Ήταν ένα υπέροχο πρωινό του Μάη, κοντά στα μέσα του μήνα, όταν ο Πιέρ και η αγαπημένη του Μονίκ ξεκίνησαν για το ταξίδι της ζωής τους. Αφετηρία τους ήταν το λιμάνι της Μασσαλίας, εκεί που τους περίμενε το μικρό ιστιοφόρο τους και με αυτό θα προσπαθούσαν να φτάσουν μέχρι την Κρήτη. Ήταν ένα δύσκολο ταξίδι, ίσως και ακατόρθωτο αν συνυπολογίσουμε την απειρία και των δύο σχετικά με τις μεγάλες αποστάσεις στη θάλασσα.

Η Μονίκ είχε ετοιμάσει σπιτικά κρουασάν βουτύρου γεμισμένα με μαρμελάδα φράουλα ενώ είχε φτιάξει ένα μεγάλο, κόκκινο θερμός με καυτό, γαλλικό καφέ. Σέρβιρε σε δυο μικρά ποτήρια, πάντοτε βιοδιασπώμενα και πλησίασε τον Πιέρ που ολοκλήρωνε τον έλεγχο του σκάφους. Πήραν το πρωινό τους χαμογελαστοί, απολαμβάνοντας τον ζεστό ήλιο που έκανε τη θάλασσα να μοιάζει με υδάτινο καθρέφτη πάνω στον οποίο ο ουρανός κυμάτιζε παιχνιδιάρικα.

Η πρώτη διαδρομή

Μισή ώρα αργότερα το μικρό ιστιοφόρο είχε ήδη βγει από το λιμάνι της Μασσαλίας με πορεία τις δυτικές ακτές της βόρειας Ιταλίας. Ο Πιέρ κοίταζε τα μόνιτορ του σκάφους που έδειχναν τον άνεμο και τη βροχή ενώ λίγο πιο δίπλα, πάνω σε ένα τραπεζάκι, είχε απλώσει το ναυτικό χάρτη με τον οποίο υπολόγιζε την απόσταση και το χρόνο που έπρεπε να καλύψουν μέχρι την πρώτη στάση. Ήθελαν περίπου τρεις μέρες για να φτάσουν μέχρι την Κατάνη της Σικελίας και από κει θα ξεκινούσαν για το Ιόνιο πέλαγος και την Ελλάδα.

Η πρώτη στάση ήταν προγραμματισμένη για το βράδυ της ίδιας μέρας. Το μικρό ιστιοφόρο θα αγκυροβολούσε σε μια βραχονησίδα λίγο έξω από το Λιβόρνο. Ο Πιέρ οδήγησε μαεστρικά το σκάφος ανάμεσα στα βράχια και το “στρίμωξε” σε μια μεριά που προστατεύονταν από τους ισχυρούς ανέμους και τα κύματα της θάλασσας. Η Μονίκ ετοίμασε λίγο ρύζι με λαχανικά και άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, προϊόν της Λυών, για να τους συνοδεύσει με το βραδινό τους. Δεν θα έπιναν πολύ, ίσα ίσα από ένα ποτήρι γιατί έπρεπε να ξυπνήσουν νωρίς το πρωί και να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Η δεύτερη διαδρομή

Το έντονο άρωμα του καφέ που έφτιαξε η Μονίκ ήταν αρκετό για να κάνει τον Πιέρ να ανοίξει τα μάτια του και σηκωθεί από τον υπνόσακο που κοιμόταν. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αναγκάζοντάς τον να ντυθεί με χοντρά και ζεστά ρούχα λες και ήταν καταχείμωνο και θα πήγαινε για σκι στις γαλλικές Άλπεις. Αφού ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του, ο Πιέρ τσέκαρε τα μόνιτορ για να βεβαιωθεί οτι όλα λειτουργούσαν άψογα και να δει τον καιρό και αν θα βελτιωνόταν στη συνέχεια, όπως κι έγινε τελικά. Το ταξίδι της δεύτερης μέρας ήθελε το μικρό ιστιοφόρο να ξεκινά απ’ το Λιβόρνο και να καταλήγει μετά από πολλές ώρες στη Νάπολη.

Λίγο μετά την Κορσική, σε οτι αφορά τη θέση του σκάφους στη θάλασσα, το ζευγάρι συνάντησε μερικά αλιευτικά στην πορεία του. Ήταν Ιταλοί ψαράδες που γυρνούσαν στη βάση τους για να πουλήσουν την πραμάτεια τους στην αγορά. Ο Πιέρ έπιασε κουβέντα μαζί τους και τους ρώτησε διάφορα για τον καιρό και τα νερά της περιοχής. Χάρισε σε έναν από αυτούς ένα μπουκάλι κρασί και από τη μεριά του ο ψαράς του έδωσε ένα μεγάλο φαγκρί, ολόφρεσκο και παχύ.

