Πρωινό ξύπνημα για τον Βαγγέλη και σήμερα. Η ρουτίνα κλασική, γκρίνια μέχρι να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, γρήγορα ένα “χοντρό” στην τουαλέτα κι ύστερα μπανάκι και ξύρισμα. Στη συνέχεια προορισμός το ψυγείο στην κουζίνα και το δεύτερο ράφι με τα αβγά που του ‘στειλε η μάνα του απ’ το χωριό. Λίγο νερό στο βραστήρα για να επιταχύνει τη διαδικασία και μετά το έριχνε μαζί με δύο αβγά στο μπρίκι για να βράσουν.

Την ίδια στιγμή ο Βαγγέλης έχει ήδη ανάψει την καφετιέρα, έχει βάλει το απαραίτητο φίλτρο για το γαλλικό, ρίχνει και τον καφέ κι αφού κλείσει το καπάκι τότε πατάει το κουμπί. Όσο γεμίζει το δοχείο της καφετιέρας εκείνος έχει βγάλει τα αβγά από το μπρίκι γιατί τα προτιμάει μελάτα και καθαρίζει το πάνω μισό των δύο πρωτεϊνούχων εδεσμάτων.

Φρυγάνισε και μία φέτα ψωμί στην τοστιέρα, έκοψε και μια τομάτα σε ροδέλες, λίγο φέτα και έτοιμο το πρωινό. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας και άνοιξε την τηλεόραση που ήταν στο απέναντι έπιπλο, πάντοτε στο κανάλι των ειδήσεων. Ξεκίνησε να τρώει χωρίς να προσέχει το πιάτο του, απορροφημένος από ένα ρεπορτάζ σχετικά με το χρηματιστήριο και την απότομη πτώση ορισμένων μετοχών.

Μια μύγα κάθισε στο ψωμί που έβαλε στο στόμα του ο Βαγγέλης. Αυτό ήταν! Μόλις το κατάλαβε ήταν πολύ αργά! Ξεκίνησε να βήχει τόσο πολύ λες και κάπνιζε σαράντα χρόνια, μόνο που ο ίδιος ούτε που είχε ακουμπήσει τσιγάρο ποτέ στη ζωή του. Άρχισε να κοκκινίζει απ’ την ένταση του βήχα, το πρόσωπό του είχε πάρει το ίδιο χρώμα με την τομάτα στο πιάτο του.

Έτρεξε στον νεροχύτη και έβαλε δάχτυλο στο στόμα για να ξεράσει. Το κορμί του τραντάχτηκε από το… ζόρι της όλης διαδικασίας που περνούσε ο κακόμοιρος. Σήκωσε το κεφάλι του για να πάρει ανάσα και να μην βλέπει τα ξερατά μπροστά του. Έπλυνε τον νεροχύτη και έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει. “Σκατά μέρα και σήμερα! Πάτωσαν οι μετοχές, να σου και η κωλόμυγα και τα ξερατά, δηλαδή ήμαρτον!“, μονολογούσε καθώς παρακολουθούσε το γείτονα από το παράθυρο της κουζίνας.

Αραχτός, με το μπουρνούζι του και τις σαγιονάρες, πότιζε τα λουλούδια του κήπου. Μόλις αντιλήφθηκε τον Βαγγέλη σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε για να πάρει σαν απάντηση το νεύμα του γείτονα και το κλείσιμο της κουρτίνας. “Άντε στο διάολο και συ παλιοσυνταξιούχε!“, φώναξε στο πουθενά και αφού πήρε την τσάντα της δουλειάς και τα κλειδιά του αυτοκίνητου, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και βγήκε έξω. Έβαλε το κλειδί και το γύρισε αλλά το αμάξι δεν έπαιρνε μπροστά με τίποτα. Μετά από πέντε άκαρπες προσπάθειες και μια… ποικιλία από μπινελίκια για τη ρουφιάνα τη ζωή που του χρεώσανε, ο Βαγγέλης κάλεσε ένα ραδιοταξί για να πάει στη δουλειά.

Λίγη ώρα αργότερα το ταξί σταμάτησε έξω από την εταιρεία στην οποία δούλευε. Εκείνος πλήρωσε απρόθυμα τον ταρίφα και κατέβηκε θυμωμένος από το όχημα. Σκεφτόταν οτι η μέρα του είχε αρχίσει τόσο άσχημα, από τη μία η μύγα και ο εμετός και από την άλλη το γαμωάμαξο.

Πήγε από τις σκάλες γιατί όταν κοίταξε το ρολόι του, τότε μόνο κατάλαβε οτι είχε αργήσει στο μίτινγκ με το αφεντικό. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και ανέβηκε δύο δύο τα σκαλιά, με αποτέλεσμα να παραπατήσει κάποια στιγμή και να ρίξει μια χριστοπαναγία που πρέπει να ακούστηκε μέχρι τον τελευταίο όροφο του κτιρίου. Έφτασε ιδρωμένος στον πέμπτο και έξω από την πόρτα του αφεντικού, χτύπησε διακριτικά και την έσπρωξε για να μπει μέσα.

Άργησες Βαγγελάκη! Τρίτη φορά αυτό το μήνα! Που θα πάει αυτή η κατάσταση, ε;“, του φώναξε ο κύριος Αγγέλου θυμωμένα. Εκείνος αράδιασε σαν δικαιολογία την πραγματικότητα της κακής μέρας που περνούσε και κάθισε απέναντί του. Έβγαλε κάτι φάκελους από την τσάντα του και ετοιμάστηκε για την ενημέρωση του αφεντικού.

