“Είναι η δικαιοσύνη μία και μοναδική όπως την ορίζουν οι νόμοι των ανθρώπων και του ήθους ή μήπως κι αυτή φιλτράρεται από την οπτική του εαυτού μας;” -στιγμιαίο-
Σε έναν κόσμο μακρινό, στο μέλλον ή στο παρελθόν -αυτό δεν έχει και πολλή σημασία-, ζούσαν άνθρωποι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι. Ο κάθε ένας έκανε μια συγκεκριμένη δουλειά, αυτή στην οποία μπορούσε να έχει την περισσότερη απόδοση και με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία προόδευε και όλοι εξελίσσονταν μαζί της. Οι άνθρωποι είχαν αποφασίσει να ορίσουν έναν για “εκπρόσωπό” τους, κάποιον που να ασχολείται με τα πολύ δύσκολα θέματα, όπως εκείνα που υπάρχει διχογνωμία και πρέπει να παρθεί μία απόφαση ή αυτά που είχαν να κάνουν με παρανομίες όπως κλοπές, δολοφονίες και τέτοιου είδους περιστατικά.
Ο άρχοντας (θα λέμε έτσι τον “εκπρόσωπο” της κοινωνίας για να μας είναι πιο… οικείος ο ρόλος του) ήταν έξυπνος, τολμηρός, περήφανος για το λαό του, δίκαιος για τους πολλούς και σκληρός με αυτούς που αδικούσαν. Είχε την εξουσία να επιλέξει αυτός τις ποινές για τους παραβάτες των νόμων αλλά επειδή μπορεί να αποδεικνύονταν ανεπαρκής για τον ρόλο αυτό, η κοινωνία διατηρούσε το δικαίωμα να τον απομακρύνει από τη θέση του και να διαλέξει κάποιον άλλο. Με αυτόν τον τρόπο αυτός ο οποίος γινόταν άρχοντας, συνήθως ήταν ο πιο ηθικός και ο πιο άξιος από όλους τους ανθρώπους.
Κάποια μέρα λοιπόν, έφεραν μπροστά του τέσσερις άντρες που είχαν διαπράξει διαφορετικά εγκλήματα. Οι δύο είχαν κλέψει και οι άλλοι δύο είχαν σκοτώσει. Μπήκαν στην αίθουσα του άρχοντα ένας ένας και αφού γονάτισαν ως ένδειξη σεβασμού, ξεκίνησε ο καθένας να λέει την ιστορία του.
Ο πρώτος κλέφτης
“Άρχοντά μου λυπήσου με σε παρακαλώ και δείξε τη μεγαλοψυχία σου! Είμαι πατέρας πέντε παιδιών και η γυναίκα μου έχει σοβαρό πρόβλημα με τη μέση της και δεν μπορεί να δουλέψει. Έχω ένα μικρό σπίτι στον αγρό και μερικά πρόβατα για να ταΐσω τους δικούς μου, από τα χαράματα και μέχρι να πέσει ο ήλιος δουλεύω τη γη και ο μεγάλος μου γιος με βοηθάει με τα ζώα. Πριν από μια βδομάδα όμως έπαθα μεγάλη καταστροφή και αν δεν έκανα αυτό για το οποίο βρίσκομαι μπροστά σου, τότε πολύ φοβάμαι άρχοντά μου οτι θα έθαβα τα παιδάκια μου. Περνάμε που περνάμε δύσκολα και ίσα ίσα που τρώμε λίγο φαγητό μια φορά στις δύο μέρες.