Ο Γάλλος πήρε το ψάρι και με ένα μαχαίρι καθάρισε την κοιλιά και τα βράγχια, αφού πρώτα αφαίρεσε όλα τα λέπια και στη συνέχεια το έπλυνε στη θάλασσα. Το έψησε στην ειδική ψησταριά του σκάφους και έβρασε χόρτα για τον ίδιο και τη γυναίκα του. Συνέχισαν για λίγες ώρες ακόμα μέχρι που έφτασαν έξω από τη Νάπολη, μισή ώρα πριν να πέσει η νύχτα. Η Μονίκ σέρβιρε το φαγητό που είχε ετοιμάσει ο άντρας της νωρίτερα, γέμισε και δυο ποτήρια κρασί και απόλαυσαν το βραδινό τους κάτω από τον πανέμορφο και γεμάτο αστέρια ουρανό.

Η τρίτη διαδρομή

Οι φωνές των ψαράδων ξύπνησαν το ζευγάρι των Γάλλων ταξιδευτών και ο Πιέρ ντύθηκε στα γρήγορα και πλησίασε την άκρη του σκάφους για να δει τι συμβαίνει. Στη μεριά που είχε αφήσει το ιστιοφόρο υπήρχαν δίχτυα τα οποία μπλέχτηκαν στην προπέλα της μηχανής. Ένας ψαράς βρισκόταν ήδη μέσα στο νερό και με ένα μικρό μαχαίρι τα έκοψε και ελευθέρωσε το σκάφος. Η Μονίκ τους αποζημίωσε κερνώντας τους από ένα ποτήρι ζεστό καφέ και από ένα κρουασάν βουτύρου τον καθένα. Έτσι ξεκίνησε η τρίτη μέρα του ταξιδιού και το πρόγραμμα περιλάμβανε ασταμάτητη πορεία από τη Νάπολη και τις ακτές της δυτικής Ιταλίας μέχρι το νησί της Σικελίας και την Κατάνη.

Το μικρό ιστιοφόρο πραγματικά πετούσε πάνω στη θάλασσα καθώς ο νοτιάς που φυσούσε ήταν ιδανικός για την πορεία του. Η Μονίκ χαλάρωνε ξαπλωμένη και ημίγυμνη πάνω σε μια πετσέτα στην μπροστινή μεριά του σκάφους ενώ ο Πιέρ χάζευε το πανέμορφο τοπίο. Ξαφνικά βάζει μια φωνή και κάνει νόημα στη γυναίκα του να κοιτάξει προς τα δεξιά. Ήταν ένα κοπάδι δελφινιών που τους ακολουθούσε, μια υπέροχη συντροφιά στο μαγευτικό τους ταξίδι. Χοροπηδούσαν έξω από τα κύματα και αναποδογύριζαν τα σώματά τους με απίστευτη ταχύτητα ενώ ο ήχος που έβγαζαν προκάλεσε το γέλιο των δύο Γάλλων ταξιδευτών. Μετά από κάμποσες ώρες ο Πιέρ είδε από μακριά το στενό που χωρίζει τη νότια Ιταλία από το νησί της Σικελίας και τράβηξε πορεία προς τα κει. Η Κατάνη ήταν λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά από εκείνο το σημείο, πράγμα που σήμαινε οτι δύσκολα θα προλάβαιναν το σκοτάδι της νύχτας πριν φτάσουν.

Γι’ αυτό η Μονίκ, επειδή ήθελε να είναι σίγουρη οτι όλα είναι εντάξει, έλεγξε τα φώτα και τους προβολείς του σκάφους και ενημέρωσε τον άντρα της οτι τα πάντα λειτουργούσαν άψογα. Μετά από λίγη ώρα το φεγγάρι έκανε την εμφάνισή του και ήταν τόσο καθαρό και μεγάλο που βοήθησε τον Πιέρ να κατευθύνει με μεγαλύτερη ασφάλεια το μικρό του ιστιοφόρο. Η Σικελία βρισκόταν πια στα δεξιά τους και τα φώτα στο βάθος υποδείκνυαν τη θέση της Κατάνης μέσα στη νύχτα. Το σκάφος αγκυροβόλησε λίγο έξω από την ιταλική πόλη, η Μονίκ ετοίμασε δυο ομελέτες με τομάτες και λουκάνικα Φρανκφούρτης και παρέα με δυο ποτήρια κόκκινο κρασί ολοκληρώθηκε η τρίτη μέρα του ταξιδιού τους.

