Τρεις φανταστικές και σύντομες ιστορίες παρεξήγησης

Διαδικτυακή… συμβουλή

-Καλησπέρα!
-Γεια σας! Παρακαλώ, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
-Θα ήθελα να φάω κάτι γλυκό αλλά επειδή έχω μπόλικο ζάχαρο ξέρετε, πρέπει να προσέχω.
-Ααα.. Μάλιστα! Ήρθατε στον κατάλληλο άνθρωπο. Ακολουθήστε με!

Ο υπάλληλος του ζαχαροπλαστείου προχώρησε στο διπλανό δωμάτιο εκεί που ήταν οι πάγκοι με τις τούρτες, τις πάστες, τα σοκολατάκια και όλα αυτά τα υπέροχα εδέσματα. Μοσχοβολούσε ο τόπος λιωμένη σοκολάτα ενώ έντονη ήταν και η μυρωδιά της κανέλλας. Τα ολόφρεσκα κρουασανάκια βουτύρου που μόλις είχαν βγει από το φούρνο, σε προσκαλούσαν σε ένα “αμαρτωλό” τσιμπούσι με μέλι και σπιτική μαρμελάδα βερίκοκο. Ο κακόμοιρος ο πελάτης… Κοίταζε τις βιτρίνες με τα γλυκά και από τη λαχτάρα του είχε αρχίσει να ιδρώνει, έβγαλε αλαφιασμένος ένα πανί από την τσέπη του και σκούπισε το μέτωπό του.

-Τι μου κάνεις συνάνθρωπε! Που με έφερες αναθεματισμένε; Εδώ είναι η κόλαση ή μήπως ο παράδεισος;
-Οτι τραβάει η όρεξή σας κύριε! Πείτε μου, να κόψω λίγη τούρτα ή μήπως θα πάρετε μερικά σοκολατάκια;
-Μα αφού σου είπα οτι έχω ζάχαρο! Θες να με σκοτώσεις;
-Μην ανησυχείτε κύριε. Εκείνα τα γλυκά στη γωνία είναι όλα φτιαγμένα με καστανή ζάχαρη, οτι πρέπει για την περίπτωσή σας.
-Είσαι σίγουρος μωρέ;
-Μα παιδιά είμαστε; Το ξέρω από την τηλεόραση αλλά επειδή δεν την πολυπιστεύω το κοίταξα και στο ίντερνετ! Μπήκα λοιπόν σε ένα φόρουμ που συνομιλούσαν φοιτητές ιατρικής και εκεί είδα οτι η καστανή ζάχαρη είναι πιο υγιεινή από τη λευκή!
-Οπότε;
-Οπότε ήρθε η ώρα να μου παραγγείλετε αυτό που ήρθατε να ψωνίσετε.
-Βάλε λοιπόν μια τούρτα, ένα κιλό σοκολατάκια και πέντε πάστες λίγο μπαμπάτσικες.

Μετά από λίγα λεπτά

-Έτοιμα τα πράγματά σας.
-Έξοχα! Τι σας οφείλω;
-Μόλις 35 ευρώ κύριε!
-Πω,πω,πω! Μπορεί να… γλίτωσα στη σάλα με τα γλυκά και τις τούρτες αλλά μου φαίνεται οτι θα λιποθυμήσω! Φαρμακείο είσαι ρε αδερφέ…

Μετά από μια βδομάδα

-Νικόλα τα ‘μαθες;
-Τι΄ναι αφεντικό;
-Πέθανε ο κυρ Νίκος ο ταρίφας.
-Ο ποιος;
-Εκείνος ο χοντρούλης με την καραφλίτσα. Ερχόταν που και που και έπαιρνε κανένα γλυκό.
-Τι να σου πω αφεντικό, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο. Και πως πέθανε;
-Τον βρήκαν ξαπλωμένο στον καναπέ του σπιτιού του με μία τούρτα καθισμένη στην κοιλιά του και ένα μεγάλο κουτάλι στο χέρι. Είχε ζάχαρο ο κακομοίρης και δεν πρόσεχε αλλά όποτε ερχόταν εγώ του έδινα από εκείνα τα γλυκά με τη στέβια. Τουλάχιστον αυτά μπορούσε να τα φάει. Αιωνία του η μνήμη!

Έκπληξη!

Ο Βασίλης ξύπνησε και πάλι αχάραγα. Πήγε μέχρι το νιπτήρα του μπάνιου και έριξε λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει. Είχε δει ξανά τον ίδιο εφιάλτη, ήταν η πέμπτη μέρα στη σειρά που συνέβαινε αυτό το πράγμα. Ήταν, λέει, σε μια αποβάθρα μοναχός του και κοίταζε ένα μεγάλο πλοίο που έφευγε για την Αμερική. Πάνω στο πλοίο ήταν η γυναίκα και η κόρη του, πήγαιναν στον κουνιάδο του για μια καλύτερη ζωή γιατί ο Βασίλης δεν μπορούσε να τους την προσφέρει. Όπως ακριβώς και στην πραγματικότητα… Αλλά για ένα περίεργο λόγο εκείνο το πλοίο έκανε στροφή και επέστρεφε και κάθε φορά που εκείνος έτρεχε να αγκαλιάσει την μικρή του Αμαλία, τότε όλα κοκκίνιζαν και μέσα σε μια στιγμή βρισκόταν στον πάτο της θάλασσας και πνιγόταν.

