Όλο το χωριό των Μαυροπρόσωπων είχε μαζευτεί γύρω από τη μεγάλη φωτιά. Νεαροί και ηλικιωμένοι, μικροί και μεγάλοι, όλες οι οικογένειες της φυλής συγκεντρώθηκαν για τη σπουδαία γιορτή. Ο γιος του φύλαρχου, το “Μεγάλο Ελάφι” όπως τον αποκαλούσαν οι Μαυροπρόσωποι, θα πήγαινε για κυνήγι για πρώτη φορά με τους άντρες του χωριού και γι’ αυτό το λόγο θα πραγματοποιούνταν ένα τελετουργικό για να έχει καλοτυχία ο νεαρός κυνηγός και να τον βοηθήσουν τα πνεύματα των προγόνων του.

Το “Μεγάλο Ελάφι” είχε πάρει το όνομά του από το συνδυασμό δύο χαρακτηριστικών του. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, ίσως ο πιο μεγαλόσωμος άντρας στη φυλή των Μαυροπρόσωπων, αλλά ήταν επίσης φοβερά ταχύς, τόσο γρήγορος που μπορούσε να πιάσει ένα ελάφι με τα γυμνά του χέρια χωρίς να το σκοτώσει, μόνο και μόνο τρέχοντας ξοπίσω του. Ήταν ένα θαύμα της φύσης και ήταν ο διάδοχος στην αρχηγία της φυλής του.

Επειδή όλα τα ονόματα που έδιναν οι Ινδιάνοι είτε στους ανθρώπους είτε στα ζώα και τα αντικείμενα, πάντοτε είχαν μια ιδιαίτερη σημασία, έτσι ίσχυε και με εκείνο της φυλής των Μαυροπρόσωπων. Ο πρώτος φύλαρχος, ο “Μαύρος Βούβαλος“, κάποτε είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Είχε φύγει από το χωριό για να πάει να κυνηγήσει και για κακή του τύχη αντάμωσε με πέντε άντρες της αντίπαλης και εχθρικής φυλής των Ερυθρόποδων.

Έτσι ξεκίνησε ένα ανθρωποκυνηγητό με θήραμα τον ίδιο τον “Μαύρο Βούβαλο“, ο οποίος χώθηκε μέσα στην πυκνή βλάστηση της ζούγκλας και κρύφτηκε για να γλιτώσει από τους διώκτες του. Για να καμουφλαριστεί και να γίνει αόρατος στους κυνηγούς του, έσκαψε με τα χέρια του το ξερό χώμα για να φτάσει πιο βαθιά στο έδαφος εκεί που η υγρασία είναι ακόμα μεγαλύτερη και έφτιαξε λάσπη και την έβαλε παντού, σε όλο το κορμί του, στα χέρια, στα πόδια, στο πρόσωπο.

Οι Ερυθρόποδοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και άρχισαν να ψάχνουν πολύ σχολαστικά τη ζούγκλα για να βρουν τον “Μαύρο Βούβαλο“, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβαν, με το χειρότερο τρόπο, το θανάσιμο λάθος τους. Ο αντίπαλός τους εκτός από πανούργος ήταν και φοβερός πολεμιστής, ένας πάρα πολύ δυνατός άντρας που πήρε το προσωνύμιο “Βούβαλος” γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Το “Μαύρος” το πήρε αμέσως μετά τη συνάντησή του με τους Ερυθρόποδους… Πρώτα λοιπόν, σκότωσε τους δύο άντρες που αποτελούσαν τη μία ομάδα και αφού τους πήρε τα τόξα και τα βέλη, τότε αποφάσισε να κυνηγήσει αυτός τους υπόλοιπους εχθρούς του.

Τους βρήκε σχετικά εύκολα αφού έκαναν φασαρία και μιλούσαν μεταξύ τους καθώς τον έψαχναν στη ζούγκλα. Σήκωσε το τόξο του και πήρε δύο βέλη, το ένα το κράτησε με το στόμα του και το άλλο το έβαλε στο όπλο και τέντωσε τη χορδή. Ο πρώτος Ερυθρόποδος έπεσε νεκρός έχοντας ένα βέλος στο μάτι του ενώ ο δεύτερος, μόλις έστριψε προς την πλευρά που ήρθε το φονικό αντικείμενο, ένιωσε ένα τρύπημα στο λαιμό, σωριάστηκε στο έδαφος και πνίγηκε μέσα στο ίδιο του το αίμα. Ο “Μαύρος Βούβαλος” έβγαλε μια τρομακτική πολεμική κραυγή και χίμηξε στον τελευταίο του αντίπαλο χωρίς κανένα όπλο, είχε τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση που δεν τον ένοιαζε καθόλου. Οι δύο άντρες πάλεψαν σκληρά αλλά στο τέλος ο πρώτος φύλαρχος των Μαυροπρόσωπων κατάφερε να στραγγαλίσει τον εχθρό του και να επιβιώσει τελικά από αυτή την τρομερή καταδίωξη.

