“Πάολα αυτό που σου χρειάζεται είναι ξεκούραση και ένα μικρό διάλλειμα από τη δουλειά. Το άγχος της γρήγορης ζωής της πόλης σε έχει καταβάλλει, έχεις χάσει τον εαυτό σου κορίτσι μου. Δεν έχεις ανάγκη ούτε φάρμακα, ούτε γιατρούς, ούτε τίποτα. Διακοπές χρειάζεσαι και μάλιστα άμεσα!“, ήταν η συμβουλή του δρ Παπαστάμου στην ασθενή του. Εκείνη αφού πρώτα τον ευχαρίστησε ύστερα έβγαλε ένα πενηντάρικο από το πορτοφόλι της και το ακούμπησε στο γραφείο του.
Καθώς περπατούσε στο διάδρομο που οδηγούσε στο ασανσέρ σκεφτόταν παράλληλα που θα μπορούσε να πάει διακοπές. Η Πάολα ήταν ένας άνθρωπος που δεν γούσταρε τα νησιά ενώ σε βουνό είχε να πάει από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι. Πάνε δεκαπέντε χρόνια από την εκδρομή που πήγε με τους γονείς της στον Παρνασσό. Παιχνίδι στο χιόνι με τον μπαμπά της, φωτογραφίες αγκαλιά με τη μαμά της. Ωραία χρόνια όμως πια πολύ μακρινά…
Περιμένοντας το ασανσέρ να φτάσει στον όροφό της, ένα τηλεφώνημα έσπασε τη σιωπή που επικρατούσε στο διάδρομο. Γούρλωσε τα μάτια της από την έκπληξη. Ήταν ο Μάριος, φίλος της από το δημοτικό που είχε να του μιλήσει περίπου πέντε χρόνια, από τότε ουσιαστικά που έπιασε δουλειά στην Αθήνα. Κοίταξε για λίγο την οθόνη τoυ κινητού της, κούνησε το δάχτυλο για να απαντήσει όμως ο ήχος από το ασανσέρ που μόλις είχε φτάσει την αποσυντόνισε και έβαλε το τηλέφωνο ξανά στην τσέπη της.
Μόλις βγήκε από την πολυκατοικία το κινητό της ξαναχτύπησε. Αυτή τη φορά δεν το σκέφτηκε καθόλου και απάντησε με τη μία. “Παρακαλώ;“, είπε κάπως απότομα. “Βρε μαλακισμένο που χάθηκες τόσα χρόνια; Έτσι κάνουν οι κολλητοί μωρέ;“, της απάντησε με ένα ψεύτικο παράπονο στη φωνή του ο Μάριος. Εκείνη πάγωσε και έμεινε να κοιτάζει το δρόμο μπροστά της και τα αυτοκίνητα που περνούσαν.
Τα γέλια από την άλλη άκρη της γραμμής την επανάφεραν αμέσως. “Μη μασάς μωρέ! Πλάκα σου κάνω! Άλλωστε θα μου πεις τα νέα σου το βράδυ που θα βγούμε για φαγητό“, της είπε ο Μάριος ενθουσιασμένος. Η Πάολα σκέφτηκε φωναχτά: “Βράδυ; Φαγητό;” και αμέσως δαγκώθηκε από ντροπή για τη απροσεξία της. Ανασύνταξε το μυαλό της και έπιασε για λίγο κουβέντα μαζί του και πριν κλείσουν κανονίσανε να βρεθούνε κατά τις εννιά σε ένα παραδοσιακό σουβλατζίδικο στα Πετράλωνα.
Εκεί μοιράστηκαν τις ιστορίες τους όλα αυτά τα χρόνια που είχαν χαθεί. Η Πάολα δούλευε σε μία πολυεθνική με έδρα την Αθήνα και είχε πάρα πολύ καλό μισθό ενώ ο Μάριος έγινε επαγγελματίας ορειβάτης και φανατικός ακτιβιστής. Αμέσως τον ζήλεψε για την ανέμελη ζωή του και του εξήγησε το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η ίδια με το άγχος. Ήθελε με κάποιο τρόπο να μοιραστεί το βάρος της με τον χαρούμενο και ξέγνοιαστο Μάριο.
“Θα έρθεις μαζί μου! Πάει και τελείωσε!“, της είπε αποφασιστικά και της εξήγησε το πλάνο του. Εκείνη θα έπαιρνε πέντε μέρες άδεια από τη δουλειά και μαζί θα έφευγαν για την Κρήτη. Θα έκαναν πεζοπορία στον Ψηλορείτη, μια εύκολη διαδρομή για να μπορέσει να το απολαύσει και η Πάολα ενώ θα κατασκήνωναν στη φύση και θα έψηναν σουβλάκια. Το καλύτερο αγχολυτικό για τα προβλήματα της νεαρής Αθηναίας.