Η τέταρτη διαδρομή

Επόμενος σταθμός ήταν το Ιόνιο πέλαγος και η Ελλάδα, η χώρα στην οποία είχαν γνωριστεί ο Πιέρ και η Μονίκ. Πριν από επτά καλοκαίρια, στο πανέμορφο νησί της Ιθάκης, εκείνος είχε πάει βόλτα με το σκάφος του και τη συνάντησε στο Βαθύ, στο κέντρο του νησιού. Η Γαλλίδα, η οποία είχε πάει για διακοπές στα Επτάνησα, καθόταν σε ένα παγκάκι και χάζευε τα κότερα και τις θαλαμηγούς που έφταναν ασταμάτητα στο μικρό λιμάνι και το μάτι της έπεσε πάνω στον Πιέρ. Εκείνος μόλις είχε δέσει το μικρό του ιστιοφόρο στην προβλήτα και κάθισε σε ένα κολωνάκι για να δροσιστεί με λίγο παγωμένο νερό. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και τα υπόλοιπα ήρθαν από μόνα τους.

Η πορεία που θα ακολουθούσε ο Πιέρ ήταν από την Κατάνη με παράλληλη πλεύση προς τη Μεσόγειο Θάλασσα και προορισμό την Ιθάκη. Ο καιρός συνέχιζε να είναι ιδανικός, λες και οι υδάτινοι θεοί είχαν αποφασίσει να κάνουν εύκολη τη διαδρομή για τους δύο Γάλλους ταξιδιώτες. Όσο πλησίαζαν στην Ελλάδα τόσο άρχισαν να αχνοφαίνονται δεξιά και αριστερά του σκάφους πλοία κάθε μεγέθους και σκοπού, άλλα πηγαινοερχόντουσαν στο Μπάρι και το Πρίντεζι της Ιταλίας και άλλα έκαναν το γύρο της Πελοποννήσου γεμάτα με τουρίστες απ’ όλη τη Γη.

Κατά το βραδάκι το μικρό ιστιοφόρο από τη Μασσαλία αγκυροβόλησε λίγο έξω από την Ιθάκη, “κρυμμένο” ανάμεσα σε κάτι βράχια για να γλιτώσει από τη μανία του αέρα που ξέσπασε ξαφνικά. Ήταν η πρώτη δύσκολη νύχτα που πέρασε το ζευγάρι των Γάλλων από τότε που άρχισε το ταξίδι του με προορισμό την Κρήτη.

Η συνέχεια του ταξιδιού

Το επόμενο πρωί ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω από μερικά σύννεφα αλλά το μόνιτορ που συμβουλεύτηκε ο Πιέρ έδειχνε οτι σε λίγες ώρες ο ουρανός θα ήταν ξάστερος. Έτσι, αφού πρώτα μίλησε με τη Μονίκ, αποφάσισαν από κοινού να συνεχίσουν το ταξίδι τους και να προχωρήσουν μέχρι τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Από κει και πέρα αν ο καιρός τους το επέτρεπε και είχαν άνεση στο χρόνο, τότε θα συνέχιζαν ως το νησί των Κυθήρων ειδάλλως θα διανυκτέρευαν εκεί και την επόμενη μέρα θα έκαναν την τελευταία διαδρομή μέχρι τα Χανιά της Κρήτης.

Μόλις το μικρό ιστιοφόρο απομακρύνθηκε από την Ιθάκη, ξεκίνησε απότομα ένας απίστευτος αέρας και άρχισε να “σπρώχνει” το σκάφος σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που ήθελαν οι Γάλλοι ταξιδευτές. Ο άνεμος ήταν ανατολικός κι έτσι το ιστιοφόρο προχωρούσε προς τον πατραϊκό κόλπο με μεγάλη ταχύτητα και μέσα σε λίγη ώρα ο Πιέρ αναγνώρισε στα δεξιά του την Πελοπόννησο και στα αριστερά τη Στερεά Ελλάδα. Κοίταξε το χάρτη για να προσανατολιστεί και υπολόγισε οτι ήταν πιο κοντά στην Αιτωλοακαρνανία παρά στην Αχαΐα και έτσι αποφάσισε να πλεύσει προς τη γη του Αχελώου ποταμού.

Έφτασαν σε ένα μέρος που τα νερά φάνηκε να γίνονται πιο ρηχά οπότε ο Πιέρ έσβησε τη μηχανή και εμπιστεύθηκε το πανί του σκάφους για να προχωρήσουν. Το χρώμα των νερών άρχιζε σιγά σιγά να πρασινίζει, λες και η θάλασσα γινόταν λίμνη ενώ στα δεξιά του ιστιοφόρου φάνηκε μετά από ώρα η στεριά. Το σκάφος συνέχισε να προχωράει ακόμα πιο μέσα και στο βάθος φάνηκε κάτι σαν ένα νησί μόνο που είχε δυο γέφυρες στην άκρη, μία στα δυτικά και μία στα ανατολικά.