Έτσι αποφάσισα να πάρω το κάρο και να πάω στην πόλη, μπήκα σε ένα φούρνο και χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήρα μία καλάθα με μπόλικα καρβέλια ζεστό ψωμί, τα φόρτωσα στο κάρο και γύρισα στο σπίτι. Για κακή μου τύχη όμως, ο δρόμος ήταν λασπωμένος και έτσι οι διώκτες μου ακολούθησαν τις ροδιές και τα χνάρια των αλόγων, με έπιασαν και με παρέδωσαν στους νομοτάρχες. Σε παρακαλώ άρχοντά μου, αν είσαι δίκαιος όπως αποφάσισε η κοινωνία, δείξε την ελεημοσύνη σου και χάρισέ μου τη ζωή. Αν και ξέρω οτι δύσκολα θα επιβιώσουμε τον επόμενο χειμώνα, θα κάνω το αδύνατο δυνατό για να θρέψω την οικογένειά μου αλλά δεν θα ξανακλέψω. Στο υπόσχομαι άρχοντα!“, ήταν η απολογία του πρώτου κλέφτη.
Η απάντηση του άρχοντα
“Οι άνθρωποί μου επιβεβαιώνουν όλα όσα είπες και για την οικογένειά σου αλλά και για την καταστροφή που σε βρήκε. Έμαθα οτι κατέβηκαν τις προάλλες μερικοί λύκοι και οτι χίμηξαν στα ζωντανά της περιοχής. Δεν ήξερα όμως οτι εσύ και η οικογένειά σου ήσασταν από αυτούς που επλήγησαν από την επίθεση ούτε οτι αντιμετωπίζετε τόσο σοβαρά προβλήματα. Όμως η κλοπή είναι έγκλημα και πρέπει να υπάρξει η ανάλογη τιμωρία για να είμαστε σίγουροι οτι δεν πρόκειται να επαναληφθεί.
Γι’ αυτό αποφασίζω τα εξής: Πρώτον! Ο καλύτερος γιατρός που διαθέτουμε θα πάει να δει την κακόμοιρη τη γυναίκα σου και θα τη βοηθήσει με το πρόβλημα της μέσης της. Δεύτερον! Θα αντικαταστήσουμε τα χαμένα σου πρόβατα με άλλα, νέα και υγιή, αλλά θα σε αναγκάσουμε να ταΐσεις ακόμα ένα στόμα. Κάποιον που θα φυλάει το κοπάδι το βράδυ και θα σας ειδοποιεί στους κινδύνους. Το καλύτερο ποιμενικό σκυλί της περιοχής από αυτή τη στιγμή είναι δικό σου. Επίσης για να αποζημιώσεις τον φούρναρη για τα καρβέλια που έκλεψες, θα του δώσεις το ένα τέταρτο της φετινής σου παραγωγής και για να γίνει αυτό θα έχεις απαλλαγή από τους φόρους της χρονιάς. Τρίτον και τελεσίδικον! Θα σου δώσουμε το φαγητό της τρέχουσας βδομάδας για να κερδίσεις λίγο χρόνο και να μπορέσεις να ορθοποδήσεις και να προετοιμαστείς για τον επόμενο χειμώνα. Αυτά αποφάσισα και δεν δέχομαι καμία αμφισβήτηση!” φώναξε ο άρχοντας και έκανε νόημα στους νομοτάρχες να αφήσουν ελεύθερο τον πρώτο κλέφτη και να φέρουν μέσα τον επόμενο.
Ο δεύτερος κλέφτης
“Άρχοντα, εσύ που είσαι δίκαιος και ξέρεις το καλό των ανθρώπων, σε παρακαλώ λυπήσου με και μην με τιμωρήσεις. Οτι και να σου είπαν για μένα είναι ψέματα, δεν έκανα τίποτα απ’ όλα αυτά. Η αλήθεια είναι οτι καθώς περπατούσα στο δρόμο, είδα μια άμαξα να απομακρύνεται και στην άκρη του δρόμου είχε πέσει ένα πουγκί. Πλησίασα και το πήρα στα χέρια μου, το άνοιξα και είδα οτι ήταν γεμάτο με χρυσά νομίσματα. Και επειδή οι καιροί είναι επικίνδυνοι αποφάσισα να τρέξω μέχρι το σπίτι μου και να το κρύψω, μέχρι να φέρω τους νομοτάρχες και να τους το παραδώσω! Αυτή είναι η μόνη αλήθεια άρχοντα! Λυπήσου με!“, είπε ο κλέφτης.
