένας από τους άντρες ήταν πιο μπροστά από τους υπόλοιπους για να ελέγχει τον ορίζοντα για κανένα εχθρό. Κάποια στιγμή γύρισε τρέχοντας και φώναξε στους υπόλοιπους “Κρυφτείτε γρήγορα! Έρχονται πολλοί καβαλάρηδες” και αμέσως όλοι τους χώθηκαν ανάμεσα σε κάτι βράχια που είχαν πέσει σε κάποια κατολίσθηση του παρελθόντος.

Πράγματι μέσα σε λίγα λεπτά εμφανίστηκαν αμέτρητοι καβαλάρηδες του εχθρού και κάπου αναμεσά τους ήταν και μια γνώριμη μορφή. “Αυτός είναι ο Μπαλτέ;” ρώτησε τον Μπάρμπαρη ένας από τους άντρες και εκείνος απλά έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον σαδιστή Μουσουλμάνο. Οι φλέβες στο μέτωπο του καπετάνιου είχαν πεταχτεί, ήταν τέτοιο το μίσος που έτρεφαν οι Έλληνες για τον Γκιουλ Μπαλτέ. Το χέρι του έσφιγγε σαν μέγγενη τη λαβή από το γιαταγάνι και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του καθώς σκεφτόταν όλους εκείνους τους ανυπεράσπιστους και ανήμπορους που είχαν χάσει με φρικτό τρόπο τη ζωή τους από τον διαβόητο Οθωμανό αξιωματικό. Οι καβαλάρηδες συνέχισαν την πορεία τους καλπάζοντας μανιασμένα και μετά από λίγη ώρα δεν ακούγονταν ούτε τα ποδοβολητά των αλόγων. “Εμάς ψάχνουν, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Πάμε!” φώναξε ο καπετάνιος στα παλικάρια του και συνέχισαν το ταξίδι τους.

Η τύχη όμως αυτή τη φορά δεν ήταν με τους Έλληνες γιατί με το που βγήκαν από τις κρυψώνες τους έγιναν αντιληπτοί από έναν καβαλάρη του Μπαλτέ ο οποίος είχε μείνει πιο πίσω από τους υπόλοιπους και έπεσε πάνω στον Μπάρμπαρη και στους άντρες του. Ο Μουσουλμάνος στρατιώτης, αν και λαβώθηκε στην πλάτη από ένα ελληνικό βόλι, κατάφερε να ξεφύγει από τους Έλληνες και κάλπασε με μεγάλη ταχύτητα για να βρει τους άλλους καβαλάρηδες του Μπαλτέ. “Τρέξτε γιατί αν μείνουμε στα βουνά είμαστε χαμένοι! Πρέπει να φτάσουμε στο δάσος πριν μας προλάβει ο εχθρός! Τρέξτε τώρα και τρέξτε γρήγορα!“, είπε ο Μπάρμπαρης στους υπόλοιπους και άρχισαν να κατεβαίνουν τα βουνά σαν αγριοκάτσικα, βγήκαν από το δρόμο για να χάσει τα ίχνη τους ο εχθρός και να κερδίσουν χρόνο. Οι Μουσουλμάνοι είχαν άλογα και ήταν πολύ περισσότεροι οπότε οι άντρες από το Ριζικάρι έπρεπε να αποκτήσουν ένα μικρό προβάδισμα για να μπορέσουν να γλιτώσουν.

Η νύχτα βρήκε τους Έλληνες στην βουνοπλαγιά, είχαν καθίσει δίπλα δίπλα κάτω από ένα μεγάλο βράχο και παρακολουθούσαν το δρόμο που ήταν κάμποσα μέτρα μπροστά τους. Είχαν δει μερικούς καβαλάρηδες με πυρσούς τα χέρια να πηγαινοέρχονται αλλά πουθενά τους άντρες του Μπαλτέ. Ο καπετάν Μπάρμπαρης έκανε τους υπολογισμούς του και αν δεν σταματούσαν καθόλου τις επόμενες δύο μέρες, τότε το βράδυ της τρίτης θα ήταν έξω από το φυλάκιο του στρατηγού Χουφτάρ. Έτσι μόλις σιγουρεύτηκαν οτι δεν πέρναγε κανείς από το δρόμο κατέβηκαν από την πλαγιά και ρίχτηκαν για το δάσος χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους. Έτρεχαν χωρίς σταματημό, ακούραστοι και μαθημένοι από το κακοτράχαλο έδαφος σαν γνήσια τέκνα του ορεινού Ριζικάριου. Άφησαν πίσω τους ποτάμια και βουνά, μάλιστα παρά λίγο γλίτωσαν και δεν έπεσαν πάνω σε στρατιώτες του εχθρού οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει μέσα στο δάσος και τελευταία στιγμή τους πήραν χαμπάρι και άλλαξαν πορεία.

