Κόσμος και κοσμάκης πηγαινοερχόταν στη ρεσεψιόν του εργαστήριου “Κλεμόντ“. Το δείγμα του νέου ιού μόλις είχε φτάσει και άπαντες ήταν σε εγρήγορση. Ο δρ Μονζανί ήταν εκείνος που παρέλαβε το παράξενο δοχείο με τον ιό και έφυγε σφαίρα για το κυρίως εργαστήριο.

Φόρεσε την ειδική στολή για προστασία από χημικά, ιούς και οτιδήποτε μπορούσε να γίνει επικίνδυνο για τον γιατρό. Έβαλε και τα γυαλιά με την ενσωματωμένη κάμερα για να καταγράφει όλη τη διαδικασία ενώ δεν ξέχασε το αγαπημένο του μαγνητόφωνο, ένα εργαλείο που μπήκε στη ζωή του τότε που ήταν ερασιτέχνης δημοσιογράφος.

Πήρε και πάλι το παράξενο δοχείο με τον ιό και μπήκε στο θάλαμο απομόνωσης. Τώρα πια οτι κακό και να συνέβαινε θα περιορίζονταν εκεί μέσα. Προχώρησε με μεγάλη προσοχή μέχρι το τραπέζι που βρισκόταν στο κέντρο του θαλάμου και τοποθέτησε το δοχείο σε ένα ειδικό ντουλάπι.

Ο δρ Μονζανί πήρε ένα μικρό, τετράγωνο κομμάτι πλαστικό και έβαλε στο κέντρο του λίγη ποσότητα απ’ τον νέο ιό. Αφού το τοποθέτησε στη σωστή θέση, έσκυψε και το κοίταξε με το μικροσκόπιο. Πείραξε λιγάκι τον φακό μέχρι να βρει το κατάλληλο σημείο και πήρε μια βαθιά ανάσα. Φοβόταν γι’ αυτό που μπορούσε να δει… Δύο λεπτά αργότερα ο δρ Μονζανί είχε απομακρυνθεί από το μικροσκόπιο και κοίταζε σκεπτικός το πάτωμα του θαλάμου.

Η αρχή

Πριν μία εβδομάδα έγινε ένα τηλεφώνημα στο υπουργείο υγείας και πιο συγκεκριμένα στο γραφείο του ίδιου του υπουργού. Ήταν ένας γιατρός από μια άγνωστη επαρχιακή πόλη της Γαλλίας και φώναζε σαν τρελός στη γραμματέα του υπουργού οτι ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου να μιλήσει με τον ίδιο άμεσα.

Δεν τα κατάφερε όμως καθώς απορρίφθηκε το αίτημά του και παρά τις συνεχόμενες προσπάθειες ο υπουργός υγείας δεν τον δέχτηκε ποτέ. Έτσι τρείς μέρες μετά ξεκίνησε μια ζωντανή μετάδοση στο διαδίκτυο, ένας άντρας δεμένος σε μια καρέκλα μέσα σε ένα χώρο που έμοιαζε με αχυρώνα και δίπλα του ένας τύπος με στολή εργαστηρίου. μία να κοιτάζει αυτόν και μία την κάμερα. Ήταν εκείνος ο γιατρός που τηλεφωνούσε στον Γάλλο υπουργό υγείας αλλά δεν τα κατάφερε να του μιλήσει.

Ο άντρας στην καρέκλα ούτε κουνιόταν, ούτε έβγαλε άχνα, λες και ήταν λιπόθυμος. Ο γιατρός πήρε την κάμερα στα χέρια του και τον πλησίασε. Έβγαλε ένα πιεσόμετρο και του πήρε την πίεση. Έδειξε το αποτέλεσμα της μέτρησης στην κάμερα. Ο άντρας στην καρέκλα ήταν νεκρός…

Το μικρόφωνο της κάμερας πρέπει να ήταν χαλασμένο γιατί δεν ακουγόταν ούτε αυτά που έλεγε ο γιατρός. Ύστερα πήρε ένα μικρό μαχαίρι και έκοψε ίσα ίσα την άκρη του μεγάλου του δάχτυλου. Το πίεσε για να βγάλει κάμποσο αίμα και έφερε το χέρι του κοντά στο πρόσωπο του νεκρού.