Κάθε μέρα το ίδιο βάσανο! Άι σιχτίρ πια!“, φώναξε στον εαυτό του καθώς τον κοίταζε από τον καθρέφτη του μπάνιου. Ύστερα έφτιαξε έναν ελληνικό καφέ διπλό και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας στην μικροσκοπική γκαρσονιέρα που νοίκιαζε. Κρατούσε στα χέρια του τη φωτογραφία της κόρης του, του την είχε στείλει πριν από δύο μήνες περίπου στα γενέθλιά της όταν έκλεισε τα δέκα. Πάνε πέντε χρόνια τώρα που η Μαρία, η γυναίκα του Βασίλη και η κόρη τους η Αμαλία, έφυγαν με το πλοίο για την Αμερική. Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τέτοια που τους υποχρέωσε να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο, η Μαρία έπιασε δουλειά σερβιτόρα στο εστιατόριο του αδερφού της ενώ η μικρή Αμαλία γράφτηκε σε ελληνικό δημοτικό.

Ο Βασίλης ήταν μπαρμπέρης και νοίκιαζε ένα μικρό χώρο στο Μεταξουργείο για να κουρεύει και να ξυρίζει νεαρούς άντρες και ηλικιωμένους. Ίσα ίσα που κάλυπτε τις υποχρεώσεις του ενώ ένα μικρό ποσό που του έμενε το μήνα, το έβαζε σε ένα κουμπαρά και έκανε όνειρα για να πάει να βρει τους δικούς του στην Αμερική.

Στο μπαρμπέρικο

-Καλημέρα Μπίλαρε, Ολυμπιακάρα μου!
-Καλώς τον κυρ Μπάμπη μας το λεβεντόπαιδο!
-Σήμερα έχω ραντεβού με ένα μωρό… ένα μωρό… μπουκιά και συχώριο αδερφέ μου!
-Και θέλεις να σε κάνω κούκλο μωρέ γέροντα μοιχέ; Άντε κάθισε…
-Όχι απλά κούκλο Βασίλη μου. Θέλω σήμερα φαλτσέτα σοβαρή, θέλω το πρόσωπό μου να είναι τόσο απαλό σαν κωλομάγουλο μωρού. Σαν ροδάκινο.. Κατάλαβες μωρέ;
-Άστο σου λέω Μπάμπη μου! Το ‘χω, το ‘χω…

Κι ενώ ο Βασίλης πήρε το μεταλλικό μπολ ξυρίσματος και άρχισε να πασπατεύει με το πινέλο λίγο σαπούνι για ξύρισμα με μυρωδιά ευκάλυπτου και μενθόλης, οι δύο άντρες ξεκίνησαν να μιλάνε για το κυριακάτικο ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ στο Φάληρο. Ο Μπάμπης επέμενε οτι οι Θεσσαλονικείς ήταν τυχεροί και οτι έπρεπε να φάνε ακόμα δύο γκολ αλλά ο μπαρμπέρης τον κάλμαρε λέγοντας οτι πάλι καλά που νίκησε ο Ολυμπιακός γιατί στο τέλος λίγο έλλειψε να έρθει το παιχνίδι ισόπαλο.

Ο Βασίλης είχε ολοκληρώσει το κούρεμα του πελάτη του και είχε αρχίσει να του βάζει αφρό στο πρόσωπο για να τον ξυρίσει. Πήρε τη φαλτσέτα στα χέρια του και ξεκίνησε από τα μάγουλα. Ήταν απολαυστικός στη δουλειά του, πραγματικά χαιρόσουν να τον βλέπεις να χειρίζεται αυτό το μικρό “φονικό” εργαλείο. Σιγά σιγά πέρασε και στην περιοχή που βρίσκεται κάτω από το πηγούνι και προς το λαιμό ή αλλιώς την “κόκκινη” περιοχή όταν κάποιος ξυρίζεται με φαλτσέτα. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την κοντινή απόσταση στην οποία βρίσκεται η σφαγίτιδα φλέβα…

Η πίσω πόρτα του μπαρμπέρικου ανοίγει τόσο αθόρυβα που ούτε ο Βασίλης αλλά ούτε και ο πελάτης του κατάλαβαν τίποτα. Μία γυναίκα και ένα κορίτσι μπαίνουν στο χώρο. Η μικρή άρχισε να τρέχει προς τον άντρα με τη φαλτσέτα στο χέρι.

