“Μια ιστορία θα σας πω
για δυο αδέρφια από το Μεξικό.
Φόβος και τρόμος έγιναν αυτοί
για τους τουρίστες που ταξίδεψαν εκεί.
Ο θρύλος τους είναι πέρα για πέρα αληθινός
και προκαλείται στους πολλούς, φόβος αλλά και πανικός.
Οι “Los hermanos negro”, ο Πάμπλο κι ο Χουάν.
Τα “Μαύρα Αδέρφια” όπως τους αποκαλούσαν.
Τριγυρνούσαν με το μαύρο -μάρκας φορντ- βανάκι
και απήγαγαν τουρίστες, βράδυ, από σκοτεινό σοκάκι.
Σκέψεις και ορέξεις σαδιστή, κάψιμο με αναπτήρα
κι ύστερα θάνατος μαρτυρικός μέσα σε αποτεφρωτήρα.
Μπορεί το μαύρο βαν να ‘χε σταυρό στο πλάι
μα μέσα του ο διάβολος φώλιασε και ζητάει,
καινούργια σάρκα ανθρώπινη, ένα βαρέλι αίμα.
Φίλοι μου καλοί πιστέψτε το γιατί δεν είναι ψέμα“
Ο γερο-Χούλιο έκανε μια παύση και κοίταξε το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω του. Μικροί και μεγάλοι, ξένοι και ντόπιοι, όλοι είχαν πλησιάσει το γέρο που λέει τις τρομακτικές του ιστορίες στην κεντρική πλατεία της Τιχουάνας. Εκείνος χαμογέλασε πλατιά και άφησε να φανούν τα ελάχιστα δόντια που του είχαν απομείνει και ρούφηξε μια καλή γουλιά από την παγωμένη τεκίλα που κρατούσε. Έφτιαξε κάπως καλύτερα το σομπρέρο του και άναψε ένα τσιγάρο με λίγη από την καλύτερη μαριχουάνα της περιοχής.
Ήταν αρχές Νοέμβρη και παντού στο Μεξικό γιόρταζαν την “Ημέρα των Νεκρών“. Η μεγαλύτερη και πιο σημαντική απ’ όλες τις γιορτές της χώρας της Κεντρικής Αμερικής, πόλος έλξης για εκατομμύρια τουρίστες που επισκέπτονταν εκείνη την εποχή το Μεξικό. Στην “Ημέρα των Νεκρών” γιορτάζεται η σύντομη επιστροφή των αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει, πίσω στον κόσμο των ζωντανών και όλοι όσοι συμμετέχουν σε αυτή ντύνονται με φανταχτερά χρώματα και φοράνε μάσκες νεκρών και δαιμόνων.
Επίσης, την “Ημέρα των Νεκρών“, παρασκευάζονται μερικές νόστιμες αλλά… μακάβριες λιχουδιές όπως είναι τα “calaveros“, ζαχαρωτά δηλαδή σε σχήμα κρανίου, σκελετού ή φέρετρου. Όμως το πιο σημαντικό απ’ όλα τα εδέσματα είναι το περίφημο “ψωμί των νεκρών“, το οποίο είναι πασπαλισμένο από πάνω με κόκκινη ζάχαρη για να συμβολίζει το αίμα με το οποίο τρέφονται οι νεκροί σύμφωνα πάντοτε με τον μύθο της νεκρανάστασης.
Η Νικόλ έπαιζε με το καλαμάκι της πορτοκαλάδας που έπινε και παρατηρούσε την Κρίστι να φλερτάρει με τον τύπο που πούλαγε τα αναψυκτικά στην πλατεία. “Πόσο χαζοί είναι αυτοί οι άντρες Θεέ μου!!“, είπε ξεφυσώντας η Κρίστι την ώρα που κάθισε δίπλα από τη φίλη της. “Μα ούτε να φλερτάρουν δεν ξέρουν! Του λες “τι ωραίο κορμί που έχεις” και ο άλλος απαντάει “μπορείς να μου δώσεις το τηλέφωνό σου”; Μα καλά είσαι τόσο μαλάκας φίλε μου; Αν ήθελα γκόμενο λες να ερχόμουν από τη Λυών μέχρι την Τιχουάνα για να βρω άντρα;” συνέχισε να φωνάζει φουντωμένη κάνοντας τη Νικόλ να ξεκαρδιστεί στα γέλια και να της δώσει ένα μεγάλο φιλί στο στόμα.
“Απλά το παιδί κόμπλαρε και σου είπε την αυτοματοποιημένη απάντηση που κρύβουν οι άντρες κάπου μέσα στο μυαλό τους όταν θέλουν να… προσεγγίσουν μια γυναίκα“, ψιθύρισε η Νικόλ στο αυτί της φίλης της και σηκώθηκε από το παγκάκι. “Πάμε μια βόλτα, πάμε να δούμε τους πάγκους με τα γλυκά, πάμε κάπου αλλού!” έλεγε στην Κρίστι τραβώντας τη από το χέρι για να τη σηκώσει από τη θέση της. Τα δύο κορίτσια προχώρησαν προς την άκρη της πλατείας και χώθηκαν στα σοκάκια που οι μικροπωλητές πουλούσαν οτι μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους, από χειροποίητα σκουλαρίκια και δαχτυλίδια μέχρι ιγκουάνα, ταραντούλες και πύθωνες.
