Το σκοτάδι της νύχτας είχε κάνει το τοπίο στο Μίστι Παρκ της βόρειας Σκωτίας να μοιάζει απόκοσμο και τρομακτικό. Το δάσος που βρισκόταν δίπλα από τη μικρή αυτή κοινότητα φάνταζε εφιαλτικό, με τα δέντρα του γυμνά, σκελετωμένα και με μία ενοχλητική και ύποπτη σιωπή που γέμιζε το μυαλό με άσχημες σκέψεις και περίεργα συναισθήματα.
Το μόνο που φαινόταν μέσα σε όλη αυτή τη σκοτεινιά ήταν το διώροφο σπίτι στα αριστερά και στο τέλος του δρόμου που περνάει μέσα από το Μίστι Παρκ. Τα φώτα ήταν αναμμένα και μια χαρούμενη μουσική ερχόταν από μέσα. Ήταν ένα τραγούδι του Τσακ Μπέρι, του αρτίστα της ηλεκτρικής κιθάρας που άφησε εποχή με τις επιτυχίες του τη δεκαετία του 50′ και του 60′.
Ένας άντρας και μία γυναίκα χόρευαν μπροστά από το τζάκι, σε ένα χώρο που έμοιαζε με το σαλόνι του σπιτιού, ενώ γύρω τους ήταν τρία παιδιά που χτύπαγαν παλαμάκια και γελούσαν με την ψυχή τους. Ήταν η οικογένεια Φλέτσερ, ίσως η πιο παλιά απ’ όλες όσες κατοικούσαν ακόμα στο Μίστι Παρκ. Πολλοί είχαν φύγει από τη μικρή κοινότητα της βόρειας Σκωτίας για ανεξήγητο λόγο, άλλοι μίλησαν για πνεύματα που στοιχειώνουν το δάσος και άλλοι οτι είχαν δεχθεί επίθεση από κάποια αόρατη δύναμη μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Οι Φλέτσερ πάντα υποστήριζαν οτι όλες αυτές οι φήμες, για πνεύματα και στοιχειά, ήταν μπαρούφες και δικαιολογίες για να κρύψουν τον πραγματικό λόγο που έφευγαν οι οικογένειες. Όπως έλεγε ο πατέρας της οικογένειας: “Πάνε στην πόλη για να βγάλουν περισσότερα λεφτά” και οτι “θεωρούν το Μίστι Παρκ πολύ μικρό και ταπεινό για τις φιλοδοξίες τους“, πάντοτε θυμωμένος. Ένιωθε προδομένος από τους φίλους και τους συγγενείς του που εγκατέλειψαν την κοινότητα και πολλές φορές έπινε λιγάκι παραπάνω για να πνίξει τη θλίψη του.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, οι Φλέτσερ γιόρταζαν τα γενέθλια του μικρότερου γιου της οικογένειας, του Κρίστοφερ, ο οποίος έγινε οκτώ χρονών. Η μητέρα του είχε ετοιμάσει μια τεράστια τούρτα γεμάτη σοκολάτα γάλακτος και από πάνω έβαλε μπόλικη σαντιγί και ολόφρεσκα κεράσια. Δίπλα στον εορτάζοντα καθόντουσαν τα μεγαλύτερα, δίδυμα αδέρφια του, ο Μαρκ και ο Έρικ, κατάξανθοι κι οι δυο με πράσινα μάτια και τους χώριζαν πέντε χρόνια από το μικρότερο παιδί της οικογένειας.
Αφού πήραν τη θέση τους στο τραπέζι, η κυρία Φλέτσερ έφερε την τούρτα με τα οκτώ κεράκια αναμμένα και όλη η οικογένεια ξεκίνησε το κλασικό τραγούδι γενεθλίων. Ο Κρίστοφερ φύσηξε και ξαναφύσηξε τα κεριά για να σβήσουν και όταν τελικά τα κατάφερε ξέσπασαν όλοι τους σε χειροκροτήματα και επευφημίες. Ο κύριος Φλέτσερ έδωσε στο μικρό το δώρο του κι εκείνος άρχισε να το ξετυλίγει με μανία μέχρι που έμεινε με ανοικτό το στόμα να κρατάει ένα μεγάλο κουτί στα χέρια του. Η εικόνα στην εξωτερική πλευρά του πακέτου έδειχνε ένα παιδί που κρατούσε ένα τόξο και μερικά βέλη, όχι αιχμηρά στην άκρη αλλά με μία πλαστική βεντούζα.
