Το μικρό ψαροκάικο του κυρ Ηλία επέστρεφε στο λιμάνι της Πάργας νωρίς το πρωί. Ο 70χρονος ψαράς από τη Ζάκυνθο, μόνιμος κάτοικος της πανέμορφης παραθαλάσσιας πόλης της Ηπείρου, είχε γεμίσει τα καλάθια του με ψάρια κάθε λογής. Θα τα παρέδιδε στον μάγειρα της ταβέρνας “Ο Φρέσκος Μεζές“, μαγαζί με το οποίο συνεργάζεται τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του.
Λίγο πριν πει στο λιμάνι της Πάργας ο κυρ Ηλίας οδήγησε το ταλαιπωρημένο του ψαροκάικο στο νησί της Παναγίας, έναν καταπράσινο βράχο που υψώνονταν μοναχικός απέναντι από την πόλη. Εκεί θα συναντούσε τον παπαΧρήστο, τον μοναδικό ιερέα και κάτοικο του μικρού αυτού βράχου και όπως κάθε φορά θα του έδινε για δώρο δύο ψάρια πρώτης ποιότητας.
“Ρε παπά! Βγες έξω μωρέ τράγε!“, φώναξε χιουμοριστικά καθώς έδενε το καΐκι του σε ένα χοντρό κομμάτι σίδερο, ειδική κατασκευή για την εξυπηρέτηση όλων εκείνων που επισκέπτονταν το νησί της Παναγίας. Ο κυρ Ηλίας διάλεξε ένα μεγάλο φαγκρί και μια παχιά και λαχταριστή τσιπούρα και προχώρησε μέχρι το εκκλησάκι.
Χτύπησε διακριτικά την πόρτα που ήταν κλειστή αλλά κανένας δεν εμφανίστηκε. Μπήκε μέσα και άρχισε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, κάτι στην ατμόσφαιρα του χώρου δεν του άρεσε καθόλου. “Παπά μου, είσαι εδώ;“, ψιθύρισε καθώς έμπαινε στο ιερό του μικρού ναού. Δεν υπήρχε κανείς εκεί μέσα εκτός από ένα κατάμαυρο κερί που έκαιγε πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Ο κυρ Ηλίας βγήκε έξω και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην άλλη πλευρά του βράχου. Εκεί ήταν ένα πολύ μικρό εκκλησάκι, ίσα ίσα που χωρούσαν δύο άτομα να μπουν μέσα. Κοίταξε το λουκέτο στην πόρτα και κατάλαβε οτι ούτε εκεί βρισκόταν ο μοναχικός παπάς του νησιού της Παναγίας.
“Που είσαι ρε παπαΧρήστο!“, φώναξε και πάλι ο 70χρονος ψαράς από τη Ζάκυνθο, σχηματίζοντας ένα χωνί με τα χέρια του για να ακουστεί πιο δυνατά. Ξεκίνησε να σκαρφαλώνει τον υπόλοιπο βράχο για να φτάσει στο ψηλότερο σημείο, εκεί που ο παπάς είχε φτιάξει ένα μικρό κιόσκι και κάθε απόγευμα ανέβαινε για να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα.
“Μπορεί να πήγε προς τα κει“, σκεφτόταν ο κυρ Ηλίας καθώς ανέβαινε τον βράχο. Με πολύ κόπο και ιδρώτα κατάφερε τελικά να φτάσει στο σημείο με το κιόσκι και πράγματι ο παπάς καθόταν σε μια καρέκλα και κοίταζε το Ιόνιο πέλαγος. Δεν έδειχνε να έχει αντιληφθεί την παρουσία του ψαρά παρά μόνο όταν εκείνος τον σκούντησε στο ώμο.
Γύρισε και κοίταξε τον κυρ Ηλία με τέτοιο τρόπο που ο 70χρονος ψαράς ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει το κορμί του. Το βλέμμα του ήταν απλανές, κοίταζε τον Ζακυνθινό φίλο του αλλά στην ουσία δεν έβλεπε τίποτα. “Είσαι καλά μωρέ παπά; Τόση ώρα σου φωνάζω!“, του είπε με αγωνία ο κυρ Ηλίας. Εκείνος τον κοίταξε και πάλι, κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να καθαρίσει κάπως τη σκέψη του κι ύστερα του χαμογέλασε.
“Καλώς τον!“, απάντησε ο παπαΧρήστος σαν να μην τρέχει τίποτα. Σηκώθηκε από τη θέση του και αγκάλιασε τον φίλο του. “Με συγχωρείς Ηλία μου! Ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου“, του είπε και άρχισε να κατεβαίνει το βράχο προς το εκκλησάκι.
Καθώς περνούσαν από την πόρτα που ήταν κλειδωμένη με το λουκέτο στο πλάι, ο κυρ Ηλίας ρώτησε τον παπά: “Τόσα χρόνια που έρχομαι εδώ πέρα, πάντα είχα αυτήν την απορία. Τι είναι πίσω από αυτήν την πόρτα παπά μου;“. Μόλις ολοκλήρωσε την ερώτησή του ο Ζακυνθινός ψαράς παρατήρησε το πρόσωπο του ιερέα, από ανέκφραστο να γίνεται κατακόκκινο από το θυμό που φανερώθηκε στη φωνή του: “Να κοιτάς τη δουλειά σου ψαρά!“, του φώναξε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο εκκλησάκι του βράχου.