Οι μέρες μέχρι το ταξίδι πέρασαν σχετικά γρήγορα και οι δυο φίλοι πήραν το αεροπλάνο για την Κρήτη. Εκεί μπήκαν σε ένα ταξί για τους μεταφέρει μέχρι τους πρόποδες του Ψηλορείτη και ξεκίνησαν την περιπέτειά τους. Ο Μάριος έκανε συνέχεια χαζομάρες για να κάνει την Πάολα να γελάσει και να χαλαρώσει. Ήταν καλός φίλος παρά τα χρόνια που πέρασαν και τα ίχνη της Αθηναίας που χάθηκαν τόσο ξαφνικά. Την πρώτη νύχτα την πέρασαν κάνοντας μπάνιο σε μια μικρή λίμνη που σχηματίζονταν από τα νερά ενός καταρράκτη. Ήταν τόσο όμορφα σαν σε παραμύθι…
Το επόμενο πρωί κι ενώ βρίσκονταν στην αρχή μιας πέτρινης γέφυρας, απαραίτητης για να περάσουν από έναν απότομο γκρεμό, σταμάτησαν γιατί η Πάολα είδε ένα ελάφι. Ένα υπέροχο, αθώο, καφετί ελάφι ήταν λίγα μέτρα πιο δίπλα και έτρωγε αμέριμνο τα αγαθά της γης. Ο Μάριος της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει χωρίς να κάνει καθόλου θόρυβο και άρχισαν να περπατάνε προς το πανέμορφο θηλαστικό. Η νεαρή Αθηναία χαμογελούσε ενθουσιασμένη επειδή ήταν εκείνη που είχε εντοπίσει το ελάφι και κορόιδευε τον φίλο της για να σπάσει πλάκα. Φαίνεται οτι η χημεία που είχαν αναπτύξει από μικρά παιδιά δεν είχε σβήσει και είχε αντέξει παρά τα χρόνια που είχαν περάσει.
Κάποια στιγμή ο Μάριος δεν πρόσεξε καλά το έδαφος και πάτησε κάτι ξεραμένα φύλλα. Ο θόρυβος πρόδωσε τους δύο φίλους και το ελάφι αντιλαμβανόμενο τον κίνδυνο εξαφανίστηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. “Κρίμα! Θα ήταν τέλεια φωτογραφία για το γραφείο μου στη δουλειά“, είπε απογοητευμένη η Πάολα. “Μην μιλάς άλλο για τη δουλειά! Εδώ ήρθαμε για άλλο πράγμα. Έλα μαζί μου!“, της είπε ο Μάριος και συνέχισε να προχωράει προς τα βάθη του δάσους.
Μετά από τρεις ώρες περπάτημα και λίγο σκαρφάλωμα, οι δύο φίλοι έφτασαν έξω από μία καλύβα. Φαινόταν έρημη, τα τζάμια ήταν σπασμένα και η σκεπή μισογκρεμισμένη. Μονάχα η πόρτα της εισόδου έμοιαζε άθικτη σαν καινούργια. “Τι είναι εδώ;“, ρώτησε με αγωνία η Πάολα. “Έχω ακούσει για μια καλύβα στην καρδιά του Ψηλορείτη. Οι φήμες λένε οτι είναι μαγική!“, της είπε με παιχνιδιάρικο τόνο στη φωνή του ο Μάριος. Συμφώνησαν να κατασκηνώσουν μέσα στο διαλυμένο οίκημα για το βράδυ και το πρωί θα συνέχιζαν το δρόμο τους πίσω στην πέτρινη γέφυρα.
Η Πάολα πλησίασε την πόρτα και άπλωσε το χέρι της για να την ανοίξει. Την έσπρωξε και μπήκε μέσα στην καλύβα ή μάλλον έτσι νόμισε στην αρχή. Γιατί ενώ αυτό που θα έπρεπε να δει ήταν σκουπίδια, ιστούς από αράχνες και σκόνη, αντίθετα εκείνη βρέθηκε σε ένα ακόμα δάσος. Κοίταξε πίσω της για να βρει τον Μάριο αλλά ούτε εκείνος ούτε και η πόρτα της καλύβας ήταν πουθενά. Μόνο δέντρα και θάμνοι, ήχοι από τα τραγούδια των πουλιών και μικρά ρυάκια που διέσχιζαν το δάσος.
Στην αρχή φοβήθηκε πολύ, φώναξε το όνομα του φίλου της αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Κάπου ανάμεσα στα δέντρα μία σιλουέτα της τράβηξε την προσοχή. Ήταν εκείνο το ίδιο ελάφι που είχε ακολουθήσει νωρίτερα με τον Μάριο. Ο φόβος της αντικαταστάθηκε από περιέργεια αναμειγμένη με ενθουσιασμό και έτσι ξεκίνησε να περπατάει προς το πανέμορφο θηλαστικό.
