Ήταν ξημερώματα Παρασκευής, την περασμένη βδομάδα χρονικά και όπως τις άλλες μέρες σηκώθηκα κι έκανα ένα γρήγορο ντους για να ξυπνήσω. Ντύθηκα με ένα τζιν παντελόνι και μια κοντομάνικη, μαύρη μπλούζα, φόρεσα και το ψιλό, γκρίζο -τύπου καουμπόι- γιλέκο μου και βγήκα από το σπίτι. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου, μάρκας Audi, οικογενειακό, μπλε χρώματος, με πινακίδα “ΥΑΜ 2794” και αφού βεβαιώθηκα οτι έχω όλα όσα χρειάζομαι για το ταξίδι, ξεκίνησα για το λιμάνι του Πειραιά.

Στο δρόμο δεν είχε πολλή κίνηση κι έτσι δεν δυσκολεύτηκα να φτάσω στον προορισμό μου. Μπήκα στο λιμάνι από την πύλη “Ε7” και πήρα θέση στο χώρο αναμονής επιβίβασης οχημάτων. Μόλις πέρασε κανένα τέταρτο περίπου, μας έκαναν νόημα οι άντρες του πλοίου και ξεκίνησα να μπω στο καράβι“…

Σε αυτό το σημείο ο αστυνομικός διακόπτει απότομα τον μάρτυρα και τον ρωτάει με αυστηρό τόνο στη φωνή του: “Πείτε μας ξανά με πιο πλοίο ταξιδέψατε

Α ναι, βέβαια, με συγχωρείτε! Ταξίδεψα με το “Blue Star Naxos” με ώρα αναχώρησης τις 7:30 το πρωί. Όπως έλεγα και πριν, όταν ήρθε η ώρα να μπω στο καράβι, εντελώς ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μαύρο τζιπ, το οποίο μη με ρωτήσετε τι μάρκα ήταν γιατί δεν σκαμπάζω απ’ αυτά. Έρχεται που λέτε το τζιπ με μεγάλη ταχύτητα και με προσπερνάει, σταματάει απότομα δίπλα από έναν από τους άντρες του πλοίου και τότε ήταν που είδα το παράθυρο του συνοδηγού να κατεβαίνει.

Μετά από μία σύντομη συνομιλία, ο άντρας που ήταν έξω από το αμάξι είπε κάτι στον ασύρματο και την ίδια στιγμή, σαν σε χορογραφία, το παράθυρο του συνοδηγού ανέβηκε και το τζιπ προχώρησε και μπήκε στο καράβι. Κάμποση ώρα αργότερα και αφού τελείωσα με το παρκάρισμα, καθώς πήγαινα στις σκάλες που οδηγούν στην υποδοχή του πλοίου, κοίταξα ασυναίσθητα να δω που ήταν το μαύρο τζιπ. Να πω την αμαρτία μου, είδα τόσα ίδια τζιπ που στο τέλος πονοκεφάλιασα και το παράτησα το θέμα“, είπε ο μάρτυρας και ήπιε λίγο από το νερό που ήταν μπροστά του.

Τι έγινε στο ταξίδι; Είδατε κάτι που σας έκανε εντύπωση, κάτι σχετικά με το μαύρο τζιπ ίσως;“, ρώτησε ο αστυνομικός.

Θα σας τα πω όσο πιο αναλυτικά μπορώ και όσα καταφέρω να θυμηθώ γιατί ακόμα το σοκ είναι πολύ μεγάλο. Όταν ανέβηκα στο επίπεδο που βρίσκεται η υποδοχή του πλοίου, επειδή δεν είχα κλείσει καμπίνα για το ταξίδι αποφάσισα να πάω στο προτελευταίο κατάστρωμα, εκεί που είναι ο υπαίθριος χώρος με τις καρέκλες και τα τραπέζια. Πήγα καρφί στο κυλικείο, πήρα ένα φρέντο εσπρέσο σκέτο και μια λευκή μπαγκέτα με καπνιστή γαλοπούλα, τυρί με χαμηλά λιπαρά, τομάτα και μαγιονέζα light. Βρήκα ένα καναπέ άδειο και κάθισα προς την έξω μεριά για να βλέπω καλύτερα τη θάλασσα και να με χτυπάει ο ήλιος στην πλάτη.

Το καράβι ξεκίνησε μετά από μισή ώρα και μέσα σε λίγα λεπτά ο Πειραιάς είχε γίνει -μια όχι και τόσο- μακρινή ανάμνηση. Ο χώρος εστίασης στο προτελευταίο κατάστρωμα είχε γεμίσει ασφυκτικά, ούτε αποστάσεις, ούτε μάσκες, τίποτα απολύτως. Έβλεπες ανθρώπους από κάθε γωνιά της Γης, χαμογελαστούς και ανέμελους μετά το σκληρό διάστημα της καραντίνας και της πανδημίας και νόμιζες οτι όλο αυτό με τον covid ήταν ένα ψέμα του παρελθόντος. Μια ιστορία για μικρά παιδιά που ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας.

