Η βροχή χτυπούσε με μανία το παράθυρο και συντρόφευε με τον χαλαρωτικό της ήχο τον Μάρκο καθώς διάβαζε. Είχε καιρό που προσπαθούσε να τελειώσει το βιβλίο του αλλά κάτι του έλειπε και δεν μπορούσε να γράψει το ιδανικό φινάλε. Γι’ αυτό κοίταζε και ξανακοίταζε όλα όσα είχε γράψει, έψαχνε να βρει με ποιόν τρόπο ο ήρωας του μυθιστορήματος θα καταφέρει να σωθεί από το πνεύμα που τον στοίχειωνε. Ήθελε να ξεφύγει από τα κλασικά με τους παπάδες και τους εξορκισμούς και άλλες τέτοιες χαζομάρες. Ο κόσμος είχε χορτάσει απ’ όλα αυτά τα θρησκευτικά θρίλερ και ο Μάρκος ήθελε να δώσει στο κοινό κάτι που δεν είχε ξαναδεί, κάτι τόσο ανατρεπτικό που θα του έδινε επιτέλους την ευκαιρία να κάνει το βιβλίο του μπεστ σέλερ και να βγάλει πολλά λεφτά. “Η πλούσια φαντασία οφείλει να ανταμείβεται κατά τον ίδιο τρόπο“, αυτή ήταν η ατάκα που έλεγε ο ίδιος στους δικούς του όταν τον ενοχλούσαν να ψάξει για μια σοβαρή δουλειά και να αφήσει τη συγγραφή.
Μια αστραπή που χτύπησε τη θάλασσα τράβηξε την προσοχή του και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η βροχή είχε δυναμώσει πολύ και είχε δώσει τη θέση της σε μια τρομακτική καταιγίδα που έδερνε το “Κάβο Ρούμπιο” αλύπητα. Προσπάθησε να καθαρίσει τη θολούρα από το τζάμι του παράθυρου με το μανίκι της πουκαμίσας που φορούσε, η διαφορά θερμοκρασίας ήταν μεγάλη αφού η φωτιά στο τζάκι έκαιγε για τα καλά ενώ το κρύο έξω μπορούσε να σε παγώσει σε ένα λεπτό. Καθώς κοίταζε προς τη θάλασσα με βλέμμα μελαγχολικό και ρούφηξε μια γερή τζούρα από την πίπα του, είδε κάτι που τον έκανε να πνιγεί από τον καπνό και να αρχίσει να βήχει τόσο που για λίγο κόντεψε να πνιγεί. “Δεν… δεν παίζει, δεν είναι δυνατόν ρε μαλάκα!“, έλεγε στον εαυτό του την ώρα που προσπαθούσε να συνέλθει από το πνίξιμο. “Μόνο εγώ βρίσκομαι στο νησί. Δεν γίνεται να υπάρχει άλλη ψυχή σε τούτο τον τόπο!” σκέφτηκε σχετικά με αυτό που είδε στο δρόμο που οδηγούσε στο φάρο στον οποίο δούλευε ο Μάρκος.
Αυτοχαστουκίστηκε για να ξυπνήσει τον εγκέφαλό του από τη λήθη της θαλπωρής που σου προσφέρουν η ζέστη και το διάβασμα. Σηκώθηκε από το γραφείο του και πήγε μέχρι την κουζίνα, άνοιξε το ντουλάπι με τα φλιτζάνια, πήρε ένα και το γέμισε με γαλλικό καφέ που είχε φτιάξει νωρίτερα. Τον ήπιε σαν να ήταν σφηνάκι, τεντώθηκε για να ξεπιαστεί το κορμί του από το καθισιό και πλησίασε και πάλι το παράθυρο. Γούρλωσε ξανά τα μάτια του, μπορεί να του φαινόταν παράξενο αλλά ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Κάποιος βρισκόταν στο δρόμο που οδηγούσε από τη μικρή μαρίνα στο “Κάβο Ρούμπιο” μέχρι και το φάρο του μικροσκοπικού νησιού. Αυτό όμως που έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση στον Μάρκο ήταν οτι ο άγνωστος στεκόταν μέσα στην καταιγίδα και απλά κοίταζε προς το ψηλό κτίριο. Το μόνο που φαινόταν να τον προστατεύει από τη βροχή ήταν το μακρύ παλτό που φορούσε όπως και το ψηλό, μυτερό καπέλο που σκέπαζε το κεφάλι του και το οποίο κράταγε γερά με το ένα του χέρι για να μην το πάρει ο δυνατός αέρας.