Η απάντηση του άρχοντα
“Εσύ, κλέφτη, ανήκεις σε μια παράξενη φάρα ανθρώπων. Μία φάρα που φέρνει ανισορροπία στο σύνολο της κοινωνίας και μόνο προβλήματα της δημιουργεί. Και αυτό συμβαίνει γιατί άντρες σαν και σένα κλέφτη, αντί να μετανιώσουν πραγματικά για κάτι κακό που έκαναν, ψάχνουν τρόπους πονηρούς για να δείξουν την ψεύτικη αθωότητά τους. Βλέπεις οτι εκτός από κλέφτης είσαι και μεγάλος ψεύτης και αυτό μου το επιβεβαίωσε ο ίδιος ο αμαξάς τον οποίο λήστεψες. Δεν μπορώ να πιστέψω, ανόητε άνθρωπε, πως δεν πρόσεξες οτι το πουγκί είχε ραμμένο πάνω του το σήμα τους κράτους. Άρα το έγκλημά σου αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί έκλεψες από όλους τους συμπολίτες σου και είπες ψέματα στον εκπρόσωπο της κοινωνίας αν και είχες την ευκαιρία να πεις την αλήθεια.
Γι’ αυτό αποφασίζω τα εξής: Πρώτον! Εξαιτίας της πράξης της κλοπής απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας η τιμωρία είναι το κόψιμο του δεξιού χεριού του παραβάτη από τον καρπό του. Δεύτερον! Εξαιτίας της ψευδούς απολογίας του παραβάτη και της προσπάθειάς του να παραπλανήσει τον άρχοντα, η τιμωρία γι’ αυτήν την πράξη είναι το κόψιμο της γλώσσας του ώστε να μην μπορεί να πει άλλα ψέματα και να μην παραπλανήσει κανέναν άλλον άνθρωπο. Τρίτον και τελεσίδικον! Ο κλέφτης παραβάτης εξορίζεται από την κοινωνία και θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του μόνος κι έρμος στην άγρια φύση. Αυτά αποφάσισα και δεν δέχομαι καμία αμφισβήτηση!” είπε ο άρχοντας και φώναξε τους νομοτάρχες να απομακρύνουν τον κλέφτη από την πόλη και τους είπε να γκρεμίσουν το σπίτι του ώστε να μην μείνει καμία ανάμνηση από εκείνον.
Ο πρώτος φονιάς
“Άρχοντα δεν θέλω ούτε να σε κουράσω ούτε να σε κοροϊδέψω. Δεν με νοιάζει τι θα απογίνω, άλλωστε δεν υπάρχει τίποτα πια που να έχει νόημα για μένα. Ο άντρας που σκότωσα ήταν ένας κακός άνθρωπος, όλη η κοινωνία ξέρει γι’ αυτόν. Από μικρός που ήμουν πάντοτε με ενοχλούσε και με πείραζε. Ερχόταν πιωμένος στο σπίτι και ξυλοφόρτωνε εμένα και τη μάνα μου, τίποτα καλό δεν έκανε για μας. Εκείνη δούλευε σαν το σκυλί για να τα φέρουμε βόλτα, ακόμα κι εγώ από μικρός πήγαινα στον φούρναρη και τον βοηθούσα με τα ψωμιά για να πάρω κανένα χαρτζιλίκι. Τον φρόντιζε όταν εκείνος αρρώσταινε καμιά φορά και ποτέ δεν του αντιμιλούσε γιατί νόμιζε οτι έτσι με προστάτευε από το θυμό του.
