Ο ήχος από το ξυπνητήρι τον έκανε να πεταχτεί στον αέρα τρομαγμένος, νόμιζε οτι είχε παρακοιμηθεί και οτι είχε αργήσει στο ραντεβού. Κοίταξε το ρολόι που ήταν στον τοίχο ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι του και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακουφισμένος. Ήταν ακόμα νωρίς, είχε τουλάχιστον δυο ώρες μπροστά του και άνετα προλάβαινε να ξυριστεί και να κάνει ένα μπάνιο.

Μισή ώρα αργότερα βρισκόταν μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη που ήταν στο χολ και έβαζε τις τελευταίες “πινελιές” στη μεταμφίεσή του. Ψεύτικο μουστάκι, παχύ σαν να ήταν Βίκινγκ πολεμιστής του 11ου αιώνα, μια μεγάλη κρεατοελιά στη μύτη και μακριές φαβορίτες. Έδεσε άψογα τη γραβάτα του και αφού τσέκαρε για τελευταία φορά το χαρτοφύλακα που θα έπαιρνε μαζί του, βγήκε από το διαμέρισμα και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ.

Είδε το φωτάκι να ανάβει στο νούμερο πέντε κι ύστερα από τον χαρακτηριστικό ήχο άνοιξε μπροστά του η πόρτα του ανελκυστήρα. Μπήκε μέσα, πάτησε το κουμπί για το ισόγειο και παρακάλεσε το Θεό να μην μπει άλλος μαζί του. Δεν γούσταρε πολλές κουβέντες και το απότομο ξύπνημα τον είχε τσιτώσει για τα καλά. Λίγο πριν κλείσει η πόρτα όμως ένα χέρι την εμπόδισε και μόλις αυτή άνοιξε και πάλι, μια πολύ όμορφη γυναίκα μπήκε μέσα στο ασανσέρ.

Ήταν η Μαρία η φοιτήτρια, η κοπέλα που έμενε στον ίδιο όροφο, στο διπλανό διαμέρισμα ακριβώς. “Βρωμιάρες γυναίκες! Όταν περνάνε καλά δεν υπολογίζουν τίποτα και κανένα!“, σκέφτηκε από μέσα του. Αιτία ήταν η φασαρία που τον έκανε να μείνει ξύπνιος μέχρι τα χαράματα. Η νεαρή φοιτήτρια φιλοξένησε το αγόρι της το προηγούμενο βράδυ και ο θόρυβος από τις ξαναμμένες φωνές τους ήταν λες και ερχόταν από το δικό του διαμέρισμα.

Μέχρι να φτάσει το ασανσέρ στο ισόγειο είχε ιδρώσει τόσο πολύ που μούσκεψε μέχρι και το σώβρακό του. Από τη μία είχε νευριάσει με τη Μαρία για χθες και από την άλλη έκανε πρόστυχες σκέψεις με πρωταγωνίστρια τη νεαρή φοιτήτρια. Με το που άνοιξε η πόρτα του ανελκυστήρα πετάχτηκε έξω και κατευθύνθηκε αμέσως προς το πάρκινγκ που βρισκόταν απέναντι από την πολυκατοικία. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και άνοιξε τον κλιματισμό για να δροσιστεί ενώ παράλληλα έβγαλε ένα πακέτο μωρομάντηλα από το ντουλαπάκι του συνοδηγού για να σκουπίσει τον ιδρώτα του.

Άναψε ένα τσιγάρο για να χαλαρώσει και άνοιξε τον χαρτοφύλακα. Ο φάκελος με τα ονόματα των αγοραστών ήταν μέσα όπως και το στικάκι για την ανταλλαγή, ενώ το όπλο με τον σιγαστήρα ήταν στην “κρυψώνα“, έναν ειδικό χώρο στον πάτο του χαρτοφύλακα. Έβαλε τις συντεταγμένες στο σύστημα πλοήγησης του αμαξιού και ξεκίνησε για το ραντεβού.

Κοίταζε συνεχώς το πρόσωπό του στον καθρέφτη της καμπίνας του αυτοκίνητου. Το μουστάκι ήταν στη θέση του όπως και οι φαβορίτες, ενώ η κρεατοελιά στη μύτη είχε αρχίσει να ξεκολλάει. Έβαλε αλάρμ και έκανε δεξιά το αμάξι για να σουλουπωθεί. Άνοιξε το ντουλάπι του συνοδηγού και έβγαλε μια από μέσα, σταθεροποίησε με αυτή την κρεατοελιά στη μύτη του και ξαναβγήκε στο δρόμο.