Είχα γλαρώσει σε μία γωνιά όταν άκουσα τη γνώριμη γυναικεία φωνή να ανακοινώνει από τα μεγάφωνα του πλοίου οτι πλησιάζουμε στο λιμάνι της Πάρου, πρώτα στα ελληνικά και ύστερα σε άπταιστα αγγλικά. Όπως σηκώθηκα από τη θέση μου και τεντώθηκα για να ξεπιαστώ, παρατήρησα ένα ζευγάρι που καθόταν λίγο πιο δίπλα. Ήταν ένας χοντρός τύπος που μιλούσε δυνατά στο κινητό του και μια πολύ όμορφη γυναίκα η οποία κοίταζε το τάμπλετ της και χάιδευε το μικρό της σκυλάκι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν οτι στο τραπέζι πίσω από το ζευγάρι, καθόντουσαν δύο άντρες μαυροφορεμένοι, σαν σωματοφύλακες μου φάνηκαν και μάλλον είχαν σχέση με το παράξενο αντρόγυνο.

Αφού φύγαμε από την Πάρο με πήρε ο ύπνος και όταν ξύπνησα είχαμε ήδη φτάσει στο λιμάνι της Νάξου και είχε ξεκινήσει η επιβίβαση του κόσμου. Πήρα καινούργιο καφέ και ένα σακουλάκι πατατάκια με ξύδι και θαλασσινό αλάτι. Χάζευα τον ορίζοντα και σκεφτόμουν οτι σε λίγες ώρες θα είχα αγκαλιά τη γυναίκα και την κόρη μου. Η επιβίβαση ολοκληρώθηκε, η γυναίκα από τα μεγάφωνα ξαναμίλησε σε δύο γλώσσες και το πλοίο ξεκίνησε για την Ίο. Μέχρι να πιάσουμε και πάλι στεριά πήρα ένα βιβλίο με τίτλο “Πόλεμος και Ειρήνη” και άρχισα να το διαβάζω” και έκανε νόημα στον αστυνομικό να του δώσει ένα τσιγάρο, αν φυσικά εκείνος το ήθελε.

Και τι έγινε στην Ίο; Είδατε κάποιον παράξενο επιβάτη, μήπως κάτι σχετικά με το περίεργο ζευγάρι;“, τον ρώτησε ο αστυνομικός και του πρόσφερε ένα τσιγάρο ενώ του πέταξε έναν αναπτήρα για να το ανάψει.

Βγήκα ξανά στο κατάστρωμα και πήγα μέχρι την άκρη του καραβιού, εκείνη που έβλεπε το λιμάνι της Ίου. Παρακολουθούσα τα οχήματα να βγαίνουν από το πλοίο και στη συνέχεια εκείνα που ξεκίνησαν να επιβιβάζονται. Καθώς χάζευα τον καπνό από το τσιγάρο μου, άκουσα τον θόρυβο μιας μηχανής που έφτασε “θυμωμένη” στο λιμάνι. Ήταν μια μεγάλη μοτοσυκλέτα, κατάμαυρη με ασημένιες λεπτομέρειες και δύο άτομα πάνω της. Ο συνοδηγός σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς το σημείο που καθόμουν, τυχαία, είμαι βέβαιος γι’ αυτό.

Κοίταξα το ρολόι μου και είδα οτι ήταν τρεις το μεσημέρι οπότε είχαμε καμία ώρα ταξίδι ακόμα. Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και μιλήσαμε για κάμποση ώρα, τουλάχιστον μέχρι να φύγει το πλοίο απ’ το λιμάνι και να χαθεί το σήμα. Το παράξενο ζευγάρι και οι δύο άντρες ήταν ακόμα στις θέσεις τους ενώ κάποια στιγμή είδα τους αναβάτες της μοτοσυκλέτας που είχα παρατηρήσει νωρίτερα, να ανεβαίνουν τα σκαλιά και να κάθονται απέναντί μου.

Κατάλαβα οτι ήταν αυτοί από το κράνος που κρατούσε στα χέρια του ο ένας από τους δύο. Άντρες ήταν και οι δύο. Όταν σήκωσε το κεφάλι του νωρίτερα και κοίταξε το καράβι, είδα οτι είχε έναν ασημένιο αετό στο πλάι του κράνους κι αυτό γιατί ο ήλιος το έκανε να λάμπει λες και φωσφόριζε!