“Αφού είναι έτσι τα πράγματα πρέπει να κατέβω κάτω. Μισή ντροπή δική μου, μισή δική σου φίλε μου” παραμιλούσε ο Μάρκος καθώς κούμπωνε το χοντρό του αδιάβροχο και κοιτάζοντας τον καθρέφτη του δωματίου του. Κατέβηκε στον πρώτο όροφο και πήγε μέχρι το αποθηκάκι για να πάρει τον μεγάλο φακό, τον τσέκαρε αν λειτουργεί κι αν έχει μπαταρίες και συνέχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Φτάνοντας στην πόρτα του φάρου ο Μάρκος κοίταξε από το “ματάκι” της εισόδου για να δει ποιος μπορεί να είναι εκείνος ο άγνωστος που περίμενε στο δρόμο αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Η καταιγίδα ήταν τόσο δυνατή που περιόριζε την όρασή του Μάρκου σε μερικά μέτρα μακριά και αυτό ήταν όλο. “Άρα πρέπει να βγω έξω“, είπε και άνοιξε την πόρτα…
Ο αέρας φυσούσε μανιασμένος και ανάγκασε τον Μάρκο να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να μείνει στη θέση του. Οι αστραπές έσκιζαν τον ουρανό στα δύο και προκαλούσαν τρόμο στα θαλασσοπούλια τα οποία είχαν κουρνιάσει κάτω από τη σκεπή του φάρου για να προστατευτούν. Περπάτησε κάμποσα μέτρα έχοντας τον φακό στο χέρι και προσπαθώντας να δει που ήταν ο άγνωστος αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί έξω. Η καταιγίδα δυνάμωσε ακόμα περισσότερο υποχρεώνοντας τον Μάρκο να γυρίσει πίσω και να μπει και πάλι μέσα στο φάρο αλλά καθώς ένας κεραυνός έπεσε στο αλεξικέραυνο του κτιρίου, τράβηξε την προσοχή του και ασυναίσθητα κοίταξε προς το σημείο. Με την άκρη του ματιού του είδε μια παράξενη μορφή σε ένα από τα παράθυρα του φάρου ή έτσι νόμιζε και γι’ αυτό προστάτεψε με το ένα του χέρι τα μάτια του από το νερό της βροχής που έπεφτε με λύσσα στο πρόσωπό του, ήθελε να δει καλύτερα και πιο καθαρά. Πάγωσε…
Η αναπνοή του έγινε πιο γρήγορη καθώς παρατηρούσε τον άγνωστο άντρα που είχε δει νωρίτερα στο δρόμο, να στέκεται στο δωμάτιό του και να τον κοιτάζει επίμονα. Ανατρίχιασε και έμεινε εκεί, μέσα στη μανία της καταιγίδας να προσπαθεί να καταλάβει αν τελικά παίζει παιχνίδια το μυαλό του κι αν ο άγνωστος με το μακρύ παλτό είναι δημιούργημα της αχαλίνωτης φαντασίας του. Έτριψε στιγμιαία τα μάτια του σαν να ήταν κουρασμένος από το διάβασμα και ξανακοίταξε στο παράθυρο αλλά προς μεγάλη του έκπληξη δεν είδε κανένα. “Τι διάολο έχω πάθει“, μονολογούσε ο Μάρκος καθώς έκλεινε την πόρτα του φάρου την οποία και κλείδωσε εντελώς ασυναίσθητα. Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και φτάνοντας στο δωμάτιό του ένιωσε κάτι σαν παγωμένο αέρα να τριγυρίζει στο χώρο ενώ η φωτιά στο τζάκι ήταν έτοιμη να σβήσει. Έριξε όσα περισσότερα ξύλα μπορούσε για να την ξαναφουντώσει και πήγε γρήγορα γρήγορα να βάλει ακόμα ένα φλιτζάνι με καυτό, γαλλικό καφέ για να ζεσταθεί το κορμί του.