Ο άντρας στην καρέκλα άρχισε να κουνιέται, στην αρχή κάποια τινάγματα στο κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια. Όμως μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ξεκίνησε να χτυπιέται σαν τον τρελό με τον ζουρλομανδύα. Ο γιατρός πήρε την κάμερα στα χέρια του και άρχισε να μιλάει με θυμό, προφανώς επειδή έγινε αυτό που έγινε με τον υπουργό. Αυτή η άσκοπη καθυστέρηση… Ξαφνικά ο γιατρός γύρισε να κοιτάξει το σημείο που ήταν ο νεκροζώντανος άντρας και εντελώς απότομα η κάμερα έπεσε κάτω με το φακό στραμμένο προς το έδαφος.

Η αστυνομία πήγε πρώτη στο μέρος και στον έλεγχο που έγινε διαπιστώθηκε οτι μέσα στον αχυρώνα δεν ήταν κανείς. Υπήρχε μόνο αίμα στο σημείο που ήταν η καρέκλα, η οποία είχε γίνει κομμάτια και δίπλα της ήταν κομμένα σχοινιά.

Η αναζήτηση του γιατρού και του νεκροζώντανου άντρα συνεχίστηκε για δύο μέρες ακόμα. Τελικά, με τη συμβολή των δυνάμεων του στρατού, οι δυο τους εντοπίστηκαν μέσα σε ένα δάσος της περιοχής, γεμάτοι με αίματα και έχοντας πολύ επιθετική συμπεριφορά. Ο γιατρός αιχμαλωτίστηκε με επιτυχία όμως ο άλλος άντρας προσπάθησε να δαγκώσει έναν στρατιώτη και εκτελέστηκε επιτόπου.

Στα εργαστήρια του στρατού λήφθηκε άμεσα το δείγμα από τον μολυσμένο γιατρό και στάλθηκε στο καλύτερο κέντρο της χώρας το “Κλεμόντ“. Ο ασθενής συμπεριφέρονταν σαν λυσσασμένος σκύλος και σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να δαγκώσει όποιον βρισκόταν κοντά του. Την επόμενη μέρα ο μολυσμένος επιτέθηκε σε έναν άντρα ασφαλείας και του έκοψε το λαιμό με τα δόντια του. Μετά από λίγη ώρα εκείνος πέθανε, μόνο και μόνο για να επιστρέψει απ’ τους νεκρούς το βράδυ της ίδιας μέρας.

Οι απαντήσεις που θα έδινε το “Κλεμόντ” σχετικά με την προέλευση αλλά και την καταπολέμηση του νέου ιού, ήταν αυτό που περίμενε πια όλος ο πλανήτης. Το γαλλικό υπουργείο υγείας ήταν σε διαρκή επικοινωνία με τον Π.Ο.Υ.(Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) αλλά και τον δρ Μονζανί, τον άνθρωπο που είχε το δύσκολο έργο να βρει άμεσα λύση πριν τα πράγματα ξεφύγουν και γίνει η κατάσταση μη αναστρέψιμη.

Πίσω στο “Κλεμόντ

Μέσα στην αίθουσα Τύπου του εργαστηρίου γινόταν ένας κακός χαμός. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν πανικόβλητοι να πιάσουν θέση όσο πιο κοντά μπορούσαν στους ομιλητές, μία από τα ίδια και οι φωτογράφοι. Ο ένας πάνω στον άλλο, αγκωνιές στα μουλωχτά, που και που καμιά βρισιά χυδαία για σπίτια, οικογένειες και λοιπά. Ένα τύπος, προφανώς ο συντονιστής της συνέντευξης Τύπου που θα ακολουθούσε, φώναζε διαρκώς, οι φλέβες του είχαν πεταχτεί στο λαιμό και στα μηνίγγια, προσπαθούσε τους βάλει όλους στη θέση τους για να αρχίσει η ενημέρωση.