Ο μικρός Κρίστοφερ έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα του και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο για να τον ευχαριστήσει. Την ίδια στιγμή η κυρία Φλέτσερ γκρίνιαζε στον άντρα της για το δώρο που πήρε στο παιδί, οτι δεν ήταν ανάγκη να του αγοράσει όπλο έστω και ψεύτικο. “Πάψε Σούζαν! Το παιδί πρέπει να αρχίσει να εξοικειώνεται με αυτά. Το δάσος είναι επικίνδυνο τη νύχτα και πρέπει να ξέρει να προστατεύει τον εαυτό του!” έλεγε στη γυναίκα του ο κύριος Φλέτσερ.
Η ώρα πέρασε και τα παιδιά έπεσαν για ύπνο στα κρεβάτια τους. Ο πατέρας διάβασε στον Κρίστοφερ ένα παραμύθι για να κοιμηθεί την ίδια ώρα που η Σούζαν ολοκλήρωνε το πλύσιμο των πιάτων. Μόλις έκλεισε τη βρύση του νεροχύτη και καθώς σκούπιζε τα χέρια της σε μια καθαρή πετσέτα, άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα, τρία αργά και βαριά χτυπήματα. Κοίταξε από το παράθυρο αλλά δεν είδε κανέναν, γύρισε την πλάτη της και έκανε να φύγει για τα σκαλιά που οδηγούν στον όροφο με τα υπνοδωμάτια. Τα τρία χτυπήματα που ακούστηκαν αυτή τη φορά συνοδεύτηκαν από ένα μουγκρητό, σαν ένα άγριο ζώο να βρίσκεται έξω από την πόρτα και να θέλει να μπει μέσα. Πάγωσε κι έμεινε εκεί να κοιτάζει τα σκαλιά αλλά να μην μπορεί να κάνει ούτε βήμα, λες και κάποιος ή κάτι την κρατούσε στη θέση της.
Άνοιξε το στόμα της για να φωνάξει μα δεν κατάφερε να βγάλει μιλιά. Τα μάτια της έμειναν γουρλωμένα αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο εκτός από το μαύρο σκοτάδι που τύλιγε το δωμάτιο κι ύστερα την ίδια. Είχε χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου, νόμιζε οτι είχε περάσει ένας ολόκληρος αιώνας, πραγματικά είχε αποπροσανατολιστεί. Ξαφνικά άκουσε μια γνώριμη φωνή να της λέει: “Σούζαν! Σούζαν λέω! Τι κάνεις εκεί κορίτσι μου; Γιατί είναι ανοιχτή η πόρτα και γιατί κάθεσαι εκεί; Έλα… έλα να σε ζεστάνω κούκλα μου” και μπροστά στα μάτια της εμφανίστηκε ο αγαπημένος της Στίβεν, ο πατέρας της οικογένειας Φλέτσερ και την πήρε στην αγκαλιά του.
Έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε και τράβηξε τη Σούζαν από το χέρι για να την πάει μέχρι το σαλόνι και το τζάκι. “Κάτσε εδώ να ζεσταθείς και πάω να μας φέρω από ένα ποτήρι καλό κονιάκ για να μας συντροφεύσει“, της είπε ο Στίβεν και έφυγε από το δωμάτιο. Εκείνη έκλεισε για λίγο τα μάτια της και προσπάθησε να καταλάβει τι έπαθε νωρίτερα και χάθηκε τελείως από το παρόν. Κοίταζε πότε προς την πόρτα του σπιτιού και πότε προς την φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Ο Στίβεν γύρισε γρήγορα με δύο ποτήρια κονιάκ και κάθισε δίπλα της. Μιλήσανε για λίγο και άρχισαν να γελάνε με διάφορες χαζομάρες που έλεγαν και στο τέλος έκαναν παθιασμένο έρωτα στον καναπέ του σαλονιού.