Αλλά εκείνος δεν υπολόγιζε τίποτα και κανέναν. Έτσι έφτασε και η καταραμένη στιγμή. Χθες γύρισε στο σπίτι πιωμένος για ακόμα μία φορά. Η μάνα μου ήταν άρρωστη με τα πνευμόνια της και ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ψηνόταν στον πυρετό η κακόμοιρη. Όμως εκείνος ο βρωμιάρης την υποχρέωσε να σηκωθεί και να πάει να του μαγειρέψει κάτι για να φάει. Εκείνη με μεγάλη δυσκολία έφτασε μέχρι την κουζίνα και έφτιαξε μια ομελέτα για τον παλιομέθυσο. Την ίδια στιγμή μπήκα στο σπίτι γιατί μόλις είχα σχολάσει από τη δουλειά στο φούρνο. Τον είδα να της πετάει το πιάτο στα μούτρα κι ύστερα να τη ρίχνει στο πάτωμα και να αρχίζει να την κλωτσάει όπου βρει. Θόλωσα τελείως! Έπεσα πάνω του και τον χτύπησα στο κεφάλι με ένα παλούκι που έχω στο σπίτι για προστασία. Σήκωσα τη μάνα μου και την πήγα μέχρι το κρεβάτι για να ξαπλώσει και μόλις ακούμπησα το κεφάλι της στο μαξιλάρι, με κοίταξε κουρασμένη, μου χαμογέλασε με δυσκολία κι ύστερα πέθανε.
Ούρλιαξα σαν τρελός και άρχισα να κλαίω όπως όταν ήμουν μικρός και τρομαγμένος. Μέσα στην στενοχώρια μου άκουσα τον αλήτη να φωνάζει το όνομα της μάνας μου και να καταριέται. Πήγα στη μεγάλη ντουλάπα, πήρα το τσεκούρι από μέσα και πήγα να τον βρω. Είχε σηκωθεί και κρατούσε το παλούκι στα χέρια του, απειλούσε οτι θα με σκοτώσει εμένα και τη μάνα μου. Μόλις άκουσα τις απειλές του, θυμήθηκα όλα αυτά τα εφιαλτικά χρόνια που περάσαμε δίπλα του και χωρίς να το καταλάβω τον σκότωσα με ένα χτύπημα στο λαιμό. Δεν έχω άλλη ζωή άρχοντα, κάνε με οτι θες“, ήταν τα λόγια του πατροκτόνου.
Η απάντηση του άρχοντα
“Όλοι μας τον ξέραμε τον πατέρα σου και είναι αλήθεια οτι ήταν ένας άνθρωπος άρρωστος με το πιόμα και συνεχώς προκαλούσε προβλήματα. Πολλοί ήταν εκείνοι που τον είχαν καταγγείλει για ανάρμοστη συμπεριφορά ενώ δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που τον κατηγόρησαν οτι τις μιλούσε πρόστυχα και τις κοίταζε με άρρωστο βλέμμα. Αλλά βλέπεις όταν κανείς δεν έχει αποδείξεις τότε λίγα είναι αυτά που μπορούμε να κάνουμε. Αυτό που είναι βέβαιο είναι οτι σκότωσες έναν άνθρωπο και πρέπει να τιμωρηθείς για το έγκλημά σου.
Γι’ αυτό αποφασίζω τα εξής: Πρώτον! Για τη δολοφονία του πατέρα σου θα τιμωρηθείς με ένα χρόνο φυλάκιση, δεν γίνεται διαφορετικά γιατί κανένας δεν έχει δικαίωμα να αφαιρέσει ζωή εκτός από περίπτωση άμυνας. Η ποινή σου είναι μικρή γιατί η πράξη σου ήταν αποτέλεσμα της κολασμένης ζωής που έζησες εσύ και η μητέρα σου. Δεύτερον! Η ποινή σου θα αρχίσει μετά την κηδεία της μητέρας σου, τα έξοδα της οποίας θα τα αναλάβουμε εμείς και θα πληρωθούν από το ταμείο της κοινωνίας. Τρίτον και τελεσίδικον! Μόλις εκτίσεις την ποινή σου θα έχεις το δικαίωμα να επιλέξεις που θα ήθελες να ζήσεις, εδώ στην πόλη ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς ή έξω στην άγρια φύση μοναχός σου με τα ζώα και τους παραβάτες που έχουν εξοριστεί; Αυτά αποφάσισα και δεν δέχομαι καμία αμφισβήτηση!” και μετά τα λόγια του άρχοντα ο πατροκτόνος έφυγε με συνοδεία δύο νομοταρχών για να πάει να ετοιμάσει την κηδεία της μάνας του.