Μη σκας Βαγγελάκη! Δεν θα χρειαστεί αυτό το οποίο πας να κάνεις. Όπως θα έμαθες οι μετοχές της εταιρείας έπεσαν κατακόρυφα. Άρα πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες περικοπές για να μην έχουμε πρόβλημα βιωσιμότητας. Οπότε θα σε παρακαλούσα να περάσεις από το λογιστήριο για να πάρεις την αποζημίωσή σου. Χάρηκα για τη συνεργασία και σου εύχομαι καλή τύχη σε οτι κι αν κάνεις από δω και πέρα“, ήταν τα λόγια του αφεντικού του Βαγγέλη.

Ένα βουητό άρχισε να ηχεί στα αυτιά του λες και δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα άλλο, λες και είχε σκάσει βόμβα δίπλα του ακριβώς. Ο ιδρώτας έκανε ξανά την εμφάνισή του μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν από τις σκάλες αλλά από την πίεση του κορμιού του που είχε αρχίσει να ανεβαίνει επικίνδυνα. Και ξαφνικά όλα κοκκίνησαν…

Έφυγε από το γραφείο σαν τρελός, κοπάναγε πόρτες και κλώτσαγε οτι έβρισκε στο διάβα του. Κανένας δεν τον εμπόδισε, ούτε καν ο σεκιούριτι που βρισκόταν στην είσοδο του κτιρίου. Μπήκε μέσα στο πρώτο ταξί που βρήκε και ξεκίνησε για το σπίτι του.

Έφτασε μετά από κάμποση ωρα γιατί ο δρόμος ήταν γεμάτος αυτοκίνητα και η κίνηση άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Ο Βαγγέλης, εκτός των άλλων, είχε νευριάσει με τον ταξιτζή γιατί τον είχε σκοτίσει με τις ερωτήσεις του. “Γιατί είναι κόκκινη η μπλούζα σας; Είχατε κάποιο ατύχημα μήπως;” και άλλες πολλές τέτοιου είδους ερωτήσεις. Σαν ανάκριση από μπάτσο σε αστυνομικό τμήμα…

Πέταξε ένα πενηντάρικο στον ταρίφα και έκανε να μπει στο σπίτι του, όταν άκουσε μια γνώριμη φωνή να του λέει: “Ρε Βάγγο όλα καλά; Τι δουλειά έχεις εδώ τόσο νωρίς;“. Ήταν ο εκνευριστικός γείτονας από το απέναντι σπίτι. Ο τύπος έπινε μια παγωμένη μπύρα και έψηνε μερικά λουκάνικα στο μπάρμπεκιου.

Ο Βαγγέλης προχώρησε προς το μέρος του με σφιγμένες τις γροθιές. Του έριξε μία στη μύτη και την έσπασε ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Τον κλώτσησε με μανία στο κεφάλι κάμποσες φορές κι ύστερα τον γράπωσε απ’ τα μαλλιά και τον έσυρε μέχρι την ψησταριά. Εκεί του έβαλε το κεφάλι στη σχάρα και άρχισε να το πατάει με το καπάκι με όλη τη δύναμη που μπορούσε να βάλει. Σάλια έτρεχαν από το στόμα του από τη λύσσα που τον είχε πιάσει, ήταν σαν ζώο αφηνιασμένο και δεν υπολόγιζε τίποτα και κανένα.

Ούτε οι φωνές των περαστικών αλλά ούτε και τα ουρλιαχτά του γείτονα τον εμπόδισαν να συνεχίσει το μακάβριο έργο του. Άφησε το άψυχο κορμί να πέσει στο γρασίδι και πήγε στο σπίτι του. Χωρίς να χάσει χρόνο προχώρησε μέχρι την αποθήκη που ήταν δίπλα από την κουζίνα και έβγαλε ένα κουτί από το πάνω ράφι. Μέσα είχε ένα περίστροφο και μία θήκη μεταλλική με σφαίρες. Γέμισε το όπλο και μπήκε στη μπανιέρα…

Άφησε το νερό να πέφτει παγωμένο πάνω στο κεφάλι του, είχε ανάγκη από κρύο γιατί ένιωθε οτι έβραζε λες και καθόταν σε φρέσκια πίσσα τον δεκαπενταύγουστο. Και τότε του ήρθαν στο μυαλό όλες εκείνες οι στιγμές που ακολούθησαν στο γραφείο του… πρώην αφεντικού του. Μόλις άκουσε οτι χάνει τη δουλειά του τρελάθηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και έτρεξε πάνω στον κύριο Αγγέλου.

Αφού τον έριξε από την καρέκλα, πήρε τον χαρτοκόπτη και του έκοψε το λαιμό σαν να ήταν αρνί σε σφαγείο. Ύστερα πήρε την ακριβή πένα του αφεντικού και άρχισε να τον καρφώνει με λύσσα σε όλο του το πρόσωπο. Σταμάτησε μόνο όταν αυτή έσπασε και έμεινε στο δεξί μάτι του μακαρίτη.

Χαμογέλασε κουρασμένα. Όλη η ένταση της μέρας τον είχε καταβάλλει. Άκουσε από μακριά τις σειρήνες των περιπολικών που έφταναν έξω από το σπίτι του. “Αυτό ήταν λοιπόν… Στο διάολο όλοι και όλα!” είπε φωναχτά πριν τοποθετήσει το περίστροφο στο στόμα του και πατήσει για πρώτη και τελευταία φορά τη σκανδάλη.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