Όταν γύρισε πίσω στο χωριό και ενημέρωσε τους γηραιότερους σχετικά με την περιπέτειά του, εκείνοι του απάντησαν οτι από τότε και στο εξής το όνομα της φυλής τους θα είναι οι Μαυροπρόσωποι. Γιατί ο “Μαύρος Βούβαλος” εμφανίστηκε μπροστά τους με λάσπες σε όλο του το πρόσωπο, μόνο το στόμα και τα μάτια του ξεχώριζαν και επειδή με τη βοήθεια της λάσπης κατάφερε να επιβιώσει και να επικρατήσει των αντιπάλων του.

Το τελετουργικό

Ο γέρος σαμάνος της φυλής των Μαυροπρόσωπων έκανε νόημα στο “Μεγάλο Ελάφι” να πλησιάσει κοντά του. Ύστερα άρχισε να μουρμουράει κάτι αρχαία ινδιάνικα με τα οποία καλούσε όλα τα πνεύματα των προγόνων να έρθουν κοντά του και να ευλογήσουν τον νεαρό άντρα. Παράλληλα είχε ανάψει και μια ξύλινη, σκαλιστή πίπα από την οποία κάθε τόσο ρούφαγε καπνό και τον φυσούσε πάνω στο πρόσωπο του γιου του φύλαρχου για καθαρό μυαλό, στα χέρια του για δύναμη στο κυνήγι, στα πόδια για σβελτάδα και στο υπόλοιπο κορμί για μακροζωία. Οι άλλοι γέροντες της φυλής, αφού πρώτα έσφαξαν έναν λαγό, κράτησαν σε ένα δοχείο το αίμα του και τον υπόλοιπο τον έβρασαν με νερό και βότανα του δάσους. Με το αίμα έλουσαν το “Μεγάλο Ελάφι” για να… ανοίξουν τους πνευματικούς του ορίζοντες ενώ του έδωσαν να φάει τρείς μπουκιές από το βραστό, μία για κάθε μεγάλο κυνήγι που γίνεται μέσα σε μία χρονιά.

Την επόμενη μέρα οι κυνηγοί της φυλής των Μαυροπρόσωπων ξεκίνησαν με τα άλογά τους για την μεγάλη πεδιάδα του ποταμού Γκουανέμο, εκεί που βρισκόντουσαν τα ατέλειωτα κοπάδια των βισώνων. Τα μεγάλα αυτά φυτοφάγα ζώα αποτελούσαν την κύρια πηγή κρέατος για τους Ινδιάνους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τόσο το δέρμα για ρούχα και για συντήρηση των σκηνών τους όσο και τα κέρατα για να φτιάχνουν όπλα και να τα στολίζουν. Η μέρα ήταν πολύ όμορφη, ο ήλιος είχε κάνει την εμφάνισή του μέσα σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια και έδινε έναν αέρα αισιοδοξίας στην ατμόσφαιρα, οι κυνηγοί πίστευαν οτι όλα θα πάνε άψογα. Θα χωριστούν σε δύο ομάδες, οι μεν θα κυνηγήσουν τους βίσωνες και οι άλλοι θα τους πλησιάσουν κι από τις δύο πλευρές και θα τους κατευθύνουν προς την παγίδα.

Η παγίδα ήταν οτι στο βάθος της πεδιάδας του ποταμού Γκουανέμο υπήρχαν δυο λόφοι ανάμεσα από τους οποίους ήταν ένα στενό πέρασμα, ίσα ίσα χωρούσαν να περάσουν δύο βίσωνες στην ευθεία. Στο τέλος του περάσματος οι Μαυροπρόσωποι είχαν τοποθετήσει κορμούς δέντρων, με μυτερές τις κορφές τους, καρφωμένους στο έδαφος και το είχαν κλείσει εντελώς. Έτσι όταν έμπαιναν οι βίσωνες στο πέρασμα παγιδεύονταν και οι κυνηγοί με μεγάλη ευκολία τους αποτελείωναν με τα τόξα τους. Μία βολή ακριβείας στην πίσω μεριά του κεφαλιού ήταν αρκετή για να γίνει η δουλειά. Τρία τέτοια κυνήγια τη χρονιά ήταν αναγκαία για την επιβίωση της φυλής των Μαυροπρόσωπων και το πρώτο ήταν έτοιμο να ξεκινήσει.