-Μπαμπαααα μουουου!! Μπαμπάκα μουουου!!

Ο μπαρμπέρης τρόμαξε τόσο που έκανε μία απότομη και άγαρμπη κίνηση. Χλόμιασε και σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον καθρέφτη. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το κάτω μέρος από ένα κοριτσίστικο φουστάνι και δίπλα του ένα ζευγάρι άσπρες γόβες. Όλος ο υπόλοιπος καθρέφτης είχε καλυφθεί από φρέσκο, κατακόκκινο αίμα…

Ασυνεννοησία

Το πάρτι της μικρής Μαρίας μόλις είχε τελειώσει και η μητέρα της έβγαλε το πορτοφόλι από την τσάντα για να πληρώσει τον ταχυδακτυλουργό.

-50 ευρώ δεν είπαμε;
-Μάλιστα κυρία Αγγέλου.
-Ορίστε και σε ευχαριστώ για όλα! Η κόρη μου και οι φίλοι της πέρασαν υπέροχα!
-Έκανα οτι καλύτερο μπορούσα. Και πάλι σας ευχαριστώ που με προτιμήσατε.

Ο Βαγγέλης ο ταχυδακτυλουργός πήρε τη βαλίτσα με τις στολές και όλα τα εργαλεία που χρειαζόταν για τα κόλπα του. Από μπαλόνια και ψεύτικες χειροπέδες μέχρι κέρματα, πλαστικά σπαθιά και μία τράπουλα. Προχώρησε μέχρι τη στάση του λεωφορείου, μπήκε στο επόμενο και ξεκίνησε για το σπίτι του. Οι άνθρωποι που τον έβλεπαν μόνο του να κάθεται στη γαλαρία άλλοτε τον κοίταζαν επίμονα κι άλλοτε ψιθύριζαν μεταξύ τους και χασκογελούσαν. Όμως ο Βαγγέλης δεν έδινε σημασία γιατί έκανε αυτό που ονειρευόταν από μικρό παιδί. Έγινε ταχυδακτυλουργός και χάριζε χαμόγελα σε μικρούς και μεγάλους.

Μόλις μπήκε στο σπίτι του αμέσως πήγε στο μπάνιο και άρχισε να ξεβάφει το πρόσωπό του. Συνήθως, όταν έπρεπε να πάει σε παιδικό πάρτι, ντυνόταν κλόουν και έβαζε στα μούτρα του ένα κάρο χρώματα. Φορούσε ρούχα πολύχρωμα και μεγάλα, μια μπλε περούκα στο κεφάλι και ένα ζευγάρι τεράστια, κίτρινα παπούτσια. Ένας Θεός ξέρει πως τα κατάφερνε κάθε φορά και πήγαινε ατσαλάκωτος στη δουλειά του ακόμα κι όταν έβρεχε.

Στο δρόμο για την εταιρία

Είχε ντυθεί με εκείνα τα χαρακτηριστικά ρούχα που φοράνε οι φυλακισμένοι και πήγαινε προς τον Πειραιά. Ένας βιομήχανος έκανε πάρτι και ήθελε μεταξύ άλλων κι έναν ταχυδακτυλουργό. Ο λόγος που ο Βαγγέλης είχε ντυθεί κατάδικος ήταν επειδή ο χώρος στον οποίο θα έκανε τα “μαγικά” του ήταν ένα ψεύτικο κελί που είχε φτιαχτεί στο χώρο του πάρτι. Στο χέρι του κρατούσε την βαλίτσα με τα εργαλεία της δουλειάς του και περπατούσε βιαστικά στο πεζοδρόμιο.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα απότομο φρενάρισμα και δυο πόρτες να κλείνουν με δύναμη…

-Ακίνητος!
-Παρακαλώ;
-Ψηλά τα χέρια! Ακούς;

Ο Βαγγέλης γύρισε προς το μέρος της φωνής και είδε δύο αστυνομικούς να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους…

-ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ!!
-Ώπα ρε παιδιά! Κάποια παρεξήγηση πρέπει να έγινε.
-ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΛΛΙΩΣ ΠΥΡΟΒΟΛΩ!!
-Ρε παιδιά ταχυδακτυλουργός είμαι, όχι κατάδικος! Αποκριάτικη στολή είναι αυτή που φοράω.
-ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΣΗΚΩΣΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΛΕΩ!!
-Μισό λεπτό να σου κάνω ένα κόλπο…
-ΤΙ: ΌΠΛΟ: ΈΧΕΙ ΌΠΛΟ!! ΈΧΕΙ ΌΠΛΟ!!

Οι πυροβολισμοί που ακολούθησαν… ανάγκασαν τα πουλιά από τα γύρω δέντρα να πετάξουν μακριά, την ώρα που ο τύπος με τη βαλίτσα έπεφτε νεκρός στο έδαφος.

(Οι παραπάνω ιστορίες είναι φανταστικές. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτές είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