Ο οδηγός του μαύρου βαν που ήταν παρκαρισμένο στο πάρκινγκ δίπλα από την πλατεία, άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου και ξεκίνησε
Τα δύο κορίτσια πείραζαν η μία την άλλη και γελούσαν δυνατά, περνούσαν τόσο ωραία και οι δύο μακριά από τα σπίτια τους. Μακριά απ’ όλα τα προβλήματα που τους δημιούργησαν οι οικογένειές τους όταν έμαθαν οτι τα κορίτσια είναι ζευγάρι. Ο πατέρας της Κρίστι την έδιωξε από το σπίτι και την αποκλήρωσε ενώ η Νικόλ “αυτοεξορίστηκε” από τους δικούς της μη μπορώντας να αντέξει τα πικρόχολα σχόλια για την ίδια και τον άνθρωπο που αγαπούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Τους τελευταίους δύο μήνες τα κορίτσια έμεναν μαζί σε μια μικρή γκαρσονιέρα στη Λυών και δούλευαν σερβιτόρες από το πρωί μέχρι το βράδυ για να τα φέρουν βόλτα.
Η Νικόλ λάτρευε να παίρνει σταυρόλεξα και να τα λύνει, γνώριζε ένα κάρο “άχρηστες” πληροφορίες και ήθελε κάπου να… διοχετεύσει τις γνώσεις της. Μια μέρα λοιπόν κι ενώ είχε πάει να αγοράσει ένα φτηνό περιοδικό γεμάτο σταυρόλεξα, βρήκε στο δρόμο πεταμένο ένα κουπόνι από ένα διαγωνισμό που αφορούσε ένα ταξίδι αναψυχής για δύο άτομα στο Μεξικό! Αφού δεν είχε να χάσει τίποτα το πήρε, συμπλήρωσε εκεί που έπρεπε τα στοιχεία της και το έστειλε στη διεύθυνση που έγραφε το κουπόνι. Μια βδομάδα αργότερα, πρωί ήτανε, είχε ξεγλιστρήσει από το κρεβάτι που κοιμόταν με την Κρίστι και της ετοίμασε πρωινό. Της το πήγε στο κρεβάτι πάνω σε έναν ξύλινο δίσκο και μέσα στην πετσέτα είχε κρύψει τα εισιτήρια που είχε κερδίσει από το διαγωνισμό. Όταν η Κρίστι έκανε να απλώσει την πετσέτα στα πόδια της τότε είδε κάτι χαρτιά να πέφτουν στο πάτωμα.
Σηκώθηκε ενθουσιασμένη από τη θέση της για να πιάσει τα εισιτήρια με αποτέλεσμα να χύσει όλο το χυμό που της είχε φτιάξει η Νικόλ αλλά καμιά τους δεν νοιάστηκε γι’ αυτό. Πήρε τα δύο ορθογώνια χαρτάκια στα χέρια της, τα κοίταξε και μετά από λίγο άρχισε να κλαίει σαν μωρό παιδί. “Γιατί μας το έκαναν αυτό; Τι κακό κάναμε που αγαπιόμαστε ρε γαμώτο!” είπε με τρεμάμενη φωνή η Κρίστι και η Νικόλ την πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά. “Μη νοιάζεσαι μωρό μου. Πάμε το ταξιδάκι μας να ξελαμπικάρουμε και όλα θα φτιάξουν, θα το δεις!” της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά για να την παρηγορήσει…
Το μαύρο βανάκι έστριψε στην άκρη της πλατείας της Τιχουάνας και χάθηκε στα στενά της πόλης
Οι δυο κοπέλες συνέχισαν τη βόλτα τους στα σοκάκια της Τιχουάνας και έφτασαν σε ένα στενό που είχε μόνο μπαράκια. Έξω από τα μαγαζιά ήταν παρέες που έπιναν τα ποτά τους και έκαναν χαβαλέ, άλλοι στριμώχνονταν σε κάτι γωνίες για να σνιφάρουν λίγη κόκα και ήταν και μερικοί που είχαν ξαπλώσει στο δρόμο πιωμένοι και κοιμόντουσαν. “Λίγο πιο… σκοτεινά απ’ οτι θα θέλαμε, ε αγάπη μου;“, είπε η Νικόλ η οποία άρπαξε από το μπράτσο την Κρίστι και ξεκίνησαν και οι δύο να περπατάνε με γρήγορο βήμα.