Ο δεύτερος φονιάς
“Αφήστε με ήσυχο! Δεν έκανα τίποτα! Άρχοντα λυπήσου με και χάρισέ μου τη ζωή! Δεν σκότωσα κανέναν, δεν έκλεψα τίποτα και δεν είπα ψέματα! Αν είσαι δίκαιος όπως αποφάσισε η κοινωνία τότε θα δεις οτι λέω την αλήθεια και θα με αφήσεις να φύγω. Ρώτα όποιον θες για μένα, να μάθεις τι θα σου πουν και να καταλάβεις κι εσύ οτι δεν είμαι κακός ούτε έκανα κανένα έγκλημα. Το σκυλί ήταν επικίνδυνο και ενοχλητικό, χάρη έκανα στους συμπολίτες μου που το φαρμάκωσα!“, απολογήθηκε ο παραβάτης.
Η απάντηση του άρχοντα
“Άκου με φονιά και άκουσέ με πολύ προσεκτικά. Μπήκες εδώ μέσα και άρχισες να απαιτείς χωρίς πρώτα να ζητήσεις συγνώμη για την πράξη που έκανες. Από τα λεγόμενά σου αυτό που καταλαβαίνω είναι οτι δεν θεωρείς ως έγκλημα την αφαίρεση της ζωής κάποιου άλλου. Όπως άλλωστε ο ίδιος ομολόγησες, σκότωσες το σκυλί επειδή ήταν ενοχλητικό και επικίνδυνο. Αλλά αυτό που δεν έκανες ήταν να μας αποδείξεις τα λεγόμενά σου γιατί απ’ οτι γνωρίζω εγώ και οι άνθρωποί μου, το συγκεκριμένο ζώο ήταν αξιαγάπητο και όλοι είχαν να λένε γι’ αυτό. Τα ψέματά σου δεν θα σε σώσουν! Αν ήταν να σκοτώνουμε όποιον μας ενοχλεί, σύμφωνα με τα γούστα του καθενός, τότε δεν θα είχε μείνει κανένας πάνω στη Γη. Ακόμα κι ένα σκυλί έχει το δικαίωμα της υπεράσπισης και θα πληρώσεις σκληρά για το έγκλημά σου!
Γι’ αυτό αποφασίζω τα εξής: Πρώτον! Θα αποζημιώσεις τον ιδιοκτήτη του σκύλου και θα του αγοράσεις νέο ζώο κι αν δεν έχεις χρήματα τότε θα δουλέψεις για την κοινωνία υπό την επίβλεψη των νομοταρχών μέχρι να μαζέψεις το ποσό. Δεύτερον! Θα μιλήσεις στον γιατρό της πόλης με συνοδεία νομοταρχών και από την απόφασή του θα εξαρτηθεί η ίδια σου η ζωή! Τρίτον και τελεσίδικον! Αν ο γιατρός σε κρίνει ως λογικό τότε θα εκτελεστείς με απαγχονισμό αύριο τα ξημερώματα. Αν όμως σε κρίνει ως τρελό τότε θα μπεις στο ίδρυμα της πόλης και θα περάσεις εκεί τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής σου. Αυτά αποφάσισα και δεν δέχομαι καμία αμφισβήτηση!” και με ένα νεύμα του άρχοντα οι νομοτάρχες πήραν τον φονιά έξω από την αίθουσα ακροάσεων.
(Η παραπάνω ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όποιες ομοιότητες παρουσιάζει με άλλες, αληθινές ιστορίες, είναι εντελώς τυχαίες και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