Ήταν το γέλιο σου φωτιά και έκαιγε μέσα στην ψυχή μου. Ορόσημο, φάρος μέσα στο σκοτάδι. Με ένα πλοιάριο και δύο μονάχα αποσκευές θέλησες μέσα στα κύματα ιστορία να γράψεις και εγώ σα βάρδος σωστός, ιστοριογράφος και εικονογράφος, πήρα το χρώμα του ουρανού, την αλμύρα του Ποσειδώνα, λίγο γη να μας θυμίζει το σπιτικό μας και δε σε άφησα ποτέ μονάχος να πλανιέσαι. Έμεινα στο κατάρτι και σε εμπόδιζα από βράχους και σειρήνες. Σου ‘κλεινα τα αυτιά σε μελωδίες αλλιώτικες και ξενικές για να μην ξεχάσεις το διάβα που σαν προορισμό ποτέ δεν είχαμε και ούτε θα αποκτήσουμε. Μας έπαιρνε ο Απόλλωνας στο ολόχρυσο του άρμα και σαν ο ήλιος ο λαμπρός, ο ήλιος ο μέγας εβασίλευε, χαράζαμε πορεία. Περάσαμε στων νησιών τις ακτογραμμές την δική μας την άκρη και αφήσαμε το κουβάρι να ξετυλίγεται προσέχοντας πάντοτε το αδράχτι. Τι και αν τα κύματα γρονθοκοπούσαν τα πλευρά μας και γοργόνες, αδερφές του Μέγα Αλεξάνδρου, μας σταμάταγαν στο ταξίδι μας, εμείς δεν παρεκκλίναμε.

Είδα τα δέντρα να ψηλώνουν και κει που άφηνες σπόρους όταν γυρνούσες έβρισκες ρίζες. Ήταν η φαντασία μας παράδεισος μα είχαμε μια φλόγα και μια σπίθα που την περιπέτεια αποζητούσαμε πάντα, μήτε την ηρεμία μήτε κείνα τα δύο κεραμίδια. Είχαμε στον Μύτικα την αφετηρία μας και εκείνο το φουσκωτό το μελάνι μας στης πυξίδας τις υποδείξεις. Σου ‘λεγαν μην πας ενάντια στο κύμα, θα μπατάρεις και έπειτα επιστροφή δε θα υπάρξει. Μα δεν άκουσες ποτέ. Με κράτησες σφιχτά στα δύο σου χέρια και χορεύαμε με τις νύμφες και τα φύκια της θάλασσας. Γελάγαμε. Το γέλιο και το τραγούδι οι καλύτεροι συνοδοιπόροι. Με ρώταγες μονάχα που είναι η επόμενη θάλασσα, ποτέ η στεριά. Δεν την ήθελες. Την αγαπούσες και αυτή πολύ, είχε οικογένεια, αδέρφια, φίλους και γνωστούς. Μα σε βάραινε κομμάτι. Ήταν οι υποχρεώσεις που δε γνώριζαν από ούριο άνεμο και η πίεση που της θάλασσας το λάδι είχε στραγγίξει. Όλα ήταν στην θέση τους και εσύ εκεί που άνηκες. Μαζί μου. Να με φωνάζεις πριγκηπέσα σου και να ταράζεται η ψυχής μου. Γιατί τέτοια αγάπη αληθινή και ατόφια ποτέ μου δεν εγνώρισα και φοβούμαι μην την ξεχάσω σαν το πέρας του καιρού διαβεί στο κατώφλι μου.

Κρίμα μονάχα που όλα ήταν ένα όνειρο και μείς δεν προκάμαμε να πάμε μακρύτερα από την γωνιά του σπιτικού μας. Γιατί το πέπλο και το δρεπάνι, μουντό και αφιλόξενο σαν θέρισε τα στάρια, εσύ ήσουν από τα πρώτα που μάζεψε.

Δ.Π.