Το χιόνι έξω από το μικρό, ξύλινο σπίτι έπεφτε πυκνό όλο το απόγευμα. Κάθε μία ώρα περίπου, κάποιος έβγαινε από μέσα και φτυάριζε μπροστά από την πόρτα της εισόδου για να μην φρακάρει από τον όγκο που μαζευόταν κάθε φορά. Ο χειμώνας στο βουνό και ειδικότερα στην καρδιά του δάσους, ήταν βαρύς και δύσκολος ακόμα και για κάποιον που ζει μόνιμα κάτω από αυτές τις συνθήκες.

Ο καπνός από την καμινάδα μαρτυρούσε οτι το τζάκι έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο εσωτερικό του σπιτιού. Οι μυρωδιές από την καυτή σούπα που έβραζε στην κατσαρόλα, έφταναν μέχρι τις χαραμάδες από το ταλαιπωρημένο παράθυρο της κουζίνας που είχε παγώσει από το κρύο. Τα τζάμια είχαν θαμπώσει από τη διαφορά θερμοκρασίας και δεν φαινόταν τίποτα από την άλλη μεριά.

Κατά το βραδάκι το φαγητό σερβιρίστηκε στο τραπέζι της κουζίνας και όλοι κάθισαν για να το απολαύσουν. “Ξεκινήστε εσείς κι έρχομαι. Πάω να ξεφρακάρω την πόρτα γιατί το χιόνι πύκνωσε περισσότερο“, είπε ένας ψηλός άντρας με μακριά, κόκκινη γενειάδα. Φόρεσε το χοντρό του μπουφάν, τα ζεστά του γάντια και τον σκούφο κι ύστερα προχώρησε προς την είσοδο.

Αν και δυσκολεύτηκε τελικά κατάφερε να βγει από το σπίτι γιατί πίσω από την πόρτα υπήρχε πάρα πολύ χιόνι. Πήρε το φτυάρι που ήταν στη βεράντα και ξεκίνησε να καθαρίζει τον χώρο μπροστά από την είσοδο. Ξαφνικά σταμάτησε οτι έκανε και έμεινε ακίνητος! Άκουσε κάτι κλαδιά να σπάνε και ο ήχος ήρθε από πίσω του. Γύρισε αργά και κοίταξε προς το δάσος αλλά δεν μπορούσε να δει και πολλά, το σκοτάδι είχε κρύψει τα πάντα λες και είχε συμμαχήσει με τα σύννεφα που είχαν “καταπιεί” το φεγγάρι.

Έι… Φίλε… Βοήθεια…“, ακούστηκε μια φωνή ξεψυχισμένη από κάπου κοντά του. Τρόμαξε για μια στιγμή αλλά μάζεψε κουράγιο και γύρισε να κοιτάξει ξανά. Στην άκρη της βεράντας ήταν ένας τύπος ξαπλωμένος, έμοιαζε σαν νεκρός κι αν δεν είχε μιλήσει δεν θα τον έπαιρνε χαμπάρι ο ψηλός άντρας με το φτυάρι στα χέρια.

Ανοίξτε! Ανοίξτε ρε μοσχάρια! Χρειάζομαι βοήθεια!“, φώναζε καθώς κλωτσούσε με δύναμη την πόρτα. Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μπροστά από το τζάκι που έκαιγε για τα καλά, είχαν καθίσει τέσσερις άντρες κι άλλος ένας μισοπεθαμένος, τυλιγμένος με μια μάλλινη κουβέρτα.

Η αμηχανία ήταν το συναίσθημα που επικρατούσε μέσα στο μικρό, ξύλινο σπίτι. Πρώτος μίλησε ο Τομ, αυτός που έφερε τον άγνωστο άντρα υποβασταζόμενο μέχρι το σαλόνι. “Φίλε ζεστάθηκες καθόλου; Είσαι καλά;“, είπε αρχικά για να συνεχίσει: “Εμένα με λένε Τομ, εκείνος ο μαυριδερός είναι ο Ντουέιν, ο μουσάτος με τα γυαλιά είναι ο Τζίμι και το άλλο το γουρούνι που κάθεται και τρώει σαν να μην τρέχει τίποτα; Αυτός είναι ο Γκάβιν!“.

Εγώ είμαι ο Μαρκ. Συγνώμη που εμφανίστηκα από το πουθενά και σας αναστάτωσα αλλά η ανάγκη με έφερε ως εδώ“, αποκρίθηκε ο άντρας που ήταν τυλιγμένος με την κουβέρτα, καθισμένος δίπλα στο τζάκι. “Σας παρακαλώ, αν δεν σας είναι κόπος και αν σας περισσεύει, μπορείτε να μου βάλετε λίγη από τη ζεστή και μυρωδάτη σούπα σας κι εγώ από τη μεριά μου θα σας πω την ιστορία μου. Αυτό είναι το μοναδικό που μπορώ να προσφέρω για το καλό που μου κάνατε“, είπε ο Μαρκ και όλοι συμφώνησαν.

