Στην οδό Παρφουμέ στο δυτικό Παρίσι, ο Ζαν Ζακ Ζερόμ ολοκλήρωνε ακόμα μία μεγάλη του δημιουργία. Ο πίνακας “Η Ωραία της Πόλης” ήταν αυτό που είχε ονειρευτεί το προηγούμενο βράδυ ο ζωγράφος και μέσα σε μία μέρα τον είχε τελειώσει. Άφησε το πινέλο στο πλαστικό ποτήρι με το νερό και σηκώθηκε από το σκαμπό που καθόταν για να τεντωθεί και να ξεπιαστεί. Έκανε λίγο πίσω για να απολαύσει από μακριά τη δημιουργία του και χαμογέλασε περήφανος με αυτό που είδε. “Είναι από τις καλύτερες δουλειές σου μπαγασάκο!” σκέφτηκε καθώς γέμιζε ένα ποτήρι ακριβή σαμπάνια και βγήκε στο μπαλκόνι για να κάνει ένα τσιγάρο.
Κοίταζε αφηρημένα προς την πλατεία που βρίσκεται στο τέλος της οδού Παρφουμέ, καθώς ρούφαγε μερικές δυνατές τζούρες από το “θανατηφόρο μαλακιστήρι” όπως συνήθιζε να λέει το τσιγάρο ο Ζερόμ. Είδε ένα ζευγάρι να χαμουρεύεται και να εξαφανίζεται στις σκιές και σκέφτηκε την Μάρτα. Ήταν η μεγάλη του αγάπη από τη Μαγιόρκα της Ισπανίας και την είχε γνωρίσει σε ένα ταξίδι που είχε κάνει στη Βαρκελώνη για να δει το μουσείο του εκπληκτικού αρχιτέκτονα Γκαουδί. Καθώς χάζευε τη μακέτα της μεγαλειώδους Σαγράδα Φαμίλια, της υπέροχης καθολικής εκκλησίας που βρίσκεται ακόμα υπό κατασκευή, το βλέμμα του έπεσε σε μία κοπέλα με φούξια κορδέλα στα μαλλιά και ένα χαμόγελο που έκανε τον Ζαν Ζακ Ζερόμ να νιώσει πρωτόγνωρα.
Η Μάρτα
Γνωρίστηκαν σε μία καφετέρια που βρίσκεται δίπλα από τη θάλασσα. Η Μάρτα εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις του Ζερόμ σχετικά με τις τέχνες αλλά αυτό που της άρεσε περισσότερο ήταν η… τρέλα του για τη ζωγραφική. Εκείνος κουβαλούσε πάντοτε μαζί του ένα επαγγελματικό μπλοκ ακουαρέλας και μερικές τέμπερες για να ζωγραφίζει. Η Ισπανίδα καλλονή από τη μεριά της πόζαρε για τον αγαπημένο της σε κάθε ευκαιρία που τους παρουσιάζονταν. Αγαπήθηκαν παράφορα και έζησαν μαζί στην Ισπανία για τρία χρόνια. Στιγμές ξεγνοιασιάς, έρωτα και ατέλειωτης φιλοσοφίας, αυτή ήταν η ζωή των δύο στη Βαρκελώνη μέχρι που έγινε το φρικτό έγκλημα.
Ένα βράδυ, λοιπόν, που ο Ζαν Ζακ Ζερόμ και η Μάρτα περπατούσαν στην παραλία, έφτασαν μέχρι τους κυματοθραύστες στην άκρη και κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλο. Συζητούσαν για το μέλλον τους και αν τελικά θα προχωρούσαν στο επόμενο βήμα και θα προσπαθούσαν να κάνουν ένα παιδάκι. Ξαφνικά κι ενώ ο Γάλλος ζωγράφος είχε αγκαλιάσει την αγαπημένη του και τις ψιθύριζε λόγια γεμάτα πάθος στο αυτί της, εμφανίστηκε από μακριά μια παρέα αγοριών. Ήταν τουρίστες από τη Ρωσία που είχαν πάει στην Ισπανία για να πάρουν το πλοίο και να φτάσουν στην Ίμπιζα, εκεί που διοργανώνονταν τα καλύτερα καλοκαιρινά πάρτι.