Ανέβηκαν στον όροφο με τα υπνοδωμάτια και η Σούζαν πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι. Ο κύριος Φλέτσερ έκανε ένα γρήγορο ντους και ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα του, την πήρε αγκαλιά και μέσα σε λίγα λεπτά είχαν κοιμηθεί βαθιά και οι δύο. Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να ανοίξει τα μάτια του, κάτι τον ξύπνησε από το λήθαργο αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Ξαφνικά ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται, άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι και είχε την εντύπωση οτι κάποιος ήταν μέσα στο δωμάτιο.
Μέσα στη σιωπή της νύχτας άκουσε μια φωνή να του ψιθυρίζει στο αυτί: “Γύρνα! Γύρνα να με δεις! Γύρνα! ΓΥΡΝΑ!“. Κοκκάλωσε τελείως, ο τρόμος που τον κατέλαβε ήταν πρωτόγνωρος και άρχισε να ανασαίνει γρήγορα από την ταραχή του. Γύρισε αργά το κεφάλι του για να κοιτάξει και για καλή του τύχη δεν είδε κανένα, ούτε φάντασμα ούτε στοιχειό. Είχε αναστατωθεί τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ούτε όμως ήθελε να ξυπνήσει τη γυναίκα του και να τη μουρλάνει με την παράνοιά του. Γι’ αυτό σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να κάνει θόρυβο και κατευθύνθηκε προς τα κάτω. Πήγαινε στην κουζίνα και το ψυγείο για να πιεί λίγο παγωμένο νερό και να χαλαρώσει από τη λαχτάρα που πήρε.
Κατέβηκε τη σκάλα και έφτασε στο ψυγείο, άνοιξε την πόρτα και πήρε την κανάτα με το νερό. Καθώς γέμιζε ένα ποτήρι, είδε με την άκρη του ματιού του κάποιον ή κάτι να τρέχει από το σαλόνι προς το χολ της εισόδου του σπιτιού. Μόλις πήγε στο σημείο και δεν βρήκε κανέναν εκεί, άκουσε βήματα στη σκάλα και όταν κοίταξε προς τα πάνω είδε μια σκιά να τρέχει στον διάδρομο των υπνοδωματίων του πρώτου ορόφου. Έτρεξε γρήγορα και πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και ανέβηκε τα σκαλιά. Στα δεξιά του διαδρόμου ήταν η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, μετά εκείνη του Κρίστοφερ και τελευταία ήταν αυτή του μπάνιου. Απέναντι ακριβώς ήταν το πλυσταριό με τα ρούχα κι ύστερα το δωμάτιο των διδύμων.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου του Κρίστοφερ και από μέσα βγήκε τρέχοντας ο Μαρκ και πήγε μέχρι το μπάνιο. Τη στιγμή που έκλεισε την πόρτα άνοιξε εκείνη του πλυσταριού και από μέσα πετάχτηκε ο άλλος δίδυμος και έτρεξε στο δωμάτιό του. Αμέσως ο Στίβεν πήγε προς τα εκεί και μόλις έπιασε το πόμολο της πόρτας, άνοιξε εκείνη του μπάνιου και από μέσα βγήκε ο Μαρκ ο οποίος τρύπωσε στο πλυσταριό. “Μαρκ! Έρικ! Έλα εδώ αμέσως!“, φώναξε ο κύριος Φλέτσερ και έτρεξε μέχρι το τέλος του διαδρόμου. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει το άδειο δωμάτιο. Μία φωνή τον επανάφερε στην πραγματικότητα: “Μπαμπά;“. Ήταν ο Κρίστοφερ ο οποίος ξύπνησε από τον ύπνο του εξαιτίας της φασαρίας που έκανε ο πατέρας του.