Κάπως έτσι η Πάολα ξεχάστηκε με τις ώρες μέσα στο παράξενο αυτό δάσος. Ξάπλωσε στο δροσερό χορτάρι και χάζεψε τον πανέμορφο και καταγάλανο ουρανό. Το ελάφι είχε εξαφανιστεί αλλά εκείνη δεν την απασχολούσε πια τίποτα και κανένας. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ήταν ξέγνοιαστη σαν μικρό παιδί. Ούτε φωνές στη δουλειά, ούτε τσακωμοί με το αγόρι της στο σπίτι, ούτε τίποτα. Μόνο ηρεμία, γαλήνη και ξεκούραση στην μαγική αγκαλιά της φύσης.
Εκεί που στριφογύριζε σαν παιχνιδιάρικο κοριτσάκι ανάμεσα στους θάμνους και τις βατομουριές, το μάτι της εντόπισε ένα πολύ παράξενο θέαμα. Λίγο πιο μακριά από το σημείο που βρισκόταν η ίδια, το έδαφος άλλαζε χρώμα και από καφεπράσινο γινόταν ίδιο με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Για την ακρίβεια ήταν λες και αυτό το υπέροχο φαινόμενο που παρατηρούμε μετά από τις βροχές, είχε γκρεμιστεί από τη θέση του και είχε ξαπλώσει στο δάσος που ήταν η Πάολα.
Μια γυναίκα με τόσο μεγάλη περιέργεια ήταν αδύνατο να αγνοήσει αυτό το παράξενο θέαμα κι έτσι ξεκίνησε να περπατάει στο νοητό δρόμο που ήταν στρωμένος με το ουράνιο τόξο. Προχωρούσε για πολύ ώρα, ούτε και η ίδια ήξερε πόση είχε περάσει ενώ φαινόταν να έχει ξεχάσει τελείως τον Μάριο. Σαν να είχε μαγευτεί από αυτό το δάσος και από το πολύχρωμο φυσικό φαινόμενο πάνω στο οποίο περπατούσε.
Κάποια στιγμή ένιωσε ένα αεράκι να χαϊδεύει τα μακριά και κατάμαυρα μαλλιά της. Κοίταξε γύρω της και διαπίστωσε οτι το δάσος είχε εξαφανιστεί και τη θέση του είχε πάρει ο ίδιος ο ουρανός. Σταμάτησε απότομα το περπάτημα και κοίταξε κάτω. Εκεί που πριν λίγο βρισκόταν το έδαφος τώρα τη θέση του είχε πάρει η μικρογραφία ενός βουνού, έτσι φαινόταν αυτός ο πέτρινος γίγαντας από τόσα χιλιόμετρα ψηλά. Η Πάολα στην κυριολεξία περπατούσε πάνω στο ουράνιο τόξο σαν θεά του παραμυθιού, μόνο που ούτε η ίδια ήταν αθάνατη μα ούτε ζούσε στις σελίδες κάποιου βιβλίου φαντασίας.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή από την τρομάρα που πήρε ενώ εκείνη κάθισε στα γόνατά της γιατί της ήταν αδύνατο να μείνει όρθια. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς από τον φόβο που κυρίευσε το μυαλό της. Το κορίτσι αντιμετώπιζε από μικρή σοβαρό πρόβλημα με τα ύψη και αυτή τη στιγμή βρισκόταν στο πουθενά, στη μέση του ουρανού -αν υπάρχει τέτοια-, πάνω σε ένα ουράνιο τόξο.
Ξαφνικά είδε κάτι που την έκανε να ουρλιάξει τρομοκρατημένη! Το ουράνιο τόξο άρχισε σιγά σιγά να εξαφανίζεται, όχι όλο μαζί αλλά λίγο λίγο, από τη μία άκρη μέχρι την άλλη. Όπως ένα κομμάτι χαρτί που το καις από τη μία μεριά και η φλόγα το “τρώει” αργά και βασανιστικά μέχρι το τέλος του. Με μεγάλη δυσκολία η Πάολα σηκώθηκε όρθια και άρχισε να περπατάει προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη που χανόταν.
Όμως τα βάσανά της μόλις είχαν γίνει ακόμα μεγαλύτερα. Και αυτό γιατί το ουράνιο τόξο άρχισε να εξαφανίζεται και από τη μεριά που κατευθύνονταν η νεαρή γυναίκα. Έτσι οτι και να έκανε η ίδια το αποτέλεσμα θα ήταν να… στερέψει το έδαφος κάτω από τα πόδια της και να πέσει στο κενό.