Κοίταζε μισοκοιμισμένος τις φλόγες στο τζάκι να σκαρφαλώνουν όσο πιο ψηλά μπορούσαν, λες και ήθελαν να βγουν έξω από τον φάρο και να φτάσουν τον ουρανό. Λίγα λεπτά μετά είχε κουλουριαστεί στον καναπέ και κοιμόταν πολύ βαθιά, ήταν γαλήνιος μετά από καιρό, καμία σκέψη, όλα ήρεμα και όμορφα όπως άλλωστε πρόδιδε και το χαμόγελο στα χείλη του. Ονειρεύτηκε τους γονείς του ντυμένους με τα πιο ακριβά ρούχα, να του χαμογελούν καθώς τον χειροκροτούσαν στην παρουσίαση του πρώτου μυθιστορήματος που έγραψε, το οποίο, όπως ο ίδιος είχε προβλέψει, είχε γίνει μπεστ σέλερ. Καθώς μιλούσε για το βιβλίο και το περιεχόμενό του, διέκρινε κάπου στο βάθος του πλήθους, ανάμεσα στα φλας των φωτογράφων και τα φώτα από τις κάμερες των καναλιών, εκείνον τον άντρα με το μακρύ παλτό και το ψηλό, μυτερό καπέλο. Αν και δεν υπήρχε ίχνος αέρα μέσα στην αίθουσα ο άγνωστος άντρας κρατούσε με το δεξί του χέρι το καπέλο του όπως ακριβώς τον είδε ο Μάρκος νωρίτερα έξω από τον φάρο, όχι στο όνειρό του αλλά στον πραγματικό κόσμο.
Το στυλό που βρισκόταν στο τραπέζι στο οποίο έγραφε το βιβλίο του, κουνήθηκε από κάποιο αεράκι και κύλησε αργά μέχρι την άκρη και έπεσε, κάνοντας τόσο θόρυβο όσο χρειαζόταν για να πεταχτεί μέσα από το βαθύ του ύπνο. Ήταν ιδρωμένος μέχρι το βρακί του και κάτασπρος αλλά μόλις είδε το στυλό στο πάτωμα ξεφύσηξε ανακουφισμένος κι έριξε μια βρισιά για να ξεθυμάνει. Σηκώθηκε από τον καναπέ, τεντώθηκε και πήγε μέχρι το παράθυρο. Ο καιρός είχε ηρεμήσει, η καταιγίδα και τα σύννεφα έδωσαν τη θέση τους στον ξάστερο, νυχτερινό ουρανό που ντύθηκε με μυριάδες αστέρια και ένα ολόγιομο φεγγάρι, όλα του φαίνονταν τόσο αλλόκοτα λες και το σύμπαν παρακολουθούσε το νησί με τον φάρο. Έσκυψε να πιάσει το στυλό και το βλέμμα του έπεσε στο βιβλίο. Έμεινε για λίγο σαστισμένος και από την αφηρημάδα του ξέφυγε ένα: “Πότε το έγραψα εγώ αυτό το πράμα; Σιγά μην αυτοκτ…” αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του ξαφνικά σώπασε και έσκυψε το κεφάλι προς τα κάτω.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να έβγαινε μέσα από τη θάλασσα στο “τσακ“, ένα δευτερόλεπτο ακριβώς πριν χάσει τη μάχη με το νερό και πνιγεί. Σηκώθηκε και άρχισε να βήχει ενώ προχωρούσε προς το μπάνιο, πήγαινε να βρέξει τα μούτρα του για να συνέλθει. Όπως ήταν σκυμμένος στο νιπτήρα, άκουσε μέσα στο μυαλό του μια κοφτή, βαθιά φωνή να λέει σε ήρεμο τόνο: “Που ‘ναι ο καθρέφτης;” και αμέσως σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το άδειο σημείο στο οποίο θα έπρεπε να είναι ο καθρέφτης του μπάνιου. Με την άκρη του ματιού του είδε στα δεξιά του κάτι που τον έκανε να κοκκαλώσει! Γύρισε αργά και κοίταξε προς το χολ, απέναντι από την τουαλέτα και άρχισε να περπατάει προς το σημείο σαν υπνωτισμένος. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένος ο καθρέφτης του μπάνιου και αυτό που έβλεπε ο Μάρκος δεν ήταν τίποτε άλλο από τον άντρα με το μακρύ παλτό και το ψηλό, μυτερό καπέλο το οποίο συνέχιζε να κρατάει με το δεξί του χέρι. Αλλά αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν οτι το πρόσωπο εκείνου του παράξενου άντρα ήταν ίδιο με το δικό του!
Σοκαρίστηκε και για μια στιγμή είδε τον πραγματικό του εαυτό μπροστά στον καθρέφτη με ένα όπλο στο δεξί του χέρι να σημαδεύει το κεφάλι του. Αλλά ο άγνωστος έκανε και πάλι την εμφάνισή του και χαμογελώντας πονηρά μίλησε και είπε στον Μάρκο: “Λύθηκε το πρόβλημα“…
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