Μέχρι να φτάσουμε στη Σαντορίνη διάβασα μία εφημερίδα για να περάσει η ώρα και ήπια μια παγωμένη κόκα κόλα. Η γνωστή γυναικεία φωνή έκανε τις απαραίτητες ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα του πλοίου κι εγώ ξεκίνησα για το πάρκινγκ. Μπήκα στο αυτοκίνητο και άναψα τη μηχανή την ίδια στιγμή που κοίταξα ασυναίσθητα τον καθρέφτη μπροστά. Το μάτι μου πήγε κατευθείαν στο περίεργο ζευγάρι του προτελευταίου καταστρώματος, το οποίο έμπαινε στο μαύρο τζιπ που είχα δει στο λιμάνι του Πειραιά. Στα μπροστινά καθίσματα κάθισαν οι δύο μαυροφορεμένοι άντρες που είχα δει και πάνω στον χώρο με τις καρέκλες και τα τραπέζια.

Ήμουν πιο μπροστά οπότε βγήκα και πρώτος από το πλοίο. Δίπλα μου ακριβώς πέρασε η μαύρη μοτοσυκλέτα με μεγάλη ταχύτητα και χάθηκε από τα μάτια μου πριν φρακάρουν όλα από την κίνηση. Για περίπου δεκαπέντε λεπτά δεν μπορούσε να κουνηθεί κανένα όχημα, όλοι είχαμε κολλήσει, τόσο αυτοί που κατεβήκαμε στη Σαντορίνη όσο και εκείνοι που έφευγαν. Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της είπα να με περιμένει σε ένα καφέ που βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, στα Φηρά“, είπε ο μάρτυρας και έκανε μια παύση μιας και ήταν φανερά συγκινημένος.

Ο αστυνομικός του γέμισε και πάλι το ποτήρι με νερό και του πρόσφερε ακόμα ένα τσιγάρο. “Αν δεν θέλετε να συνεχίσετε, μπορούμε να σταματήσουμε για την ώρα και να τα πούμε σε κανένα μισάωρο“.

Όχι, όχι… Δεν πει… δεν πειράζει, μπορώ να συνεχίσω. Είχε λίγο κίνηση στο δρόμο μέχρι το κέντρο, όλα τα αυτοκίνητα που κατέβηκαν από το πλοίο πήγαιναν προς την ίδια κατεύθυνση. Κάποια στιγμή είδα στο βάθος τα Φηρά και πήρα κουράγιο. Χαλάλι, σκέφτηκα, σε λίγο θα είμαι με τα κορίτσια μου. Μπήκα στον κεντρικό δρόμο των Φηρών και κατευθύνθηκα προς τον πεζόδρομο με τα καφέ και τα φαστφουντάδικα. Είδα από μακριά τη γυναίκα και την κόρη μου να με περιμένουν στο φανάρι.

Χαμογέλασα και κοίταξα μπροστά μου, είχαμε κολλήσει στην κίνηση και δεν κουνιόμασταν καθόλου. Ξαφνικά το μάτι μου πήρε εκείνο το μαύρο τζιπ να ανεβαίνει το δρόμο δίπλα από τα μαγαζιά που έρχεται κάθετα στον κεντρικό των Φηρών και να σταματάει ακριβώς στο φανάρι, λίγα μέτρα δίπλα από τις γυναίκες μου. Ξαφνικά ακούστηκε μια μηχανή να έρχεται από πίσω μου, “θυμωμένη” όπως και τότε στο λιμάνι της Ίου. Ήταν η ίδια μοτοσυκλέτα που είχα δει να μπαίνει στο πλοίο με τους δύο άντρες που ο ένας είχε τον ασημένιο αετό στο κράνος.

Καβάλησε το πεζοδρόμιο και με προσπέρασε και στάθηκε ακριβώς μπροστά από το σταματημένο τζιπ. Ο συνοδηγός εμφάνισε ένα αυτόματο όπλο και χωρίς καμία προειδοποίηση άρχισε να πυροβολεί προς το μαύρο τζιπ. Ο οδηγός του αμαξιού πάτησε το γκάζι και καρφώθηκε στο απέναντι κτίριο, έπεσε πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο και ακινητοποιήθηκε. Η μηχανή προχώρησε προς το αυτοκίνητο και ο συνοδηγός άρχισε να “γαζώνει” και τους επιβάτες των πίσω καθισμάτων. Ύστερα ο οδηγός τράβηξε το γκάζι και οι δύο άντρες εξαφανίστηκαν από το σημείο.

Το μόνο που θυμάμαι από κει και πέρα είναι μια φωνή να φωνάζει “Το παιδί μου!! Το παιδί μου!! Σκότωσαν το παιδί μου!!” και να κοιτάζω προς το μέρος της γυναίκας μου. Την είδα μέσα στα αίματα να τραβάει τα μαλλιά της και να χτυπιέται πάνω από τη νεκρή κόρη μας. Μία από τις σφαίρες των φονιάδων τη βρήκε στο στομάχι και της πήρε τα νιάτα” είπε ο μάρτυρας και λιποθύμησε μπροστά στα “ψυχρά” μάτια του αστυνομικού.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι αληθινές αλλά η ιστορία είναι πέρα για πέρα φανταστική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