Οι άγνωστοι ήταν πιωμένοι μέχρι αηδίας και φτάνοντας κοντά στο ζευγάρι άρχισαν να κάνουν άσχημες και πρόστυχες χειρονομίες στη Μάρτα, αγνοώντας το αγόρι που ήταν αγκαλιασμένο μαζί της. Ο Ζερόμ, όντας αρκετά οξύθυμος ως άνθρωπος, σηκώθηκε από τη θέση του και ζήτησε από τους Ρώσους τουρίστες να φύγουν και να σταματήσουν να ενοχλούν την κοπέλα του. Δυστυχώς όμως αυτή του η κίνηση σε συνδυασμό με το πιόμα που είχαν πάνω τους, ενόχλησε τους ξένους οι οποίοι τον πέταξαν στην άμμο και άρχισαν να τον κλωτσούν όπου έβρισκαν, στομάχι, κεφάλι και πόδια. Η Μάρτα τους φώναξε να σταματήσουν και άρχισε να ουρλιάζει για βοήθεια αλλά πριν την πάρει είδηση κανείς, ένας από τους Ρώσους την έσπρωξε δυνατά και εκείνη παραπάτησε και έπεσε με το κεφάλι πάνω στις πέτρες. Οι άγνωστοι εξαφανίστηκαν κι άφησαν πίσω τους μία κοπέλα μισοπεθαμένη στα βράχια και έναν άντρα αιμόφυρτο να κλαίει στην άμμο.
Για τους επόμενους δύο μήνες ο Ζερόμ ξημεροβραδιάζονταν στο νοσοκομείο, στο πλευρό της αγαπημένης του Μάρτα η οποία ύστερα από κείνο το χτύπημα στο κεφάλι δεν ξύπνησε ποτέ ξανά. Έτσι, ένα πρωί οι γιατροί εμφανίστηκαν στον Γάλλο ζωγράφο και του είπαν οτι η κοπέλα δεν πρόκειται να επανέλθει και οτι ήταν κλινικά νεκρή. Ακόμα κι αν τη λυπόταν ο Θεός και της έδινε και πάλι ζωή, αυτή θα ήταν ένα φυτό πεταμένο σε μια αναπηρική καρέκλα για τα υπόλοιπα χρόνια της. Και επειδή η Μάρτα δεν είχε οικογένεια, ο κλήρος της απόφασης του θανάτου της έπεσε πάνω στον κακόμοιρο τον Ζερόμ. Εκείνος συμφώνησε να δωριστούν τα όργανά της σε άλλους που τα είχαν άμεση ανάγκη και αφού υπέγραψε το χαρτί στο νοσοκομείο, γύρισε για τελευταία φορά στο δωμάτιο της αγαπημένης του.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο με δάκρυα στα μάτια. Πλησίασε το κρεβάτι και γονάτισε δίπλα της παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του. Τα φίλησε και ξέσπασε σε λυγμούς, όλο του το σώμα τραντάχτηκε από την ένταση του ψυχολογικού πόνου που διαπερνούσε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί του. Έκατσε δίπλα της μέχρι τη στιγμή που μπήκαν στο δωμάτιο οι γιατροί για να αποσυνδέσουν τα μηχανήματα. Έτρεξε έξω από το δωμάτιο, δεν άντεχε να ακούσει εκείνο το χαρακτηριστικό και μακρόσυρτο “μπιιιιιιπ” που επιβεβαιώνει το θάνατο του ασθενούς. Κατέβηκε τα σκαλιά του νοσοκομείου τόσο γρήγορα που δεν πάτησε το τελευταίο και σαβουριάστηκε στο δρόμο. Έμεινε εκεί, καθισμένος στο πεζοδρόμιο και με το πρόσωπό του κρυμμένο στις παλάμες του. Ποτέ δεν θα ήταν ο ίδιος άνθρωπος…
Το Παρίσι
Πέταξε το τσιγάρο του στο δρόμο και έκανε να μπει και πάλι μέσα στο διαμέρισμα όταν άκουσε κάτι που τον έκανε να μείνει εκεί, παγωμένος στη θέση του. Ήταν μια γυναικεία κραυγή, μια αγωνιώδης έκκληση για βοήθεια, όπως είχε κάνει τότε η Μάρτα. Ο Ζαν Ζακ Ζερόμ άρχισε να τρέμει από οργή, ήταν σχεδόν σίγουρος οτι κάτι συνέβη στο ζευγάρι που είχε δει μόλις πριν ένα λεπτό. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο πήγε στο δωμάτιό του, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου που βρισκόταν δίπλα από το κρεβάτι του και πήρε από μέσα ένα περίστροφο. Έβαλε τέσσερις σφαίρες στο όπλο και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες της πολυκατοικίας που έμενε.
Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να τρέχει προς το μέρος που είχε πάει το ζευγάρι. Η φωνή της κοπέλας που ζητούσε βοήθεια είχε πια σωπάσει και όταν έφτασε στο σημείο ο Ζερόμ, αντίκρυσε ένα θέαμα τόσο οικείο στα μάτια του όσο και φρικτό. Τρεις τύποι είχαν πετάξει κάτω το αγόρι και το χτυπούσαν με καδρόνια ενώ ένας άλλος κρατούσε σε απόσταση το κορίτσι και το απειλούσε με ένα μαχαίρι στο λαιμό της. Ο Ζαν Ζακ Ζερόμ θυμήθηκε αμέσως όλες εκείνες τις στιγμές αγωνίας και πόνου που πέρασε στο πλευρό της αδικοχαμένης Μάρτα και θόλωσε. Έβγαλε το πιστόλι και χωρίς να το σκεφτεί πυροβόλησε μία φορά στον αέρα.
“Ρε κωλόπαιδα!! Αφήστε τα παιδιά ήσυχα!!” φώναξε στους τυπάδες που είχαν επιτεθεί στο ζευγάρι και άρχισε να περπατάει προς το μέρος τους με το περίστροφο στο χέρι και σημαδεύοντάς τους. Πλησίασε εκείνον που είχε στριμώξει την κοπέλα και πιάνοντάς τον από το χέρι φώναξε στους άλλους τρεις: “Φύγετε τώρα αλλιώς σας σκοτώνω όλους!!” και τους παρακολούθησε να τρέχουν μέχρι το τέλος του σοκακιού και να χάνονται στα σκοτάδια. Αφού βεβαιώθηκε οτι το ζευγάρι ήταν καλά στην υγεία του αν και βαθιά σοκαρισμένοι και οι δύο, τους κάλεσε ένα ταξί και στη συνέχεια έκανε νόημα με το όπλο στον άντρα που κράτησε αιχμάλωτο να προχωρήσει προς το δρόμο.
Κι ενώ περπατούσαν στο πεζοδρόμιο με κατεύθυνση την πολυκατοικία του Ζερόμ, ένα περιπολικό έκανε την εμφάνισή του και σταμάτησε ακριβώς δίπλα τους. Ο οδηγός κατέβασε το τζάμι του παράθυρου και ρώτησε τους δύο άντρες που πήγαιναν κι αν είχαν ακούσει κάποιον πυροβολισμό. Εκείνη την ώρα ο άγνωστος που κρατούσε αιχμάλωτο ο Γάλλος ζωγράφος, εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή, τον έσπρωξε μακριά και άρχισε να τρέχει.
Ακολούθησαν τρεις πυροβολισμοί από το περίστροφο του Ζαν Ζακ Ζερόμ και ο άντρας που έτρεχε σταμάτησε απότομα και έπεσε νεκρός στο έδαφος λίγα δευτερόλεπτα πριν κάνει το ίδιο και ο δολοφόνος του από τα πυρά των αστυνομικών.
(Η παραπάνω ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