“Η πόρτα! Πρέπει να βρω την πόρτα!“, σκέφτηκε καθώς έτρεχε απελπισμένη. Έριξε μερικές κλεφτές ματιές στο κενό από κάτω της και λίγο έλειψε να λιποθυμήσει και να πέσει στο πουθενά. Κι ενώ το ουράνιο τόξο εξαφανιζόταν πολύ γρήγορα και η ταραχή της Πάολας μεγάλωνε ακόμα περισσότερο, κάτι περίεργο εμφανίστηκε στον ουρανό, ένα πολύ μικρό αντικείμενο. Ήταν ένα πόμολο μιας αόρατης πόρτας, ήταν το ίδιο πόμολο που είχε ακουμπήσει η νεαρή Αθηναία στην καλύβα νωρίτερα. Αλλά δεν θα το προλάβαινε γιατί το ουράνιο τόξο χανόταν με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Έτσι η Πάολα, λίγο πριν φτάσει ακριβώς κάτω από το πόμολο, έκανε το πιο μεγάλο άλμα που είχε κάνει ποτέ στη ζωή της και άπλωσε το χέρι της για να το πιάσει.
Άνοιξε τα μάτια της και είδε τον Μάριο να είναι λίγο πιο δίπλα και να κοιτάζει το κινητό του. “Ρε βλάκα…“, ψέλλισε αδύναμα και ο φίλος της έτρεξε στο πλάι της. “Τι έγινε; Τι έπαθες;“, τη ρώτησε με μια φωνή γεμάτη αγωνία. “Μόλις πήγες να μπεις στην καλύβα, έπεσες πίσω λιπόθυμη και έμεινες έτσι μέχρι τώρα“, της είπε ταραγμένος ο κακόμοιρος ο Μάριος.
Μόλις συνήλθε η Πάολα ξεκίνησε να λέει στο φίλο της όλα όσα είχε ζήσει. Του μίλησε για το δάσος και το ελάφι, για το παράξενο έδαφος με το ουράνιο τόξο και για την τρομάρα που πήρε στο τέλος της περιπέτειάς της. Ο Μάριος την κοίταζε με απορία, προφανώς δεν πίστευε λέξη από όλα όσα άκουγε.
“Μάλλον οι φήμες για την καλύβα είναι πέρα για πέρα αληθινές“, του είπε κάπως ανακουφισμένη η Πάολα τώρα που μοιράστηκε με κάποιον την εμπειρία της. Όμως ο νεαρός άντρας θεωρούσε οτι η φίλη του του έκανε πλάκα και πείσμωσε πολύ. Έτσι όταν εκείνη τον παρακάλεσε να προσέχει και να μην πλησιάσει την καλύβα, εκείνος θύμωσε και της ζήτησε να σταματήσει την κοροϊδία.
“Πίστεψέ με Μάριε! Εκεί μέσα ζωντανεύουν οι φοβίες σου! Θυμάσαι το φόβο που έχω με τα ύψη; Αυτό ακριβώς έπαθα εκεί μέσα αφού πρώτα παρασύρθηκα από την ομορφιά και τη μαγεία του μέρους!“, του είπε η Πάολα και του χαμογέλασε γλυκά. “Εσύ, αν δεν κάνω λάθος, φοβάσαι το νερό και τους καρχαρίες, έτσι δεν είναι;“, τον ρώτησε. “Παράτα με! Εγώ φταίω που ήθελα να σε βοηθήσω! Γύρνα πίσω μόνη σου, εγώ θα μείνω στην καλύβα” και τελειώνοντας την πρότασή του ο νεαρός άντρας πλησίασε την πόρτα και όπως και η φίλη του νωρίτερα έτσι και αυτός έπεσε λιπόθυμος στο έδαφος.
Η Πάολα προσπαθούσε να τον συνεφέρει αλλά ήταν αδύνατον. Πήρε το κινητό της για να καλέσει βοήθεια αλλά δεν είχε ούτε μία γραμμή σήμα. Ανέβηκε λίγο πιο ψηλά στο βουνό μήπως και καταφέρει να πάρει τηλέφωνο αλλά τζίφος! Έτσι αποφάσισε να γυρίσει στην καλύβα και τον φίλο της μόνο που στην επιστροφή την περίμενε μία μεγάλη έκπληξη. Το μικρό μισογκρεμισμένο οίκημα αλλά και ο ίδιος ο Μάριος είχαν εξαφανιστεί από προσώπου Γης.
Έτσι η κακόμοιρη η Πάολα έμεινε μοναχή της κάπου στον Ψηλορείτη, να γυρνάει μέσα στο δάσος και να ψάχνει μάταια τον φίλο της. Εκείνος είχε χαθεί ανάμεσα στη φαντασία και τον τρόμο, εγκλωβισμένος μέσα σε έναν ωκεανό γεμάτο πελώριους καρχαρίες.
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
Η έμπνευση για την ιστορία που μόλις διαβάσατε ανήκει στην ΡΗΑ την οποία και υπερευχαριστώ
ΖΕΥΣ & ΡΗΑ