Μόλις εντόπισαν το κατάλληλο κοπάδι δεν έχασαν χρόνο και άρχισαν να καλπάζουν προς τους βίσωνες ουρλιάζοντας χαρούμενοι. Αμέσως χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και η μεγαλύτερη “έσπασε” σε δυο μικρότερες οι οποίες έκλεισαν το κοπάδι από το πλάι. Εκείνη που κυνηγούσε τους βίσωνες από πίσω ήταν και η ομάδα που άνηκε το “Μεγάλο Ελάφι“, ο νεαρός κάλπαζε δίπλα στον πατέρα του ενθουσιασμένος για το πρώτο του κυνήγι. Όλα πήγαιναν όπως τα είχαν υπολογίσει, δεν τους είχε ξεφύγει ούτε ένας βίσωνας ενώ στο βάθος του ορίζοντα άρχισαν να φαίνονται οι δύο λόφοι.

Μεγάλο Ελάφι άκουσέ με προσεκτικά. Επειδή είναι η πρώτη σου φορά στο κυνήγι, εσύ δεν θα ρίξεις με το βέλος σου στα ζώα. Όταν τα στριμώξουμε στο πέρασμα και τα παγιδεύσουμε, εσύ θα πας από την άλλη μεριά και θα αποτελειώσεις με το μαχαίρι σου όποιο από τα ζώα καρφωθεί πάνω στους κορμούς. Δεν πρέπει να χαλάσει το δέρμα γιατί είναι πολύ σημαντικό για την επιβίωσή μας, αυτό που σου λέω να το θυμάσαι για πάντα“, ήταν τα λόγια του φύλαρχου στο γιο του.

Φτάνοντας λοιπόν στην παγίδα οι βίσωνες άρχισαν να στριμώχνονται πανικόβλητοι μέσα στο πέρασμα. Μόλις μπήκε και ο τελευταίος οι Μαυροπρόσωποι κατέβηκαν από τα άλογά τους και ξεκίνησαν να σκαρφαλώνουν τους δύο λόφους, πήραν τα τόξα στα χέρια τους και περίμεναν το σύνθημα του αρχηγού για να σκοτώσουν τα μεγάλα ζώα. Το “Μεγάλο Ελάφι” άφησε και αυτό με τη σειρά του το άλογό του και ξεκίνησε να τρέχει προς την άλλη πλευρά του περάσματος. Έφτασε σχετικά γρήγορα αφού ήταν πάρα πολύ ταχύς, πήρε το μαχαίρι στα χέρια του και πλησίασε τους κορμούς. Ήταν ήδη τρείς βίσωνες καρφωμένοι και χτυπιόντουσαν με μανία κάνοντας την κατασκευή να μην δείχνει και τόσο γερή. Όμως το “Μεγάλο Ελάφι” δεν το παρατήρησε αυτό το πράγμα και φτάνοντας στους κορμούς έκοψε το λαιμό του πρώτου ζώου και προχώρησε προς το δεύτερο.

Όμως ένας κορμός δεν άντεξε και έσπασε από το βάρος των δύο καρφωμένων βισώνων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πέσει και ο διπλανός που ήταν δεμένος μαζί του και σιγά σιγά όλη η κατασκευή άρχισε να διαλύεται. Το κακόμοιρο το “Μεγάλο Ελάφι“, ήταν τόσο ενθουσιασμένο… Ούτε που κατάλαβε την καταστροφή που ερχόταν παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά. Ξαφνικά όλοι οι κορμοί υποχώρησαν και οι βίσωνες άρχισαν να τρέχουν προς το άνοιγμα τρελαμένοι παρασέρνοντας στο διάβα τους τον γιο του φύλαρχου, ο οποίος ούρλιαζε από μακριά βλέποντας το παιδί του να ξεψυχά κάτω από τις οπλές του κοπαδιού.

Το κυνήγι απέτυχε… Ο γιος του φύλαρχου και διάδοχος της αρχηγίας της φυλής σκοτώθηκε… Οι Μαυροπρόσωποι νόμιζαν οτι τα πνεύματα είχαν θυμώσει μαζί τους… Όμως η επιβίωσή τους ήταν εκείνο που είχε τη μεγαλύτερη σημασία… Για να υπάρξει κι επόμενο κυνήγι… Για να υπάρξει διαδοχή στην αρχηγία της φυλής… Για να υπάρξει η συνέχεια των Μαυροπρόσωπων…

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