Απορημένος ο κυρ Ηλίας έμεινε λίγο πιο πίσω και παρατήρησε τον παπαΧρήστο να περπατάει προς τον μικρό ναό της Παναγίας. Τον είδε να είναι νευρικός, σαν κάτι να τον απασχολούσε τόσο πολύ που ήταν λες και του είχε πάρει το μυαλό. Ξεκίνησε να κατεβαίνει κι αυτός τα σκαλοπάτια που ήταν καλυμμένα από τις πευκοβελόνες που είχαν πέσει από τα δέντρα του βράχου. Κοίταζε συνέχεια τον παπά και από την απροσεξία του πάτησε κάπου άγαρμπα και λίγο έλειψε να πέσει και να τσακιστεί.
Κοντοστάθηκε για να ηρεμήσει από την τρομάρα που πήρε και κοίταξε προς το σημείο που παραπάτησε. Έσκυψε και με το χέρι του καθάρισε τις πευκοβελόνες που είχαν σκεπάσει το σκαλοπάτι. Ένα κομμάτι κόκκαλο είχε καρφωθεί στο χώμα και σε αυτό πιάστηκε το παπούτσι του κυρ Ηλία και παραλίγο να τον γκρεμοτσακίσει.
“Περίεργο… Αφού ο παπάς τρώει μόνο ψάρια και λαχανικά…“, σκέφτηκε ο 70χρονος ψαράς από τη Ζάκυνθο παίρνοντας στα χέρια του το κόκκαλο. Κοίταξε ξανά προς το εκκλησάκι αλλά δεν είδε πουθενά τον φίλο του. Κατέβηκε γρήγορα τα υπόλοιπα σκαλοπάτια και μπήκε μέσα στον ναό του νησιού της Παναγίας.
Παράξενοι θόρυβοι ερχόντουσαν μέσα από το ιερό του μικρού ναού. Γρυλίσματα και αλλόκοτες φωνές γέμισαν τη σιωπή του χώρου, αναγκάζοντας τον κυρ Ηλία να σταυροκοπηθεί κάμποσες φορές μέχρι να πλησιάσει. Φτάνοντας στο ιερό παρατήρησε τον παπαΧρήστο να είναι αφοσιωμένος σε κάτι που έκανε πάνω στην Αγία Τράπεζα, εκεί που ήταν αναμμένο το μαύρο κερί που είδε ο ψαράς όταν πρωτομπήκε στο ναό νωρίτερα.
“Παπά μου μήπως πέθανε καμία γάτα από αυτές που έχεις για συντροφιά;” και του έδειξε το κόκκαλο που βρήκε στα σκαλοπάτια. “Α! Η Μαρία…“, είπε σαν να μιλούσε στον εαυτό του ο παπαΧρήστος. Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο κυρ Ηλίας έκανε ένα βήμα πίσω και ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται. “Τι… τι είπες παπά μου;“, τον ρώτησε διστακτικά…
Ο ιερέας τον αγνόησε και συνέχισε αυτό που έκανε στην Αγία Τράπεζα. Κάτι μουρμούριζε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, άλλοτε γελούσε με κακία και άλλοτε δάκρυζε βαθιά στενοχωρημένος. Κάτι είχε συγχύσει τον παπαΧρήστο και ο φίλος του από τη Ζάκυνθο δεν είχε σκοπό να τον εγκαταλείψει.
Τον άρπαξε από τους ώμους και τον γύρισε ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο. Τα μάτια του παπά ήταν μαύρα σαν το πιο σκοτεινό σημείο της νύχτας, τα χείλη του ωχρά όπως των πεθαμένων. Ο 70χρονος ψαράς άρχισε να τον ταρακουνάει για να τον συνεφέρει και κάποια στιγμή ο παπαΧρήστος τον έπιασε από το χέρι σαν να του ζητούσε να σταματήσει.
Άρχισε να μιλάει με δυσκολία, λες και δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά. “Ηλία… Τρέξε φίλε μου! Τρέξε να σωθείς…” κι ύστερα σωριάστηκε στο πάτωμα σαν να είχε πεθάνει. Ο κυρ Ηλίας έμεινε σοκαρισμένος να κοιτάζει πότε τον λιπόθυμο παπά και πότε το μακάβριο θέαμα πάνω στην Αγία Τράπεζα. Ένα ανθρώπινο κρανίο είχε πάρει τη θέση του μαύρου κεριού που είχε δει νωρίτερα. Δίπλα από τη νεκροκεφαλή ήταν μια ροζ κορδέλα για τα μαλλιά που πάνω της ήταν γραμμένο το όνομα “Μαρία“…
Ο κακόμοιρος ο ψαράς άρχισε να τρέχει προς την πόρτα του μικρού ναού. Ο φόβος τον είχε κυριεύσει κι έτρεμε σαν το ψάρι που σπαρταράει έξω από το νερό. Μόλις έφτασε την είσοδο παραπάτησε λες και κάποιο αόρατο πόδι του έβαλε τρικλοποδιά και έπεσε στα γόνατά του. Παρακολούθησε τρομοκρατημένος την πόρτα να κλείνει μοναχή της με μεγάλη δύναμη. Το σκοτάδι γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη τον ναό και ο 70χρονος ψαράς δεν έβλεπε τίποτα απολύτως.
Το μόνο που του έκανε συντροφιά ήταν το διαβολικό χαχανητό του παπαΧρήστου που τον πλησίαζε αργά και βασανιστικά…
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΓΑ


ΖΕΥΣ