Ο δρ Μονζανί μιλούσε διαρκώς στο τηλέφωνο, εμφανώς αγχωμένος και αναφέρονταν σε “μη αναστρέψιμο κακό” ενώ κάποια στιγμή του ξέφυγε ένα “το ‘χουμε όλοι μέσα μας“. Περπατούσε νευρικός, πάνω κάτω στο γραφείο του, ιδρωμένος και με ένα τσιγάρο στο χέρι. Έκλεισε το τηλέφωνο και το έβαλε στην τσέπη του, πήγε προς την πόρτα και έκανε να βγει απ’ το δωμάτιο. Κοντοστάθηκε και πήρε ξανά το κινητό του και πληκτρολόγησε τον αριθμό της κόρης του. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου και άρχισε να τις μιλάει με δάκρυα στα μάτια και τρεμάμενη φωνή.

Η συνέντευξη Τύπου ξεκίνησε περίπου στις δύο το μεσημέρι. Όλος ο κόσμος παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Μία ώρα μετά οι δημοσιογράφοι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά κι αριστερά, βιάζονταν να πάνε στο αεροδρόμιο και να γυρίσουν στα σπίτια τους, να προλάβουν να δουν τους δικούς τους ανθρώπους πριν ξεσπάσει η πανδημία. Τα δελτία ειδήσεων σε όλη τη Γη προειδοποιούσαν τον κόσμο να μείνει κλεισμένος σπίτι, να αποφεύγει τις συναθροίσεις και να μην πηγαινοέρχονται ο ένας στο μέρος του άλλου. Τα σούπερ μάρκετ έστελναν τις παραγγελίες των πελατών στην πόρτα τους, ώστε να αποφεύγουν το συνωστισμό και τις ατέλειωτες ουρές των καταναλωτών.

Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει…

Δυο μήνες μετά

Ένας άντρας γεμάτος αίματα πέφτει και ξαναπέφτει με όλη του τη δύναμη πάνω σε μια πόρτα. Βρίσκεται σε ένα διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου της δομής διασωθέντων της πανδημίας, μόνο που αυτή έπαψε να λειτουργεί εδώ και μια βδομάδα. Κάποιος έκρυψε το γεγονός οτι ήταν άρρωστος και όταν πέθανε μέσα στη νύχτα και δεν τον πήρε κανένας είδηση, τότε έγινε το κακό. Ο ένας δάγκωσε τον άλλο και η… καραμπόλα θανάτου μέσα στη δομή μόλις είχε αρχίσει.

Από αυτήν την εξέλιξη δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο και το δίδυμο ενός από τα διαμερίσματα του τέταρτου ορόφου. Ο άντρας βγήκε από το δωμάτιο για προμήθειες, έπεσε πάνω σε μερικούς μολυσμένους και δαγκώθηκε, γύρισε στο σπίτι του και πέθανε. Η κοπέλα δεν κατάφερε να τον βγάλει από το διαμέρισμα, ούτε φυσικά να τον σκοτώσει. Ήταν ο πατέρας της βλέπετε…

Έτσι ο νεκρός ζωντάνεψε ξανά και μύρισε το αίμα της κοπέλας που τον κλείδωσε στο μπάνιο. Ξεκίνησε να πέφτει στην πόρτα ξανά και ξανά για να τη σπάσει και να φτάσει στην πολυπόθητη σάρκα που ήταν πίσω της. Η νεαρή γυναίκα είχε φρακάρει την πόρτα με έναν καναπέ και ένα τραπέζι, αλλά σε κάθε χτύπημα του νεκροζώντανου τα έπιπλα κινούνταν ελαφρώς και δεν έδειχναν οτι θα μείνουν στη θέση τους.

Η πόρτα τελικά έσπασε και τον ήχο του καναπέ που έπεφτε στο πάτωμα, ακολούθησε εκείνος των ουρλιαχτών της γυναίκας που βρισκόταν ξαπλωμένη στο χαλί του σαλονιού. Ο νεκροζώντανος ήταν σκυμμένος πάνω της και της είχε ξεσκίσει το στομάχι, μασουλώντας λαίμαργα τα σωθικά της άτυχης κοπέλας. Το ταμπελάκι στην αιματοβαμμένη στολή που φορούσε έγραφε “Δρ Μονζανί”…

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