Μόλις πέρασαν έξω από το τελευταίο μπαράκι είδαν μερικά αγόρια που καθόταν και έπιναν μπύρες μαζί με σφηνάκια τεκίλα. Ένας από αυτούς τις πήρε χαμπάρι και άρχισε να τις φωνάζει σε σπαστά αγγλικά και να τις προσκαλεί στην παρέα του για να τις κεράσει κάτι να πιούν. Τα κορίτσια ούτε που γύρισαν να τον κοιτάξουν, συνέχισαν την πορεία τους βιαστικές και προχώρησαν μέχρι τη στροφή. Ο άγνωστος τις ακολούθησε για λίγα μέτρα και δυνάμωσε κάπως την ένταση της φωνής του αλλά η φασαρία της πόλης την κάλυψε εντελώς. “Άκουσες τι φώναζε ο τύπος;“, ρώτησε η Νικόλ την Κρίστι αλλά η φίλη της κούνησε αρνητικά το κεφάλι και της έκανε νόημα να στρίψουν στο επόμενο στενό.
“Παράξενα πλάσματα οι γυναίκες τελικά! Δηλαδή οι άντρες τους μιλάνε μόνο όταν είναι να τις πηδήξουν; Εγώ το μόνο που τους είπα ήταν να μην απομακρύνονται από το πλήθος“, είπε ο άγνωστος άντρας γυρνώντας στην παρέα του…
Το κινητό της Νικόλ χτύπησε ακόμα μία φορά. Ήταν η μάνα της, η οποία πρέπει να την είχε πάρει πάνω από πενήντα φορές τις τελευταίες δύο μέρες αλλά εκείνη δεν έλεγε να το σηκώσει. “Μωρό μου σήκωσέ το! Αφού σε βλέπω μωρέ θέλεις να της μιλήσεις, μην τη βασανίζεις την κακομοίρα αλλά σταμάτα να βασανίζεσαι κι εσύ! Άντε μίλησέ της αγάπη μου!” της είπε η Κρίστι και εκείνη αφού της έδωσε ένα φιλί στο στόμα, πήγε λίγο πιο πέρα που ήταν πιο ήσυχα και απάντησε στο τηλέφωνο.
Το μαύρο βαν φρέναρε απότομα. Ένας άντρας κατέβηκε, έφυγε γρήγορα και μετά από λίγο επέστρεψε και έβαλε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μια γυναίκα
Είχε τόσο καιρό να μιλήσει με τη μάνα της που ούτε κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που σήκωσε το τηλέφωνο. Γύρισε να κοιτάξει την Κρίστι αλλά προς μεγάλη της έκπληξη εκείνη δεν ήταν πουθενά. “Μαμά σε κλείνω. Η Κρίστι δεν είναι εδώ… Μαμ.. Μαμά θα σε πάρω πάλι πίσω εγώ” είπε ταραγμένη η Νικόλ και άρχισε να φωνάζει το όνομα της φίλης της. Άρχισε να τρέχει από στενό σε στενό σαν την τρελή, ρωτούσε όποιον έβρισκε μπροστά της για την Κρίστι και έδειχνε φωτογραφίες της που είχε αποθηκευμένες στο κινητό της μήπως και την αναγνωρίσει κανείς. Τζίφος…
Γύρισε πίσω στο μπαρ που καθόταν εκείνος ο άγνωστος τύπος με την παρέα του αλλά δεν τους είδε, έτρεξε προς την πλατεία της Τιχουάνας και άρχισε να “χτενίζει” το χώρο, από πάγκο σε πάγκο και από μαγαζί σε μαγαζί. Για καλή της τύχη το μάτι της έπεσε σε ένα αγόρι του οποίου η φυσιογνωμία της φαινόταν γνωστή. Ήταν το παλικάρι που ήθελε νωρίτερα να κεράσει την ίδια και τη Νικόλ ποτό. “Βοήθεια…Βοήθεια!! Η φίλη μου εξαφανίστηκε!! Σε παρακαλώ βοήθησέ με!!” του φώναζε κλαίγοντας αλλά εκείνος δεν της είπε τίποτα, μονάχα της έκανε νόημα βάζοντας το δείκτη του χεριού του στο κεφάλι του, σαν να της έλεγε: “Σας είπα να προσέχετε αλλά…” και απομακρύνθηκε.
Η Κρίστι ήταν απεγνωσμένη, βρισκόταν σε μια ξένη χώρα ολομόναχη, μόλις είχε εξαφανιστεί η αγαπημένη της και δεν έβρισκε βοήθεια από πουθενά. Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο αποφάσισε να πάει στην αστυνομία και να καταγγείλει το περιστατικό, μόνο αυτό μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την ώρα. Μόλις έφτασε κάτω από το αστυνομικό τμήμα και έκανε να μπει μέσα, είδε στο τέλος του δρόμου ένα μαύρο βανάκι με ένα σταυρό στο πλάι να στρίβει στη γωνία. Αυτό που της έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση όμως και έμεινε εκεί σαν υπνωτισμένη να κοιτάζει το αυτοκίνητο, ήταν η φωτιά που έκαιγε στο πίσω μέρος του οχήματος. Σαν αποτεφρωτήρας…
(Η παραπάνω ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτή είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