Σκεφτόταν την κομπίνα που είχε σχεδιάσει, ένα ένα όλα τα βήματα μέχρι το τελικό κόλπο. Ο κίνδυνος φυσικά ήταν μεγάλος γιατί όταν κάποιος κάνει δουλειές με τη μαφία τότε μπορεί εύκολα να βρεθεί πεταμένος σε χαντάκι με μία σφαίρα ανάμεσα στα μάτια. Και αυτό στην καλύτερη περίπτωση…

Έφτασε στο κάστρο Ντραγκούνοφ μετά από μιάμιση ώρα στο δρόμο. Είδε από μακριά κάμποσα αυτοκίνητα, μαύρα τζιπ στην πλειοψηφία τους και μερικούς άντρες στην είσοδο. Η πύλη του κάστρου ήταν κλειστή ενώ στις πολεμίστρες υπήρχαν στρατιώτες με αυτόματα όπλα. Ήταν άντρες του ιδιωτικού στρατού που μίσθωνε η ρώσικη μαφία για να την προστατεύει από φίλους και εχθρούς. Ένας από αυτούς του έκανε νόημα να σταματήσει το αμάξι και να σβήσει τη μηχανή την ώρα που περπατούσε προς το μέρος του. Εκείνος έκανε στα γρήγορα το σταυρό του και πήρε μια βαθιά ανάσα.

Κατέβασε το παράθυρο και έδειξε στον άντρα με το αυτόματο όπλο την ψεύτικη ταυτότητά του. Εκείνος αφού την κοίταξε καλά καλά γύρισε προς τους άλλους φρουρούς και έκανε ένα νεύμα, για να ακολουθήσει ο χαρακτηριστικός θόρυβος της σιδερένιας πύλης που ανέβαινε. Ο άγνωστος κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πήρε μαζί του τον χαρτοφύλακα. Άναψε ένα τσιγάρο για να δείχνει πιο άνετος και ακολούθησε τον άντρα με το αυτόματο όπλο.

Ανέβηκαν τα σκαλιά που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο του κάστρου. Εκεί τους περίμενε ένας τεράστιος τύπος, σαν παλαίμαχος παλαιστής με κάτι χέρια μεγάλα σαν κουπιά και μόλις τους είδε έκανε νόημα στον άντρα με τον χαρτοφύλακα να πλησιάσει με τα χέρια του ανοιχτά. Άρχισε να τον ψάχνει πολύ σχολαστικά, ακόμα και στα παπάρια του τον έψαξε κι ύστερα πήρε ένα μηχάνημα που εντόπιζε μέταλλα. Ήθελε να ελέγξει αν ο… καλεσμένος του αφεντικού είχε κάποιο όπλο μαζί του αλλά εκείνος είχε προνοήσει γι’ αυτό το ενδεχόμενο.

Είχε βάλει στο κινητό του ένα πειρατικό πρόγραμμα με το οποίο αποσυντόνιζε τους ανιχνευτές μετάλλων και έτσι μπόρεσε να περάσει το πιστόλι μέσα στο κάστρο. Ακολούθησε τον άντρα με το αυτόματο όπλο μέχρι και την πίσω αυλή, εκεί που τους περίμενε το μεγάλο αφεντικό καθισμένο σε ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι. Ο αρχηγός της ρώσικης μαφίας είχε μπροστά του ένα λάπτοπ, δίπλα ένα πιστόλι και στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα ποτήρι με πανάκριβη βότκα από το Βλαδιβοστόκ. Ρούφηξε μια λαίμαργη τζούρα από το ποτό του και φώναξε στον άντρα με τον χαρτοφύλακα να πλησιάσει και να καθίσει απέναντί του.

Ο τύπος με την κρεατοελιά στη μύτη έβγαλε έναν φάκελο και τον έδωσε στο αφεντικό. Εκείνος κοίταξε τη λίστα με τα ονόματα και άρχισε να “μελετάει” τα προφίλ των αγοραστών πολύ προσεκτικά. Πότε πότε ρώταγε διάφορα για τον καθένα, ήθελε να τεστάρει τον άντρα που καθόταν απέναντι από αυτόν, ήθελε να σιγουρευτεί οτι δεν θα έπεφτε σε κάποια παγίδα. Αν και με τόσους άντρες μέσα στο κάστρο ήταν απίθανο να του συμβεί το οτιδήποτε, ούτε ο στρατός αλλά ούτε και η αστυνομία μπορούσαν να τον βλάψουν.