Μισή ώρα αργότερα οι πέντε άντρες κάθισαν κυκλικά γύρω από το τζάκι, έχοντας ένα ποτήρι ζεστή μπύρα ο καθένας. Ο Μαρκ έκατσε σε τέτοιο σημείο ώστε να τους βλέπει όλους, έχοντας στην πλάτη του τη φωτιά για να τον ζεσταίνει. Ρούφηξε μια γερή γουλιά από το ποτό του και άρχισε την ιστορία του.

Έχετε ακούσει για τα “Μωρά της Φωτιάς”; Τον γνωρίζετε άραγε αυτόν τον μύθο; Αυτήν την ιστορία που μου την έμαθε ο παππούς μου όταν ήμουν μικρό αγοράκι και μιλούσε για ένα σπίτι στην άκρη του δάσους πάνω στο βουνό. Όχι κάποιου τυχαίου δάσους φυσικά αλλά εκείνου που βρίσκεται έξω από αυτό το σπίτι” και μόλις τελείωσε την πρότασή του ο Μαρκ, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς το παράθυρο της κουζίνας. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι σαν να ήταν υπνωτισμένοι, μέχρι που κάποιος έσπασε τη σιωπή και… ανέβασε την ένταση στον χώρο.

Κάτσε ρε φίλε! Τι μας λες για μωρά και φωτιές και ιστορίες που σου έλεγε ο παππούς σου; Θα μας εξηγήσεις πως στο διάολο βρέθηκες εδώ έξω ή όχι;“, είπε στον Μαρκ ο Γκάβιν φανερά ενοχλημένος. “Ρε βλάκα, τι του μιλάς έτσι του ανθρώπου! Έχει που έχει την ταλαιπωρία του, έχει και σένα να κάνεις τον τσαμπουκά. Χαλάρωσε μωρέ!“, διαμαρτυρήθηκε ο Ντουέιν στον δύστροπο φίλο του.

Έχει δίκιο ο κύριος. Δεν χρειάζεται να μακρηγορώ. Ας συνεχίσουμε… Εγώ ήρθα για αναρρίχηση πριν από δύο μέρες. Κατασκήνωσα κάτω από τον μεγάλο βράχο, θα τον έχετε δει υποθέτω, είναι μόλις λίγα χιλιόμετρα πιο δυτικά από δω. Τέλοσπάντων χθες το μεσημέρι ξεκίνησα για τον γκρεμό που βρίσκεται στην άκρη του δάσους. Στόχος μου ήταν να τον κατέβω και να ανέβω από την άλλη μεριά…“, είπε ο Μαρκ και άρχισε να εξηγεί στους τέσσερις άντρες για το πως τα κατάφερε.

Εμένα θα με συγχωρέσετε για λίγο. Πρέπει να πάω να καθαρίσω το χιόνι, είναι η σειρά μου και έχει περάσει κάμποση ώρα από τότε που βγήκε ο Τομ“, είπε στους υπόλοιπους ο Τζίμι και άρχισε να ντύνεται. “Το νου σου στα “Μωρά της Φωτιάς”, εντάξει;“, του φώναξε κοροϊδευτικά ο Γκάβιν και ο Μαρκ τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος.

Και όσο η κουβέντα μέσα στο σπίτι συνεχίζονταν, ο Τζίμι βγήκε έξω αφού πρώτα “πάλεψε” με την πόρτα που είχε φρακάρει από το χιόνι. Καθώς καθάριζε την είσοδο, άκουσε έναν θόρυβο σαν κάποιοι να μιλάνε εκεί γύρω, αρκετά κοντά του. Κράτησε την αναπνοή του για να ακούσει καλύτερα αλλά τζίφος! Γύρισε να κοιτάξει προς το σπίτι και με την άκρη του ματιού του είδε κάτι σαν φωτιά να αιωρείται μέσα στα σκοτάδια του δάσους.

Του κόπηκε η ανάσα! Γούρλωσε τα μάτια του και παρακολούθησε εκείνη την παράξενη φλόγα να μετακινείται ανάμεσα στα δέντρα κι ύστερα να εξαφανίζεται, τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί. Σχεδόν έτρεξε να μπει μέσα στο σπίτι, γλίστρησε όμως στον πάγο και καθώς έπεφτε, χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα και όλα σκοτείνιασαν.