Το απόγευμα της δεύτερης μέρας οι άντρες του καπετάν Μπάρμπαρη αποφάσισαν να σταματήσουν και να ξεκουραστούν δίπλα από μία λίμνη που βρήκαν στην καρδιά του δάσους. Πλύθηκαν και περιποιήθηκαν τις πληγές που είχαν αποκτήσει από τα πεσίματα στις βουνοπλαγιές ενώ απόλαυσαν το τελευταίο φρατζόλι ψωμί που τους είχε απομείνει παρέα με λίγα κάστανα. Μόλις σηκώθηκαν να φύγουν άκουσαν έναν ήχο που τους έκανε να παγώσουν! Οι ανιχνευτές του Γκιουλ Μπαλτέ τους είχαν εντοπίσει και φύσαγαν τις σάλπιγγές τους για να έρθουν και οι υπόλοιποι καβαλάρηδες. Η πενταμελής ομάδα του Μπάρμπαρη ξεκίνησε και πάλι το τρέξιμο αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσουν, οι Οθωμανοί ήταν περισσότεροι και θα τους έφταναν σχετικά εύκολα. Καθώς έτρεχαν, έχασαν τον προσανατολισμό τους και ξαφνικά βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο που έφτανε μέχρι έναν καταρράκτη. Χωρίς δεύτερη σκέψη οι άντρες από το Ριζικάρι συνέχισαν να τρέχουν και μόλις βρέθηκαν στα μισά της απόστασης, πάνω από πενήντα Μουσουλμάνοι καβαλάρηδες εμφανίστηκαν μέσα από το δάσος και χίμηξαν κατά πάνω τους. Πρώτος ο Μπάρμπαρης ήταν εκείνος που έφτασε στον καταρράκτη, κοίταξε στα γρήγορα κάτω και κάνοντας τον σταυρό του πήδηξε στο κενό ενώ το ίδιο έπραξαν και οι σύντροφοί του.

Το βράδυ βρήκε τους πέντε Έλληνες ξαπλωμένους στην άκρη της λίμνης που χυνόντουσαν τα νερά του καταρράκτη, να γελάνε και να λένε ιστορίες από τα παιδικά τους χρόνια. Πήραν μερικές ανάσες και συνέχισαν το ταξίδι που σιγά σιγά έφτανε στο τέλος του. Μετά από μία μέρα τρέξιμο κατάφεραν επιτέλους να φτάσουν λίγο έξω από το φυλάκιο του Χουφτάρ. Ανέβηκαν το διπλανό λόφο και κοίταξαν τις επιλογές τους. Από την πύλη του φυλάκιου δεν υπήρχε περίπτωση να μπουν ενώ δεν φαινόταν κάποιο άνοιγμα στα τείχη που το προστάτευαν. Ο Μπάρμπαρης είχε ήδη πάρει την απόφασή του. “Θα κατέβουμε τον λόφο και θα μπούμε στο φυλάκιο από ψηλά. Κανένας δεν πρόκειται να μας πάρει είδηση αλλά για να είμαστε σίγουροι ένας από σας θα παρασύρει όσους περισσότερους στρατιώτες μπορεί κάνοντας έναν αντιπερισπασμό. Έτσι όλοι θα έχουν το νου τους προς την πύλη και δεν θα μας πάρουν χαμπάρι“, είπε στους άντρες του και διάλεξε εκείνον που θα παράσερνε τους Οθωμανούς έξω από το φυλάκιο. Χαιρετήθηκαν και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο και προχώρησαν στην εκτέλεση του σχεδίου τους.

Μια μεγάλη φωτιά λίγο έξω από το φυλάκιο του Χουφτάρ αναστάτωσε τους Μουσουλμάνους στρατιώτες και πολλοί από δαύτους κινήθηκαν προς την πυρκαγιά. Την ίδια στιγμή τέσσερις σιλουέτες γλιστρούσαν αθόρυβα ανάμεσα από τις σκηνές των εχθρών και πλησίαζαν εκείνη του Οθωμανού στρατηγού. Όμως ένας από τους άντρες έγινε αντιληπτός από κάποιον σκοπό του εχθρού και λαβώθηκε θανάσιμα στο στήθος. “Πάω για το κεφάλι του φιδιού. Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η Ελευθερία!” φώναξε ο καπετάν Μπάρμπαρης και χίμηξε μέσα στην τεράστια σκηνή του Χουφτάρ την ώρα που οι σύντροφοί του έδιναν ομηρικές μάχες έξω από αυτή. Ο στρατηγός του εχθρού καθόταν ατάραχος σε μία μαξιλάρα και κάπνιζε το τσιμπούκι του ενώ… χάιδευε το γιαταγάνι του. “Σκύλε! Πέθανε!“, φώναξε ο Μπάρμπαρης και προσπάθησε να πυροβολήσει τον Χουφτάρ αλλά το όπλο του είχε μουσκέψει από την πτώση στη λίμνη νωρίτερα. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Μουσουλμάνο στρατηγό να σηκωθεί από τη θέση του και να τραβήξει το σπαθί του.

Κανένας ποτέ δεν έμαθε τι απέγιναν τα παλικάρια του Μπάρμπαρη και ο ίδιος ο καπετάνιος ούτε αν τελικά κατάφεραν να σκοτώσουν τον Χουφτάρ. Άλλοι λένε οτι πέτυχαν το πρώτο καθοριστικό χτύπημα στον εχθρό στο ξεκίνημα της επανάστασης του 21′. Άλλοι οτι χάθηκαν όλοι τους στη μάχη χωρίς να πετύχουν το σκοπό τους. Η Ελλάδα όμως τα κατάφερε και ελευθερώθηκε από τον οθωμανικό ζυγό και όλοι μας σήμερα μπορούμε να χαιρόμαστε τη ζωή επειδή οι άξιοι πρόγονοί μας έδωσαν τη δική τους για την Ελευθερία.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