Γεμάτος αμφιβολίες και σκόρπιες σκέψεις, ο Στίβεν οδήγησε τον μικρό του γιο στο δωμάτιό του και τον έβαλε και πάλι για ύπνο. Βγαίνοντας πήγε απέναντι για να τσεκάρει τους δίδυμους και όταν άνοιξε την πόρτα μαρτύρησε το πιο παράξενο θέαμα που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Το δωμάτιο ήταν τελείως άδειο, ούτε κρεβάτια, ούτε ντουλάπια, τίποτα απολύτως. Μονάχα το φως του τοίχου ήταν αναμμένο, εκείνο που άφηνε ανοιχτό τη νύχτα η Σούζαν όταν έβαζε τα δίδυμα για ύπνο. Αλαφιασμένος ο Στίβεν έκανε να βγει από το δωμάτιο αλλά άκουσε ένα θόρυβο και σταμάτησε. Γύρισε και είδε τον Έρικ να κάθεται στο πάτωμα και να έχει γυρισμένη την πλάτη του.
“Έρικ! Σου μιλάω παιδάκι μου, δεν ακούς;” είπε ο κύριος Φλέτσερ και έπιασε το γιο του από τον ώμο. Μόλις ο μικρός γύρισε, ο πατέρας του έκανε δυο βήματα πίσω τρομοκρατημένος. Τα μάτια και το στόμα του Έρικ είχαν εξαφανιστεί και στη θέση τους υπήρχαν πια τρεις μαύρες τρύπες. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα σαν το σκοτάδι που είχε τυλίξει το Μίστι Παρκ. Σήκωσε το δεξί του χέρι και έδειξε ένα σημείο που ήταν πίσω από τον Στίβεν. Εκείνος γύρισε μόνο και μόνο για να αντικρύσει τον Μαρκ να είναι κρεμασμένος στον αέρα, λες και κάποιο αόρατο σκοινί ήταν περασμένο στο λαιμό του.
Προσπάθησε να ουρλιάξει από την ταραχή του αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει ούτε άχνα. Πήγε προς το μέρος του άψυχου Μαρκ και τον πήρε στην αγκαλιά του. Μίλησε στον Έρικ για να πλησιάσει αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Κοίταξε προς τα εκεί που ήταν νωρίτερα αλλά τον είδε ξαπλωμένο ανάσκελα, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος όπως τα τοποθετούν στους νεκρούς. Άγγιξε το μάγουλό του αλλά τράβηξε απότομα το χέρι του γιατί πάγωσε από τη θερμοκρασία του νεκρού του γιού. Κι έτσι έμεινε καθισμένος στο πάτωμα, έχοντας αγκαλιά τα δυο του αγοράκια, φαρμακωμένος και σοκαρισμένος, κλαίγοντας με λυγμούς.
Την ίδια στιγμή άνοιγε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, εκεί που η Σούζαν συνέχιζε τον βαθύ της ύπνο χωρίς να γνωρίζει την τραγωδία που εκτυλισσόταν στο απέναντι δωμάτιο. Κάποιος στεκόταν έξω στο διάδρομο και κοίταζε τη γυναίκα στο κρεβάτι. Άρχισε να περπατάει προς το μέρος της, αργά αργά, περιμετρικά του κρεβατιού και χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Σταμάτησε όρθιος ακριβώς δίπλα της και κάτι κρατούσε στα χέρια του αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν φαινόταν τι ήταν. Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του Στίβεν: “Κρίστοφερ! Τι κάνεις εκεί;” κι ύστερα από ένα δευτερόλεπτο ο κύριος Φλέτσερ βρισκόταν πεσμένος στον διάδρομο με ένα βέλος καρφωμένο στον λαιμό του, να πνίγεται μέσα στο ίδιο του το αίμα από το χέρι του μικρότερου γιού του.
Το οκτάχρονο αγοράκι από το Μίστι Παρκ της βόρειας Σκωτίας πήρε ακόμα ένα βέλος στο χέρι του και αυτή τη φορά σημάδεψε την ίδια του τη μάνα. Μια φωνή ψιθύρισε στο αυτί της Σούζαν: “Ξύπνα! Ξύπνα Σούζαν! ΞΥΠΝΑ!” και η κυρία Φλέτσερ άνοιξε τα μάτια της την ίδια στιγμή που ο Κρίστοφερ άφηνε τη χορδή του τόξου που του είχε πάρει ο πατέρας του δώρο για τα γενέθλιά του.
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