Μισή ώρα μετά

Ρε παιδιά που είναι ο Τζίμι τόση ώρα;“, ρώτησε ο Τομ καθώς πλησίαζε το παράθυρο της κουζίνας. Καθάρισε με το χέρι του το τζάμι και προσπάθησε να δει έξω αλλά το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και η ορατότητα σταματούσε το πολύ στα δύο μέτρα από το σπίτι. “Δεν βλέπω Χριστό! Καταραμένο χιόνι! Θα πάω έξω να δω τι διάολο συμβαίνει!“, είπε και προχώρησε προς την πόρτα.

Ένας θόρυβος από τα βάθη του δάσους έκανε τους πάντες μέσα στο μικρό, ξύλινο σπίτι να κοκκαλώσουν. Όλους εκτός από τον Μαρκ, ο οποίος συνέχισε να απολαμβάνει τη χλιαρή γεύση της μπύρας στο ποτήρι του. “Τι… τι είναι αυτό;“, ψέλλισε τρομοκρατημένος ο Ντουέιν μη μπορώντας να πάρει το βλέμμα του από το παράθυρο της κουζίνας.

Ο δεύτερος θόρυβος που ακούστηκε ήταν από πολύ κοντινή απόσταση από το σπίτι. Ήταν ξεκάθαρα μια ανθρώπινη κραυγή, κάποιος υπέφερε εκεί έξω και ο Τζίμι έλειπε εδώ και μισή ώρα. “Πάμε να δούμε τι συμβαίνει! Να βρούμε τον Τζίμι και να γυρίσουμε σπίτι. Σηκωθείτε ρε κοτούλες! Τι λουφάξατε έτσι σαν κοριτσάκια;“, είπε κοροϊδευτικά ο Γκάβιν και άνοιξε την πόρτα.

Ο Τομ τον ακολούθησε και μαζί άρχισαν να ψάχνουν τον φίλο τους φωνάζοντας το όνομά του. Έφτασαν περίπου εκατό μέτρα μακριά από το σπίτι και σταμάτησαν. “Αν δεν τον βρήκαμε μέχρι τώρα τότε δεν πρόκειται να τον βρούμε μέσα στα σκοτάδια και με τόσο χιόνι να πέφτει ασταμάτητα“, είπε ο Γκάβιν κι άρχισε να περπατάει προς το σπίτι. Ο Τομ προχώρησε από πίσω του όταν ξαφνικά σταμάτησε και φώναξε σχεδόν ενθουσιασμένος: “Τα γυαλιά του! Βρήκα τα γυαλιά του!” και έσκυψε προς το έδαφος έχοντας τον φακό στο χέρι του και ξέθαψε αυτό που άνηκε στον Τζίμι.

Φτάνοντας στην πόρτα του μικρού, ξύλινου σπιτιού, χτύπησαν και περίμεναν τον Ντουέιν να τους ανοίξει για να μπουν μέσα. Χτύπησαν ξανά και ξανά, τον φώναξαν να έρθει, το ίδιο έκαναν και με τον Μαρκ αλλά δεν πήραν καμία απάντηση. Ο Τομ πήγε μέχρι το παράθυρο της κουζίνας, κοίταξε μέσα αλλά δεν είδε ούτε τον φίλο του ούτε τον άγνωστο άντρα που είχε σώσει νωρίτερα.

Ο Γκάβιν στρίμωξε το φτυάρι στην πόρτα και χρησιμοποιώντας το σαν λοστό, κατάφερε και την άνοιξε χωρίς να τη σπάσει. Μπήκαν μέσα και άρχισαν να ψάχνουν παντού για κάποιο ίχνος του Ντουέιν και του Μαρκ. Τα ποτήρια ήταν ακουμπισμένα στον πάγκο της κουζίνας ενώ η φωτιά στο τζάκι είχε αποδυναμωθεί αρκετά, λιγοστεύοντας το φως μέσα στο δωμάτιο.

Τι συμβαίνει ρε μαλάκα! Τι στο διάολο συμβαίνει!“, φώναζε σε κατάσταση σοκ ο Τομ την ώρα που ο Γκάβιν προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. “Όλα θα πάνε καλά φιλαράκι. Μην ανησ…” και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του, ένας τρομερός θόρυβος τον έκανε να σωπάσει απότομα. Ένα μεγάλο, στρογγυλό αντικείμενο, έσπασε το τζάμι της κουζίνας και προσγειώθηκε στον ξύλινο πάτωμα.

Ο Γκάβιν, σχεδόν τρέμοντας, πλησίασε το παράξενο αντικείμενο, γονάτισε για να το δει λίγο καλύτερα, μόνο και μόνο για να πέσει πίσω τρομοκρατημένος και να αρχίσει να ουρλιάζει: “Είναι ο Τζίμι! Είναι ο Τζίμι..!“… Το άγνωστο αντικείμενο δεν ήταν τίποτε άλλο από το κομμένο και απανθρακωμένο κεφάλι του φίλου τους.