Μόλις βεβαιώθηκε οτι όλα ήταν εντάξει τότε άνοιξε το λάπτοπ και πληκτρολόγησε έναν κωδικό. Ύστερα έκανε νόημα στον άντρα με τις μακριές φαβορίτες να πλησιάσει για να ολοκληρώσουν την αγορά. Εκείνος έβγαλε από τον χαρτοφύλακα το στικάκι και το τοποθέτησε στην αντίστοιχη υποδοχή του λάπτοπ. Έβαλε τον κωδικό που του είχαν δώσει οι αγοραστές και μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα η συναλλαγή είχε πραγματοποιηθεί. Πήρε το στικάκι και το έβαλε στην τσέπη του ενώ όπως είπε στο αφεντικό της μαφίας, τον φάκελο με τα ονόματα των αγοραστών θα του τον άφηνε για ενθύμιο, να του θυμίζει τη μεγάλη συμφωνία που μόλις έκανε. Πήρε τον χαρτοφύλακα και προχώρησε προς την πόρτα που οδηγούσε στα σκαλιά του κάστρου.

Προσπάθησε να κρύψει την ικανοποίησή του και άνοιξε το βηματισμό του για να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε από εκεί. Φτάνοντας στη σιδερένια πύλη, παρατήρησε οτι ήταν κλειστή και οτι δεν υπήρχε κανένας άντρας εκεί, ούτε στις πολεμίστρες από πάνω. Κοίταξε προς το κάστρο μήπως δει κάποιον αλλά τίποτα… Φώναξε μπας και τον ακούσουν και εμφανιστεί έστω κι ένας στρατιώτης μα όλα έδειχναν οτι το μέρος ήταν άδειο και εγκαταλελειμμένο. Κοίταξε έξω από το κάστρο και είδε οτι τα αυτοκίνητα ήταν όλα στη θέση τους, όπως ακριβώς συνέβαινε και με το δικό του.

Ξαφνικά μια βαριά φωνή έσπασε τη σιωπή: “Κύριε Μπλόνσκι; Κύριε Μπλόνσκι με ακούτε;“, ακούστηκε από το μεγάφωνο που βρισκόταν πάνω από την πύλη. Ο άντρας με την κρεατοελιά έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει προς το σημείο που ήρθε η άγνωστη φωνή. “Σας παρακαλώ κύριε Μπλόνσκι… Αν με ακούτε καθαρά και δυνατά τότε κάντε μου τη χάρη και βγάλτε την ψεύτικη κρεατοελιά από το πρόσωπό σας“…

Μέσα σε λίγα λεπτά ο άντρας με το ψεύτικο μουστάκι είχε βγάλει τόσο αυτό όσο και τις φαβορίτες ενώ τον χαρτοφύλακα τον είχε αφήσει δίπλα στα πόδια του. “Ωραία, πολύ ωραία“, είπε η φωνή από το μεγάφωνο και συνέχισε: “Υποθέτω οτι ξέρεις ποιος είμαι, έτσι δεν είναι;” και έκανε μια παύση μέχρι να βεβαιωθεί οτι τον γνωρίζει ο άντρας στην πύλη. “Να σου πω την αλήθεια, αν δεν με πλησίαζες για να χρησιμοποιήσεις το στικάκι δεν υπήρχε περίπτωση να σε καταλάβω. Και είσαι πραγματικά άτυχος γιατί όντως είχες κάνει εκπληκτική δουλειά με τη μεταμφίεση, ήταν απίθανο για κάποιον κανονικό άνθρωπο να σε πάρει χαμπάρι. Όμως εγώ δεν είμαι τέτοιος κύριε Μπλόνσκι” και ένα διαβολεμένο γέλιο ακολούθησε την παύση του μαφιόζου.

Ήμουν στις μυστικές υπηρεσίες της Σοβιετικής Ένωσης τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου. Πιο συγκεκριμένα ήμουν κατάσκοπος με εξειδίκευση στις υποκλοπές, στους εκρηκτικούς μηχανισμούς και στις μεταμφιέσεις! Γι’ αυτό και κατάφερα να καταλάβω οτι είστε μεγάλος ψεύτης κύριε Μπλόνσκι” και ο τόνος της φωνής που ερχόταν από το μεγάφωνο έγινε πιο σοβαρός, σχεδόν απειλητικός. “Πριν ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας όμως θα ήθελα να μου κάνετε μια μεγάλη χάρη. Πείτε μου σας παρακαλώ, ποιο ήταν τελικά το σχέδιό σας; Θα παίρνατε τους κωδικούς και θα τους δίνατε στην κυβέρνηση; Σε κάποια ξένη χώρα ίσως; Ή μήπως θα πουλάγατε μόνος σας τον εξοπλισμό σε ιδιώτες και τρομοκράτες; Αλήθεια θέλω να μάθω“, ήταν η ερώτηση του… ενός εκατομμυρίου. Από την απάντηση του κυρίου Μπλόνσκι εξαρτιόταν η ζωή του…