Ο Πιέρ είδε κάποια στιγμή στα δεξιά του κάτι που έμοιαζε με μνημείο και κατεύθυνε το ιστιοφόρο προς τα εκεί. Η Μονίκ πήδηξε από το σκάφος όταν πλησίασε στην άκρη και πήρε μαζί το σκοινί για να το δέσει σε ένα σταθερό σημείο. Μόλις το ασφάλισε κατέβηκε και ο Πιέρ και ξεκίνησαν να περπατάνε το μακρύ, χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε στο -κάτι σαν- νησί που είχαν δει νωρίτερα. Ο χάρτης που κρατούσε ο Γάλλος ήταν παλιός και το μόνο που μπορούσε να καταλάβει κοιτάζοντάς τον ήταν οτι λίγο πιο μακριά ήταν το Μεσολόγγι και στα βόρεια η πόλη του Αγρινίου.

Στο τέλος του χωματόδρομου, στα αριστερά, ήταν ένα κτίριο παράξενο, δεν ήταν σπίτι ούτε γραφεία κάποιας εταιρείας. Μάλλον ήταν κάτι σαν μουσείο ενώ γύρω του υπήρχαν δέντρα ξεραμένα και νεκρά. Αυτό που έκανε μεγάλη εντύπωση στο ζευγάρι από τη Γαλλία ήταν η απόλυτη ησυχία που υπήρχε. Ούτε μια φωνή, ένα κελάηδημα πουλιού ή έστω ένα γαύγισμα. Τίποτα απολύτως!

Επειδή το φως του ήλιου άρχισε να λιγοστεύει επικίνδυνα και καμία λάμπα του δρόμου δεν ήταν αναμμένη, ο Πιέρ έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό φακό που κουβαλούσε πάντα στα ταξίδια του και τον χρησιμοποίησε για να βλέπει που πηγαίνει αυτός και η γυναίκα του. Βλέπετε ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και το φεγγάρι είχε κρυφτεί για τα καλά πράγμα που έκανε πολύ δύσκολη την ορατότητα για τους Γάλλους ταξιδευτές. Βρέθηκαν μέσα σε ένα δασάκι το οποίο ήταν τόσο πυκνό λες και από τη μέρα που φυτεύτηκε, έμεινε ακλάδευτο και απεριποίητο σαν τιμωρία των κατοίκων που ζούσαν κάποτε εκεί.

Ένας παράξενος ήχος ήρθε μέσα από τους θάμνους που είχαν “αγκαλιάσει” τα δέντρα του πάρκου. Ήταν κάτι που φάνηκε σαν γρύλισμα, αλλά στη συνέχεια ακουγόταν σαν κάποιος να υπέφερε και να βογκούσε βασανισμένος. Ο Πιέρ φώναξε για να τον ακούσει ο άνθρωπος αλλά δεν πήρε καμία απάντηση, μόνο που το βογκητό άλλαξε και πάλι σε γρύλισμα. Και μάλιστα αυτή τη φορά ολοένα και δυνάμωνε κι άρχισαν να ακούγονται κι άλλα γρυλίσματα, από παντού, λες και το δασάκι ήταν γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη.

Ένα χέρι άρπαξε τη Μονίκ από τα μαλλιά και την τράβηξε μέσα στην πυκνή βλάστηση. Εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και να φωνάζει το όνομα του Πιέρ ο οποίος χώθηκε στα ψηλά χορτάρια και άρχισε να ψάχνει τη γυναίκα του. Η φωνή της Μονίκ σταμάτησε απότομα, σαν κάτι να την έπνιγε και να της έκοψε τη λαλιά. Ο άντρας της έφτασε στο σημείο μόνο και μόνο για να μαρτυρήσει το πιο φρικιαστικό θέαμα που είχε δει ποτέ στη ζωή του.

Στο έδαφος ήταν ξαπλωμένη η Μονίκ με τον λαιμό της ξεσκισμένο λες και της επιτέθηκε κάποιο μεγάλο σκυλί, ενώ γύρω από το άψυχο κορμί της ήταν κάμποσοι άνθρωποι, έτσι έμοιαζαν τουλάχιστον, οι οποίοι είχαν ανοίξει την κοιλιά της κοπέλας και έτρωγαν τα σωθικά της. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο για τον Πιέρ που δεν πήρε είδηση τους αμέτρητους αιματοβαμμένους ανθρώπους που τον είχαν περικυκλώσει και τον πλησίαζαν απειλητικά, γρυλίζοντας και βογκώντας σαν τα πληγωμένα θηρία της ζούγκλας που αρνούνται να πεθάνουν μετά το χτύπημα του λαθροθήρα. Σκέπασαν τον Πιέρ σαν τις σφήκες και ποτέ κανένας δεν ξανάμαθε για το ζευγάρι από τη Γαλλία που έκανε το ταξίδι της ζωής του με αφετηρία τη Μασσαλία και προορισμό την Κρήτη.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οι τοποθεσίες είναι πραγματικές αλλά τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