Οι δυο τους έμειναν παγωμένοι να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει το κεφάλι του Τζίμι, ούτε να κλείσει με μια κουβέρτα το σπασμένο παράθυρο. Η φωτιά στο τζάκι είχε σβήσει πια και το σκοτάδι τύλιξε το δωμάτιο…

Ξαφνικά μια φλόγα φάνηκε έξω από το σπίτι. Στάθηκε για λίγο κι ύστερα εξαφανίστηκε. Ο ήχος από δυνατά χτυπήματα στην πόρτα, έσπασε τη σιωπή και κατατρόμαξε τον Τομ και τον Γκάβιν. Τώρα πια ήταν αγκαλιασμένοι και στριμωγμένοι σε μια γωνιά του δωματίου.

Σε μια στιγμή η πόρτα του μικρού, ξύλινου σπιτιού έσπασε και έπεσε προς τα μέσα. Οι δύο άντρες έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτάζουν το μαύρο σκοτάδι πίσω από το κενό που πήρε τη θέση της διαλυμένης πόρτας της εισόδου. Η φωτιά έκανε και πάλι την εμφάνισή της και μαζί της ήρθε και ο Μαρκ. “Ελάτε έξω!“, τους είπε με ήρεμη φωνή κι εκείνοι τον άκουσαν και τον ακολούθησαν σαν υπνωτισμένοι.

Προχώρησαν μέχρι την άλλη άκρη του δάσους. Στη διαδρομή κανένας τους δεν έβγαλε άχνα, κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει τον Μαρκ τι στο καλό συμβαίνει. Ποιος σκότωσε τον Τζίμι με τόσο μακάβριο τρόπο; Απλά περπατούσαν από πίσω του…

Μετά από κάμποση ώρα έφτασαν σε ένα ξέφωτο όπου υπήρχαν τρία ξύλα καρφωμένα βαθιά στο έδαφος. Ήταν αρκετά μεγάλα και ψηλά, πολύ γερά πραγματικά ενώ κάποιος ήταν δεμένος στο ένα από αυτά. Ήταν ο Ντουέιν και ήταν λιπόθυμος, τουλάχιστον έτσι έμοιαζε μέσα στα σκοτάδια.

Ο Τομ του φώναξε αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Ο Μαρκ είπε κάτι σε μια δική του γλώσσα και μέσα από το σκοτάδι του δάσους εμφανίστηκαν κι άλλες φωτιές σαν τη δική του. Άνθρωποι μεταμφιεσμένοι με δέρματα ζώων και στα πρόσωπά του φορούσαν μάσκες που απεικόνιζαν μωρά παιδιά. Ο κάθε ένας κρατούσε από μία δάδα όπως έκανε και ο ίδιος ο Μαρκ.

Ο Γκάβιν προσπάθησε να αντιδράσει αλλά μερικοί μασκοφορεμένοι τον ακινητοποίησαν και με μια αρρωστημένη ψυχραιμία, ο Μαρκ τον πλησίασε και του έμπηξε ένα μαχαίρι στο λαιμό. Τον έκοψε πέρα για πέρα και άφησε τον άτυχο άντρα να πνιγεί μέσα στο ίδιο του το αίμα. Ο Τομ ούρλιαζε ξανά και ξανά αλλά κανένας δεν έδειχνε να επηρεάζεται από τα παρακάλια του. Τον έδεσαν σε ένα από τα ξύλα και δίπλα του τοποθέτησαν τον νεκρό Γκάβιν.

Αδέρφια μου! Σήμερα μαζευτήκαμε εδώ για να τιμήσουμε αυτούς που δημιούργησαν τα “Μωρά της Φωτιάς”. Ο κόσμος παραμένει το ίδιο βρώμικος όπως και τότε και η δική μας αποστολή είναι να τον καθαρίσουμε με τη φωτιά μας! Τα σκάρτα χορτάρια θα καούν και στη θέση τους θα ανθίσει η νέα Γη! Αυτοί οι άντρες θα θυσιαστούν για το δίκαιο και την τιμή του αγώνα μας!” και ολοκληρώνοντας το λόγο του, ο Μαρκ και άλλοι δύο μασκοφορεμένοι άντρες, πήραν από μία δάδα, γονάτισαν και άναψαν τα τρία ξύλα.

Η φωτιά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ήταν εντυπωσιακή. Το μόνο που ακούγονταν, εκτός από τα ξύλα που είχαν αρπάξει, ήταν οι κραυγές του άτυχου Τομ που καιγόταν ζωντανός, θυσία στο βωμό της τρέλας μερικών αιρετικών.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