Το κόλπο

Έτσι ο άντρας που βρισκόταν μπροστά από την κλειστή πύλη του κάστρου, άρχισε να εξηγεί σε ένα μεγάφωνο το μεγάλο του σχέδιο. Αρχικά είχε δημιουργήσει ψεύτικα προφίλ για τους υποψήφιους αγοραστές. Το μυστικό που έκανε πειστικά αυτά τα -κάτι σαν- βιογραφικά ήταν οτι αφορούσαν στρατιωτικούς από Κίνα και Αμερική, εταιρείες διαστημικής τεχνολογίας από Γαλλία και Ιαπωνία και άλλους κολοσσούς της ιατρικής και των φαρμάκων από τη Γερμανία και την Ισπανία.

Το στικάκι όμως ήταν το “καμάρι” του. Είχε φτιάξει ένα πρόγραμμα υποκλοπής δεδομένων, πολύ ισχυρό και σχεδόν αόρατο στον εντοπισμό. Οπότε μόλις το έβαλε στο λάπτοπ εκείνο αμέσως σύλλεξε όλες τις πληροφορίες του κατόχου της συσκευής, δηλαδή της ρώσικης μαφίας ενώ είχε για βιτρίνα το πρόγραμμα της ασφαλούς μεταφοράς χρημάτων και δεδομένων. Για το όπλο, όμως, δεν είπε τίποτα απολύτως…

Όσο για τον σκοπό του; Ο άντρας που βρισκόταν στην πύλη είπε οτι το μόνο που τον ένοιαζε είναι να παρακολουθεί τις συναλλαγές της ρώσικης μαφίας με την κυβέρνηση αλλά και τους τρομοκράτες της Μέσης Ανατολής. Και φυσικά να πάρει όσα περισσότερα χρήματα μπορούσε, να έφευγε από τη χώρα και να εξαφανίζονταν σε κάποιον εξωτικό προορισμό για πάντα.

Ωραίο κόλπο, μελετημένο, επαγγελματική δουλειά θα έλεγα. Αλλά δεν τα κατάφερες κύριε Μπλόνσκι και τώρα είσαι στο έλεός μου. Λοιπόν, έχεις τρεις επιλογές. Ή θα δουλέψεις αποκλειστικά και μόνο για μένα, ή θα σε παραδώσω στις αρχές για να σε διαλύσουν, να σε ξεφτιλίσουν και να σε φυλακίσουν για το υπόλοιπο της ζωής σου, ή θα αυτοκτονήσεις αυτή τη στιγμή με το πιστόλι που έχεις κρύψει στο χαρτοφύλακα. Είχα κι εγώ έναν ίδιο στα νιάτα μου και ξέρω πως λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Αν δεν διαλέξεις κάτι από τα τρία τότε θα κάνω εγώ την επιλογή και να είσαι σίγουρος οτι δεν θα σου αρέσει καθόλου“, είπε ο μαφιόζος και έκλεισε τον ήχο εντελώς.

Έτσι, ο κύριος Μπλόνσκι, έμεινε μόνος του μπροστά από την κλειστή σιδερένια πύλη του κάστρου Ντραγκούνοφ, να αναρωτιέται τι στο καλό μπορούσε να κάνει για να γλιτώσει αλλά ήταν τόσο μπερδεμένος που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Κοίταζε πότε τον καταγάλανο ουρανό, πότε τα τείχη του κάστρου, πότε το μεγάφωνο. Μόνο για ένα πράγμα ήταν σίγουρος, οτι δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει τον Ρώσο μαφιόζο να αποφασίσει για την τύχη του.

Ο ήχος μιας πόρτας που άνοιξε και έκλεισε απότομα, καθώς και εκείνος από τις μπότες που κατέβαιναν τα σκαλιά του κάστρου, έκανε τον κύριο Μπλόνσκι να γονατίσει και να πιάσει τον χαρτοφύλακα. Κανείς δεν τον ξαναείδε από τότε ούτε έμαθε τι απόγινε ο άνθρωπος που τόλμησε να κοροϊδέψει τη ρώσικη μαφία.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